Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ποινή, Αναίρεση μερική, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Καταλογισμού έλλειψη.
Περίληψη:
Επάρκεια αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως για ανθρωποκτονία από πρόθεση τετελεσμένη και σε απόπειρα σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Επάρκεια αιτιολογίας αυτοτελούς ισχυρισμού της έλλειψης ικανότητας προς καταλογισμό. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 94 και 38 § 2 ΠΚ. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.
Φ.Π
Αριθμός 1779/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Χαράλαμπο Παπαηλιού, ορισθέντα με την υπ' αριθμό 54/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στο Ψυχιατρείο των Φυλακών Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Δημακόπουλο, περί αναιρέσεως της 447,464, 480,481/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σταύρο Γεωργίου. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στους από 21 Δεκεμβρίου 2007 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 751/07.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του Π.Κ., όπως ισχύει μετά τη κατάργηση της ποινής του θανάτου με το άρθρο 33 παρ. 1 του ν. 2172/1993, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. Κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 299 Π.Κ. προκύπτει, ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Και στη μεν πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως, στη δεύτερη δε περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της αποφάσεως και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας. Αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά δεν υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 299 Π.Κ. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 42 ΠΚ, όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πράξη περιέχουσα αρχή εκτελέσεως είναι κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία αποτελώντας τμήμα, ολικώς ή μερικώς, της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, οδηγεί ευθέως και αναμφισβητήτως στην πραγμάτωσή του ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη, να θεωρείται ως τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 34 Π.Κ.: "Η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν, όταν την διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό". Υπό τον όρο "νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών" νοούνται όλες οι μορφές παραφροσύνης ή φρενοβλάβειας ή ολιγοφρενίας (ψυχώσεις, ψυχοπάθειες, νευρώσεις), ενώ στην έννοια της "διατάραξης της συνείδησης" συγκαταλέγονται όλες οι ψυχικές διαταραχές που δεν πηγάζουν από παθολογικά αίτια του εγκεφάλου, αλλά εμφανίζονται σε κατ' αρχήν ψυχικώς υγιή άτομα και είναι εξ ορισμού παροδικές. Νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργών προκαλούν, πλην άλλων, οι ψυχώσεις, των οποίων η σωματική αιτία δεν είναι ειδικώς εντοπισμένη, όπως είναι ιδίως η μανιοκαταθλιπτική ψύχωση και η σχιζοφρένεια. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρ. 36 Π.Κ.: "Αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83)". Η διάταξη αυτή δεν καθιερώνει μία τρίτη αυτόνομη κατηγορία ανάμεσα στην ικανότητα και την ανικανότητα για καταλογισμό, αλλά αποτελεί μία ιδιαίτερη, ειδική μορφή της ικανότητας για καταλογισμό, μέσω της οποίας λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι και στον ικανό για καταλογισμό δράστη μπορεί να είναι ευκολότερο ή δυσκολότερο να επιτύχει την αναμενόμενη (και απαιτούμενη) από το δίκαιο αντίληψη του αδίκου, καθώς και την αντίστοιχη ποδηγέτηση-ηνιόχηση της συμπεριφοράς του.
Συνεπώς, ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό δεν σημαίνει ότι ο δράστης μόνον εν μέρει είχε την ικανότητα για διάκριση του αδίκου ή ότι θα μπορούσε να κυριαρχηθεί μόνο μέχρις ενός ορισμένου βαθμού. Τουναντίον είναι ικανός για καταλογισμό, αφού θα μπορούσε να είχε διακρίνει το άδικο και να ελέγξει τη συμπεριφορά του, καταβάλλοντας όμως γι' αυτό σημαντικά μεγαλύτερη προσπάθεια πνεύματος και βούλησης από ό,τι ο πλήρως ικανός για καταλογισμό. Έτσι η ειδική σημασία του άρθρ. 36 Π.Κ. έγκειται στο ότι, σε περίπτωση αμφιβολιών σχετικά με την ικανότητα για καταλογισμό του συγκεκριμένου προσώπου και εν όψει της αδυναμίας για διαλεύκανση αυτών των αμφιβολιών το Δικαστήριο θα πρέπει να δεχθεί την ανικανότητα για καταλογισμό του δράστη, εφαρμόζοντας τη θεμελιώδη δικονομική αρχή "in dubio pro reo" και, να απαλλάξει το δράστη , χωρίς να αποκλείεται η εφαρμογή του μέτρου ασφαλείας της φύλαξης κατ' άρθρο 69 Π.Κ., εφόσον ο ακαταλόγιστος κατηγορούμενος είναι επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, μέτρο το οποίο μπορεί να επιβληθεί από το Δικαστήριο. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή της αποφάσεως πρέπει να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς, ήτοι εκείνους που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή τον αποκλεισμό ή τη μείωση του αξιόποινου ή στη μείωση της ποινής. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σ' αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως ,το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών που την εξέδωσε δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, ότι από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά πιστή μεταφορά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ1 γεννήθηκε στην Αθήνα το έτος 1959. Αφού αποφοίτησε από το Γυμνάσιο παρακολούθησε μαθήματα θεατρικών σπουδών στο Πειραϊκό Θέατρο και κατά τα έτη 1981 - 1982 υπηρέτησε κανονικά την θητεία του στον Ελληνικό στρατό. Κατά τα έτη 1989 - 1991 φοίτησε σε σχολή διακοσμητών και από το έτος 1993 ασχολείτο συστηματικά με την αγιογραφία. Το έτος 1987 τέλεσε γάμο, ο οποίος διήρκεσε μέχρι του έτους 1993, οπότε λύθηκε για το λόγο ότι η σύζυγος του δεν επιθυμούσε την απόκτηση τέκνων. Το έτος 1996 γνώρισε την δεύτερη σύζυγο του .... με την οποία τέλεσε γάμο το έτος 1997 από τον οποίο απέκτησαν ένα παιδί. Ο κατηγορούμενος ζήλευε την γυναίκα του και είχε υποψία ότι αυτή είχε ερωτικές σχέσεις με άλλους άνδρες. Πίστευε μάλιστα ότι το παιδί δεν είναι δικό του. Οι υποψίες αυτές του κατηγορουμένου σε συνδυασμό με την ερωτική αντιζηλία που αισθανόταν για την γυναίκα του,διατάραξαν τις συζυγικές σχέσεις από τους πρώτους σχεδόν μήνες της έγγαμης συμβίωσης τους. Με την πάροδο του χρόνου τα προβλήματα αυτά έγιναν εντονότερα και πολυπλοκότερα, με αποτέλεσμα να επηρεάζουν αρνητικά την ,συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ο οποίος άρχισε σταδιακά να πιστεύει ότι η γυναίκα του είχε ερωτικές σχέσεις με τον αδελφό του, τον οποίο μάλιστα θεωρούσε πατέρα του παιδιού του. Εξετάστηκε τότε από διάφορους ψυχιάτρους, οι οποίοι διέγνωσαν "κατάθλιψη", "παρερμηνευτικό επεισόδιο", "διπολική διαταραχή", "παρανοϊκό σύνδρομο". Τον Ιανουάριο του 1999 νοσηλεύτηκε στο δημόσιο ψυχιατρείο στο Δαφνί επί δίμηνο και εξήλθε υγιής, ακολουθώντας την φαρμακευτική αγωγή που του είχαν συστήσει οι θεράποντες ιατροί -ψυχίατροι. Η παραπάνω προβληματική συμβίωση του με τη γυναίκα του και το παιδί τους συνεχίστηκε με διάφορες διακυμάνσεις μέχρι τις αρχές του μηνός Σεπτεμβρίου 2001, οπότε η γυναίκα του απαίτησε απ' αυτόν να φύγει από την κοινή συζυγική οικία, διότι γινόταν συνεχώς επιθετικότερος απέναντι της, λόγω μη τακτικής λήψεως των φαρμάκων που του είχαν χορηγήσει οι ψυχίατροι. Έτσι ο κατηγορούμενος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την επί της οδού ... στην περιοχή .... Αττικής κοινή συζυγική κατοικία και να εγκατασταθεί στην επί της οδού .... στην περιοχή .... Αττικής οικία της μητέρας του. Η αναγκαστική αυτή μεταστέγαση στενοχώρησε τον κατηγορούμενο, ο οποίος προσπάθησε επανειλημμένα να πείσει την γυναίκα του να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους. Όλες, όμως, αυτές οι προσπάθειες του απέτυχαν, γεγονός που τον εξόργισε. Για τη διάλυση του γάμου του θεωρούσε υπεύθυνο τον αδελφό του Γ1, τον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, θεωρούσε και εραστή της γυναίκας του και πατέρα του παιδιού του. Έτσι, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, αποφάσισε να διαλύσει και την οικογένεια εκείνου, σκοτώνοντας τόσο τον αδελφό του όσο και την σύζυγο αυτού Ψ1. Για να πραγματοποιήσει την ανθρωποκτόνο πρόθεση του, το πρωί της 29.9.2001 πήγε στο σπίτι του αδελφού του Γ1, που βρίσκεται στο ..... Αττικής και επί της οδού..., φέροντας μαζί του παράνομα ένα οδοντωτό μαχαίρι μήκους 28 εκατοστών, με λεπίδα 16 εκατοστών, το οποίο προηγουμένως είχε προς τούτο εφοδιαστεί και το είχε τοποθετήσει σε σακίδιο με τα προσωπικά του είδη που κρατούσε στα χέρια του. Όταν έφθασε στο σπίτι του αδελφού του κτύπησε το κουδούνι και του άνοιξε η νύφη του Ψ1, η οποία του είπε να περάσει στη βεράντα του διαμερίσματος και του έφτιαξε καφέ. Από την βεράντα ο κατηγορούμενος έβλεπε προς το δρόμο και παρακολουθούσε τις κινήσεις του αδελφού του, τον οποίο είχε προηγουμένως συναντήσει στο πεζοδρόμιο. Περί ώρα 9.45', όταν ο κατηγορούμενος είδε τον αδελφό του να έρχεται προς το διαμέρισμα, σηκώθηκε από τη θέση του, μπήκε στο σπίτι και πήρε από το σακίδιο το μαχαίρι προκειμένου να εκτελέσει τον ανθρωποκτόνο σκοπό του. Με το μαχαίρι στα χέρια βγήκε πάλι στην βεράντα χωρίς να γίνει αντιληπτός από τη νύφη του, την οποία πλησίασε από πίσω, της έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό και της είπε "θα κάνεις ό,τι σου λέω". Στη συνέχεια έδωσε εντολή σ' αυτήν να ανοίξει την πόρτα στο σύζυγο της, την οποία εκείνη άνοιξε υπό τις απειλές του κατηγορουμένου. Μόλις άνοιξε η πόρτα και εισήλθε ο Γ1 στο σπίτι, ο κατηγορούμενος επιτέθηκε κατά της νύφης του και της κατάφερε μια μαχαιριά για να την σκοτώσει μπροστά στα μάτια του εμβρόντητου αδελφού του, ο οποίος του είπε "τί πας να κάνεις;". Όμως η Ψ1 αντέδρασε ενστικτωδώς και έβαλε μπροστά το αριστερό της χέρι, στο οποίο τραυματίστηκε σοβαρά, αφού προκλήθηκε σ' αυτό πλήρης διατομή μέσου νεύρου, κερκιδικού νεύρου και βραχιονίου αρτηρίας στο ύψος του κάτω τρητομορίου του αριστερού βραχίονα (βλ. την υπ' αριθμ. ..... βεβαίωση του Γενικού Νοσοκομείου "ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ"). Παράλληλα ο αδελφός του κατηγορουμένου προσπάθησε να αφοπλίσει τον κατηγορούμενο και να τον εμποδίσει να σκοτώσει την γυναίκα του, καλώντας συγχρόνως σε βοήθεια τους ενοίκους των άλλων διαμερισμάτων της πολυκατοικίας. Δεν τα κατάφερε όμως και ο κατηγορούμενος του επιτέθηκε με το μαχαίρι και του κατάφερε τουλάχιστον ένδεκα (11) μαχαιριές σε διάφορα σημεία του σώματος του. Οι μαχαιριές αυτές ήταν θανάσιμες και προκάλεσαν βαριές κακώσεις του θώρακα που είχαν ως αποτέλεσμα να επιφέρει τον θάνατο του Γ1 (βλ. την υπ' αριθμ. ....ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας - νεκροτομίας), τον οποίο και επεδίωκε ο κατηγορούμενος, όπως προκύπτει από τις πολλαπλές και θανάσιμες μαχαιριές που κατάφερε κατά του αδελφού του. Στις εκκλήσεις του θύματος προσέτρεξαν οι ένοικοι της πολυκατοικίας .... και ......, οι οποίοι αντίκρισαν ένα λουτρό αίματος, την Ψ1 βαριά τραυματισμένη να καταρρέει στο δάπεδο λέγοντας τους "πάρτε του το μαχαίρι" και τον Γ1 επίσης αιμόφυρτο να τους λέει και αυτός την ίδια φράση. Πριν όμως αυτοί προλάβουν να αφοπλίσουν τον κατηγορούμενο κτυπώντας τον στο κεφάλι με καρέκλα και ένα βάζο, ο κατηγορούμενος πρόλαβε και ξανακτυπησε θανάσιμα το θύμα. Και ενώ ο κατηγορούμενος έχασε προς στιγμή τις αισθήσεις του, τις ανέκτησε και με ένα σπασμένο καρεκλοπόδαρο προσπάθησε να αποτελειώσει την πεσμένη στο δάπεδο νύφη του, πράγμα που δεν κατάφερε, διότι τον ακινητοποίησαν οι παραπάνω προστρέξαντες σε βοήθεια γείτονες. Και αυτή η προσπάθεια του κατηγορουμένου φανερώνει την πρόθεση του να σκοτώσει και την νύφη του. Κατά τη διάρκεια της παραπάνω συμπλοκής ο κατηγορούμενος έλεγε "μου τα πήραν όλα, δεν μου άφησαν τίποτα", καθώς και άλλες ακατάληπτες εκφράσεις, θέλοντας με αυτές να δικαιολογήσει την ανθρωποκτόνο απόφαση του. Τελικά, κατέφθασε και η αστυνομία και συνελήφθη ο κατηγορούμενος, ο οποίος κατά την απολογία που έδωσε στην αστυνομία αρκέστηκε να πει ότι "ό,τι έχω να πω θα το πω στο δικαστήριο παρουσία του δικηγόρου μου", γεγονός που φανερώσει ότι είχε επίγνωση των πράξεων του και των συνεπειών τους. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου που προεβλήθη κατά την απολογία του στον ανακριτή ότι δεν είχε σκοπό να σκοτώσει τον αδελφό του και την νύφη του, αλλά ήθελε μόνο να τους απειλήσει για να μεσολαβήσουν στην αποκατάσταση των σχέσεων του με τη γυναίκα του δεν είναι βάσιμος, καθόσον από τον τρόπο που οργάνωσε και εκτέλεσε την ανθρωποκτόνο απόφαση του, τις αλλεπάλληλες θανατηφόρες μαχαιριές που με μένος κατάφερε κατά του αδελφού του και τις φράσεις με τις οποίες συνόδευε αυτές, προκύπτει αναμφίβολα η πρόθεση του να σκοτώσει τα θύματα του. Ο κατηγορούμενος με την έφεση και το υπόμνημα που κατέθεσε ισχυρίζεται ότι κατά τον χρόνο που τέλεσε τις παραπάνω πράξεις για τις οποίες παραπέμθηκε με το ένδικο βούλευμα δεν ήταν ικανός προς καταλογισμό, άλλως είχε ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό, διότι έπασχε από σχιζοφρένεια παρανοϊκού τύπου. Για το κρίσιμο αυτό περιστατικό της ικανότητας ή μη του κατηγορουμένου προς καταλογισμό ο Ανακριτής διέταξε τη διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης και διόρισε ως πραγματογνώμονες τους ψυχιάτρους Ζ1, Ζ2 και Ζ3, οι οποίοι κλήθηκαν να εξετάσουν τον κατηγορούμενο και να αποφανθούν "εάν αυτός κατά το χρόνο τελέσεως των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων βρισκόταν σε νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών και διατάραξη της συνειδήσεως του και δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψη του για το άδικο αυτό". Οι εν λόγω πραγματογνώμονες, αφού εξέτασαν κατ' επανάληψη τον κατηγορούμενο στις δικαστικές φυλακές Κορυδαλλού, συνέταξαν την από .... πλήρως αιτιολογημένη έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, στην οποία αναφέρονται αναλυτικά στο ατομικό ιστορικό του κατηγορουμένου, στο ιστορικό του χρόνου τελέσεως των αξιοποίνων πράξεων και στα ευρήματα που προέκυψαν από τις ψυχιατρικές συνεντεύξεις που είχαν με τον κατηγορούμενο, αποφαίνονται δε ομόφωνα ότι κατά τον χρόνο που ο κατηγορούμενος τέλεσε τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις αυτός έπασχε από σχιζοφρένεια παρανοϊκού τύπου, η οποία δεν του στερούσε μεν την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του, παρέβλαπτε όμως ουσιωδώς την ικανότητα του να συγκρατήσει την επιθετικότητα του και να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψη του για το άδικο αυτό. Δηλαδή οι πραγματογνώμονες αποφαίνονται ότι ο κατηγορούμενος είχε ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό κατ' άρθρο 36 Π.Κ. Το Δικαστήριο αυτό δεν έχει λόγους να αμφισβητήσει την επιστημονική πληρότητα, εγκυρότητα και ακρίβεια της αιτιολογίας και του πορίσματος της πραγματογνωμοσύνης, η οποία είναι σαφής και δεν καταλείπει αμφιβολίες, ώστε αυτές να ερμηνευθούν υπέρ του κατηγορουμένου δια της παραδοχής πλήρους ανικανότητας αυτού προς καταλογισμό (άρθρο 34 Π.Κ.), κατ' εφαρμογή της θεμελιώδους δικονομικής αρχής ΙΝ DUBIO PRO REO. Ο μειωμένος, όμως, καταλογισμός αποτελεί λόγο επιβολής στον δράστη μειωμένης ποινής κατ' άρθρο 83 Π.Κ. και δεν αίρει την ικανότητα προς καταλογισμό, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει το Δικαστήριο και εν όψει των εξής γεγονότων: 1) Στην άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης ρητά αναφέρονται τα ακόλουθα κρίσιμα στοιχεία "...Δεν διαπιστώθηκαν διαταραχές προσανατολισμού σε χώρο - χρόνο - πρόσωπα, ούτε διαταραχές στην άμεση, πρόσφατη και παλαιά μνήμη. Από την εξέταση της σκέψης δεν διαπιστώθηκαν διαταραχές στη δομή, ροή, έλεγχο ή κατοχή αυτής...Δεν ελέγχονται διαταραχές της αντίληψης, ενώ το συναίσθημα του είναι ελαφρά καταθλιπτικόμορφο... Η όλη μεθόδευση και οι συνθήκες του εγκλήματος δεν δείχνουν ένα δράστη ο οποίος δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της επίδικης πράξης του. Σίγουρα ήταν σε έξαρση της παρανοϊκής σχιζοφρένειας του κατά την χρονική περίοδο που προηγήθηκε του εγκλήματος, όμως αυτή δεν του στερούσε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της επίδικης πράξης. Είναι ωστόσο πολύ πιθανό ότι η ψυχική αυτή νόσος του μείωνε ουσιωδώς την ικανότητα να συγκρατήσει την επιθετικότητα του και διευκόλυνε την παρορμητική εκδήλωση της αδελφοκτονικής συμπεριφοράς". 2) Ο μάρτυς Ζ3, ένας εκ των τριών πραγματογνωμόνων, ο οποίος υπηρετεί ως ψυχίατρος στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού και είναι ο μοναδικός που τον εξέτασε τις πρώτες μέρες μετά το έγκλημα, οπότε και εισήχθη στο άνω ψυχιατρείο, ρητά αναφέρει στην ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατάθεση του: "Ο κατηγορούμενος πάσχει από παρανοϊκή διατάραξη σχιζοφρενικού τύπου. Έψαχνα να βρω την κατάσταση του τη στιγμή του αδικήματος. Σίγουρα τότε είχε ελαττωμένη δυνατότητα για καταλογισμό... Ήταν δύσκολο για τον κατηγορούμενο να μπορέσει να συγκρατηθεί...Είναι δύσκολο να σας πω το ποσοστό αντίδρασης της συγκράτησης στην περίπτωση του κατηγορουμένου...Για εμάς είναι βεβαιότητα ότι ο κατηγορούμενος είχε ελαττωμένο καταλογισμό... Η δυνατότητα του κατηγορουμένου να σταματήσει ήταν ελαττωμένη λόγω της διαταραχής και, προφανώς και οι δυνάμεις του ήταν ελαττωμένες... Η συναισθηματική του φόρτιση ήταν μεγάλη, όμως μπορούσε να καταλαβαίνει τι κάνει...". Ομοίως ο εκ των πραγματογνωμόνων Ζ2, ομοίως ψυχίατρος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην ένορκη ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατάθεση του κατέθεσε σχετικά: "...Εξέτασα τον κατηγορούμενο δέκα - δώδεκα μέρες μετά το συμβάν μαζί με τους άλλους δύο πραγματογνώμονες. Τον εξετάσαμε συνολικά δύο - τρεις φορές...Μπορούσε να καταλάβει τι έκανε και να συγκρατηθεί με βοήθεια άλλων...Δεν ήταν ακαταλόγιστος...Κατά την άποψη μου ο κατηγορούμενος είχε τη δύναμη να καταβάλει αυτή την προσπάθεια (να αποφύγει δηλαδή την πράξη), αλλά δεν τον βοηθάει ο χρόνος και τα ερεθίσματα...Το μυαλό μου πηγαίνει περισσότερο στο ότι μπορούσε μερικά να ελέγξει τον εαυτό του...Η οργάνωση του με κάνει να κλίνω προς το ότι μπορούσε μερικώς να ελέγξει τον εαυτό του...". Οι άνω πραγματογνώμονες στις προαναφερθείσες καταθέσεις ρητά, κατηγορηματικά και μετά λόγου γνώσεως καταθέτουν ότι, συνεπεία της άνω διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών του κατηγορουμένου, μειώθηκε ουσιωδώς, αλλά δεν εξέλειπε εντελώς η ικανότητα του να αντιληφθεί το άδικο των άνω πράξεων του και να ενεργήσει σύμφωνα με την σχετική αντίληψη περί αυτού. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αχθεί σε αντίθετο συμπέρασμα από την κατάθεση ενώπιον του του ....., Αστυνομικού - ψυχιάτρου, ο οποίος μέχρι προ ενός έτους εργαζόταν στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, από το οποίο παραιτήθηκε προ ενός έτους και ο οποίος κατέθεσε σχετικά: "...Ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να αντιληφθεί το άδικο...Ο κατηγορούμενος εκείνη την ώρα ήταν, κατά τη γνώμη μου, πλήρως ακαταλόγιστος.,.". Και τούτο διότι το πρώτον σήμερα ένα χρόνο μετά την παραίτηση του από το άνω Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού δίνει κατάθεση και ενώ από του θέρους του έτους 2006 τυγχάνει προσωπικός ιδιώτης θεράπων ιατρός του κατηγορουμένου. 3) Οργάνωσε τις άνω αξιόποινες πράξεις επιμελώς, ήτοι, προμηθεύτηκε ένα μαχαίρι, εφοδιάστηκε με ένα ζευγάρι χειροπεδών, αμφότερα δε αυτά τοποθέτησε εντός ενός σάκου, ανέμενε επί μακρού έξω από το διαμέρισμα στο οποίο τέλεσε τις άνω αξιόποινες πράξεις του για να εξέλθει του διαμερίσματος ο αδελφός του, γνωρίζοντας την ώρα που έβγαζε συνήθως τον σκύλο βόλτα για να απομακρυνθεί ο σκύλος για ευνόητους λόγους από το διαμέρισμα, όση ώρα αυτός θα εξεδήλωνε την εγκληματική συμπεριφορά του, είπε επιτακτικά στον αδελφό του, όταν επέστρεψε με το σκύλο από τη βόλτα "να αφήσει έξω το σκύλο", κατάφερε δεκατρείς μαχαιριές στο σώμα του αδελφού του, κατακρεουργώντας τον. Την ώρα του συμβάντος γειτόνισσα και εξετασθείσα μάρτυρας, ήτοι η ....., ρώτησε το τηλέφωνο του κατηγορουμένου και εκείνος της είπε τον αριθμό τρεις μάλιστα φορές. 4) Η παθούσα Ψ1 στην ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατάθεση της κατέθεσε "...Εκείνη τη στιγμή έκανε λογικές ενέργειες. Είχε τη δύναμη εκείνη την ώρα να σταματήσει να σκοτώνει τον αδελφό του...Δεν θα πίναμε καφέ, ούτε θα με έλεγε κουμπάρα, αν δεν ήταν στα καλά του...Είχε κάνει σχέδιο ο κατηγορούμενος για τη δολοφονία μας...Ο κατηγορούμενος είχε μαζί του χειροπέδες για να μας δέσει...Αν ο κατηγορούμενος ήθελε να τα φτιάξει με τη γυναίκα του, τότε θα πήγαινε στην αδελφή του και όχι σ' εμάς...Η συμπεριφορά του εκείνη την ημέρα ήταν φυσιολογική". 5) Την ώρα που μετέφερε ο κατηγορούμενος αυτός είπε, όπως ρητά κατέθεσε ο μάρτυρας αστυνομικός .....: "...Ένα ασθενοφόρο για τον αδελφό μου...". Ομοίως στους Αστυνομικούς όταν ρωτήθηκε, είπε τα πλήρη στοιχεία της ταυτότητας του, καθώς επίσης δήλωσε σ' αυτούς ότι το θύμα είναι αδελφός του. Ενόψει όλων αυτών το Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση ότι ο κατηγορούμενος είχε μειωμένη ικανότητα για καταλογισμό και όχι πλήρη ανικανότητα και ως εκ τούτου ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός αυτού περί συνδρομής στην προκειμένη περίπτωση των προϋποθέσεων του άρθρου 34 και όχι του άρθρου 36 Π.Κ., πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος."
Έτσι κρίνοντας το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει στο σκεπτικό της με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων της τετελεσμένης και σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση , για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 42 παρ. 1, 38, 94 παρ. 1 και 299 παρ.1 ΠΚ τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου αφού με πλήρη , σαφή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος αποφάσισε την ανθρωποκτονία και την απόπειρα της ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση .Οι παραδοχές της αποφάσεως ότι ο κατηγορούμενος " το έτος 1997 εξετάστηκε από διάφορους ψυχιάτρους, οι οποίοι διέγνωσαν "κατάθλιψη", "παρερμηνευτικό επεισόδιο", "διπολική διαταραχή", "παρανοϊκό σύνδρομο και ότι τον Ιανουάριο του 1999 νοσηλεύτηκε στο δημόσιο ψυχιατρείο στο Δαφνί επί δίμηνο και εξήλθε υγιής, ακολουθώντας την φαρμακευτική αγωγή που του είχαν συστήσει οι θεράποντες ιατροί -ψυχίατροι δεν αντιφάσκουν με την παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος αποφάσισε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση γιατί οι μεν πρώτες παραδοχές ανάγονται στον καταλογισμό, η δε δεύτερη στο δόλο, λογικώς δε δεν αποκλείεται και πρόσωπο με μειωμένο καταλογισμό να έχει τη δυνατότητα να σταθμίσει τα αίτια που κινούν στην τέλεση της ανθρωποκτονίας και που απωθούν από αυτή.. Περαιτέρω την απαιτούμενη ως άνω αιτιολογία περιέχει η προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το μέρος, με το οποίο απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος της έλλειψης ικανότητας προς καταλογισμό, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και που αποκλείουν την εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση της διατάξεως του άρθρου 34 Π.Κ. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε του ΚΠΔ μοναδικός του κυρίου δικογράφου και πρώτος πρόσθετος λόγοι με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προαναφέρθηκαν, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις, που υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απαράδεκτες και απορριπτέες. Από τις διατάξεις των άρθρων 94 και 38 παρ.2 Π.Κ. προκύπτει ότι η προβλεπομένη για τους επικινδύνους στη δημόσια ασφάλεια με ελαττωμένο καταλογισμό εγκληματίες ποινή του περιορισμού σε ψυχιατρικό κατάστημα ή ψυχιατρικό παράρτημα φυλακής είναι ιδιόμορφη σκοπό δε έχει να επιτύχει την θεραπευτική αγωγή του περιοριζομένου ασθενούς και δεν είναι δυνατόν να συρρεύσει και να αποτελέσει ποινή - βάση και να υπολογιστεί συνολική ποινή προσαυξανομένη της ποινής βάσης με τμήμα άλλων επί μέρους ποινών. Έτσι σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων, καθορίζεται το ελάχιστο όριο που προβλέπεται στο ανωτέρω άρθρο 38 παρ.2 Π.Κ. με βάση την απειλούμενη για το βαρύτερο έγκλημα ποινή. Η ύπαρξη των άλλων εγκλημάτων αποτελεί λόγο για καθορισμό μεγαλύτερου ελάχιστου ορίου μέσα στα πλαίσια που το παραπάνω άρθρο θέτει. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 447, 464 ,480 ,481/2006 απόφαση το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών αφού κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα με ελαττωμένο καταλογισμό των πράξεων της τετελεσμένης και σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση, της παράνομης οπλοφορίας και της οπλοχρησίας και έκρινε αυτόν επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια στη συνέχεια καθόρισε το ελάχιστο όριο διάρκειας περιορισμού του στο Ψυχιατρικό κατάστημα Κορυδαλλού ως εξής α) για τη πρώτη πράξη (τετελεσμένης ανθρωποκτονίας) σε δώδεκα έτη, β) για την δεύτερη πράξη (απόπειρας ανθρωποκτονίας) σε δέκα έτη, γ) για την τρίτη πράξη σε δύο έτη και έξι μήνες και δ) για την τέταρτη πράξη σε δύο έτη και έξι μήνες και συνολική ποινή περιορισμού δέκα εννέα έτη. Έτσι όμως που έκρινε το δικαστήριο και καθόρισε για κάθε συρρέον έγκλημα ελάχιστον όριο διάρκειας περιορισμού στο ψυχιατρικό κατάστημα και στη συνέχεια συνολική ποινή, αντί να καθορίσει το ελάχιστο όριο με βάση την απειλούμενη για το βαρύτερο έγκλημα ποινή, η δε ύπαρξη των λοιπών εγκλημάτων αποτελεί λόγο για καθορισμό μεγαλύτερου ελαχίστου ορίου, εσφαλμένα ερμήνευσε τις αναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 94 και 38 παρ. 2 Π.Κ. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Ε' Κ.Π.Δ. δεύτερος πρόσθετος λόγος που πλήττει την προσβαλλομένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων είναι βάσιμος.
Συνεπώς πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνον όσον αφορά τον καθορισμό του ελαχίστου ορίου διάρκειας του περιορισμού του αναιρεσείοντος στο ψυχιατρικό κατάστημα, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου, συντιθεμένου από άλλους δικαστές και ενόρκους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (ΚΠΔ 519).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την με αριθμ.447,464,480,481/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, μόνο ως προς τον καθορισμό του ελαχίστου ορίου διάρκειας του περιορισμού του αναιρεσείοντος στο ψυχιατρικό κατάστημα.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, κατά το ως άνω μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές και ενόρκους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Και
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 17-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 και τους από 21-12-2007 προσθέτους αυτής λόγους.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ