Θέμα
Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπέρβαση εξουσίας, Υπεξαίρεση, Πολιτική αγωγή.
Περίληψη:
Άσκηση ενδίκου μέσου με αντιπρόσωπο. Η σχετική εντολή πρέπει να υπάρχει κατά την άσκηση και να προσαρτάται. Δεν αρκεί η εκ των υστέρων έγκριση. Λόγος αναίρεσης βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών για υπέρβαση εξουσίας, διότι ενώ δέχθηκε ότι η έφεση του πολιτικώς ενάγοντος κατά του πρωτοδίκου απαλλακτικού βουλεύματος ασκήθηκε από τον δικηγόρο του εκκαλούντα χωρίς να έχει ειδική πληρεξουσιότητα και εντολή κατά το χρόνο της ασκήσεώς της, έκρινε τυπικά και κατ’ ουσία δεκτή την έφεση και παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα για κακουργηματική υπεξαίρεση. Δέχεται αίτηση και αναιρεί, χωρίς να συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο.
Αριθμός 2694/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ περί αναιρέσεως του με αριθμό 478/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Απριλίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 979/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 478/13.10.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, σύμφωνα με το αρθρ. 485§1 Κ.Π.Δ. την με αριθ. 80/24-2-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ κατά του υπ'αριθ. 478/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθ. 1929/2007 βούλευμα του, απεφάνθη να μη γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος Χ για: α) υπεξαίρεση κατ'εξακολούθηση, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας και β) Απάτη τελεσθείσα κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ'εξακολούθησιν, με σκοπό το όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (αρθρ. 98,13 στοιχ. στ', 375§§1α, 2α, 286§§1, 3α Π.Κ., ως αντικ. δι'άρθρ. 14 ν. 2721/99). Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο πολιτικώς ενάγων Ψήσκησε την με αριθ. 367/9-7-2007 έφεση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο με το προσβαλλόμενο ως άνω υπ'αριθ. 478/2008 βούλευμα του, εδέχθη τυπικά και ουσιαστικά την παραπάνω έφεση και αφού εξαφάνισε το εκκαλούμενο ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων) για να δικασθεί για την πράξιν της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, καθόσον απεφάνθη παράλληλα, ως προς την πράξιν της Απάτης κατ'εξακολούθησιν, ότι υφίστατο φαινόμενη συρροή μετά της ετέρας πράξεως της υπεξαίρεσης. Κατά του ανωτέρω εφετειακού βουλεύματος ο προαναφερόμενος κατηγορούμενος ήσκησε την υπό κρίσιν αίτησιν αναιρέσεως, η οποία ησκήθη νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι το προσβαλλόμενο ως άνω βούλευμα επεδόθη εις τούτον την 19-4-2008, ενώ η αναίρεσις ησκήθη την 24-4-2008, με έκθεση ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών. Περιέχει δε ως λόγους αναιρέσεως: 1)την θετική υπέρβαση εξουσίας, 2)την απόλυτη ακυρότητα και 3) έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρθρ. 484§1 στοιχ. α', στ', β' Κ.Π.Δ.). II) Από τις διατάξεις του αρθρ. 465§1 Κ.Π.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το αρθρ. 6§5 ν. 1653/1986,προκύπτει ότι ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του αρθρ. 96§1. Το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφο του προσαρτάται στην σχετική έκθεση. Στις περιπτώσεις ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά βουλεύματος, το πληρεξούσιο μπορεί να προσκομισθεί εις τον γραμματέα ενώπιον του οποίου ησκήθη το ένδικο μέσο, εντός είκοσι ημερών από την άσκηση του. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται σαφώς ότι για το παραδεκτό της άσκησης ενδίκου μέσου δι'αντιπροσώπου, απαιτείται να υπάρχει, κατά τον χρόνο άσκησης του, η σχετική εντολή, στερείται δε αξίας αν αυτή εδόθη μεταγενέστερα, ως επίσης στερείται αξίας και η εκ των υστέρων έγκριση από τον αντιπροσωπευόμενο της άσκησης του ενδίκου μέσου, η οποία δεν καλύπτει την έλλειψη της εντολής. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει και από το ότι, κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου 1653/86, η τροποποίηση του αρθρ. 465§1 Κ.Π.Δ. απέβλεπε στην διευκόλυνση των διαδίκων που ασκούν το ένδικο μέσο δι'αντιπροσώπου, να προσκομίσουν και μετά την κατάθεση αυτού το οικείο πληρεξούσιο, που ήδη μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση του εντολέα, σύμφωνα με το αρθρ. 42§2, στο οποίο παραπέμπει το αρθρ. 96§2 του ίδιου κώδικα. Καθίσταται δηλαδή φανερό και από την αιτιολογική έκθεση, ότι η προθεσμία των είκοσι ημερών ετάχθη για την προσκομιδή του πληρεξουσίου που υπάρχει ήδη κατά την άσκηση του ενδίκου μέσου και όχι για έκδοση αυτού. Έτσι συγκεκριμένα, αν το ένδικο μέσο ασκηθεί από αντιπρόσωπο χωρίς εντολή, το αρμόδιο δικαστήριο να κρίνει επ'αυτού σε συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει και τους διαδίκους, απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο, σύμφωνα με το αρθρ. 476§1 Κ.Π.Δ., χωρίς άλλη έρευνα, αφού δεν είναι νοητή επίκληση στην περίπτωση αυτή, ούτε ανώτερης βίας προς δικαιολόγηση της έλλειψης πληρεξουσιότητος (Α.Π. 987/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ" σελ. 234, ΑΠ 335/1982 Ποιν.Χρ. ΑΒ" σελ. 898). Στην προκειμένη περίπτωση το ένδικο μέσο της εφέσεως κατά του υπ'αριθμ. 1929/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ήσκησε ενώπιον του αρμοδίου υπαλλήλου του Πρωτοδικείου Αθηνών, την 9-7-2007, ο δικηγόρος Ιωάννης Παπανδρουλάκης, ως αντιπρόσωπος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ, χωρίς κατά την άσκηση της να έχει σχετική εντολή, η οποία του εχορηγήθη μεταγενεστέρως και συγκεκριμένα την 16-7-2007 με το υπ'αριθ. ..... ειδικό πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου Νέας Υόρκης Δημητρίου Βάσσου. Όμως το Συμβούλιο Εφετών δια του προσβαλλόμενου υπ'αριθ. 478/2008 βουλεύματος του, μετ'αναφοράν στην εισαγγελική πρόταση, εδέχθη ότι η προαναφερομένη έκθεσις εφέσεως ησκήθη νομίμως, υπό δικαιουμένου προς τούτο προσώπου, αφού "ο εκκαλών έχει μόνιμη διαμονή στις Η.Π.Α. και συνεπώς η τήρηση των τυπικών διαδικασιών για την εντολή θα εξαντλούσε την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως και συνεπώς θα ματαιωνόταν το δικαίωμα του και επί πλέον διότι ήδη ο υπογράφων την έφεση δικηγόρος είχε διορισθεί με την μήνυση πληρεξούσιος και αντίκλητος του εκκαλούντος...", πλην όμως, ούτε η διαμονή του εκκαλούντος στις Η.Π.Α, ούτε ο διορισμός του ασκήσαντος την έφεση, ως άνω δικηγόρου, ως πληρεξουσίου και αντικλήτου του δια της εγκλήσεως, καλύπτουν την έλλειψιν ειδικής εξουσιοδοτήσεως κατά τον χρόνον ασκήσεως του ως άνω ενδίκου μέσου, της εφέσεως, καθόσον το προαναφερόμενο ειδικό πληρεξούσιο συνετάχθη την 16-7-2007, εις χρόνον δηλαδή μεταγενέστερον και έτσι περιείχε απλώς εγκρισιν των προηγουμένων πράξεων του πληρεξουσίου δικηγόρου. Κατόπιν τούτου το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, το οποίο με το προσβαλλόμενο βούλευμα του εδέχθη κατά τύπους και ουσία την από 9-7-2007 έφεση του εκκαλούντος Ψ, κατά του ανωτέρω βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, και στην συνέχεια εξαφάνισε αυτό και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο να δικασθεί για το έγκλημα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, υπερέβη θετικώς την εξουσία του, υπέπεσε δηλαδή στην από το αρθρ. 484§1 στοιχ. στ' πλημμέλεια, που του αποδίδεται με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, ο οποίος, επομένως, είναι βάσιμος. Περαιτέρω, κατά το αρθρ. 309§2 εδαφ. τελευταίο Κ.Π.Δ., που προσετέθη με το αρθρ. 19§2 ν. δ. 4090/60, αν μετά το τέλος της ανάκρισης και την υποβολή των εγγράφων στην Εισαγγελία υπεβλήθησαν στο συμβούλιο από ένα διάδικο έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του Συμβουλίου αυτό οφείλει αυτεπαγγέλτως να καλέσει τους υπολοίπους διαδίκους ή τους αντικλήτους αυτών για να ενημερωθούν και να γνωστοποιήσουν τις παρατηρήσεις τους σε εύλογη προθεσμία, που την καθορίζει το ίδιο. Η παράβαση της διάταξης αυτής, η οποία, κατά το αρθρ. 316§2 Κ.Π.Δ. εφαρμόζεται και στην διαδικασία στο συμβούλιο Εφετών, επάγεται για τον κατηγορούμενο απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το αρθρ. 171§1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., διότι του αποστερεί υπερασπιστικό δικαίωμα που του παρέχεται από τον νόμο και ιδρύει τον από το αρθρ. 484§1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ., λόγο αναίρεσης (Α.Π. 2008/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 732). Στην προκειμένου περίπτωση, με το προσβαλλόμενο με αριθ. 478/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το μεν εδέχθη τυπικά και κατ'ουσίαν την έφεσιν του πολιτικώς ενάγοντος κατά του υπ'αριθ. 1929/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο απεφάνθη να μη γίνει κατηγορία εις βάρος του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για τις πράξεις: α)της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί σ'αυτόν λόγω της ιδιότητος του ως εντολοδόχου και διαχειριστού ξένης περιουσίας και β)Απάτης κατ'εξακολούθησιν, τελεσθείσα κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με σκοπό το όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και ακολούθως εξηφάνισε τούτο, το δε παρέπεμψε τον κατηγορούμενον εις το ακροατήριον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων) να δικασθεί για τηνπαραπάνω πράξιν της υπεξαίρεσης εις βαθμός κακουργήματος. Την παραπάνω του κρίση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών εστήριξε, μεταξύ των άλλων, κυρίως εις την υπ'αριθ. ..... ένορκη δήλωση της Α, που εδόθη την 3-12-2007 ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στη Νέα Υόρκη και, όπως δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, εισήχθη από τον Πολιτικώς ενάγοντα εις την δικογραφίαν την 10-12-2007, καθ'όν χρόνον δηλαδή είχε περαιωθεί η κυρία ανάκριση και η σχετική δικογραφία ήτο εκκρεμής ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, χωρίς από τα στοιχεία της δικογραφίας να προκύπτει ότι εκλήθη ο αναιρεσείων ή ο αντίκλητος του για να λάβει γνώσιν του εγγράφου αυτού και να υποβάλλει τις τυχόν παρατηρήσεις του. Έτσι όμως εδημιουργήθη απόλυτη ακυρότης για τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενον και δι'αυτό πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο ως άνω με αριθ. 478/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, κατά τον βάσιμο από το αρθρ. 484§1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. δεύτερο λόγο της υπό κρίσιν αιτήσεως αναιρέσεως. Περαιτέρω για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του κατά το αρθρ. 375§§1, 2 Π.Κ., προ της αντικαταστάσεως του με το άρθρ 1 § 9 ν. 2408/96 και 14§3 ν. 2721/99, εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, απαιτείται, πράγμα κινητό και ξένο (ολικά ή μερικά) ως προς τον υπεξαιρέτη, ιδιοποίηση του πράγματος, χωρίς νόμιμη αιτία και συνδρομή καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, η οποία υπάρχει ιδία, οσάκις πρόκειται για αντικείμενο εμπιστευμένο εις τον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητος αυτού ως επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστού ξένης περιουσίας. Ξένο θεωρείται το πράγμα, όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, κατά την έννοια που διαπλάσσεται στο αστικό δίκαιο και δεν έχει περιέλθει στην κατοχή του υπαιτίου, με κάποια νόμιμη μεταβιβαστική της κυριότητος πράξη, ενώ ιδιοποίηση του πράγματος, συνιστά η οικειοποίηση και κατακράτηση του. Ως διαχειριστής δε ξένης περιουσίας νοείται, αυτός που ενεργεί όχι απλά υλικές, αλλά και νομικές πράξεις, με εξουσία αντιπροσώπευσης, την οποία μπορεί να έχει είτε από τον νόμο, είτε από σύμβαση ή διάταξη τελευταίας βουλήσεως. Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι η διαχείριση δεν είναι ανάγκη να περιλαμβάνει περισσότερες νομικές πράξεις, αλλά αρκεί και μία μόνο. Επίσης δεν είναι ανάγκη να έχει οδηγήσει ήδη σε νομικές πράξεις, αρκεί ότι έχει δοθεί στον υπαίτιο η νομική εξουσία προς τούτο και η υλική δυνατότητα (κατοχή). Για να έχουμε δε κακουργηματική υπεξαίρεση, λόγω της ιδιότητος του υπαιτίου ως διαχειριστού ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο απ'αυτόν πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητας του αυτής. Κινητό πράγμα νοείται και το χρήμα. Η διάταξη του αρθρ. 375§2 Π.Κ. αντικ. με το αρθρ. 1 §9 ν. 2408/96 και ορίσθη ότι ο κακουργηματικός χαρακτήρας της υπεξαίρεσης, προϋποθέτει, ιδιαίτερα μεγάλη αξία του πράγματος (η οποία πρέπει να προσδιορίζεται) και το πράγμα να είναι εμπιστευμένο στον υπαίτιο, με την συνδρομή μιας τουλάχιστο από τις αναφερόμενες (περιοριστικά πλέον) στην διάταξη, περιπτώσεις καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, δηλαδή λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητος του υπαιτίου ως εντολοδόχου ή επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Οι περιπτώσεις δηλαδή καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, αναφέρονται πλέον περιοριστικά, προσετέθη όμως σ'αυτές και η περίπτωση που το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι εμπιστευμένο σε εντολοδόχο. Η περίπτωση, πάντως, που το πράγμα ήταν εμπιστευμένο στον υπαίτιο, ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, προβλεπόταν και προ της ισχύος του νόμου, προβλέπεται δε και μετά. Η ρύθμιση αυτή του ν. 2408/96, στο σημείο που αξιώνει για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της υπεξαίρεσης, ιδιαίτερα μεγάλη αξία του πράγματος και αναφέρει περιοριστικά πλέον τις περιπτώσεις καταχρήσεως σχέσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, αφού θεσπίζει πρόσθετο στοιχείο του κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξεως. Με το αρθρ. 14 §3 ν. 2721/1999 ετροποποιήθη το αρθρ. 375§1 και 2 Π.Κ., όπως η τελευταία είχε αντικατασταθεί με το αρθρ. 1 § 9 ν. 2408/96 και ορίσθη ότι, κακουργηματική υπεξαίρεση υφίσταται, με μόνη την συνδρομή συνολικής αξίας του αντικειμένου της υπεξαίρεσης, μεγαλύτερης των 73.000 ευρώ και ότι η περίπτωση αυτή (συνολική αξία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ) επί κακουργηματικής υπεξαίρεσης με την συνδρομή κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, δηλαδή και όταν το πράγμα ήταν εμπιστευμένο στον υπαίτιο, ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Οι ρυθμίσεις όμως αυτές, είναι δυσμενέστερες για τον κατηγορούμενο και δεν μπορεί να τύχουν εφαρμογής επί των εγκλημάτων που φέρονται τελεσθέντα, προ της ισχύος του νόμου την 3-6-1999 (Α.Π. 173/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 702, Α.Π. 975/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ' σελ. 221 Α.Π. 1011/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ' 244, Α.Π. 481/2000 Ποιν.Χρ. Ν' σελ. 993, Α.Π. 2328/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ/811). Εξάλλου, έλλειψη της επιβαλλομένης από τις διατάξεις των άρθρων 93§3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο ετροποποιήθη με το αρθρ. 2§5 ν. 2408/96, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται εις αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, εις τα οποία εστηρίχθη η κρίση του δικαστικού Συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα εθεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που απεδείχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφηρμόσθη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β)αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο (ή το Δικαστικό Συμβούλιο) έλαβε υπ'όψιν του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά από αυτά (Α.Π. 1010/97 Ποιν.Χρ. ΜΗ' σελ. 354, Α.Π. 108/2000 Ποιν.Χρον. Ν' σελ. 313, Α.Π. 978/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ' σελ. 230). Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, με ιδικές του σκέψεις και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη εις αυτό πρόταση του Εισαγγελέως, εδέχθη ανελέγκτως τα ακόλουθα: ".... Από τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την προανάκριση και την προανάκριση και την κυρία ανάκριση, που διενεργήθηκε, κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την ..... συμβολαιογραφική πράξη της συμβολαιογράφου Πειραιώς Βασιλικής Καπράνου, που δημοσιεύτηκε νόμιμα, ο εκκαλών, κατόπιν συμφωνίας με τον κατηγορούμενο και την Παρασκευή Τζίμη, συνέστησαν την εταιρία με την επωνυμία "ΕΜΠΟΡΙΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ - PROMO CAR- ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" με έδρα την Αθήνα. Σκοπός της εταιρίας ήταν μεταξύ άλλων και η εμπορία μεταχειρισμένων και καινούργιων αυτοκινήτων, η επισκευή, φανοποιΐα και βαφή αυτοκινήτων και μηχανών, η διάρκεια της ήταν δεκαετής και τη διαχείριση της ουσιαστικά ασκούσε ο κατηγορούμενος διότι διέμενε στην Αθήνα, ενώ οι άλλοι δύο εταίροι διέμεναν στις ΗΠΑ. Σε εκπλήρωση του σκοπού της εταιρίας λειτούργησε κατάστημα επισκευής αυτοκινήτων στο ..... της Αττικής υπό τη διαχείριση του κατηγορουμένου. Η λειτουργία της επιχείρησης προκύπτει από καταστάσεις πληρωμής προσωπικού που αφορούν τους εργαζόμενους Β και Γ, από απόσπασμα βιβλίου παραπόνων της 22-5-1998 της Δ/νσης Άμεσης Δράσης της Γ.Α.Δ.Α., όπου ο κατηγορούμενος κατάγγειλε τη συνεταίρο του Α για παραβίαση του συγκεκριμένου συνεργείου και αφαίρεση εξοπλισμού του και από διάφορα παραστατικά δαπανών για τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Α με την 784/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Αθηνών αθωώθηκε για την πράξη της κλοπής που της αποδόθηκε με βάση τα καταγγελθέντα σε βάρος της από τον κατηγορούμενο, ενώ και αυτός με την 9437/2005 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου απαλλάχθηκε από την κατηγορία της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης για τις οποίες μηνύθηκε από την Α. Κατά το χρονικό διάστημα από 24-10-1996, μέχρι 12-5-1998 ο εγκαλών ενέβασε στον κατηγορούμενο, στα πλαίσια της διαχειριστικής του αρμοδιότητας, μέσω εμβασμάτων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος το ποσό των 47.245.000 δραχμών συνολικά και ειδικότερα : Την 24-10-1996 του ενέβασε το ποσό των 2.682.153 δραχμών, την 15-11-1996 του ενέβασε το ποσό των 2.963.079 δραχμών, την 30-6-1997 του ενέβασε το ποσό των 14.000.000 δραχμών, την 1-9-1997 του ενέβασε το ποσό των 4.275.000 δραχμών, την 24-11-1997 του ενέβασε το ποσό 500.000 δραχμών, την 12-5-1998 του ενέβασε το ποσό των 5.200.000 δραχμών, την 12-5-1998 το ποσό των 495.000 δραχμών, την 12-5-1998 το ποσό των 3.500.000 δραχμών και την 12-5-1998 το ποσό 4.947.000 δραχμών. Όμως, τα εμβάσματα αυτά, που ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ο κατηγορούμενος, παρά τη ληφθείσα από τον εγκαλούντα εντολή, δεν τα διέθεσε για την εξυπηρέτηση του εταιρικού σκοπού αλλά τα ιδιοποιήθηκε παράνομα, αναλίσκοντας τα σε προσωπικές του δραστηριότητες. Μάλιστα για να αποτρέψει τον εγκαλούντα από το να προβεί στη νόμιμη αναζήτηση των χρημάτων αυτών, που παράνομα ιδιοποιήθηκε, τον διαβεβαίωνε κάθε φορά ότι τα χρήματα τα είχε διαθέσει για τον εταιρικό σκοπό, αποκρύπτοντας του δολίως ότι τα είχε ιδιοποιηθεί παράνομα και έτσι τον εμπόδισε από το να προβεί στις νόμιμες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες προς ματαίωση της οικονομικής του ζημίας, προκαλώντας του αντίστοιχη οικονομική βλάβη. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι διέθεσε τα ανωτέρω χρήματα για τον εταιρικό σκοπό και πάντως όσα δεν αποδεικνύεται να έχουν δαπανηθεί με αποδείξεις τα επέστρεψε στη συνεταίρο τους Α. Ωστόσο παρότι το ποσόν που έλαβε ο κατηγορούμενο είναι υπέρογκο εν τούτοις δεν προσκομίζει αντίστοιχα παραστατικά, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται εύλογα η αξιοπιστία του. Ο κατηγορούμενος προσκόμισε μόνον μερικά παραστατικά, από τα οποία προκύπτει, ότι αυτός πράγματι κατέβαλε σε τρίτα πρόσωπα χρηματικά ποσά για τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης ενώ τα υπόλοιπα ισχυρίζεται ότι επέστρεψε στην τρίτη εταίρο. Προς επιβεβαίωσιν των θέσεων του ο κατηγορούμενος προσκόμισε την από 12-5-1998 πρόχειρη κατάσταση απόδοσης λογαριασμού, που υπογράφεται από τον ίδιο και την Α. Στην κατάσταση αυτή στην πρώτη στήλη φαίνεται ότι ο κατηγορούμενος έλαβε (ίσως για τις ανάγκες της επιχείρησης) το ποσό των 31.745.000 δραχμών ενώ στην δεύτερη στήλη φαίνονται δύο ποσά εκ των οποίων το ένα υπό στοιχείο Α' ισόποσο με το αμέσως προηγούμενο και το άλλο υπό στοιχείο Β' ύψους 15.500.000 δρχ. με σύνολο 47.245.000 δρχ. Κάτω από τα ποσά αυτά υπάρχει σημείωση σύμφωνα με την οποία "παρελήφθησαν από την κ.Α τα παραπάνω ποσά" χωρίς να διευκρινίζεται ποια ποσά παρελήφθησαν. Από το έγγραφο αυτό το προσβαλλόμενο βούλευμα συνήγαγε το συμπέρασμα, ότι η εκ των συνεταίρων Α βεβαίωσε, ότι ο κατηγορούμενος απέδωσε στην εταιρία όλα τα οφειλόμενα ποσά αλλά το έγγραφο αυτό κρίνεται ότι δεν έχει οποιαδήποτε αποδεικτική δύναμη σε ποινή δίκη ιδίως όταν αμφισβητείται το περιεχόμενο του διότι: 1) δεν μπορεί να ισχύει έναντι συνεταίρων που δεν συμμετείχαν στην σύνταξη του, 2) δεν έχει σαφή διατύπωση του περιεχομένου του και καθαρή αναφορά με αιτιολογήσεις των αναφερομένων ποσών και 3) δεν αναφέρει το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου έγιναν οι καταβολές, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να έγιναν καταβολές εκτός εταιρικής σχέσης. Κατά την κρίση μας το πρωτόδικο βούλευμα έδωσε μεγάλη αξία στο εντελώς υπήρχε γενική αμφιβολία για την πίστη του κατηγορουμένου αφού ούτε η τρίτη συνεταίρος τον εμπιστευόταν. Πράγματι αν και η Α δεν εξετάσθηκε λόγω της διαμονής της στις ΗΠΑ είναι σαφές από την κατάθεση του μάρτυρα Δ, ότι η έλλειψη εκ μέρους της εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του κατηγορουμένου συνετέλεσε στην διάλυση της εταιρείας, διότι βασικό σημείο διαφωνίας της με τον κατηγορούμενο ήταν η θέληση της να ασκεί άμεσο έλεγχο στην επιχείρηση. Πρόσωπο θεμελιώδες για την διαλεύκανση των εκκρεμοτήτων είναι ο λογιστής Ε, ο οποίος αναφέρεται σε "κακοδιαχείρηση", έννοια την οποία δεν προσδιορίζει κατά το βαθμό της έντασης του δόλου, κρίνουμε όμως ότι κατά την διαδικασία στο ακροατήριο θα είναι σε θέση να καταθέσει με μεγαλύτερη σαφήνεια. Εν τω μεταξύ ήδη την 10-12-2007 προσετέθη στην δικογραφία από τον συνήγορο της πολιτική αγωγής η υπ1 αρ. ..... ένορκη δήλωση της Α δηλαδή της Α, η οποία εδόθη την 3-12-2007 ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στην Νέα Υόρκη ΗΠΑ, από την οποία προκύπτει με σαφήνεια, ότι η κρίσιμη μάρτυς ουδέποτε έλαβε από τον κατηγορούμενο οποιοδήποτε χρηματικό ποσόν είτε για την ιδία είτε για λογαριασμό του μηνυτή ενώ αμφισβητεί συνολικά την γνησιότητα του προχείρου εγγράφου, επί του οποίου κυρίως βασίσθηκε η απαλλαγή του κατηγορουμένου". Με τις ουσιαστικές όμως αυτές παραδοχές το προσβαλλόμενο βούλευμα του δευτεροβαθμίου Συμβουλίου, δεν διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Η αιτιολογία είναι ελλιπής, ενώ και τα εκτιθέμενα περιστατικά περιέχουν ασάφειες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο και στερούν το προσβαλλόμενο βούλευμα νομίμου βάσεως. Ειδικότερον δεν μνημονεύονται ποία κατ' είδος και κατηγορία αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπ' όψιν για τον σχηματισμό της προαναφερόμενης παραπεμπτικής κρίσης και μάλιστα αν έχουν ληφθεί υπ'όψιν όλα ή ορισμένα μόνον από αυτά, κατά παραγνώριση των λοιπών τοιούτων, μη αρκούσης της αναφοράς "... στα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν....". Περαιτέρω τo προσβαλλόμενο βούλευμα εστήριξε την παραπεμπτική του κρίση κυρίως στην μαρτυρική κατάθεση του λογιστού της εταιρίας Δ, ως "πρόσωπο θεμελιώδες για την διαλεύκανση των εκκρεμοτήτων", και, ενώ δέχεται ασαφή την κατάθεση του, παραπέμπει στην επ'ακροατηρίω διαδικασία για την διευκρίνισιν της καταθέσεως του, καθιστώντας έτσι ενδοιαστική την παραδοχήν του ως προς την πειστικότητα της καταθέσεώς του. Επί πλέον, ενώ ούτος αναφέρεται μόνον σε "κακοδιαχείριση εκ μέρους του κατηγορουμένου, δεν προσδιορίζει περαιτέρω σε τι συνίσταται η κακή διαχείριση και δη εάν το φερόμενο ως παρανόμως ιδιοποιηθέν συνολικό ποσόν υπό του τελευταίου (κατηγορουμένου) ή μέρος αυτού και ποίον διετέθη υπ'αυτού δια την κάλυψιν αναγκών της εταιρίας, εν όψει των αντιφατικών παραδοχών του, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, που ενώ δέχεται ότι δεν προσκομίσθηκαν υπ'αυτού αντίστοιχα παραστατικά προς επιβεβαίωσιν των ισχυρισμών του, στην συνέχεια δέχεται ότι, από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν υπ'αυτού, προκύπτει ότι αυτός πράγματι κατέβαλε σε τρίτα πρόσωπα χρηματικά ποσά για τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης, χωρίς όμως να προσδιορίζονται παράλληλα τα έγγραφα αυτά και τα ποσά που αναφέρονται εις αυτά. Έτσι υπάρχει ασάφεια ως προς το αν η φερόμενη προκληθείσα ζημία του εγκαλούντος, κατά το προαναφερόμενο ποσό, υπήρξε απότοκος της "κακής διαχειρίσεως" του κατηγορουμένου ή της υπ'αυτού παρανόμου ιδιοποιήσεως του εν λόγω ποσού και εν τέλει του ύψους του υπεξαιρεθέντος ποσού, μετά την αφαίρεσιν του τυχόν καταβληθέντος για την παραπάνω αιτία. Έτσι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και επομένως, κατά παραδοχή του εκ του αρθρ. 484§1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ. λόγου της αιτήσεως, ως βάσιμου πρέπει να αναιρεθεί τούτο. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει, δεκτής καθισταμένης της υπό κρίσιν αιτήσεως αναιρέσεως ως προς τους δι'αυτούς προβαλλόμενους ως άνω λόγους εκ του αρθρ. 484§1 στοιχ. α', β', στ' Κ.Π.Δ., να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 478/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεσις για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστάς.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Ι) Να γίνει δεκτή η υπ'αριθ. 80/24-4-2008 αίτησις αναιρέσεως του Χ, II) Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με αριθ. 478/2008 και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο Συμβούλιο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστάς. Αθήνα 10-10-2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης".
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη 80/24-4-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ κατά του 478/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την 367/9-7-2007 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ, κατά του 1929/2007 απαλλακτικού για τον κατηγορούμενο βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και, αφού εξαφάνισε αυτό, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων) για να δικασθεί για (κακουργηματική) υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας (αρθρ. 98,13 στοιχ. στ', 375§§1α, 2α, Π.Κ., ως αντικ. δι' άρθρ. 14 ν. 2721/99), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 465 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 1653/1986, ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ. 2. Το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του προσαρτάται στη σχετική έκθεση. Στις περιπτώσεις ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά βουλεύματος, καθώς και κατά αποφάσεως, όταν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία τους, το πληρεξούσιο μπορεί να προσκομισθεί στο γραμματέα ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο μέσα σε είκοσι ημέρες από την άσκησή του. Αν η προθεσμία αυτή παρήλθε άπρακτη το ένδικο μέσο κηρύσσεται απαράδεκτο κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠΔ. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι για το παραδεκτό της ασκήσεως του ένδικου μέσου με αντιπρόσωπο απαιτείται να υπάρχει κατά το χρόνο της ασκήσεώς του η σχετική εντολή, στερείται δε αξίας αν αυτή δόθηκε μεταγενεστέρως ή αν εγκρίθηκε εκ των υστέρων από τον αντιπροσωπευόμενο η άσκηση του ένδικου μέσου, διότι η έγκριση αυτή δεν καλύπτει την ανυπαρξία της εντολής. Η προθεσμία δε των είκοσι ημερών τάχθηκε για την προσκομιδή του πληρεξουσίου που υπάρχει ήδη κατά την άσκηση του ενδίκου μέσου και όχι για την έκδοση αυτού. Έτσι, αν το ένδικο μέσο ασκηθεί από αντιπρόσωπο χωρίς εντολή, το αρμόδιο να κρίνει επ'αυτού σε συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει και τους διαδίκους, απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. σύμφωνα με το αρθρ. 476§1 Κ.Π.Δ., χωρίς άλλη έρευνα, αφού δεν είναι νοητή επίκληση στην περίπτωση αυτή, ούτε ανώτερης βίας προς δικαιολόγηση της έλλειψης πληρεξουσιότητος. Προκειμένου δε περί βουλευμάτων την ίδια πιο πάνω υποχρέωση έχει το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο.
ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων που υπάρχουν στη δικογραφία, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 1929/2007 βούλευμά του, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος Χ για υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας και για απάτη που τελέσθηκε κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ' εξακολούθησιν, με σκοπό το όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Κατά του βουλεύματος αυτού, ο δικηγόρος Ιωάννης Παπανδρουλάκης, ως αντιπρόσωπος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ, άσκησε την 367/9-7-2007 έφεση ενώπιον του αρμοδίου υπαλλήλου του Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά την ημερομηνία κατά της ασκήσεως του ενδίκου αυτού μέσου (9/7/2007) ο πιο πάνω δικηγόρος δεν προσάρτησε στη σχετική έκθεση το σχετικό πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του, όπως ορίζεται στη πιο πάνω αναφερόμενη διάταξη του άρ. 465 παρ.1 του ΚΠΔ. Η σχετική εντολή και πληρεξουσιότητα δόθηκε από τον πολιτικώς ενάγοντα στον πιο πάνω δικηγόρο μεταγενεστέρως και συγκεκριμένα την 16-7-2007 με το ..... ειδικό πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου Νέας Υόρκης Δημητρίου Βάσσου. Το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο 478/2008 βούλευμά του, και με αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι η έκθεση αυτή της εφέσεως ασκήθηκε νομίμως, με την ακόλουθη αιτιολογία: "..... Η εν λόγω έφεση ασκήθηκε από τον Ψ την 16-7-2007 (δια του ειδικά εξουσιοδοτημένου δικηγόρου Ιωάννη Παπανδρουλάκη) ήδη πολιτικώς ενάγοντα (οράτε την από 20-10-2005 σχετική δήλωση στην προτελευταία σελίδα της αυθημερόν κατατεθείσης μηνύσεως). Η κρινομένη έφεση κατετέθη πριν την ημερομηνία της επίσημης δια πληρεξουσίου εντολής προς τον συνήγορο του εκκαλούντος, αλλά τούτο πρέπει να παρακαμφθεί δεδομένου α) ότι ο εκκαλών έχει μόνιμη διαμονή στις ΗΠΑ και συνεπώς η τήρηση των τυπικών διαδικασιών για την εντολή θα εξαντλούσε την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως και συνεπώς θα ματαιωνόταν το δικαίωμα του και β) διότι ήδη ο υπογράφων την έφεση δικηγόρος είχε διορισθεί με την μήνυση πληρεξούσιος και αντίκλητος του εκκαλούντος. Σε κάθε περίπτωση εξεταζόμενης της ουσίας του αληθούς της εντολής κρίνεται ότι αυτή είχε ήδη δοθεί στον συνήγορο πριν την επίσημη πιστοποίησή της ......". Επομένως, το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε - και προκύπτει άλλωστε από τα πιο πάνω έγγραφα- ότι η πιο πάνω έφεση ασκήθηκε από τον δικηγόρο του εκκαλούντα πολιτικώς ενάγοντα, χωρίς να έχει την προς τούτο ειδική πληρεξουσιότητα και εντολή κατά το χρόνο της ασκήσεώς της, αφού, όπως προκύπτει και γίνεται δεκτό με το προσβαλλόμενο βούλευμα, "η σχετική εντολή και πληρε-ξουσιότητα δόθηκε από τον πολιτικώς ενάγοντα στον πιο πάνω δικηγόρο μεταγενεστέρως και συγκεκριμένα την 16-7-2007", και, συνεπώς, αυτή περιείχε απλώς έγκριση των προηγουμένων πράξεων του πληρεξουσίου δικηγόρου. Η διαμονή δε του εκκαλούντος στις Η.Π.Α, και ο διορισμός του ασκήσαντος την έφεση, ως άνω δικηγόρου, ως πληρεξουσίου και αντικλήτου του δια της εγκλήσεως (χωρίς ειδική εντολή για την άσκηση εφέσεως), δεν καλύπτουν την έλλειψη ειδικής εξουσιοδοτήσεως κατά τον χρόνο ασκήσεως του ως άνω ενδίκου μέσου, της εφέσεως. Ούτε βεβαίως η διαμονή του εκκαλούντος στις ΗΠΑ, συνιστά περίπτωση ανώτερης βίας για την μεταγενέστερη πιο πάνω σύνταξη του σχετικού πληρεξουσίου, δεδομένου, πλην άλλων, ότι ο εκκαλών είχε τη δυνατότητα, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρ. 465 παρ.1 ΚΠΔ, να προσκομίσει αυτό εντός είκοσι ημερών, εφόσον είχε ήδη συνταχθεί κατά το χρόνο της άσκησης της εφέσεως. Έτσι, το πιο πάνω ένδικο μέσο της από 9-7-2007 έφεσης του εκκαλούντος Ψ ασκήθηκε από αντιπρόσωπο χωρίς εντολή και, επομένως, απαραδέκτως. Κατ' ακολουθία τούτων, το Συμβούλιο Εφετών με το να δεχθεί ως παραδεκτή την ανωτέρω έφεση και στην συνέχεια, αφού εξαφάνισε το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, να παραπέμψει τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, να δικασθεί για το έγκλημα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, υπερέβη θετικώς την εξουσία του, και ο σχετικός από το αρθρ. 484§1 στοιχ. στ' ΚΠΔ πρώτος λόγος της κρινομένης αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων και να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα. Αφού δε το βούλευμα αυτό αναιρείται λόγω του απαραδέκτου της εφέσεως του πολιτικώς ενάγοντος και το επανερχόμενο σε ισχύ πρωτόδικο βούλευμα είναι απαλλακτικό για τον αναιρεσείοντα, δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως, κατ' άρθρο 519 Κ.Π.Δ., για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το 478/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ