Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Βούλευμα παραπεμπτικό, Κατηγορούμενος.
Περίληψη:
Πότε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία βουλεύματος. Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ’ είδος χωρίς να είναι ανάγκη να αναφέρεται τι προέκυψε από καθένα. Αρκεί να προκύπτει ότι ελήφθησαν όλα υπόψη, όχι μερικά επιλεκτικά. Το αποτέλεσμα του συσχετισμού και της αξιολόγησης αυτών δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Όμως πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται γιατί επείσθη το συμβούλιο από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο διαφορετικό ή αντιφατικό. Αναιρείται το παραπεμπτικό βούλευμα διότι δεν προκύπτει ότι έλαβε υπόψη του το απολογητικό υπόμνημα και τα υποβληθέντα με την έφεση έγγραφα.
Αριθμός 1883/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.1886/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Οκτωβρίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1858/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή, με αριθμό 50/4-2-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω υπό τη κρίση του Δικαστηρίου σας την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Ι. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 660/2007 βούλευμα παρέπεμψε στο Τριμελές Εφετείο Αθηνών "για κακουργήματα"την κατηγορουμένη χ1, για κατ'εξακολούθηση κακουργηματική απάτη σε βάρος της ....... (βλ. βούλευμα). Κατά του βουλεύματος αυτού η κατηγορουμένη άσκησε έφεση και το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 1886/2007 βούλευμα, δέχθηκε τυπικά την έφεση, αλλά την απέρριψε ουσιαστικά και επικύρωσε το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα (βλ. 1886/2007 βούλευμα).
ΙΙ. Το εφετειακό αυτό βούλευμα επιδόθηκε νομοτύπως στην κατηγορουμένη στις 16-10-2007 στην ίδια και στις 19-10-2007 στον αντίκλητο δικηγόρο της Σταμάτη Τερεζάκη (βλ. σχετικά αποδεικτικά). Στις 26-10-2007 εμφανίσθηκε στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών ο δικηγόρος Σταμάτης Τερεζάκης και δήλωσε ότι ως πληρεξόυσιος της κατηγορουμένης ασκεί αναίρεση κατά του 1886/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έτσι συντάχθηκε η 232/26-10-2007 έκθεση αναίρεσης (βλ. έκθεση). Η αναίρεση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ουσιαστικά, γιατί πρόκειται για ένδικο μέσο που ασκήθηκε εμπροθέσμως και νομοτύπως από διάδικο που είχε το σχετικό δικαίωμα, αφού με το προσβαλλόμενο βούλευμα η αναιρεσείουσα παραπέμπεται για κακούργημα (άρθρα 462, 463, 473, 474, 482 § 1 α' Κ.Π.Δ. και 98, 386 § § 1, 3 Π.Κ.). III. Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. ε' του ΚΠΔ υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, βάσει των οποίων το Δικαστικό Συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο (ή το Δικαστήριο) έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για το σχηματισμό της δικής του πεποιθήσεως και όχι μερικά από αυτ' κατ' επιλογήν. Εξάλλου πάγια η νομολογία και η επιστήμη δέχονται ότι η αιτιολογία δεν δύναται να είναι "επιλεκτική", να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν σ' αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να κρίνεται μια τέτοια αιτιολογία ως εμπεριστατωμένη. Έτσι για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως ή του βουλεύματος, δεν αρκεί η τυπική ρηματική αναφορά των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον μερικά εξ αυτών κατ' επιλογή. Η δε υποχρέωση για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων, επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠΔ. Βεβαίως το αποτέλεσμα του συσχετισμού, της συνεκτίμησης, της συγκριτικής στάθμισης και της συναξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων, δηλαδή από ποιο αποδεικτικό μέσο πείσθηκε τελικά το Δικαστήριο, δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πλην όμως πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται, γιατί πείσθηκε από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο, αντιφατικό ή απλώς διαφορετικό. Ο δε αναιρετικός έλεγχος επ' αυτού εστιάζεται, στο αν το Δικαστήριο πραγματοποίησε λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι επιλεκτική λήψη μερικών μόνο εξ αυτών (βλ. ΑΠ 129/2007). IV.- Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 1886/2007 βούλευμα του, επικύρωσε το εκκληθέν υπ' αριθμ. 660/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο η αναιρεσείουσα είχε παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για να δικασθεί για κακουργηματική απάτη κατ'εξακολούθηση. Για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το Συμβούλιο Εφετών, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, όπως κατά λέξη αναφέρει "Τα στοιχεία της δικογραφίας, τα οποία συνελέγησαν από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε, αλλά και την προκαταρτική εξέταση που προηγήθηκε αυτής, ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, έγγραφα, σε συνδυασμό με την απολογία της κατηγορουμένης". Όμως, η εκκαλούσα, που δεν είχε εξεταστεί ή απολογηθεί σε κανένα στάδιο της προδικασίας, προς υποστήριξη της εφέσεως της κατέθεσε στις 27-7-2007 υπόμνημα με το οποίο αρνήθηκε την σε βάρος της κατηγορία και προς επίρρωση του αρνητικού ισχυρισμού επικαλέστηκε ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών με το υπόμνημα αυτό κρίσιμα κατ'αυτή έγγραφα και συγκεκριμένα: 1) To από ...... ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, μεταξύ των εταιρειών ...... και ADVANCE BUSINESS SERVICES, 2) Το από ..... ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης μεταξύ της ...... και ADJUST ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΑΣΚΗΣΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΙΤΗΣ ΑΕ, 3) Την υπ'αριθμ. ..... πράξη τροποποίησης του ...... καταστατικού της εταιρείας ADJUST ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΑΣΚΗΣΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΙΤΗΣ ΑΕ, 4) Το 10281/22-12-1999 ΦΕΚ ΤΑΕ και ΕΠ, 5) Τα από ....... πρακτικά του Δ.Σ. της εταιρείας ADVANCE BUSINESS SERVICES Ν. ΑΥΓΕΡΙΝΟΠΟΥΛΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. Έτσι, ενόψει της ανωτέρω αναφοράς του πληττομένου βουλεύματος στα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη του, προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών που το εξέδωσε, δεν εξετίμησε και τα παραπάνω έγγραφα, τα οποία, κατά την άποψη αυτής (της αναιρεσείουσας) ήταν καταλυτικά της κατηγορίας, οπότε προκύπτει ότι το Συμβούλιο αυτό δεν αξιολόγησε όλα τα μέσα αποδείξεως και ειδικότερα τα προμνημονευθέντα έγγραφα, αρκεσθέντος του Συμβουλίου στην αναφορά και λήψη υπόψη μόνον των εγγράφων που είχαν προκύψει κατά την προκαταρκτική εξέταση και την κυρία ανάκριση. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το βούλευμα που προσβάλλεται, στερείται της ως άνω απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι βάσιμος ο σχετικός από το άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως. Κατόπιν αυτών, πρέπει να αναιρεθεί το πληττόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, διότι είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν αποφανθεί προηγουμένως (αρθρ. 485 παρ.1 και 519 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω
Ι) Να γίνει δεκτή η 232/26-10-2007 αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε από την κατηγορουμένη χ1, δια του πληρεξουσίου της Σταμάτη Τερεζάκη, κατά του 1886/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
ΙΙ) Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό και
ΙΙΙ) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Αθήνα 12 Δεκεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία ιδρύει λόγον αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία εστηρίχθη η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν κατηγορία. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας α)είναι επιτρεπτή ή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β)αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογήν. Εξάλλου παγίως η επιστήμη και η νομολογία δέχονται ότι η αιτιολογία δεν δύναται να είναι "επιλεκτική" να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας (ή της ακροαματικής διαδικασίας), χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισεφέρθησαν σ' αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να κρίνεται μια τέτοια αιτιολογία ως εμπεριστατωμένη. Έτσι για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως ή του βουλεύματος, δεν αρκεί η τυπική ρηματική αναφορά των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον μερικά εξ αυτών κατ' επιλογή. Η δε υποχρέωση για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων, επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Βεβαίως το αποτέλεσμα του συσχετισμού, της συνεκτιμήσεως της συγκριτικής σταθμίσεως και της συναξιολογήσεως των αποδεικτικών μέσων, δηλαδή από ποίο αποδεικτικό μέσο επείσθη τελικά το Δικαστήριο, δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πλην όμως πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται, γιατί επείσθη από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο, αντιφατικό ή απλώς διαφορετικό. Ο δε αναιρετικός έλεγχος επ' αυτού εστιάζεται, στο αν το Δικαστήριο πραγματοποίησε λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι επιλεκτική λήψη μερικών μόνο εξ αυτών. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 1886/2007 βούλευμά του, επεκύρωσε το εκκληθέν υπ' αριθμ. 660/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο η αναιρεσείουσα είχε παραπεμφθεί για απάτη κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος με την αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ευρώ. Για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το Συμβούλιο έλαβεν υπ' όψη του και συνεκτίμησε, όπως κατά λέξη αναφέρει "τα στοιχεία της δικογραφίας, τα οποία συνελέγησαν από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε αλλά και την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε αυτής ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας έγγραφα σε συνδυασμό με την απολογία της κατηγορουμένης". Όμως η (νυν αναιρεσείουσα) τότε εκκαλούσα που δεν είχε εξετασθεί, ούτε απολογηθεί σε κανένα στάδιο της προδικασίας, προς υποστήριξη της εφέσεώς της κατέθεσε την 27/7/2007 το από 26/7/2007 υπόμνημά της με το οποίο αρνήθηκε την εις βάρος της κατηγορία και προς επίρρωση των αρνητικών της ισχυρισμών επεκαλέσθη ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών τα εξής έγγραφα: 1)το από ....ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως μεταξύ αφενός της εταιρίας με την επωνυμία JURΒY INTERNATIONAL ΔΙΑΙΤΟΛΟΓΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΔΥΝΑΤΙΣΜΑΤΟΣ ΑΕ και αφ' ετέρου της εταιρίας με την επωνυμία "ADVANCE BUSINESS SERVICES Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών Ν. Αυγερινοπούλου Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Ανώνυμος Εταιρία, 2)το από ......, επίσης ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως, μεταξύ αφενός της αυτής ως άνω εταιρίας και αφ' ετέρου της εταιρίας με την επωνυμίαν ADJUST Ινστιτούτο Άσκησης Αισθητικής και Διαίτης Ανώνυμος Εταιρία, 3)την υπ' αριθμ. ..... πράξη τροποποίησης του υπ' αριθμ. ....... συμβολαίου καταστατικού της ανωνύμου εταιρίας ADJUST του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κυριακούλη Π. Πραστάκου 4)το υπ' αριθμ. 10281/22-12-1999 ΦΕΚ Τ.Α. και ΕΠΕ 5)Τα από ..... πρακτικά του ΔΣ της εταιρίας ADVANCED BUSINESS SERVICES AE 6)τις υπ' αριθμ. 71/2007 και 7769/2003 αποφάσεις των Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης και Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 7)την από 23/7/2007 έγκληση της αναιρεσειούσης κατά της εγκαλούσης. Ούτω εν όψει της ανωτέρω αναφοράς του πληττομένου βουλεύματος στα αποδεικτικά μέσα που έλαβεν υπ' όψη του το Συμβούλιο Εφετών που το εξέδωσε δεν προκύπτει ότι αυτό εξετίμησε και τα υποβληθέντα με την έφεση της αναιρεσειούσης ως άνω έγγραφα τα οποία, κατά την άποψη αυτής, ήσαν καταλυτικά της κατηγορίας, οπότε δεν προκύπτει ότι το Συμβούλιο αυτό αξιολόγησε όλα τα μέσα αποδείξεως και ειδικότερα τα προμνημονευθέντα έγγραφα, αρκεσθέντος τούτου στην αναφορά και λήψη υπόψη "των στοιχείων της δικογραφίας εκ της κυρίας ανακρίσεως και της προκαταρκτικής εξετάσεως και των εγγράφων". Κατ' ακολουθίαν το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της ως άνω απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο σχετικός λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 § 1 ΚΠΔ είναι βάσιμος,. Δι' ό και πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο δι' αυτής βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο, διότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστάς εκτός εκείνων που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρ. 485 § 1 και 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθμ. 1886/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαΐου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιουλίου 2008
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ