Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου.
Περίληψη:
Ποινική Δικονομία. Αναίρεση Εισαγγελέως κατά εκκλητής αποφάσεως. Προθεσμία και έναρξη αυτής. Διαφοροποίηση της έναρξης της προθεσμίας της περίπτωσης αυτής από την περίπτωση της αναιρέσεως κατά τελεσίδικης απόφασης. Έναρξη προθεσμίας αναιρέσεως κατά εκκλητής αποφάσεως από τη δημοσίευσή της, και όχι από την καταχώρισή της στο ειδικό βιβλίο, αφού αυτή η έναρξη προβλέπεται για την περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως κατά τελεσίδικης αποφάσεως. Απορρίπτει αναίρεση Εισαγγελέως ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της.
Αριθμός 1568/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σακελλάκου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως της 348/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης. Με κατηγορούμενο τον Α. Τ. του Γ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο και πολιτικώς ενάγουσα την Μ. Ρ. του Γ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Διαμαντή.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κοζάνης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 49/27 Σεπτεμβρίου 2013 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεώργιου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1068/2013.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της πολιτικώς ενάγουσας που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3), δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ.1 του ίδιου κώδικα, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, έστω και αν αυτή, όπως απαγγέλθηκε, προσβάλλεται με έφεση και για όλους τους αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 λόγους, μεταξύ των οποίων και για έλλειψη αιτιολογίας. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 εδ. α' του ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 969/1979, και ορίζει ότι η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, προκύπτει ότι η τυχόν καταχώρηση στο ως άνω βιβλίο ποινικής απόφασης, η οποία, όπως απαγγέλθηκε, δεν είναι τελεσίδικη, αλλά προσβάλλεται με έφεση, και ως εκ τούτου δεν είναι καταχωριστέα στο εν λόγω βιβλίο, δεν έχει καμία έννομη συνέπεια. Επομένως, η πιο πάνω μηνιαία προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εναντίον αποφάσεως, η οποία, όπως απαγγέλθηκε, είναι εκκλητή, αρχίζει, και μετά την ισχύ της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 9 του Ν. 969/1979, όπως άρχιζε και προηγουμένως, ήτοι από τη δημοσίευση της και όχι από την τυχόν καταχώρηση της στο προβλεπόμενο, από την άνω διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 473 του ΚΠΔ, αποκλειστικά για τις τελεσίδικες αποφάσεις, ειδικό βιβλίο. Η εκδοχή αυτή συνάδει προς το γράμμα της εν λόγω διάταξης του άρθρου άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠΔ, κατά το οποίο στο προαναφερόμενο ειδικό βιβλίο καταχωρίζεται καθαρογραμμένη όχι οποιαδήποτε ποινική απόφαση, αλλά μόνο η τελεσίδικη. Δεν συντρέχει δε λόγος να απομακρυνθεί ο ερμηνευτής από το γράμμα της διάταξης, διότι αν για την αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά πρωτόδικης εκκλητής απόφασης (η οποία μόνο από αυτόν μπορεί να προσβληθεί με αναίρεση), ο νομοθέτης ήθελε ειδική ρύθμιση ως προς το χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, θα εκφραζόταν ρητά, δεδομένου ότι η διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 473 παρ. 3 εδ. α' του ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 969/1979, αναφέρεται μόνο στις τελεσίδικες ποινικές αποφάσεις. Συνάδει επίσης προς το σκοπό της διατάξεως αυτής, ο οποίος συνίσταται στην ανάγκη να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος διάδικος πλήρη γνώση του αιτιολογικού της απόφασης, ώστε να μπορεί να εντοπίσει τυχόν υφιστάμενους αναιρετικούς λόγους και να αποφεύγεται η άσκηση ματαίως αιτήσεως αναιρέσεως και η εντεύθεν άσκοπη ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση του. Ενώ, όταν πρόκειται για απόφαση εκκλητή, υπάρχει η δυνατότητα προσβολή της με έφεση, και η ενιαία εισαγγελική αρχή, εφόσον κρίνει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε, δικαιούται να ασκήσει το τακτικό αυτό ένδικο μέσο με το οποίο μπορεί να αποκατασταθεί και η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όσο και η ορθή εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως. Σε κάθε δε περίπτωση, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να λαμβάνει υπηρεσιακώς γνώση της ανάγκης του αναιρετικού λόγου πρωτοβάθμιας αποφάσεως, από τη δημοσίευση της, ώστε να μην απωλέσει την προθεσμία προς άσκηση αναιρέσεως κατ' αυτής (Ολ.ΑΠ 3 και 4/2000). Να σημειωθεί ότι η υπ' αριθμό 6/2002 απόφαση της Ολομέλειας του Α.Π. (η οποία εκδόθηκε μετά την από 11-4-2002 απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. επί της υποθέσεως ΑΕΠΙ κατά Ελλάδος και κάνει λόγο για διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης στην δικαιοσύνη και για μη περιορισμό της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος του κατηγορουμένου που η σύμβαση εγγυάται), αφορά πρωτόδικη ανέκκλητη απόφαση, δηλαδή απόφαση που εξ αρχής δεν υπόκειται σε έφεση, αλλά σε αναίρεση, κατά ρητή περί αυτού πρόβλεψη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 551 παρ.5 του ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 35 του ν. 4055/12-3-2012), οπότε στην περίπτωση αυτή πράγματι αφετήριο χρονικό σημείο της προθεσμίας άσκησης αίτησης αναίρεσης από τον Εισαγγελέα είναι η καταχώρηση της απόφασης στο ειδικό βιβλίο.
Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη με αριθμό 49/27-9-2013 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ζητείται η αναίρεση της υπ' αριθμό 348/2013, απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης, που εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό, με την οποία αθωώθηκε ο κατηγορούμενος, Α. Τ. του Γ., για τις αξιόποινες πράξεις α) της ψευδούς αναφοράς σε αρχή και β) της υπεξαγωγής εγγράφου. Η απόφαση αυτή δεν ήταν τελεσίδικη καθόσον είχαν δικαίωμα να ασκήσουν κατ' αυτής έφεση ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών και ο Εισαγγελέας Εφετών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 1γ' του ΚΠΔ. Επομένως, σύμφωνα και με όσα, στην εν αρχή νομική σκέψη αναφέρθηκαν, η καταχώρηση της απόφασης αυτής στο κατά το άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠΔ ειδικό βιβλίο, δεν ήταν νομικώς αναγκαία και δεν έχει καμία έννομη συνέπεια, και επομένως η μηνιαία προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, άρχισε από την δημοσίευση της, ήτοι από 12-3-2013, και όχι από την καταχώρηση της στο ειδικό βιβλίο που έλαβε χώρα στις 12-8-2013, όπως από τη σχετική υπηρεσιακή βεβαίωση προκύπτει.
Συνεπώς η αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της παραπάνω απόφασης που ασκήθηκε στις 27-9-2013 είναι εκπρόθεσμη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατ' άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμό έκθεσης 49/27-9-2013 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' αριθμό 348/2013 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ