Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1967 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Δυσφήμηση συκοφαντική, Πολιτική αγωγή, Νομίμου βάσεως έλλειψη.




Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. Στοιχεία. Ανάγκη ειδικής αιτιολογήσεως του αμέσου δόλου του δράστη. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει όταν κατά της παραδοχές της αποφάσεως ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική του αντίληψη. Απορρίπτεται κατ’ ουσία ο περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας λόγος αναιρέσεως της καταδικαστικής για συκοφαντική δυσφήμηση αποφάσεως. Απορρίπτονται ομοίως οι λόγοι αναιρέσεως περί ελλείψεως νομίμου βάσεως και υπερβάσεως εξουσίας ως στηριζόμενοι στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν και για ψευδή καταμήνυση. Ως λόγος αναιρέσεως κατά του πολιτικού μέρους της αποφάσεως μπορούν να προταθούν και οι προβλεπόμενοι από την πολιτική δικονομία. Απόρριψη τέτοιων λόγων από του αριθ. 9 και 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι δεν εχώρησε επιδίκαση περισσοτέρων από τα αιτηθέντα, ούτε δέχθηκε το δικαστήριο ως αληθή, χωρίς απόδειξη, πράγματα με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης κατά το περί των πολιτικών αξιώσεων μέρος της.





ΑΡΙΘΜΟΣ 1967/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Κουλούρη, περί αναιρέσεως της 10124/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Δημόπουλο.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Φεβρουαρίου 2007 κοινή αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 408/2007.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως αβάσιμη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ ορίζεται ότι όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του διαπράττει το έγκλημα της δυσφημήσεως και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές, τότε διαπράττεται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Επομένως, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τελευταίου, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθελημένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναλήθειάς του και της δυνατότητάς του να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Ως γεγονός νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής για συκοφαντική δυσφήμηση αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, αλλά περαιτέρω στοιχεία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων από καθένα προέκυψαν, πρέπει, όμως, να υπάρχει βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Ο δόλος δεν είναι αναγκαίο, κατ' αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως το να έχει τελεσθεί η πράξη "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού. Το τελευταίο συμβαίνει και στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως που προβλέπεται από τα ως άνω άρθρα 363 σε συνδυασμό με 362 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του οποίου απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι το γεγονός περί του οποίου ο ισχυρισμός ή η διάδοση είναι ψευδές. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στην περίπτωση αυτή η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή περιστατικών.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 10124/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος της νύφης τους Ψ1 και τους επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δέκα και οκτώ μηνών, αντιστοίχως, ανασταλείσα. Κατά το διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως κηρύχθηκαν ένοχοι διότι Α) Η πρώτη, Χ1, στο ......Αττικής, την 14.10.2000, ενώπιον των Δ1 και Δ2 ισχυρίσθηκε και διέδωσε για την Ψ1 ψευδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της και συγκεκριμένα ότι έχει γυναικολογικό πρόβλημα, ότι της έχουν αφαιρεθεί οι ωοθήκες και γι'αυτό δεν κάνει παιδί και ότι έχει αρραβωνιαστεί τρεις φορές, γνωρίζοντας ότι τα γεγονότα αυτά ήταν ψευδή και Β) Ο δεύτερος, Χ2, στην ...., με την από 29.6.2000 μήνυση, που κατέθεσε την 3-7-2000 ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ισχυρίσθηκε και διέδωσε για την Ψ1 ψευδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της και συγκεκριμένα ότι αυτή, επειδή ένα μήνα προς του γάμου της διέκοψε την εργασία της, αξίωσε να της κολλήσουν ένσημα του ΙΚΑ για τους οκτώ μήνες διάρκειας του γάμου της και στην άρνησή τους έλαβαν την απάντηση "καλά θα δείτε", γνωρίζοντας ότι τα γεγονότα αυτά ήταν ψευδή. Η αιτιολογία που περιέχει ή προσβαλλόμενη απόφαση είναι η ακόλουθη: "Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάσθηκαν ενόρκως (και χωρίς όρκο η πολ. ενάγουσα) στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, τις απολογίες των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι οι τελευταίοι τέλεσαν την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος της εγκαλούσας. Ειδικότερα, ο γιος των κατηγορουμένων ......... είχε τελέσει γάμο με την πολιτικώς ενάγουσα Ψ1 στις 28-11-1998, πλην όμως η έγγαμη συμβίωσή τους διακόπηκε μετά από λίγους μήνες και έκτοτε βρίσκονται σε διάσταση. Ο δεύτερος κατηγορούμενος, που διατηρεί κατάστημα πώλησης ειδών οικιακής χρήσης... στην από 3-7-2000 μήνυση που κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, σε βάρος (μεταξύ άλλων) και του Γ1, αδελφού της μητέρας της νύφης του πολιτικώς ενάγουσας, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι "ένα μήνα πριν από το γάμο της διέκοψε την εργασία της και αξίωσε να της κολλήσουμε ένσημα ΙΚΑ για τους 8 μήνες διάρκειας του γάμου. Στην άρνησή μας λάβαμε την απάντηση "καλά θα δείτε"... Τα άνω πραγματικά περιστατικά που αφορούν την πολιτικώς ενάγουσα και διαδόθηκαν σε τρίτους... τα οποία μπορούσαν να βλάψουν και πράγματι έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη αυτής ήταν παντελώς ψευδή. Κι αυτό γιατί η πολιτικώς ενάγουσα αποδείχθηκε ότι εργαζόταν συνεχώς και πριν από το... γάμο της μέχρι την 27-3-1999 στην ...... . Επομένως, εφόσον αποδείχθηκε ότι δεν διέκοψε την εργασία της ένα μήνα πριν το γάμο, είναι απολύτως ψευδές το αναγραφόμενο από τον δεύτερο κατηγορούμενο ότι αξίωσε απ' αυτόν να της κολλήσει ένσημα του ΙΚΑ και ότι άφησε και υπονοούμενα για... διεκδίκηση αυτών στην άρνησή του, ο δε δεύτερος κατηγορούμενος (πρώην πεθερός της) γνώριζε το ψευδές των άνω αφορώντων στην πολιτικώς ενάγουσα, περιλαμβανομένων στη μήνυσή του περιστατικών και παρά ταύτα τα διέδωσε κατά τον προαναφερόμενο τρόπο. Αλλωστε, δεν είχε κανένα λόγο να αναφέρει τα ανωτέρω για την πρώην νύφη του στην πιο πάνω μήνυση, εφόσον με αυτή δεν στρεφόταν και κατά της τελευταίας πλην μόνον για να την θίξει εν γνώσει τελών του ψεύδους του άνω αφορώντος σ' αυτή περιεχομένου της μήνυσής του... το περιεχόμενο αυτής η πολιτικώς ενάγουσα πληροφορήθηκε από το θείο της Γ1 στις 24.10.2000. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 14.10.2000 η πρώτη κατηγορούμενη, πρώην πεθερά της, ισχυρίσθηκε και διέδωσε ενώπιον... των γειτονισσών της Δ1 και Δ2 ότι η πρώην νύφη της έχει γυναικολογικά προβλήματα, ότι της έχουν αφαιρεθεί οι ωοθήκες και γι' αυτό δεν κάνει παιδί και ότι έχει αρραβωνιαστεί τρεις φορές. Τα ανωτέρω, που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της πολιτικώς ενάγουσας και πράγματι την έβλαψαν ήταν επίσης απολύτως ψευδή. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι η τελευταία νοσηλεύθηκε στο Ασκληπιείο Βούλας από 22-7-1999 μέχρι 4.8.1999 λόγω αποφρακτικού ειλεού, συνεπεία του οποίου υποβλήθηκε σε δεξιά ημικολεκτομή... η δε άνω κατηγορουμένη μαζί με τον σύζυγό της (δεύτερο κατηγορούμενο) την είχε επισκεφθεί κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της και βεβαίως γνώριζε το πρβόλημα που αντιμετώπιζε και ότι αυτό ουδόλως ήταν γυναικολογικό, ούτε και ότι υποβλήθηκε σε εγχείριση αφαίρεσης ωοθηκών, όπως επίσης γνώριζε ότι ουδέποτε είχε τελέσει αρραβώνα πριν από το γάμο με το γιό της, πολύ περισσότερο δεν είχε τελέσει τρεις αρραβώνες... . Είναι χαρακτηριστικές οι καταθέσεις των μαρτύρων Δ1...φίλης των οικογενειών και των δύο αντιδίκων πλευρών (η πεθερά είπε ότι η Ψ1 έχει κάνει τρεις αρραβώνες και έχει αφαιρέσει τις ωοθήκες. Αν είχε κάνει άλλο αρραβώνα εγώ θα ήμουν καλεσμένη. Αυτά είναι ψέματα. Όταν έκανε εγχείριση η Ψ1 είχα πάει επίσκεψη στο νοσοκομείο και ήταν εκεί τα πεθερικά της και ήξεραν τι έχει. Δεν συζητήθηκε τίποτα για ωοθήκες), Δ2, επίσης γειτόνισσας και γνωστής και των δύο πλευρών (η κυρία Χ1 - πρώτη κατηγορουμένη - λέει πολλά ακόμη και σήμερα. Τον Οκτώβριο του 2000 είχε πει στο μαγαζί της ότι η Ψ1 έκανε εγχείριση στις ωοθήκες και δεν μπορεί να κάνει παιδιά και ότι έχει κάνει τρεις αρραβώνες. Αυτά είναι ψέματα για να τη μειώσουν και συκοφαντήσουν) και Γ1... που επιβεβαίωσε τα προαναφερόμενα. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων ....... και ........ οι οποίοι γενικώς και αορίστως κατέθεσαν ότι δεν άκουσαν να διαδίδουν οι κατηγορούμενοι τα άνω περιστατικά, δεν γνωρίζουν για αρραβώνες και ότι "άκουσαν στην αρχή για κύστη στις ωοθήκες και μετά για ειλεό". Τα υποστηριζόμενα από τους κατηγορουμένους ότι σε ουδεμία διάδοση για αρραβώνες και σχετικά με την υγεία της πολιτικώς ενάγουσας προέβησαν διότι δεν γνώριζαν αλλά και ότι είναι αληθές αυτό που ισχυρίσθηκε ο δεύτερος ελέγχονται ως αβάσιμα... Επομένως, (καταλήγει το δικάσαν Εφετείο), οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ενόχοι της πράξεως που τους αποδίδεται, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό".
Με τις αλληλοσυμπληρούμενες αυτές παραδοχές σκεπτικού και διατακτικού, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκαν οι κατηγορούμενοι... αναιρεσείοντες, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς υπαγωγής τους στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 363, 362 Π.Κ. Ειδικότερα, διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι αναιρεσείοντες ισχυρίσθηκαν περί της εγκαλούσας, ενώπιον των μνημονευομένων τρίτων, τα αναφερόμενα ψευδή γεγονότα εν γνώσει της αναλήθειάς τους, τα οποία προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας, κρίση που συνήγαγε το Εφετείο από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα. Ως προς τη γνώση απ' τους αναιρεσείοντες της αναλήθειας των ισχυρισμών τους υπάρχει πλήρης αιτιολογία, ως προς μεν τον Χ2 από το ότι ο ισχυρισμός του φέρεται να στηρίζεται σε προσωπική του αντίληψη, οπότε αυτός γνώριζε την αλήθεια και συνεπώς δεν ήταν αναγκαία η παράθεση άλλων, σχετικά με την υπ' αυτού γνώση της αναλήθειας του ισχυρισμού του περιστατικών, ως προς δε την Χ1 από την έμμεση πλην σαφή παραδοχή της αποφάσεως ότι η αναιρεσείουσα αυτή είχε πληροφορηθεί, κατά την επίσκεψή της στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν η εγκαλούσα, το είδος της χειρουργικής επεμβάσεως στην οποία είχε υποβληθεί η τελευταία και έτσι γνώριζε από προσωπική αντίληψη την αναλήθεια του ισχυρισμού της ότι η εγκαλούσα είχε γυναικολογικό πρόβλημα και της αφαιρέθηκαν οι ωοθήκες γι' αυτό δεν κάνει παιδί, παραδοχή ως εκ της οποίας δεν ήταν αναγκαία η παράθεση άλλων, σχετικά με τη γνώση αυτή περιστατικών, ενώ η ίδια γνώση της εν λόγω αναιρεσείουσας για την αναλήθεια του ισχυρισμού της περί τριών αρραβώνων της εγκαλούσας αιτιολογείται επαρκώς από αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ότι προέκυψαν από τις εκτιμηθείσες αποδείξεις. Επομένως, ο αντίθετος, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ πρώτος λόγος της αιτήσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη νόμιμης βάσεως, με την αιτίαση ότι μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού της έχει εμφιλοχωρήσει λογικό κενό και ειδικότερα διότι στο διατακτικό κηρύσσονται οι αναιρεσείοντες ένοχοι και ψευδούς καταμηνύσεως ενώ στο σκεπτικό δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να συγκροτούν τους όρους της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος. Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, πλήττεται η ανωτέρω απόφαση για υπέρβαση εξουσίας με τη επίκληση ότι το δικάσαν Τριμελές Εφετείο καταδίκασε τους αναιρεσείοντες για ψευδή καταμήνυση ενώ πρωτοδίκως ο μεν εξ αυτών δεύτερος είχε κηρυχθεί αθώος της πράξεως αυτής η δε πρώτη δεν είχε κατηγορηθεί για την εν λόγω πράξη. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως στηριζόμενοι επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθόσον, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρεσείοντες δεν καταδικάσθηκαν με αυτήν και για ψευδή καταμήνυση, αλλά μόνον για συκοφαντική δυσφήμηση. Η παράθεση δε στην εν λόγω απόφαση και του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ, που προβλέπει και τιμωρεί την ψευδή καταμήνυση, εφόσον οι αναιρεσείοντες δεν καταδικάσθηκαν για την πράξη αυτή, στερείται έννομης επιρροής. Σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 2 ΚΠοινΔ, ως προς το πολιτικό μέρος της αποφάσεως, μπορούν να προταθούν ως λόγοι αναιρέσεως, εκτός από τους λόγους της παραγ. 1 του ίδιου άρθρου, και οι λόγοι αναιρέσεως οι οποίοι καθιερώνονται από την πολιτική δικονομία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 εδ. β' και αριθ. 10 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν, καθώς και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Στην προκειμένη περίπτωση με τους τέταρτο και πέμπτο (τελευταίο) λόγους αναιρέσεως πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των ανωτέρω άρθρων 510 παρ. 2 ΚΠοινΔ και 559 αριθ. 9 και 10 ΚΠολΔ, ως προς το μέρος της που επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στην παραστάσα ως πολιτικώς ενάγουσα και ειδικότερα διότι, ενώ η σχετική δήλωση της πολιτικώς ενάγουσας έγινε χωρίς διατύπωση επιφυλάξεως, το δικαστήριο επιδίκασε σ' αυτήν το αιτηθέν ποσόν "με επιφύλαξη" επιδικάσαν έτσι περισσότερα από όσα ζητήθηκαν (τέταρτος λόγος) και διότι δεν μνημονεύεται στην προσβαλλόμενη απόφαση κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται η ύπαρξη της ηθικής βλάβης της πολιτικώς ενάγουσας, την οποία δέχθηκε η απόφαση ως αληθινή (πέμπτος λόγος). Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθόσον ως επιδίκαση πλέον του αιτηθέντος, κατά την έννοια του αναιρετικού λόγου από τον αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δεν θεωρείται η περίληψη διατάξεως στην προσβαλλόμενη απόφαση περί διατυπώσεως της ως άνω επιφυλάξεως, η οποία καθεαυτή δεν συνιστά επιδίκαση, περαιτέρω δε καθόσον από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος γενικώς άρα και περί των προϋποθέσεων για την εκδίκαση της χρηματικής ικανοποιήσεως, μεταξύ των οποίων και η διαπίστωση ότι η δικαιούχος υπέστη ηθική βλάβη, στηρίχθηκε στα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει στην αρχή του σκεπτικού της αποφάσεώς του, τα οποία δεν ήταν ανάγκη να αξιολογηθούν ειδικώς το καθένα, παρεπομένου εκ τούτων ότι δεν δέχθηκε ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, πράγματα που είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κατά το περί των ανωτέρω πολιτικών αξιώσεων μέρος της. Κατ' ακολουθίαν η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση των Χ2 και Χ1, περί αναιρέσεως της 10124/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ τον καθένα και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Αυγούστου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή