Θέμα
Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου.
Περίληψη:
Λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. για παραβίαση ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Πότε είναι βάσιμος ο αναιρετικός λόγος. Περιστατικά.
Αριθμός 491/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Φ. Α. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Κουτράκη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. Κ. του Ι., κατοίκου ..., 2) Σ. Κ. του Ι., κατοίκου … και 3) Σ. Κ. χήρας Ι., το γένος Ι. Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Παπαπαναγιώτου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/5/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 19/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 459/2010 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 13/10/2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 22/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της ένδικης αίτησης αναίρεσης ως προς τον πρώτο λόγο αναίρεσης και την απόρριψη της ως προς τους λοιπούς.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάστηκαν οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρ. 173 και 200 του ΑΚ. Οι ερμηνευτικοί αυτοί κανόνες συμπληρώνουν η μία την άλλη και η ΑΚ του εφαρμόζεται και σε μονομερείς δικαιοπραξίες, όταν από αυτές δημιουργούνται ή θίγονται συμφέροντα τρίτων (Μπαλή: Γεν. Αρχ. Παρ. 88, σελ. 242). Ειδικότερα, οι ερμηνευτικοί αυτοί κανόνες εφαρμόζονται από το δικαστήριο της ουσίας σε μονομερή δικαιοπραξία, όταν κατά την ανέλεγκτη, ως προς αυτό, κρίση του, διαπιστώνει ότι υπάρχει κενό ή αμφιβολία σχετικά με τη δήλωση βούλησης, που τελείται η δικαιοπραξία αυτή. Η διαπίστωση αυτή του Δικαστηρίου της ουσίας μπορεί είτε να αναφέρεται στην απόφαση ρητώς, είτε να προκύπτει απ' αυτήν έμμεσα, όταν, παρά τη ρητή αναφορά της διαπίστωσής της, ή ακόμα και παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας της, το δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία της δικαιοπραξίας, ερμηνεία η οποία αποκαλύπτει ότι το δικαστήριο βρέθηκε μπροστά σε κενό ή αμφιβολία σχετικά με τη δήλωση βούλησης, που τελέστηκε η δικαιοπραξία τα οποία ακριβώς δημιούργησαν την ανάγκη να καταφύγει σε ερμηνεία της. Εάν, παρά την άμεση ή έμμεση αυτή διαπίστωση της ύπαρξης κενού ή αμφιβολίας, το δικαστήριο της ουσίας δεν προσφύγει, για να ανεύρει την αληθινή βούληση του δηλώσαντος, στους ερμηνευτικούς κανόνες που περιέχονται στις πιο πάνω διατάξεις, παραβιάζει, με τη μη εφαρμογή τους, τους κανόνες αυτούς (ΑΠ 311/1993 ΕλλΔνη 35.1529). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 682 παρ.1, 706 ΚΠολΔ και 1274 του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 56 παρ.1 του ΕισΝ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1265 και 1266 του ΑΚ, τα οποία προβλέπουν την παραχώρηση δικαιώματος για εγγραφή υποθήκης από τον -κύριο του ακινήτου - οφειλέτη ή τρίτο και εφαρμόζονται συμπληρωματικά και για την προσημείωση - η οποία αποτελεί υποθήκη υπό την αναβλητική αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης της ασφαλιζόμενης απαίτησης και της εμπρόθεσμης τροπής της σε υποθήκη (βλ. άρθρα 1272, 1277 και 1323 αρ. 2 ΑΚ) - προκύπτει, ότι μπορεί με δικαστική απόφαση να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και όταν ο οφειλέτης ή ο τρίτος συναινέσουν οι ίδιοι ή ο αντιπρόσωπός τους στην εγγραφή της προσημείωσης. Εάν πρόκειται για αντιπρόσωπο, η γενική "σε ακίνητα" παροχή εξουσιοδότησης από τον κύριο παρέχει σ' αυτόν - αντιπρόσωπο - την εξουσία να συναινέσει στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε οποιοδήποτε των ακινήτων του, προσδιορίζοντας αυτό συγκεκριμένα (Μπαλή: ΕμπΔ έκδ. 1961, παρ. 242 αρ. 3, σελ. 516). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Οι ενάγουσες (και ήδη αναιρεσίβλητες) τυγχάνουν συγκυρίες η μεν πρώτη κατά ποσοστό 28/64 εξ αδιαιρέτου και εκάστη των λοιπών κατά 12/64, ενός αγροτεμαχίου, εμβαδού 18.000 τ.μ. περίπου, κατά τον τίτλο κτήσεως και 22.168 τ.μ. κατά πρόσφατη καταμέτρηση, που κείται εντός της Κτηματικής περιφέρειας του Δήμου …, εκτός σχεδίου πόλεως, στη θέση …, δεξιά της παλαιάς αμαξιτής οδού …, τέως …, που συνορεύει Ανατολικώς με δημόσια οδό, Νοτίως με αγροτική οδό, Δυτικώς με ιδιοκτησία Δ. Δ. και Βορείως με ποταμό-χείμαρρο ..... συγκύριοι επίσης του ως άνω ακινήτου κατά ποσοστό 3/64 και 9/64 εξ αδιαιρέτου τυγχάνουν ο Ν. Τ. και ο Β. Τ. αντίστοιχα, που περιήλθαν σ' αυτούς από κληρονομιά της αποβιώσασας συζύγου και μητέρας τους Π. Τ., το γένος Ι. Κ., αδελφής των εναγουσών. Την κληρονομία της Π. Τ. αποδέχθηκαν νομότυπα ο άνω σύζυγός της Ν. και ο γιος της Β., συνετάγη δε η υπ' αριθ…/1986 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς από τη συμβολαιογράφο Νέας Ιωνίας Αττικής, που μεταγράφηκε νόμιμα. Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε περαιτέρω ότι στις 22-9-1995 συνήφθη μεταξύ του άνω Β. Τ. και του εναγομένου (και ήδη αναιρεσείοντος) σύμβαση ατόκου δανείου, σε εκτέλεση του οποίου ο τελευταίος μεταβίβασε στον άνω Β. Τ. κατά κυριότητα το ποσό των 200.000 μάρκων Γερμανίας. Προς εξασφάλιση της χρηματικής αυτής απαίτησης του ο εναγόμενος ενέγραψε ισόποση προσημείωση υποθήκης επί ολόκληρου του προπεριγραφόμενου ακινήτου, δυνάμει της υπ' αριθ. 25.398/1995 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως παραστάθηκε στο ακροατήριο του άνω Δικαστηρίου ο Β. Τ., ο οποίος συναίνεσε στην εγγραφή της προσημειώσεως υποθήκης επί του άνω ακινήτου τόσο για τον εαυτό του όσο και για λογαριασμό των εναγουσών, τις οποίες εκπροσώπησε δυνάμει του υπ' αριθ…/30-4-1993 πληρεξουσίου, που συνέταξε η συμβολαιογράφος Αθηνών Λεμονή Καλαματιανού-Μπιστικέα. Η προσημείωση αυτή ενεγράφη στα οικεία βιβλία υποθηκών του Υποθ/κίου Βόλου, μετά την έκδοση δε της υπ' αριθ. 223/2002 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία υποχρεώθηκε τελεσίδικα ο Β. Τ. να καταβάλει στον εναγόμενο το ισόποσο σε Ευρώ των 200.000 μάρκων Γερμανίας, η άνω προσημείωση ετράπη σε υποθήκη (…/10-4-2002 πιστοποιητικό Υπο/κα Βόλου). Κατά τη συζήτηση της άνω αιτήσεως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ως προαναφέρεται, οι ενάγουσες εκπροσωπήθηκαν από τον Β. Τ., ο οποίος και συναίνεσε στην εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης και στο ανήκον στην κυριότητα των εναγουσών εξ αδιαιρέτου ποσοστό, ήτοι σε αλλότριο ακίνητο, κάνοντας χρήση του άνω πληρεξουσίου. Με το πληρεξούσιο αυτό οι ενάγουσες παρέχουν στον Β. Τ., εκτός των άλλων, την πληρεξουσιότητα "Να δίνει εμπράγματες ασφάλειες σε κινητά, ακίνητα για χάρη τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου και ειδικότερα ενέχυρα σε κινητά πράγματα και τίτλους των εντολέων και υποθήκες σε ακίνητά τους. Να δίνει τη συναίνεσή του για την παροχή άδειας εγγραφής προσημειώσεως και να κάνει κάθε ενέργεια για την εξάλειψη υποθήκης ή προσημειώσεως". Με τον άνω όμως γενικό όρο του πληρεξουσίου και την προαναφερόμενη διατύπωσή του είναι πρόδηλο, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 200 και 173 ΑΚ, ότι δεν παραχωρείται από τις ενάγουσες στο Β. Τ. η πληρεξουσιότητα να προβεί στην εγγραφή υποθήκης επί του ιδανικού τους μεριδίου στο επίδικο ακίνητο προς εξασφάλιση της άνω χρηματικής απαίτησης του εναγομένου. Και τούτο γιατί ουδόλως περιέχεται στο πληρεξούσιο αυτό, όπως απαιτείται από τη διάταξη του άρθρου 1266 ΑΚ, δήλωση των εναγουσών περί παραχωρήσεως δικαιώματος εγγραφής υποθήκης στο συγκεκριμένο ακίνητο, το οποίο αντίθετα εν προκειμένω ουδόλως προσδιορίζεται, όπως επίσης δεν προσδιορίζεται ο δανειστής και η απαίτηση για την οποία παραχωρείται το δικαίωμα εγγραφής υποθήκης. Άλλωστε από την απλή ανάγνωση του άνω εγγράφου προκύπτει ότι οι ενάγουσες παρείχαν στον ανεψιό τους Β. Τ. την εντολή και πληρεξουσιότητα να τις αντιπροσωπεύει σε συναλλαγές ενώπιον τραπεζικών ιδρυμάτων της ημεδαπής, να προβαίνει σε αναλήψεις, να εξοφλεί αξιόγραφα, να υπογράφει δανειακές συμβάσεις και να προβαίνει γενικότερα σε διάφορες εμπορικές πράξεις για λογαριασμό τους. Από τη διατύπωση των όρων του πληρεξουσίου σαφώς συνάγεται ότι όλες οι πράξεις, που αναφέρονται σε αυτό, αφορούν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των εναγουσών και όχι στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Β Τ., ουδεμία δε αναφορά γίνεται για εκποίηση ακινήτων ή παραχώρηση δικαιώματος εγγραφής υποθήκης ή προσημειώσεως προς εξασφάλιση απαίτησης τρίτου μη δανειστού τους. Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο Β. Τ. δεν είχε εξουσία απορρέουσα από το ως άνω υπ' αριθ…/30-4-1993 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο να προβεί στην εγγραφή υποθήκης ή να συναινεί στην εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης επί οποιουδήποτε ακινήτου των εναγουσών προς εξασφάλιση απαιτήσεων των δανειστών του και είναι συνεπώς άκυρη η γενόμενη εγγραφή υποθήκης επί του άνω ακινήτου κατά το μέρος που υπερβαίνει το ποσοστό συγκυριότητος του Β. Τ. επ' αυτού, αφού ενεγράφη επί αλλότριου ακινήτου χωρίς τη συναίνεση των κυρίων αυτού. Κατ' ακολουθία, η εγγραφή της τραπείσας ήδη σε υποθήκη προσημειώσεως υποθήκης στο παραπάνω ιδανικό μερίδιο των εναγουσών επί του άνω ακινήτου προς εξασφάλιση της απαιτήσεως του εναγομένου κατά του άνω Β. Τ. είναι άκυρη, αφού ο τελευταίος παραχώρησε το εν λόγω εμπράγματο δικαίωμα στον εναγόμενο χωρίς να είναι κατά το χρόνο εγγραφής κύριος και του ως άνω εξ' αδιαιρέτου ποσοστού". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχτηκε ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την ένδικη - από 10.5.2005 - αγωγή των αναιρεσιβλήτων - με την οποία ζήτησαν να αναγνωριστεί η ακυρότητα της κατά τα άνω εγγραφείσας υποθήκης στην εκ 52/64 ιδανική τους μερίδα επί του εν λόγω ακινήτου και να διαταχθεί η εξάλειψή της από τα οικεία βιβλία υποθηκών - και απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει όμοια κρίση. Απ' αυτά, όμως, που δέχτηκε το Εφετείο προκύπτει, εμμέσως αλλά σαφώς, ότι η δήλωση των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγουσών για παροχή πληρεξουσιότητας στο Β. Τ., στο "να δίνει τη συναίνεσή του για την παροχή άδειας εγγραφής προσημείωσης" δεν ήταν σαφής και ότι, για το λόγο αυτό, δημιουργείται αμφιβολία για την πραγματική έννοιά της. Η διαπίστωση αυτή του Εφετείου προκύπτει από την εκτίμησή του αναφορικά, με την αναζήτηση της αληθινής βούλησης των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγουσών, ότι δεν περιέχεται στο πληρεξούσιο δήλωσή τους "περί παραχωρήσεως δικαιώματος εγγραφής υποθήκης στο συγκεκριμένο ακίνητο" και ότι "δεν προσδιορίζεται ο δανειστής και η απαίτηση για την οποία παραχωρείται το δικαίωμα εγγραφής υποθήκης" και επίσης ότι "από τη σαφή διατύπωση των όρων του πληρεξουσίου σαφώς συνάγεται ότι όλες οι πράξεις, που αναφέρονται σε αυτό, αφορούν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των εναγουσών και όχι στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Β. Τ., ουδεμία δε αναφορά γίνεται για εκποίηση ακινήτων ή παραχώρηση δικαιώματος εγγραφής υποθήκης ή προσημειώσεως προς εξασφάλιση απαίτησης τρίτου μη δανειστού τους", κατέληξε δε, εν τέλει, σε κρίση αντίθετη των - στη μείζονα εκτεθέντων - ορισμών του άρθρου 1266 ΑΚ. Μετά τη διαπίστωσή του αυτή, το Εφετείο ήταν υποχρεωμένο να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες που αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Παρόλα αυτά το Εφετείο, προκειμένου να διαπιστώσει την αληθινή βούληση των εναγουσών για παροχή πληρεξουσιότητας στον Β. Τ., ρητά στην προσβαλλόμενη απόφασή του αναφέρει, ότι δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες και ότι δεν έκανε χρήση αυτών. Με τον τρόπο αυτό, υπέπεσε στην πλημμέλεια η οποία αναφέρεται στην αρχή και πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ και το βάσιμο πρώτο λόγο αναίρεσης να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση. Τέλος, οι αναιρεσίβλητες, οι οποίες ηττώνται, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 459/2010 απόφαση του Εφετείου Λάρισας.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση.
Καταδικάζει τις αναιρεσίβλητες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαρτίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ