Θέμα
Παραγραφή, Κλητήριο θέσπισμα.
Περίληψη:
Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου. Πως προτείνεται και πότε επέρχεται η παραγραφή. Απορρίπτει αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 24/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιο Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αργυρώ Φωτάκη, περί αναιρέσεως της 7270/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1169/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τα άρθ. 111, 112 και 113 παρ. 2 του Π.Κ., το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε (5) ετών και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τρία έτη. Η κύρια διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 307 επ. 314, 320, 321, 339, 340 και 343 του Κ.Π.Δ., αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Τέλος, κατά το αρ. 174 παρ. 1 Κ.Π.Δ., η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου, καθώς και η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησης αυτών στον κατηγορούμενο καλύπτεται, αν αυτός που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση άκυρης επίδοσης της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, αρχίζει η κύρια διαδικασία και ως εκ τούτου αναστέλλεται η παραγραφή από την ημέρα της επιδόσεως, εφόσον ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο και δεν προτείνει, κατά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, την ακυρότητα αυτή, εναντιούμενος στην πρόοδο της δίκης, διότι, έτσι, καλύπτεται η ακυρότητα και η επίδοση θεωρείται έγκυρη. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικασθεί ερήμην, η ως άνω ακυρότητα της επίδοσης της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, ως διαδικαστικής πράξης, που κατ' ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο έφεσης κατά της εκκλητής απόφασης. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο έφεσης, καλύπτεται, με επακόλουθο η επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος να θεωρείται έγκυρη και να αρχίζει από τότε η κύρια διαδικασία, με περαιτέρω συνέπεια την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Αρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας λόγου αναίρεσης, με την 7938/2004 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε με απόντα τον αναιρεσείοντα, καταδικάστηκε αυτός σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, για την πλημμεληματική πράξη της παράβασης του άρθρου 17 παρ. 1, 8 του Ν. 1337/1983, ήτοι την κατασκευή αυθαιρέτου κτίσματος, χωρίς την άδεια της αρμόδιας Πολεοδομικής Υπηρεσίας, η οποία (πράξη) έλαβε χώρα στις 3 Απριλίου 2000. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την από 25.10.2006 και με αρ. 12283 έφεση, στην οποία δεν προέβαλε με λόγο έφεσης ακυρότητα της επίδοσης προς αυτόν του κλητηρίου θεσπίσματος, με βάση το οποίο καταδικάστηκε αυτός πρωτοδίκως. Κατά την εκδίκαση της έφεσης αυτής, ο αναιρεσείων εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσια δικηγόρο, η οποία, μετά την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης, προέβαλε ισχυρισμό περί εξαλείψεως του αξιοποίνου της εκδικαζόμενης αξιόποινης πράξης λόγω παραγραφής, με την αιτιολογία ότι η επίδοση προς αυτόν, αρχικά την 11.12.2003, του κλητηρίου θεσπίσματος για να εμφανισθεί στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την 7938/2004 απόφαση, ερήμην του, ήταν άκυρη, δεδομένου ότι στο οικείο αποδεικτικό δεν αναφέρεται που έγινε η θυροκόλληση (οικία, κατάστημα, γραφείο), ούτε ο αριθμός της Λεωφ. ......., όπου έγινε η θυροκόλληση και, ως εκ τούτου, δεν επήλθε έκτοτε αναστολή της πενταετούς, λόγω του πλημμεληματικού χαρακτήρα της επίμαχης πράξης, προθεσμίας παραγραφής, η οποία είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο (25.10.2006) άσκησης της έφεσης. Ενόψει των ανωτέρω, η τυχόν ακυρότητα της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος προς τον αναιρεσείοντα, που για πρώτη φορά αυτός προέβαλε με τον ως άνω τρόπο, δηλαδή χωρίς λόγο έφεσης, καλύφθηκε, με αποτέλεσμα από την επίδοση αυτή του κλητηρίου θεσπίσματος, να έχει επέλθει, λόγω ενάρξεως της κυρίας διαδικασίας, η αναστολή της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής και ο χρόνος παραγραφής της επίμαχης πράξης να είναι οκταετής. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, ορθώς απέρριψε, με την προσβαλλομένη απόφαση, τον περί παραγραφής ως άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος και δεν έπαυσε οριστικά την κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη για την προκειμένη αξιόποινη πράξη, μολονότι, παρά τα ως άνω αναφερόμενα, ερεύνησε και το νομότυπο της επίδοσης προς τον αναιρεσείοντα του κλητηρίου θεσπίσματος και συνεπώς, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο, κατ' εκτίμηση, προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των περί παραγραφής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13.6.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της 7270/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ