Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Ποινή, Ακυρότητα σχετική, Δικαστηρίου σύνθεση.
Περίληψη:
Μετ' αναίρεση για το μέρος των ποινών. 1. Κακή σύνθεση. Στο Εφετείο Αθηνών, σύμφωνα με το νόμο, προβλέπεται οργανικός αριθμός μεγαλύτερος των 15 δικαστών και η σύνθεση των ποινικών Δικαστηρίων γίνεται με κλήρωση και δεν υπάρχει υποχρέωση να αναγράφεται τούτο στην απόφαση και δεν εκδίδεται πράξη του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία και επομένως δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από την παράλειψη αναφοράς των στοιχείων αυτών. Η παρ. 10 του άρθρου 17 ΚΟΔΚΔΛ, σύμφωνα με την οποία ακυρότητα για κακή σύνθεση καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υποθέσεως δεν αντίκειται στο άρθρο 6 ΕΣΔΑ και το άρθρο 28 του Συντάγματος. 2. Η διάταξη του άρθρου 423 παρ.1 ΚΠΔ ισχύει μόνον επί εκδικάσεως πλημμελημάτων κατά την αυτόφωρη διαδικασία των άρθρων 417 επόμ. ΚΠΔ και όχι στη διαδικασία της προκείμενης κατ' έφεση δίκης και δεν επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, από το ότι ο προεδρεύων του Δικαστηρίου, μετά την απαγγελία της κατηγορίας, δεν ανακοίνωσε στους κατηγορουμένους τα δικαιώματα αυτών να ζητήσουν αναβολή της δίκης και να διορίσουν συνήγορο υπερασπίσεως (ΑΠ 2136/2009). 3. Αν αναιρεθεί καταδικαστική απόφαση μόνον ως προς μερικότερη αξιόποινη πράξη ενός κατ' εξακολούθηση εγκλήματος συνακόλουθα δε και ως προς την επιβληθείσα ποινή, έχει κριθεί πλέον η ενοχή ως προς την τέλεση των λοιπών μερικότερων αξιοποίνων πράξεων. Το δικαστήριο της ουσίας στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση, κατά το άρθρο 519 και 524 ΚΠΔ, δεν έχει εξουσία να ερευνηθεί εκ νέου την ενοχή του κατηγορουμένου για την μερικότερη αυτή πράξη που ήδη κρίθηκε, ούτε την ενοχή ως προς τις λοιπές αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες η κρίση (περί ενοχής) και η καταδίκη γι' αυτές έχει καταστεί αμετάκλητη.
Αριθμός 1867/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1)Κ. Τ. του Σ. και 2)Ν. Ρ. του Χ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φώτιο Μήτση, για αναίρεση της υπ' αριθ. 8183/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 4 Δεκεμβρίου 2009 δύο αιτήσεις τους αναιρέσεως, όπως αυτές διαμορφώθηκαν με τα από 16 Μαρτίου 2010 δύο χωριστά δικόγραφα προσθέτων λόγων, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1758/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης και οι επ' αυτών πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 349 παρ.1 του ΚΠοινΔ, που ορίζει ότι "το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια που προσδιορίζονται ειδικά στην απόφαση. Μπορεί επίσης να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης για το λόγο αυτόν έως δεκαπέντε το πολύ ημέρες και μέχρι δύο φορές. Δεύτερη αναβολή μπορεί να διαταχθεί μόνον εφόσον βεβαιώνεται αιτιολογημένα στην απόφαση ότι δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί το σημαντικό αίτιο με τη διακοπή ...", προκύπτει ότι η αναβολή της δίκης απόκειται στην ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου, η απόφαση του όμως πρέπει να είναι αιτιολογημένη ειδικά και εμπεριστατωμένα. Όμως, το δικαστήριο, αντί αναβολής, και στην περίπτωση προβολής σημαντικού αιτίου αναβολής της δίκης, έχει τη δυνητική κατά την κρίση του ευχέρεια, να διατάξει τη διακοπή της δίκης για το λόγο αυτό έως 15 το πολύ ημέρες και μέχρι δύο φορές. Η ως άνω διακοπή της δίκης, προ της ενάρξεως της δίκης, διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη στο άρθρο 375 του ΚΠοινΔ διακοπή συνεδριάσεως, για ανυπέρβλητο κώλυμα που παρουσιάζεται κατά τη διαδικασία, και πρέπει να προτιμάται από την αναβολή, κατ'επιταγή και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, για δίκαιη δίκη που πρέπει να περατώνεται μέσα σε σύντομο χρόνο, όταν μάλιστα το προβαλλόμενο σημαντικό αίτιο, μπορεί να αντιμετωπισθεί με τη διακοπή της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης 8183/2009 αποφάσεως του, επί των υποβληθέντων σε αυτό, στην αρχή της διαδικασίας, στις 19-10-2009, αιτημάτων των δύο κατηγορουμένων για αναβολή της δίκης "λόγω σημαντικού αιτίου απουσίας των συνηγόρων τους" και δη: α) του Φωτίου Μήτση, συνηγόρου της πρώτης κατηγορουμένης, "λόγω απασχολήσεως του την ιδία ημέρα σε δίκες άλλων πελατών του ενώπιον του Α' Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και ενώπιον του Β' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών", αναγνωσθείσας και της προσκομισθείσας από 16-10-2009 βεβαιώσεως αυτού και β) του Αριστείδη Καλουτσάκη, συνηγόρου του δευτέρου κατηγορουμένου, "λόγω του ότι αυτός βρισκόταν στον Πειραιά", αρχικά διέκοψε τη συνεδρίαση για την 11.00 ώρα για να είναι παρόντες όλοι οι παράγοντες της δίκης. Κατά την άνω ώρα που επαναλήφθηκε η διακοπείσα συνεδρίαση, οι κατηγορούμενοι δήλωσαν ότι οι δικηγόροι τους αδυνατούν να προσέλθουν και ζητούν και πάλιν αναβολή της δίκης. Στη συνέχεια, ο προεδρεύων, διέκοψε τη συνεδρίαση για την 14.00 ώρα, προκειμένου να καταστεί δυνατόν να προσέλθουν οι δικηγόροι των κατηγορουμένων, πλην και πάλιν, την 14.00 ώρα που επαναλήφθηκε η διακοπείσα συνεδρίαση, δεν εμφανίστηκαν οι δικηγόροι και οι κατηγορούμενοι δήλωσαν ότι οι δικηγόροι τους αδυνατούν να προσέλθουν και ζήτησαν και πάλιν αναβολή της δίκης, πλην και πάλιν ο προεδρεύων διέκοψε τη συνεδρίαση για την επομένη ημέρα 20-10-2009 και ώρα 11.00. Την 20-10-2009 και ώρα 11.00 που εκφωνήθηκε η υπόθεση και επαναλήφθηκε η διακοπείσα συνεδρίαση, η πρώτη κατηγορουμένη, ζήτησε και πάλιν αναβολή της δίκης, για το λόγο ότι " ο δικηγόρος της Φώτιος Μήτσης, δεν προσήλθε σήμερα για να την υπερασπισθεί, επειδή απουσιάζει για να ασκήσει το λειτούργημα του στο Α' Πενταμελές Εφετείο Αθηνών" προσκόμισε δε και την από 19-10-2009 βεβαίωση του άνω δικηγόρου της, η οποία και αναγνώσθηκε. Επίσης, ο δεύτερος κατηγορούμενος, ζήτησε και πάλιν αναβολή της δίκης, για το λόγο ότι "ο δικηγόρος του Αριστείδης Καλουτσάκης βρίσκεται στον Πειραιά για άλλο δικαστήριο, έχει δε συντάξει ο ίδιος τις έγγραφες ενστάσεις που θέλει να καταθέσει στο σημερινό δικαστήριο". Μετά σχετική πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας, διεκόπη η συνεδρίαση για την 13.00 ώρα της ιδίας ημέρας για να προσέλθουν οι συνήγοροι των δύο κατηγορουμένων, αλλά κατά την επανάληψη της συνεδριάσεως την 13.00 ώρα και πάλιν οι συνήγοροι απουσίαζαν και οι κατηγορούμενοι δήλωσαν ότι επιμένουν στο αίτημα τους για την αναβολή της δίκης. Μετά ταύτα και μετά απορριπτική πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας, το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναβολής της δίκης με το εξής αιτιολογικό, κατά το ουσιαστικό του μέρος: "Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας και αυτά που κατέθεσαν οι κατηγορούμενοι, αποδείχθηκε ότι οι επικαλούμενοι από τους τελευταίους λόγοι δεν είναι τέτοιοι, ώστε να εμποδίζουν να εμφανισθούν στο Δικαστήριο τούτο οι ως άνω συνήγοροι και συνεπώς ο λόγος αυτός δεν συνιστά σημαντικό αίτιο, που να δικαιολογεί την αναβολή της δίκης σε άλλη δικάσιμο. Ειδικότερα, ως προς τον πρώτο κατηγορούμενο Ν. Ρ. το προβαλλόμενο κώλυμα του συνηγόρου του Αριστείδη Καλουτσάκη για απασχόληση του σε άλλο Δικαστήριο στον Πειραιά και κατά τις δύο ως άνω ημέρες (19 και 20 Οκτωβρίου 2009 και καθ' όλη τη διάρκεια των συνεδριάσεων του Δικαστηρίου τούτου) είναι αόριστο και σε κάθε περίπτωση δεν δικαιολογεί την επικαλούμενη αδυναμία αυτού να εμφανιστεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έστω σε μια από τις πιο πάνω δύο ημέρες που του παρασχέθηκε η δυνατότητα. Εξάλλου, και ως προς την κατηγορουμένη Κ. Τ. το προβαλλόμενο κώλυμα του συνηγόρου της Φωτίου Μήτση για απασχόληση του σε άλλα Δικαστήρια στο Εφετείο Αθηνών και κατά τις δύο ως άνω ημέρες (19 και 20 Οκτωβρίου 2009 και καθ' όλη τη διάρκεια των συνεδριάσεων του Δικαστηρίου τούτου ) δεν κρίνεται βάσιμο και σε κάθε περίπτωση δεν δικαιολογεί την επικαλούμενη αδυναμία αυτού να εμφανιστεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έστω σε μια από τις πιο πάνω δύο ημέρες στις επανειλημμένες διακοπές της συνεδρίασης που έγιναν για το λόγο αυτό ακριβώς, ενόψει μάλιστα και του ότι η ως άνω απασχόληση του ήταν στο ίδιο κτίριο που συνεδριάζει και το παρόν Δικαστήριο. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι οι πιο πάνω επανειλημμένες διακοπές σε διάστημα δύο ημερών συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου έγιναν ακριβώς για να παρασχεθεί η δυνατότητα στους κατηγορουμένους να εκπροσωπηθούν από συνηγόρους της επιλογής τους, είχαν δε αυτοί ικανό και επαρκή χρόνο να πράξουν τούτο. Κατ' ακολουθίαν τούτων πρέπει να απορριφθεί το αίτημα των κατηγορουμένων περί αναβολής της δίκης επί της κρινόμενης υποθέσεως σε μεταγενέστερη δικάσιμο". Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και τις άνω παραδοχές, το δικαστήριο της ουσίας, μετά από επανειλημμένες διακοπές της συνεδριάσεως για να δοθεί η δυνατότητα ώστε να προσέλθουν οι απουσιάζοντες συνήγοροι των δύο κατηγορουμένων, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέρριψε το άνω αίτημα αναβολής των κατηγορουμένων και δέχθηκε ότι το προβαλλόμενο ως σημαντικό αίτιο αναβολής της δίκης, που ήταν το κώλυμα απασχολήσεως των συνηγόρων των κατηγορουμένων σε άλλη δίκη και δη στα Εφετεία Αθηνών - Πειραιώς αντίστοιχα, δεν ήταν διαρκές και μπορούσε να αντιμετωπισθεί με διακοπή της συνεδριάσεως επί δύο ημέρες και διέκοψε πράγματι ως άνω τη δίκη. Μετά δε τις ως άνω επανειλημμένες διακοπές συνεδριάσεων, σε διάστημα δύο ημερών, διακοπές που έγιναν ακριβώς για να δοθεί η δυνατότητα στους κατηγορουμένους να εκπροσωπηθούν από συνηγόρους της επιλογής τους, οι συνήγοροι των κατηγορουμένων είχαν ικανό και επαρκή χρόνο να εκτελέσουν τα καθήκοντα τους στα άλλα δικαστήρια που είχαν υποθέσεις τους, αλλά και να προσέλθουν και στο Δικαστήριο αυτό, και έτσι δε δικαιολογείτο η μη προσέλευση των δικηγόρων και δεν συνέτρεχε σημαντικό αίτιο αναβολής. Άρα, ουδέν υπερασπιστικό δικαίωμα των κατηγορουμένων παραβιάστηκε, δεν επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας από τη μη αναβολή της δίκης, ούτε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 14 παρ.3 του ΔΣΑΠΔ παραβιάστηκε, ούτε το δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του, αφού το δικαστήριο απάντησε και ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένα και σύννομα απέρριψε το άνω αίτημα αναβολής της δίκης, τη δε διακοπή της δίκης μπορούσε να αποφασίσει και αυτεπαγγέλτως, αδιάφορα από το ότι δεν είχε υποβληθεί σχετικό επικουρικό αίτημα διακοπής, ενώ το δικαστήριο, μη προκείμενης δίκης για κακούργημα αλλά για πλημμέλημα, δεν είχεν από το νόμο( άρθρο 340 παρ.1 ΚΠοινΔ) υποχρέωση να διορίσει στους κατηγορουμένους αυτεπάγγελτα άλλους συνηγόρους υπερασπίσεως και ουδεμία παραβίαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων και ακυρότητα της διαδικασίας, ούτε υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου επήλθεν εκ τούτου. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Δ, Η του ΚΠοινΔ συναφείς πέμπτος, έκτος και όγδοος λόγοι αναιρέσεως των κρινόμενων αιτήσεων και όγδοος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως των αιτούντων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατά το άρθρο 17 κεφ. Β του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίου και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988) σε όσα εφετεία προβλέπεται οργανικός αριθμός δέκα πέντε (15) τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση (παρ. 1). Ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το εφετείο καταρτίζει πίνακα ο οποίος περιλαμβάνει κατ' αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα των νεώτερων προέδρων εφετών και των αρχαιότερων εφετών, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των τριμελών εφετείων (παρ. 3). Ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία καταρτίζει πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ' αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα ... στην εισαγγελία εφετών α) ... β) όλων των αντεισαγγελέων από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των υπόλοιπων τριμελών εφετείων, με βάση τους άνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου συγκροτηθούν όλα τα δικαστήρια του μηνός ....", (παρ. 4 ), "με την ίδια διαδικασία ορίζονται οι αναπληρωματικοί δικαστές και εισαγγελείς ..." (παρ. 5) και "αντικατάσταση δικαστή που έχει κληρωθεί ως μέλος της σύνθεσης δικαστηρίου, καθώς και του εισαγγελέα δεν επιτρέπεται, παρά μόνον από τον αναπληρωματικό ... Ο λόγος της αναπλήρωσης αναγράφεται στα πρακτικά ..." ( παρ. 7). Εξάλλου, στην παρ. 10 του ιδίου άρθρου 17 ορίζεται ότι "η μη τήρηση των διατάξεων των παρ. 2 έως και 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υποθέσεως". Η μη τήρηση της διαδικασίας αυτής συνεπάγεται ακυρότητα που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης (παρ. 10).
Στην προκειμένη περίπτωση με τους δεύτερο και έκτο λόγους του δικογράφου των κρινόμενων αιτήσεων και τον τέταρτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως των αναιρεσειόντων, προβάλλεται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση αναγράφεται μεν η σύνθεση του δικάσαντος Δικαστηρίου (Τριμελούς Εφετείου Αθηνών), αλλά, ενώ προήδρευσε ο εφέτης Γεώργιος Χριστοδούλου, δεν αναφέρεται στην απόφαση ότι κωλύονταν οι πρόεδροι εφετών του Εφετείου Αθηνών και οι αρχαιότεροι του άνω δικαστή εφέτες, ούτε και η πράξη του Αρεοπαγίτη Δικαστή που διευθύνει το Τριμελές Συμβούλιο Διευθύνσεως του Εφετείου Αθηνών, με την οποία αυτός (προεδρεύων εφέτης) ορίστηκε ως αναπληρωτής των κωλυομένων προέδρων εφετών και των αρχαιοτέρων του εφετών, ούτε επίσης αναφέρεται ότι στο Εφετείο Αθηνών ο ορισμός των συνθέσεων γίνεται με κλήρωση ή με άλλο τρόπο, με αποτέλεσμα οι παραλείψεις αυτές να δημιουργήσουν κακή σύνθεση του δικάσαντος Δικαστηρίου και κατά συνέπεια λόγο αναιρέσεως για ακυρότητα της διαδικασίας από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και 171 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠοινΔ και 6 της ΕΣΔΑ. Όμως, στο Εφετείο Αθηνών, σύμφωνα με το νόμο, προβλέπεται οργανικός αριθμός μεγαλύτερος των δέκα πέντε (15) δικαστών και η σύνθεση των δικαστών και των εισαγγελέων των ποινικών δικαστηρίων γίνεται με κλήρωση και δεν υπάρχει υποχρέωση να αναγράφεται τούτο στην απόφαση και δεν εκδίδεται πράξη του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία και επομένως δεν ιδρύεται οποιοσδήποτε λόγος αναιρέσεως από την παράλειψη αναφοράς των στοιχείων αυτών. Επί πλέον τούτου, η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 17 παρ. 2 έως και 8 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίου και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988, συνεπάγεται ακυρότητα που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υποθέσεως (παρ. 10). Τέτοια, όμως, πρόταση, ούτε οι αναιρεσείοντες επικαλούνται, ούτε από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι προβλήθηκε. Επομένως οι σχετικοί, δεύτερος και έβδομος λόγοι του κυρίου δικογράφου και ο τέταρτος του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως των κρινόμενων αιτήσεων αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι, ενώ η ανωτέρω παράγραφος 10 του άρθρου 17 του ΚΟΔΚΔΛ (Ν. 1756/1988) δεν αντίκειται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 28 του Συντάγματος, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες.
Κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ' ΚΠοινΔ και 6 της ΕΣΔΑ και 14 του ΔΣΑΠΔ, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστηρίου να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 423 παρ.1 του ΚΠοινΔ, εκείνος που διευθύνει τη συνεδρίαση ανακοινώνει στον κατηγορούμενο τα δικαιώματα του να ζητήσει αναβολή της δίκης και το διορισμό συνηγόρου υπερασπίσεως. Όμως η άνω διάταξη ισχύει μόνον επί εκδικάσεως πλημμελημάτων κατά την αυτόφωρη διαδικασία των άρθρων 417 επόμ. ΚΠοινΔ και όχι στη διαδικασία της προκείμενης κατ'έφεση δίκης.
Συνεπώς, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, από το ότι ο προεδρεύων του δικαστηρίου, μετά την απαγγελία της κατηγορίας, δεν τους ανακοίνωσε τα κατά το άρθρο 423 ΚΠοινΔ δικαιώματα αυτών να ζητήσουν αναβολή της δίκης και να διορίσουν συνήγορο υπερασπίσεως και έτσι ο σχετικός τέταρτος λόγος αναιρέσεως και των δύο κρινόμενων αιτήσεων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ για ακυρότητα της διαδικασίας, για παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και για παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και 14 του Συμφώνου του ΟΗΕ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 2 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι αναιρεθείσης της αποφάσεως, εάν η νέα συζήτηση διατάχθηκε συνεπεία αιτήσεως αναιρέσεως που έγινε μόνο από ή υπέρ του καταδικασθέντος, το δικαστήριο της παραπομπής έχει δικαιοδοσία να εξετάσει εξ υπαρχής την υπόθεση μόνον όταν η απόφαση αναιρέθηκε εξ ολοκλήρου, εάν όμως η αναίρεση υπήρξε μερική, δεν θίγεται η απόφαση κατά τις λοιπές αυτής διατάξεις, για τις οποίες έχει καταστεί πλέον αμετάκλητη. Ειδικότερα αν αναιρεθεί καταδικαστική απόφαση μόνον ως προς μερικότερη αξιόποινη
πράξη ενός κατ' εξακολούθηση εγκλήματος συνακόλουθα δε και ως προς την επιβληθείσα ποινή, έχει κριθεί πλέον αμετάκλητα η ενοχή ως προς την τέλεση των μερικότερων αξιοποίνων πράξεων. Το δικαστήριο της ουσίας στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση, κατά το άρθρο 519 ΚΠοινΔ, δεν έχει εξουσία να ερευνήσει εκ νέου την ενοχή του κατηγορουμένου για την μερικότερη αυτή πράξη που ήδη κρίθηκε, ούτε την ενοχή ως προς τις λοιπές αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες η κρίση (περί ενοχής) και η καταδίκη γιαυτές έχει καταστεί αμετάκλητη.
Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 6143/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κηρύχθηκαν ένοχοι, σε δεύτερο βαθμό, η πρώτη αναιρεσείουσα για ψευδορκία μάρτυρος κατ' εξακολούθηση, τελεσθείσα κατά τη εξέταση της ως μάρτυρος ενώπιον εισηγητή δικαστή στο γραφείο διεξαγωγών στις 5-10-2001 και στις 9-11-2001 που ολοκλήρωσε την κατάθεση της, ο δε δεύτερος αναιρεσείων για ψευδή καταμήνυση του πολιτικώς ενάγοντος Ν. Σ. κατ' εξακολούθηση, για απόπειρα απάτης δικαστηρίου και για ηθική αυτουργία στην ανωτέρω ψευδορκία μάρτυρος της συγκατηγορουμένης του Κ. Τ., κατ' εξακολούθηση. Τους επιβλήθηκε δε ποινή φυλακίσεως επτά μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή φυλακίσεως δεκατριών μηνών στο δεύτερο από αυτούς, ανασταλείσα επί τριετία. Από την υπ'αριθμ. 1711/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου προκύπτει ότι, κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως των καταδικασθέντων και νυν αναιρεσειόντων, αναιρέθηκε εν μέρει, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 28 και 224 παρ.2 του ΠΚ, η ως άνω απόφαση μόνον ως προς την μερικότερη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση, ψευδορκία που φερόταν ότι τελέσθηκε στις 5-10-2001 και στις 9-11-2001, δεχθέντος του Αρείου Πάγου ότι το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρος τελέστηκε μία φορά, όταν αποπερατώθηκε στις 9-11-2001 η μία μόνη κατάθεση της εξετασθείσας στον εισηγητή μάρτυρος Κ. Τ., αναιρέθηκε δε περαιτέρω η απόφαση και ως προς τις διατάξεις της περί επιβολής ποινής για την πράξη μόνον της ψευδορκίας και για την επιβληθείσα στον ηθικό αυτουργό συνολική ποινή και παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά το αναιρούμενο αυτό μέρος της για νέα εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, για την επιβολή της προσήκουσας και μόνον ποινής. Επίσης απορρίφθηκαν κατά τα λοιπά οι αιτήσεις αναιρέσεως των καταδικασθέντων. Το δικαστήριο της παραπομπής, με την προσβαλλομένη 8183/2009 απόφαση του, ενώ κήρυξε ενόχους τους δύο αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους, όπως ανωτέρω, για μία πράξη ψευδορκίας και ηθική αυτουργία σε μία πράξη ψευδορκίας αντίστοιχα, όπως κρίθηκε με την 1711/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, επέβαλε στους καταδικασθέντες φυλάκιση τεσσάρων μηνών στον καθένα, στο δε Ν. Ρ. μία συνολική ποινή δώδεκα μηνών, αφού συνυπολόγισε και τις επιβληθείσες με την προηγούμενη και μη αναιρεθείσα κατά τούτο 6148/2008 απόφαση, ποινές επτά μηνών για τις λοιπές πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και της απόπειρας απάτης δικαστηρίου. Σύμφωνα όμως με αυτά που προαναφέρθηκαν, με την προηγούμενη 1711/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, έχει κριθεί πλέον αμετάκλητα, η ενοχή ως προς την τέλεση και της πράξεως αυτής της ψευδορκίας μάρτυρος και ηθικής αυτουργίας στην άνω ψευδορκία, το δε Εφετείο, χωρίς άλλωστε να ερευνήσει την ουσία της υποθέσεως, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, συμπεριέλαβε και δη επανέλαβε στο διατακτικό του διάταξη περί ενοχής για την ψευδορκία, για να καταστεί απλώς σαφές ότι έχει κριθεί ένοχος για μία πράξη ψευδορκίας μάρτυρα και μία πράξη ηθικής αυτουργίας αντίστοιχα και όχι κατ "εξακολούθηση και να δικαιολογήσει έτσι την επιβολή γιαυτή την πράξη της άνω ποινής, για την οποία και μόνον παραπέμφθηκε σε αυτό η υπόθεση. Το άνω δε δικαστήριο της ουσίας στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 524 παρ. 2 ΚΠοινΔ, δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει εξ υπαρχής την υπόθεση, δεσμευόμενο από τη διάταξη περί παραπομπής για επιβολή και μόνον της προσήκουσας ποινής στους καταδικασθέντες και από το προκύπτον πλέον αμετάκλητο της προηγούμενης, μη αναιρεθείσης κατά τα λοιπά ζητήματα 6143/2008 αποφάσεως. Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας δε μπορούσε να ερευνήσει εκ νέου την ενοχή των κατηγορουμένων, τη συνδρομή ή μη δόλου αυτών, τους προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων που αφορούσαν την ενοχή, ακυρότητες και ελλείψεις της προδικασίας της προκαταρκτικής εξετάσεως και με αυτή την αιτιολογία ορθά απέρριψε όλους τους προβληθέντες ισχυρισμούς αυτούς και οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ, Η του ΚΠοΐνΔ, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, για υπέρβαση εξουσίας και για παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και 14 του Συμφώνου του ΟΗΕ, σχετικοί τρίτος, ένατος, δέκατος, ενδέκατος, δωδέκατος λόγοι αναιρέσεως του δικογράφου και των δύο κρινόμενων αιτήσεων και δεύτερος, τρίτος, πέμπτος, έκτος, έβδομος των προσθέτων λόγων αναιρέσεως των αναιρεσειόντων, πρέπει να απορριφθούν.
Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ.2 του ΠΚ, όπως η παρ.2 του τελευταίου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.6 του Ν. 2408/1996, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος, όταν πρόκειται για πλημμέλημα είναι πέντε έτη και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε, για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία έτη για πλημμελήματα. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 339, 340 και 343 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει, είτε με την έναρξη της προπαρασκευστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος (επί απευθείας εισαγωγής της υποθέσεως στο ακροατήριο), είτε της κλήσεως προς εμφάνιση του στο ακροατήριο (επί εκδόσεως παραπεμπτικού βουλεύματος), είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και τη μη εναντίωσή του στην πρόοδο της δίκης. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ.1 εδάφ. β', 370 στοιχ. β' και 511, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας την συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναιρέσεως, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή, για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, και περιέχεται σ' αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ.2 και 509, ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠοινΔ, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τις προαναφερθείσες αποφάσεις προκύπτει ότι για την ως άνω πλημμεληματική πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος και ηθικής αυτουργίας σε αυτήν, τελεσθείσα στις 9-11-2001, υπάρχει αμετάκλητη κρίση περί ενοχής και καταδίκη με την 6143/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, αφού, όπως προεκτέθηκε με την 1711/23-7-2009 απόφαση του Αρείου Πάγου η εν λόγω απόφαση αναιρέθηκε μόνον κατά τις διατάξεις της περί επιβολής ποινών και επομένως, με το να κρίνει ότι πρόκειται για τέλεση μίας πράξεως και όχι περί κατ'εξακολούθηση τελέσεως, η υπόθεση δεν παραπέμφθηκε για επανεξέταση της ενοχής και δεν επανεξετάσθηκε στην ουσία η ενοχή των κατηγορουμένων από το δικαστήριο της παραπομπής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη 8183/20-10-2009 απόφαση του. Επομένως, το αξιόποινο των ως άνω πράξεων που είναι πλημμελήματα, κατά τον άνω χρόνο που κρίθηκε αμετάκλητα, με την 1711/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, μετά τις από 21-5-2009 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων, η ενοχή αυτών και για τις πράξεις αυτές, η δε υπόθεση παραπέμφθηκε για νέα συζήτηση, μόνο για την επιβολή της προσήκουσας ποινής, δεν εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής, λόγω μη συμπληρώσεως μέχρι τότε οκταετίας, που συμπληρώθηκε μετά την δημοσίευση της αποφάσεως, αφού από την τέλεση της εν λόγω πράξεως (9-11-2001) μέχρι τη συζήτηση των αρχικών από 21-5-2009 αιτήσεων αναιρέσεως δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της οκταετούς παραγραφής (όπως ήδη κρίθηκε με την ανωτέρω 1711/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου) και είναι πλέον αδιάφορο το ότι η οκταετία έχει ήδη παρέλθει κατά το χρόνο ασκήσεως των κρινόμενων από 4-12-2009 νέων αιτήσεων αναιρέσεως κατά της προσβαλλόμενης νέας υπ' αριθμ. 8183/2009 αποφάσεως του δικαστηρίου της παραπομπής. Το άνω δε δικαστήριο της παραπομπής, με την προσβαλλομένη 8183/2009 απόφαση του, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις και έκρινε, ότι περί ενοχής για τις άνω πράξεις υπήρχε αμετάκλητη δικαστική ως παραπάνω κρίση, ότι δεν υπήρχε επομένως στάδιο ερεύνης της παραγραφής και απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων και τον ισχυρισμό αυτών περί παραγραφής των πράξεων, λόγω παρελεύσεως οκταετίας από της κατά την 9-11-2001 τελέσεως τους.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε, Η' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, πρώτος του δικογράφου των αιτήσεων και πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος, έβδομος και όγδοος πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των περί παραγραφής διατάξεων, για υπέρβαση εξουσίας και για παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, επειδή το Δικαστήριο, που την εξέδωσε, προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως και καταδίκασε τους αναιρεσείοντες αντί να δεχθεί τον περί παραγραφής ισχυρισμό τους και να παύσει οριστικώς την ασκηθείσα εναντίον τους ποινική δίωξη, λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκαν, συνεπεία παραγραφής αυτών, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν.
Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτών, να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 4 Δεκεμβρίου 2009 αιτήσεις της Κ. Τ. του Σ. και του Ν. Ρ. του Χ., μετά των από 16 Μαρτίου 2010 αντίστοιχων προσθέτων λόγων αυτών, περί αναιρέσεως της 8183/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Νοεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 1 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ