Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Ε.Σ.Δ.Α., Αναλογικότητας αρχή.
Περίληψη:
Η απαίτηση του νόμου να έχει εκτελεσθεί η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου, προκειμένου το υπ' αυτού ασκούμενο ένδικο μέσο να κριθεί παραδεκτό δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, κρίνεται στην συγκεκριμένη περίπτωση. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών με το οποίο απορρίφθηκε η έφεσή του κατά του πρωτοβαθμίου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που αφενός παρέπεμψε τον αιτούντα να δικαστεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας και αφετέρου διατήρησε σε ισχύ το ένταλμα συλλήψεώς του, επειδή δεν αποδεικνύεται ότι κατά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως ή εντός της προθεσμίας της ο αναιρεσείων είχε κρατηθεί προσωρινώς(Ολομ. ΑΠ 15/2001 Ποιν.Χρον. ΝΑ. 798 και ΝοΒ,50.410-411).Ομοίως η υπ’ αρίθμ. 16/2001 απόφαση της Ολομέλειας. Στην περίπτωση αυτή επρόκειτο για διευκόλυνση ακολασίας άλλων(άρθρο 348 ΠΚ). Η ΑΠ 73/2005 έκρινε αντίθετα, ήτοι ότι η διάταξη του άρθρου 508 παρ.1 ΚΠΔ, με την οποία τίθεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού αίτησης αναίρεσης της απόφασης, από εκείνον που καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή, η απόδειξη με πιστοποιητικό του διευθυντή των φυλακών ότι κρατούνταν όταν άσκησε την αναίρεση ή επί μετατροπής σε χρηματική να προκύπτει από έγγραφο ότι έχει αποτιθεί, προσκρούει στην υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 και 25 παρ.1 εδ. τελευταίο του Συντάγματος. Η θέση αυτή επικροτείται και από τον Γ. Μητσόπουλο(Ποιν.Χρον.ΜΒ.208). Ήδη με το άρθρο 18 παρ. 3 του ν. 3346/17-6-2005 το άρθρο 508 του ΚΠΔ καταργήθηκε και δεν τίθεται ήδη θέμα προσωρινής κράτησης του κατηγορουμένου, προκειμένου το υπ' αυτού ασκούμενο ένδικο μέσο να κριθεί παραδεκτό. (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Αριθμός 16/2001
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ(ΠΟΙΝΙΚΗ)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές :Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Θεόδωρο Τόλια, Διονύσιο Κατσιρέα, Χαράλαμπο Μυρσινιά, Ευάγγελο Κρουσταλάκη και Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο, Αντιπροέδρους, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Γεώργιο Κάπο, Παύλο Μεϊδάνη, Αρχοντή Ντόβα, Δημήτριο Βούρβαχη, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Στυλιανό Μοσχολέα, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Λινό, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Λέανδρο Ρακιντζή-Εισηγητή, Θεόδωρο Μπάκα, Γεώργιο Χριστόφιλο, Γεράσιμο Φρούντζο, Θεόδωρο Παπαγιαννάκη, Γεώργιο Παπαδημητρίου, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη, Ανδρέα Μοσχανδρέου, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Αθανάσιο Κρητικό , Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αχιλλέα Ζήση, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο και Νικόλαο Κασσαβέτη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών).
Με την παρουσία του Εισαγγελέα Παναγιώτη Δημόπουλου και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 31 Μαϊου 2001, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του 'Αγγελο Σπυρόπουλο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 8684/2000 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον ......Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την υπ' αριθμ. 8684/2000 απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν.
Και ο αναιρεσείων ζητάει τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Μαρτίου 2000 αίτηση αναιρέσεως, η οποία καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 559/2000.
Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1870/2000 απόφαση του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.
Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος που με προφορική ανάπτυξη στο ακροατήριο ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να αναπεμφθεί η ανωτέρω αίτηση στο παραπέμψαν Τμήμα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, νόμιμα εισάγεται στην πλήρη Ολομέλεια η παρούσα υπόθεση, διότι τίθεται ζήτημα εξαιρετικής σημασίας για το παραδεκτό της αναίρεσης.
Επειδή, κατά το άρθρο 508 παρ. 1 εδαφ. α' και β' Κ.Ποιν.Δ. η αίτηση αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής απόφασης, που επέβαλε ποινή στερητική της ελευθερίας, είναι παραδεκτή μόνο αν αποδεικνύεται, μέχρι τη συζήτηση στο ακροατήριο, με πιστοποιητικό του διευθυντή φυλακών, ότι ο αναιρεσείων ήταν κρατούμενος, όταν άσκησε την αναίρεση, εκτός αν από τα έγγραφα προκύπτει η κράτηση ή ότι έχει ανασταλεί ή αναβληθεί η εκτέλεση της ποινής ή ότι αυτή έχει μετατραπεί και αποτιθεί ή αν δόθηκε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην αίτηση αναιρέσεως ή αν, με πιστοποιητικό του αρμόδιου υπουργού, βεβαιώνεται ότι η εκτέλεση δεν έγινε από ανυπέρβλητο υπηρεσιακό κώλυμα. Εξάλλου με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ένδικου μέσου εναντίον καταδικαστικής απόφασης, αρκεί οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους να μην είναι υπέρμετρες σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο ή να αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που συμβαίνει όταν η προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την παράβαση της διάταξης του νόμου. Η αρχή της αναλογικότητας αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδαφ. β' του Συντάγματος (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18.4.2001, μετά την αναθεώρηση από τη Ζ' Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν , κατά το Σύνταγμα, να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Η παραβίαση της αρχής αυτής πρέπει να ερευνάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ενόψει και του ύψους της ποινής, που έχει επιβληθεί ή τη μικρή ή μεγάλη απαξία της αξιόποινης πράξης, εφόσον και αυτή αποτελεί ένα από τα κριτήρια των οποίων η συνεκτίμηση διαμορφώνει τη κρίση του δικαστηρίου για την υπέρβαση ή μη της ως άνω αναλογικότητας. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, που με την 8684/2000 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης κηρύχθηκε ένοχος παραβάσεως του άρθρου 348 Π.Κ. και καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως 30 ημερών, η οποία έχει μετατραπεί προς 1500 δραχμές την ημέρα, άσκησε την κρινόμενη από 9.3.2000 αναίρεσή του κατά της αποφάσεως αυτής. Η αναίρεση συζητήθηκε την 10.11.2000 ενώπιον του Ε' τμήματος του Αρείου Πάγου, πλην όμως ο αναιρεσείων δεν απέδειξε ούτε τότε, ούτε μέχρι την προκείμενη συζήτηση, με πιστοποιητικό του διευθυντή των φυλακών, ότι κατά την άσκηση της αναίρεσης είχε κρατηθεί, ούτε προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, αν έχει ανασταλεί ή αναβληθεί η εκτέλεση της ποινής, ή αν αποτίθηκε η χρηματική ποινή ή αν συντρέχει άλλος λόγος μη εκτελέσεως της ποινής, από αυτούς που προαναφέρθηκαν. Η κύρωση όμως που προβλέπει η ως άνω διάταξη, ότι δηλαδή η αναίρεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς τη μη συμμόρφωση του αναιρεσείοντος κατά το άρθρο 508 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.. Επομένως πρέπει να κριθεί παραδεκτή η αναίρεση, διότι η προϋπόθεση της προηγούμενης απότισης της ποινής που επέβαλε η πιο πάνω απόφαση, προκειμένου να είναι παραδεκτή η αναίρεση είναι ιδιαίτερα επαχθής και αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου, ότι πρόκειται για καταδίκη σε μικρή ποινή και για αξιόποινη πράξη, που φέρεται ότι έχει τελεστεί πριν πέντε χρόνια. Επομένως η κύρωση αυτή έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι παραβιάζει το δικαίωμα προσβάσεως του αναιρεσείοντος στο δικαστήριο, ο δε ως άνω περιορισμός δεν είναι αναγκαίος για την απονομή της δικαιοσύνης σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές και την ιδιαίτερη φύση του δικαιώματος αιτήσεως αναιρέσεως. Κατά τη γνώμη όμως των μελών Χαραλάμπους Μυρσινιά, Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Στυλιανού Μοσχολέα, Λέανδρου Ρακιντζή, Θεοδώρου Μπάκα, Γεράσιμου Φρούντζου, Κωνσταντίνου Βαρδαβάκη, Στυλιανού Πατεράκη και Σπυρίδωνος Μπαρμπαστάθη, Αρεοπαγιτών, η προϋπόθεση της εκτέλεσης της ποινής για το παραδεκτό της δεν είναι στην παρούσα περίπτωση ιδιαιτέρως επαχθής και δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, εφόσον ο αναιρεσείων είχε την ευχέρεια να αποτίσει, με καταβολή, την χρηματική ποινή, στην οποία είχε μετατραπεί η πιο πάνω μικρή ποινή φυλακίσεως. Επομένως δεν αντιβαίνει ούτε στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που, όπως προαναφέρθηκε, κατοχυρώνουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και συγκεκριμένα το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο, ως δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας.
Συνεπώς η αναίρεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Για τους λόγους αυτούςΑποφαίνεται, ότι η από 9 Μαρτίου 2000 αίτηση του ......για αναίρεση της απόφασης 8684/2000 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης είναι παραδεκτή.
Παραπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου προς περαιτέρω εκδίκαση.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου 2001 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιουλίου 2001.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ