Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1493 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υγειονομικός κανονισμός.




Περίληψη:
Παράβαση άρθρου 17 § 1 εδ. γ' 2, 3 και 23 της Υ1β/2000/95 Υγ. Δ/ξης σε συνδυασμό με το άρθρο 417 ΠΚ και 11 § 10 Ν. 2307/95. Για την πληρότητα της αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωσης του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης του διατακτικού, εφόσον το τελευταίο είναι επαρκώς αιτιολογημένο. Αιτιολογημένη καταδίκη για παράβαση της άνω Υγ. Δ/ξης. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1493/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιο Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και την Γραμματέα Πελαγία Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Βέργο, περί αναιρέσεως της 159/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πόρου (Μετα-βατικό). Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πόρου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Ιουνίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1098/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρό-τητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπα-γωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 159/2009 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πόρου (Μετ/κό) που δίκασε σε πρώτο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχ-θηκε ένοχος παράβασης άρθρ. 23 της Υ1β/2000/95 Υγ.Δ/ξης, σε συνδ. με το άρθρ. 417 ΠΚ και άρθρ. 11 § 10 Ν. 2307/95, κατ' εξακολούθηση, και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) ημερών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για μία (1) τριετία. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Μονομελές Πλημ/κείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται σ' αυτόν με το κατηγορητήριο της παραβ. της Υιβ/2000/95 Υγειονομικής Διάταξης και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στον ... το χρονικό διάστημα από 2-6-2007 έως 19-6-2007 και περί ώρες 1:30, 00:45, 2:40, 3:25 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος παρέβη την προαναφερθείσα υγειονομική διάταξη και ειδικότερα κατελήφθη μετά από καταγγελίες να διατηρεί δύο σκύλους στην πυλωτή της οικίας του, ενώ τούτο απαγορεύεται και να προκαλείται με τον τρόπο αυτό ενόχληση από τα γαβγίσματά τους σε βάρος των περιοίκων ή ενοίκων της πολυκατοικίας".
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα της άνω αξιόποινης πράξεως και ειδικότερα, του ότι: "στο ... το χρονικό διάστημα από 2-6-2007 έως και 19-6-2007 και περί ώρες 01:30', 00:30', 02:40', 03:25', αντίστοιχα, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος με πρόθεση παρέβη την υπ' αριθμ. Υ1β/2000/95 Υγειονομική Διάταξη, και ειδικότερα κατελήφθη α) να διατηρεί σκύλους στην πυλωτή της οικίας του, ενώ τούτο απαγορεύεται και β) να μην έχει αποφύγει τους θορύβους ή άλλες ενοχλήσεις με τα γαυγίσματά τους, προκαλώντας ενοχλήσεις σε βάρος των περιοίκων ή ενοίκων της πολυκατοικίας". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχ-θηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98 ΠΚ και άρθρ. 17 § 1 εδ.γ', 2, 3 και 23 της Υ1β/2000/95 Υγ.Δ/ξης σε συνδ. με άρθρ. 417 ΠΚ και άρθρ. 11 § 10 Ν. 2307/95, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 159/2009 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου6 Πόρου (Μετ/κο) τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την ένορκη κατάθεση του μαρτύρα κατηγορίας, Μ.
Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιο-λογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: "η αναιρεσιβαλ-λόμενη απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογίας, άλλως της ως άνω από το Σύνταγμα και τους νόμους επιβαλλόμενης, διότι ως αιτιολογία δεν πράττει άλλο τι παρά να επαναλαμβάνει το κατηγορητήριο, ενόψει δε των παραπάνω αναφερομένων, η αναιρεσιβαλλόμενη παραβιάζει τη διάταξη του άρθρ. 510 παρ. 1 Δ' Κ.Π.Δ. και καθιστά εαυτήν αναιρετέα. Αβάσιμα όμως, διότι το γεγονός ότι το σκεπτικό είναι ταυτόσημο του διατακτικού, δεν καθιστά την αιτιολογία της αποφάσεως ανεπαρκή, αφού το διατακτικό είναι στην προκείμενη περίπτωση εκτεταμένο και λεπτομερές. Η σύμπτωση των περιστατικών που αναγράφονται στο κατηγορητήριο, το σκεπτικό και το διατακτικό της αποφάσεως, δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, αφού τα περιστατικά αυτά του κατηγορητηρίου αποδείχθηκαν και όχι άλλα διαφορετικά. Εξάλλου, η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της αποφάσεως του διατακτικού, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη των άνω ισχυρισμών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, με τον πιο πάνω λόγο αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 22 Ιουνίου 2009 (υπ' αριθ. Πρωτ. 5147/22-6-2009 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) αίτηση του Χ, για αναίρεση της με αριθμό 159/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πόρου (Μετ/κο). Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στην 10 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Σεπτεμβρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή