Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία, Νόμος επιεικέστερος, Ε.Σ.Δ.Α., Καταχραστές Δημοσίου.
Περίληψη:
Α. Απάτη κατ΄ επάγγελμα και κατά συνήθεια, χωρίς επιβαρυντικό περ. 1 παρ.1 ν. 1608/50, λόγω ποσού ζημίας, κατά κεφάλαιο μη υπερβαίνων τα 50.000.000 δρχ. Β. Πλαστογραφία και χρήση πλαστού εγγράφου με επιβαρυντικό περιστατικού του 1 παρ. 1 του ν. 1608/50, λόγω οφέλους συνολικού, άνω των 50.000.000 δρχ. (ΑΠ 1403/ 2007, 1074/2006). 1. Επί κακουργηματικής απάτης και πλαστογραφίας σε βάρος Τράπεζας ημεδαπής, τελεσθεισών 1995-1996, ήτοι προ του 1999, το άρθρο 16 παρ. 2 ν.δ. 2576/1953, ως ειδική διάταξη, αφορώσα τα περιοριστικώς προβλεπόμενα εγκλήματα του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, μεταξύ των οποίων είναι και η απάτη και η πλαστογραφία, εξακολουθεί να ισχύει και μετά το ν. 2721/1999, οπότε για την εφαρμογή του ν. 1608/1950, επί κατ΄ εξακολούθηση εγκλήματος αρκεί το όφελος του δράστη ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ ή Τράπεζα ημεδαπής, να υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 50.000.000 δραχμών ή 150.000 ευρώ και δεν απαιτείται το αντικείμενο καθεμίας μερικότερης πράξης να υπερβαίνει το εν λόγω ποσό, κατισχύει δε της νεότερης και γενικής διάταξης του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 του ν. 2721/1999. (ΑΠ 298/2008, 64, 1431/2006, 1731/2005). Επίσης η διάταξη του άρθρου 386 παρ. 3 α ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, κατά το πρώτο σκέλος της, που για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πράξεως απαιτεί τέλεση κατ΄ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το ποσό του οφέλους ή της ζημίας να υπερβαίνει το ποσόν των 50.000.000 δραχμών είναι ηπιότερη της προηγούμενης ρυθμίσεως και εφαρμόζεται και επί πράξεων τελεσθεισών και προ της κατά 3-6-1999 ισχύος του ν. 2721/1999 (ΑΠ 222/2008, 1074/2006). 2. Εκ του γεγονότος δε ότι συρρέουν αληθώς η απάτη κατ΄ επάγγελμα και κατά συνήθεια και η πλαστογραφία με σκοπό περιουσιακού οφέλους, συνάγεται ότι δεν υπάρχει διπλή απαξιολόγηση του στοιχείου “σκοπός περιουσιακού οφέλους” τη μία φορά ως επιβαρυντικό στοιχείο της πλαστογραφίας και τη δεύτερη φορά ως στοιχείο της “υποδομής”, που θεμελιώνει την επιβαρυντική περίσταση της κατ΄ επάγγελμα τελέσεως της απάτης, όπως αβάσιμα αιτιάται η αναιρεσείουσα, αφού για την στοιχειοθέτηση της κατ΄ επάγγελμα απάτης απαιτείται και πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως. Δεν υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, για το λόγο ότι στον αυτεπαγγέλτως διορισθέντα συνήγορο υπερασπίσεως της κατηγορουμένης, δόθηκε μόνον μία ώρα χρόνος (μη αρκετός) για να μελετήσει και να προετοιμάσει την υπεράσπισή της, καθόσον από τα επισκοπούμενα πρακτικά της δίκης, προκύπτει ότι πράγματι κατά την πρώτη ημέρα συνεδριάσεως της 5-12-2007, διορίσθηκε αυτεπάγγελτα συνήγορος της κατηγορουμένης ο Δικηγόρος Αθηνών Παναγιώτης Μπαλάσκας και η διευθύνουσα τη συζήτηση πρόεδρος διέκοψε τη συζήτηση και έθεσε στη διάθεσή του τη σχετική δικογραφία για μία ώρα, για να την μελετήσει και να προπαρασκευάσει την υπεράσπιση της κατηγορουμένης, αφού συνεννοηθεί μαζί της, ο δε παρασχεθείς χρόνος μιας ώρας κρίνεται επαρκής προς μελέτη και προετοιμασία, αφού ο εν λόγω διορισθείς δικηγόρος ούτε αρχικά, ούτε και αργότερα, δήλωσε στο Δικαστήριο ότι ο χρόνος μιας ώρας που του δόθηκε, δεν είναι αρκετός, ούτε δε και μετά τη μελέτη και την παρέλευση της μιας ώρας, ζήτησε παράταση του δοθέντος χρόνου ή διακοπή της δίκης για άλλη ημέρα. Κατά την επανάληψη δε της συζητήσεως, ο ίδιος συνήγορος δεν υπέβαλε κάποιο σχετικό αίτημα παρατάσεως του χρόνου, η δε ιδία η κατηγορουμένη, ζήτησε την αντικατάσταση του συνηγόρου της, γιατί δεν τον αποδέχεται, με την αιτιολογία ότι ο δοθείς χρόνος ήταν λίγος και δεν είχε καμία επικοινωνία μαζί της.
ΑΡΙΘΜΟΣ 677/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης .....κατοίκου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φραγκίσκο Ραγκούση, περί αναιρέσεως της 3004Α, 3101/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Κλειδαρά.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 17 Νοεμβρίου 2008 πρόσθετους λόγους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 432/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 του ΠΚ, προ της συμπληρώσεως και αντικαταστάσεως της παρ. 3 με τα άρθρα 1 παρ. 7 α' του ν. 2408/1996 και 14 παρ. 2 α' και β' του ν. 2721/1999, οριζόταν: "1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. 2. ... 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Η διάταξη της παρ. 3 συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7α' του ν. 2408/1996, που ισχύει από της 4ης Ιουνίου 1996 και ορίσθηκε ότι: "3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ (25.000.000 δρχ.)" και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2 α' και β' του ν. 2721/1999, που ισχύει από της 3ης Ιουνίου 1999 και ορίσθηκε ότι: "3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ (25.000.000 δρχ.). Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ (5.000.000 δρχ.)". Το έγκλημα δηλαδή της πλαστογραφίας, προσλαμβάνει το χαρακτήρα κακουργήματος, όταν ο υπαίτιος διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και επί πλέον το συνολικό όφελος ή συνολική ζημία είναι μεγαλύτερη του ποσού των 15.000 Ευρώ ή όταν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία είναι μεγαλύτερη του ποσού των 73.000 Ευρώ. Η ρύθμιση των νέων αυτών διατάξεων, στο μέτρο που καθιερώνεται με αυτές ελάχιστο ποσό οφέλους ή βλάβης (73.000 Ευρώ), είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, εκείνης του προηγούμενου δικαίου, στην οποία δεν προβλεπόταν ελάχιστο ποσό οφέλους ή βλάβης, ενώ στο μέτρο που καθιερώνεται νέα μορφή κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξεως είναι δυσμενέστερη και εφαρμοστέα κατά συνέπεια είναι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, η επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ρύθμιση. Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 386 του ΠΚ, προ της αντικαταστάσεως της παρ. 3 με τα άρθρα 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996 και 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999), ορίζεται: "1. όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. ... 3. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, α') αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και β') αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη, μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος". Η διάταξη της παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, που ισχύει από της 4ης Ιουνίου 1996 και ορίσθηκε ότι: "3. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια" και το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, που ισχύει από της 3ης Ιουνίου 1999 και ορίσθηκε ότι: "3. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, α') αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) Ευρώ (ή των 5.000.000 δρχ.) ή β') αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) Ευρώ (ή των 25.000.000 δρχ.)". Και το έγκλημα δηλαδή της απάτης, προσλαμβάνει το χαρακτήρα κακουργήματος, όταν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και επί πλέον το συνολικό όφελος ή συνολική ζημία είναι μεγαλύτερη του ποσού των 15.000 Ευρώ ή όταν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία είναι μεγαλύτερη του ποσού των 73.000 Ευρώ. Και των διατάξεων αυτών η ρύθμιση, στο μέτρο που καθιερώνεται με αυτές ελάχιστο ποσό οφέλους ή βλάβης 15.000 Ευρώ, είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, εκείνης του προηγούμενου δικαίου, στην οποία δεν προβλεπόταν ελάχιστο ποσό οφέλους ή βλάβης (αρκούσε η κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση της πράξεως), ενώ στο μέτρο που καθιερώνεται νέα μορφή κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξεως είναι δυσμενέστερη και εφαρμοστέα κατά συνέπεια είναι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ως άνω ρύθμιση. (ΑΠ 222/2008).Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 του Π.Κ. (που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1. 1 του ν. 2721/1999) ορίζεται: "2. Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε". Όμως, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α' του ν. 1608/1950 "για τους καταχραστές του Δημοσίου κ.λ.π.", ορίζεται: "Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα (μεταξύ άλλων και 216 και 386 του ΠΚ), εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του ΠΚ, μεταξύ των οποίων και οι τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή (κατά το νόμο ή το καταστατικό τους) και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα ή τράπεζες, υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ., επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδία δε όταν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο αυτού είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης". Στην περίπτωση δηλαδή αυτή, που τα εγκλήματα της πλαστογραφίας και της απάτης στρέφονται, μεταξύ άλλων και κατά τράπεζας που εδρεύει στην ημεδαπή και το όφελος ή η ζημία είναι μεγαλύτερη του ποσού των 150.000 Ευρώ, αρκεί επιδίωξη οφέλους ή απειλή ζημίας, χωρίς να είναι αναγκαία και η επίτευξή τους και ο υπαίτιος τιμωρείται με (πρόσκαιρη) κάθειρξη, το ανώτατο όριο της οποίας είναι είκοσι έτη (αρθ. 52 παρ.3 Π.Κ.), χωρίς δηλαδή τον περιορισμό, σε σχέση με το ανώτατο όριο ποινής, των δέκα ετών των άρθρων 216 παρ. 3 και 386 παρ. 3 του ΠΚ, με τη συνδρομή δε επιβαρυντικής περιστάσεως, με ισόβια κάθειρξη. Με τη διάταξη του άρθρου 5 περ. 7 του ν. 2943/2001, με την οποία προβλέπεται (μετά την εισαγωγή του ευρώ) η μετατροπή των δραχμών σε ευρώ (και κατά την οποία το ποσό σε ευρώ, που προκύπτει από τη μετατροπή των δραχμών σε ευρώ, αναπροσαρμόζεται, αν το ποσό που προκύπτει σε ευρώ, είναι μεγαλύτερο των 100.000 και μικρότερο των 1.000.000 ευρώ, στην πλησιέστερη ανώτερη ή κατώτερη δεκάκις χιλιάδα ευρώ, αναλόγως του αν τα τέσσαρα τελευταία ακέραια ψηφία του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ, είναι μεγαλύτερα ή μικρότερα του αριθμού 5.000), το ποσό των 50.000.000 δρχ. αναπροσαρμόσθηκε σε 150.000 Ευρώ (και όχι σε 146.000 ή 147.000 Ευρώ), αφού το ακριβές ποσό από τη μετατροπή είναι 146.735 Ευρώ και η αναπροσαρμογή γίνεται στην πλησιέστερη δεκάκις χιλιάδα. Η ρύθμιση αυτή είναι επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο από την προηγούμενη, αφού καθιερώνει, για την εφαρμογή της επιβαρυντικής περιστάσεως του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, μεγαλύτερο ποσό ωφέλειας ή ζημίας (150.000 Ευρώ αντί των 50.000.000 δραχμών ισόποσου των 146.735 Ευρώ) και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ και επί των εγκλημάτων που έχουν τελεσθεί, προ της ισχύος του νόμου 2943/2001, από την 12-9-2001. Το αναφερόμενο ποσό των 150.000 Ευρώ ή των 50.000.000 δραχμών, του οφέλους ή της ζημίας, δηλαδή των στοιχείων από τα οποία εξαρτάται η βαρύτητα του εγκλήματος και ο χαρακτηρισμός αυτού ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, υπολογίζεται προκειμένου εγκλήματος που στρέφεται κατά του Δημοσίου, τραπεζών ημεδαπής κ.λ.π. και τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση, στο σύνολό του και για τις μερικότερες πράξεις ή τα εγκλήματα που φέρονται τελεσθέντα προ της ισχύος του άρθρου 98 παρ. 2 του ΠΚ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953 "για τους σεισμόπληκτους των νήσων", που ίσχυε σε όλες τις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 1 του ν. 1608/50 και όχι μόνον επί σεισμόπληκτων και κατά την οποία, "οσάκις στις περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, το έγκλημα επράχθη κατ' εξακολούθηση με πολλές μερικότερες πράξεις, για τον προσδιορισμό του οφέλους που επιτεύχθηκε ή επιδιώχθηκε ή της ζημίας που επήλθε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε, καθώς επίσης και τον προσδιορισμό του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων", το δε άρθρο 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953, που αφορά στα περιοριστικά αναφερόμενα εγκλήματα του άρθρου 1 του ν. 1608/50, δεν έχει καταργηθεί ούτε ρητώς, ούτε σιωπηρώς από τις διατάξεις των άρθρων 52 παρ. 4 του ν. 2721/1999 και 98 παρ. 3 του ΠΚ, αντίστοιχα, και ως ειδική διάταξη, κατισχύει της νεότερης ως άνω γενικής διατάξεως του άρθρου 98 παρ.2 του ΠΚ. ( Ολ ΑΠ 5/2002, ΑΠ 298/2008). Περαιτέρω, το έγκλημα της πλαστογραφίας είναι σχετικό με τα υπομνήματα, προϋποθέτει κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνήσιου εγγράφου και έχει χαρακτήρα σωρευτικά μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του, που αναφέρονται στο νόμο, δηλαδή η κατάρτιση εξ αρχής πλαστού εγγράφου και η νόθευση γνήσιου, δεν μπορεί να εναλλαχθούν μεταξύ τους και κάθε τρόπος, συνιστά αυτοτελή μορφή τελέσεως της πράξεως. Σε περίπτωση δε συνδρομής, επί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση και των δύο τρόπων τέλεσης, υπόκεινται δύο αυτοτελή εγκλήματα που συρρέουν μεταξύ τους πραγματικά. Το έγκλημα δε της απάτης προϋποθέτει, την πρόκληση και επέλευση βλάβης στην περιουσία άλλου προσώπου, με σκοπό την απόκτηση παράνομου περιουσιακού οφέλους του υπαίτιου ή τρίτου, η οποία επιτυγχάνεται με την παραπλάνηση του άλλου, δια της εν γνώσει παραστάσεως ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή της αθέμιτης απόκρυψης ή παρασιώπησης αληθινών γεγονότων. Η παραπλάνηση δηλαδή του άλλου πραγματώνεται, με τρεις υπαλλακτικά μικτούς τρόπους (παράσταση - απόκρυψη - παρασιώπηση) που κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα, οι οποίοι διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους και εκ των οποίων οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος, της παρασιώπησης δηλαδή αληθινών γεγονότων, περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς δια παραλείψεως, την παράλειψη δηλαδή ανακοινώσεως αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοινώσεως, από το νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη συμπεριφορά του υπαίτιου. Το πρόσωπο του παραπλανήσαντος, δεν είναι αναγκαίο να ταυτίζεται με εκείνο του ωφεληθέντος, ούτε το πρόσωπο του παραπλανηθέντος με εκείνο του ζημιωθέντος. Από υποκειμενική άποψη και τα δύο εγκλήματα, έχουν υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, τελούνται δηλαδή με την επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, που είναι επί πλαστογραφίας, η παραπλάνηση του άλλου με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, σε σχέση με γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, καθώς και η επιδίωξη περιουσιακού οφέλους του ίδιου ή άλλου ή βλάβης του άλλου και επί απάτης, η αποκομιδή παράνομου περιουσιακού οφέλους του ίδιου ή άλλου, με βλάβη τρίτου.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 3004Α,3101/2007 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, (αναγνωσθέντων στο ακροατήριο εγγράφων και καταθέσεων στο ακροατήριο μαρτύρων κατηγορίας και απολογίας της κατηγορουμένης), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η κατ/νη ετύγχανε νόμιμη εκπρόσωπος και διαχειρίστρια της εταιρείας με την επωνυμία "ΑΣΚΟΤ ΕΙΔΗ ΥΓΙΕΙΝΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ", της οποίας λοιπά μέλη ετύγχαναν ο σύζυγος της και ο γιος, από άλλο γάμο, του συζύγου της και είχε ως αντικείμενο την εμπορία ειδών υγιεινής. Με την παραπάνω ιδιότητα της, συνήψε με την Τράπεζα Κρήτης, της οποίας καθολική διάδοχος είναι η πολιτικώς ενάγουσα Τράπεζα "EFG Eurobank Ergasias Ανώνυμη εταιρεία", τη με αριθμό ... αρχική σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό ποσού 6.000.000 δρχ. της οποίας το πιστοδοτικό όριο αυξήθηκε διαδοχικά με τις με αριθμό ..., ...., ....., ...., .... και ..... αυξητικές συμβάσεις και ανήλθε στο ποσό των 60.000.000 δρχ. Το Δεκέμβριο του έτους 1995 η κατ/νη παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς στους αρμόδιους υπαλλήλους της παραπάνω τράπεζας, ότι δήθεν οι δανειοληπτικές της ανάγκες της πιστούχου εταιρείας την οποία εκπροσωπούσε, της επέβαλαν, την περαιτέρω αύξηση του πιστοδοτικού της ορίου, χωρίς κίνδυνο της παραπάνω τράπεζας, αφού η οικονομική κατάσταση της εταιρείας που εκπροσωπούσε ήταν ανθηρή και καμία οφειλή δεν είχε σε άλλη τράπεζα αλλά και ότι διέθετε εξασφαλιστικά στοιχεία που της προσέδιδαν πιστοληπτική ικανότητα για την έγκριση περαιτέρω χρηματοδότησης. Τα παραπάνω όμως ήταν ψευδή και η κατ/νη τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους καθόσον, η εταιρεία την οποία εκπροσωπούσε δεν είχε καμία επιχειρηματική προοπτική, λόγω χρεών, όφειλε σε άλλες τράπεζες και ειδικότερα στην τράπεζα Αττικής, στην εθνική Τράπεζα και στην Ιονική και Λαϊκή τράπεζα. Τέλος γνώριζε ότι η παραπάνω εταιρεία δεν παρείχε καμιά πιστοληπτική ικανότητα αφού τα στοιχεία που παρείχε στην Τράπεζα ως δήθεν εξασφάλιση, για τους ανειλημμένους κινδύνους, ήτοι η παράδοση των συν/κών που στη συνέχεια θα αναφερθούν, δεν την εξασφάλιζαν γιατί ήταν πλαστές, όπως επίσης παρακάτω θα αναφερθεί και συνεπώς η εμπράγματη ασφάλεια του ενεχύρου που η τράπεζα θα συνιστούσε επ' αυτών καμία εξασφάλιση δεν της παρείχε. Με τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις της έπεισε τα αρμόδια όργανα της πιστοδότριας Τράπεζας να συμβληθούν και να υπογράψουν την από 29-12-1995 αυξητική σύμβαση πίστωσης, με την οποία το πιστοδοτικό όριο της πιστούχου εταιρείας αυξήθηκε κατά το ποσό των 50.000.000 δρχ. και ανήλθε στο συνολικό ποσό των 110.000. 000 δρχ. και στη συνέχεια, κατά το διάστημα που αναφέρεται στο διατακτικό, να χορηγήσουν σε αυτήν τις εκάστοτε εγκρινόμενες χρηματοδοτήσεις, εντός του παραπάνω πιστωτικού ορίου, τα ποσά των οποίων χρεώθηκαν στους τηρούμενους για την εξυπηρέτηση της πιστώσεως με αριθμούς ..... και .... λογαριασμούς, που εμφάνιζαν την 30-9-96 συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο 68.177.230 δρχ. Στην έγκριση και χορήγηση των ως άνω χρηματοδοτήσεων θα προέβαινε η πιστοδότρια Τράπεζα αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση, όπως προαναφέρθηκε. Με τις παραπάνω ενέργειες της τις οποίες η κατ/νη επέλεξε προκειμένου να εξαπατήσει την Τράπεζα, είχε σκοπό να αποκομίσει η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στα ποσά των χρηματοδοτήσεων που εκαρπούτο και δεν απέδιδε, βλάπτοντας την Τράπεζα Κρήτης, σε βάρος της οποίας η προξενηθείσα ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ανερχόμενη τουλάχιστον στο χρεωστικό υπόλοιπο των προαναφερθέντων λογαριασμών, κατά το οριστικό κλείσιμο τους (3-12-96) και δη στο ποσό των 71.442.550 δρχ. με τόκους και έξοδα. Τα παραπάνω προέκυψαν από τις καταθέσεις στο παρόν δικαστήριο, των μαρτύρων, ....., Μ1 και ......, διευθ/ντή στην τράπεζα Κρήτης του πρώτου και υπαλλήλων των λοιπών, οι οποίοι κατέθεσαν ότι η κατ/νη τους δήλωσε εγγράφως, αλλά και με τους σχετικούς ισολογισμούς, οι οποίοι ήταν ανακριβείς κατά το σημείο τούτο, ότι δεν οφείλει σε άλλες Τράπεζες ενώ αποδείχθηκε ότι όφειλε στην τράπεζα Αττικής, στην εθνική και στην Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα, και ότι αν γνώριζαν τις οφειλές των ως άνω δανείων δεν θα την χρηματοδοτούσαν. Άλλωστε και η ίδια η κατ/νη απολογούμενη στο παρόν δικαστήριο δέχεται ότι το έτος 1997 χρωστούσε στην Τράπεζα Αττικής ποσό 51.000.000 δρχ. Η κατ/νη αρνείται τα παραπάνω και ισχυρίζεται ότι η αύξηση του πιστοδοτικού ορίου έγινε μόνο στα χαρτιά ενώ η ίδια (εννοώντας προφανώς και η εταιρεία την οποία εκπροσωπούσε), δεν πήρε χρήματα. Ο ισχυρισμός της όμως αυτός αποδεικνύεται αβάσιμος καθόσον από σχετικά εντάλματα πληρωμής που προσκόμισε η Τράπεζα και αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο προκύπτει ότι η κατ/νη εισέπραξε μέσω της εταιρείας της κατά το διάστημα από 22-5-96 μέχρι 19-9-96, ήτοι μετά την αύξηση του πιστοδοτικού ορίου, τα παρακάτω πλην άλλων ποσά: Στις 22-5-96 ποσό 4.700.000 δρχ., στις 28-6-96 ποσό 3.250.000 δρχ., στις 18-6-96 ποσό 8.500.000 δρχ., στις 3-7-96 ποσό 4.100.000 δρχ., στις 11-8-96 ποσό 3.000.000 δρχ στις 9-9-96 ποσό 1.500.000 δρχ. και στις 19-9-96 ποσό 5.000.000 δρχ.
Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι η κατ/νη διαπράττει κατ' επάγγελμα την πράξη της απάτης, αφού από την επανειλημμένη τέλεση και την βάσει σχεδίου δράση της και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει και την οργανωμένη ετοιμότητα της με την πλαστογράφηση των συν/κών, προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω την εν λόγω πράξη τέλεσε και κατά συνήθεια αφού από την επανειλημένη τέλεση της προκύπτει σταθερή ροπή: της προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείου της προσωπικότητας της. Να σημειωθεί ότι η ίδια η κατ/νη, δια των αυτοτελών ισχυρισμών που ο συνήγορος της παρέδωσε γραπτώς στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και αποτέλεσαν τμήμα της εκκαλούμενης απόφασης, η οποία αναγνώσθηκε, δέχεται ότι κατηγορείται και για άλλη απάτη, σε βάρος της Τράπεζας Αττικής ποσού 51.000.000 δρχ.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η κατ/νη στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 1996 μέχρι Αύγουστο 1996, κατ' εξακολούθηση, κατάρτισε και εμφάνισε στην ως άνω Τράπεζα Κρήτης τις παρακάτω πλαστές συν/κές, τις οποίες φέρεται να έχει εκδώσει η παραπάνω εταιρεία " ΑSCΟΤ ΕΠΕ", στις οποίες έθεσε, κατ απομίμηση, την υπογραφή, εν αγνοία και χωρίς τη θέληση τους, κάτω από την ένδειξη "δεκτή", διαφόρων προσώπων πελατών της, τάχα οφειλετών της, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους της Τράπεζας περί της πιστοληπτικής ικανότητας της και της παροχής επαρκών καλυμμάτων (εξασφαλιστικών στοιχείων) και να τους πείσουν στη χορήγηση των ως άνω χρηματοδοτήσεων, έτσι ώστε να προσπορίσει σε αυτήν παράνομο περιουσιακό όφελος επί ζημία της Τράπεζας η οποία ανέρχεται κατά τα άνω στο ποσό των 71.442.550 δρχ. αφού οι εν λόγω συν/κές δεν πληρώθηκαν. Μάλιστα όταν άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες συν/κές ως απλήρωτες οι αρμόδιοι υπάλληλοι της Τράπεζας, αναζήτησαν την κατ/νη αλλά δεν την εύρισκαν πουθενά (βλ. κατάθεση μάρτυρα .....) ενώ ο σύζυγος της δήλωνε στο τηλέφωνο ότι βρίσκεται εκτός Αθηνών (βλ. κατάθεση μάρτυρα Μ1).
Να σημειωθεί ότι ή Τράπεζα απαίτησε, οι συν/κές που θα διδόταν σε αυτήν, προς εξασφάλιση της αύξησης του πιστοδοτικού ορίου, να ανέλθουν σε ποσό μεγαλύτερο της εκταμίευσης, όπως συνηθίζεται στις Τραπεζικές συναλλαγές, και για το λόγο αυτό οι συν/κές που παρέδωσε η κατ/νη προς εξασφάλιση της Τράπεζας ανερχόταν, στο ποσό που στη συνέχεια θα αναφερθεί, ήτοι των 74.650.000 δρχ.
Ειδικότερα κατάρτισε και παρέδωσε στην Τράπεζα, τις παρακάτω πλαστές συν/κές, ήτοι:......
1. ....(αναφέρονται οι α/α 1-45 με στοιχεία, ημερομηνίες και ποσά) Εις μεταφορά 17.300.000.
2. Εκ μεταφοράς 17.300.000....(αναφέρονται οι α/α 46-88 με στοιχεία, ημερομηνίες και ποσά) Εις μεταφοράν 32.700.000
3. Εκ μεταφοράς 32.700.000 ...(αναφέρονται οι α/α 89-133 με στοιχεία, ημερομηνίες και ποσά) Εις μεταφοράν 48.650.000
4. Εκ μεταφοράς 48.650.000 ..(αναφέρονται οι α/α 134-173 με στοιχεία, ημερομηνίες και ποσά) Εις μεταφοράν 63.550.000
5. Εκ μεταφοράς 63.550.000 ..(αναφέρονται οι α/α 174-201 με στοιχεία, ημερομηνίες και ποσά)
Σύνολο 74.650.000
Επομένως η κατ/νη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη της πράξης της απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, χωρίς τις επιβαρυντικές περιστάσεις της παρ.1 εδ. α' του άρθρου 1'του Ν. 1608/1950 περί καταχραστών του Δημοσίου, όπως άλλωστε δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθόσον το ποσό της ζημίας, δεν υπερβαίνει κατά κεφάλαιο το ποσό των 50.000.000 δρχ. κατά την προσβαλλομένη απόφαση. Περαιτέρω πρέπει να κηρυχθεί ένοχη της πράξης της κατάρτισης και χρήσης πλαστού εγγράφου, κατ' εξακολούθηση, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις της παρ.1 εδ. α' του άρθρου 1'του Ν. 1608/1950 περί καταχραστών του Δημοσίου, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και σύμφωνα και με όσα στη νομική σκέψη προαναφέρθηκαν.
Στην κατ/νη πρέπει να αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 εδ. α' Π.Κ, όπως άλλωστε δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθόσον η κατ/νη μέχρι του χρόνου διάπραξης των παραπάνω πράξεων έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή".
Ακολούθως, το άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε την κατηγορούμενη, ήδη αναιρεσείουσα, ένοχη α) απάτης κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με προξενηθείσα, άλλως απειληθείσα ζημία σε βάρος τράπεζας της ημεδαπής, ιδιαίτερα μεγάλης, χωρίς τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 1 παρ.1 α του ν. 1608/1950, περί καταχραστών του Δημοσίου και β) κατάρτισης και χρήσης πλαστού εγγράφου, κατ'εξακολούθηση, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 1 παρ. 1 α του ν. 1608/1950, όπως είχε κριθεί και στον πρώτο βαθμό, και στη συνέχεια το Δικαστήριο, αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπο της κατηγορουμένης η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 εδ. α' ΠΚ, της επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε ετών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω, σε βαθμό κακουργήματος, δύο εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 13 περ. γ, στ, 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 84 παρ. 2 α', 94 παρ.1, 98 ΠΚ, 216 παρ.1,3 ΠΚ σε συνδ. με άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α του ν. 1608/1950 και με άρθρα 263 Α ΠΚ και 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953, 386 παρ. 1, 3 α του ΠΚ, όπως η παρ.3 αντικ. με άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/3-6-1999, τις οποίες διατάξεις, όπως ίσχυσαν και ισχύουν κατά το άρθρο 2 παρ.1 του ΠΚ, σε σχέση με τον παραπάνω χρόνο τελέσεως των πράξεων, κατά τα προαναπτυχθέντα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και να στερήσει έτσι την απόφασή του νόμιμης βάσεως. Αναφέρονται δε στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία της κατηγορουμένης), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, στην προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των διωκόμενων δύο εγκλημάτων, α) της πράξεως της πλαστογραφίας, ήτοι της καταρτίσεως, με χρήση, των παραδοθέντων, με ενεχύραση στην δανείστρια τράπεζα Κρήτης, πλαστών ως προς την υπογραφή των ανυπάρκτων προσώπων - αποδεκτών των 201 συναλλαγματικών, εκδόσεώς της, κατ'εξακολούθηση, με σκοπό τη χρηματοδότησή της χωρίς εμπράγματη ασφάλεια και ήτοι με σκοπό παράνομου οφέλους, συνιστάμενου στα ποσά των διαδοχικών χρηματοδοτήσεων που εκαρπούτο και δεν απέδιδε, συνολικά υπολογιζόμενου κατά τα προαναπτυχθέντα, μεγαλύτερου του ποσού των 50.000.000 δραχμών, λόγω του ότι οι δοθείσες 201 συναλλαγματικές έμειναν απλήρωτες και δη με κλεισθέν και μη καλυφθέν χρεωστικό κατάλοιπο και αντίστοιχη ζημία ποσού 71.442.550 δραχμών, σε βάρος της Τράπεζας Κρήτης ΑΕ και ήδη, λόγω συμβατικής διαδοχής και απορροφήσεως, της τελικά παθούσας και νομιμοποιούμενης ενεργητικά πολιτικώς ενάγουσας τράπεζας "EFG Eurobank Ergasias ΑΕ", που εδρεύει στην ημεδαπή, με τη συνδρομή δηλαδή της επιβαρυντικής περιστάσεως του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950 "για τους καταχραστές του Δημοσίου", όπως ίσχυε κατά τον άνω χρόνο τελέσεως (από Ιανουάριο 1996 έως Νοέμβριο 1996), και β) της πράξεως της απάτης, τελεσθείσας, κατά το διάστημα από μηνός Δεκεμβρίου 1995 έως του μηνός Αυγούστου 1996, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, χωρίς τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 1 παρ.1 του άνω ν. 1608/1950, με συνολική ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των 5.000.000 δραχμών, σύμφωνα με την επιεικέστερη διάταξη του άρθρου 14 παρ.4 του ν.2721/1999, για τις οποίες δύο αυτές, κακουργηματικές πράξεις , συρρέουσες αληθώς, καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη. Εφόσον επομένως, κατά τα προεκτεθέντα, κατά τη διάταξη του άρθρου 16 του ν.δ. 2576/1953, η οποία δεν έχει καταργηθεί, λόγω συνδρομής της ως άνω επιβαρυντικής περιστάσεως του άρθρου 1 παρ.1 του ν. 1608/1950, για τον προσδιορισμό του επιτευχθέντος ή επιδιωχθέντος οφέλους του δράστη ή της προσγενόμενης ή οπωσδήποτε απειληθείσας ζημίας, δηλαδή των στοιχείων από τα οποία εξαρτάται η βαρύτητα του εγκλήματος και ο χαρακτηρισμός του, ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό των μερικότερων πράξεων του κατ'εξακολούθηση εγκλήματος της πλαστογραφίας, που εδώ ανέρχεται σε 71.442.550 δραχμές, ήτοι υπερβαίνει το ποσόν των 50.000.000 δραχμών, έπεται ότι δεν πρόκειται για πλημμεληματική πλαστογραφία, και ο περί παραγραφής συναφής πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης περαιτέρω, αιτιολογείται επαρκώς, ο τρόπος με τον οποίο η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη έδρασε στην τέλεση της πράξεως της απάτης, α) κατ'επάγγελμα, δεχθέν ότι από την επανειλημμένη τέλεση και την βάσει σχεδίου δράση της και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει και την οργανωμένη ετοιμότητά της με την πλαστογράφηση των συναλλαγματικών, προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος και β) κατά συνήθεια, δεχθέν ότι από την επανειλημμένη τέλεσή της προκύπτει σταθερή ροπή της προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς της. Εκ του γεγονότος δε ότι συρρέουν αληθώς η απάτη κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και η πλαστογραφία με σκοπό περιουσιακού οφέλους, συνάγεται ότι δεν υπάρχει διπλή απαξιολόγηση του στοιχείου "σκοπός περιουσιακού οφέλους" τη μία φορά ως επιβαρυντικό στοιχείο της πλαστογραφίας και τη δεύτερη φορά ως στοιχείο της "υποδομής", που θεμελιώνει την επιβαρυντική περίσταση της κατ'επάγγελμα τελέσεως της απάτης, όπως αβάσιμα αιτιάται η αναιρεσείουσα, αφού για την στοιχειοθέτηση της κατ'επάγγελμα απάτης απαιτείται και πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως. Ιδιαίτερη αιτιολογία υπάρχει και όσον αφορά το δόλο, τον τρόπο τελέσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας, συνιστάμενο στην έκδοση 201 συναλλαγματικών, τις οποίες πλαστογράφησε ως προς την υπογραφή των δήθεν αποδεκτών, τη χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων, με την παράδοσή τους στην τράπεζα Κρήτης, ως ενέχυρου, και τον επιδιωκόμενο σκοπό, συνιστάμενο στην παραπλάνηση των αρμοδίων οργάνων της τράπεζας, σε σχέση με την ύπαρξη επαρκούς καλύψεως δήθεν οφειλετών της και υπάρχουσα δήθεν πιστοληπτική της ικανότητα, προκειμένου να πετύχει, όπως και έγινε, να χρηματοδοτηθεί η ίδια ως παραπάνω και με αυξητικές συμβάσεις από τη δανείστρια τράπεζα. Αιτιολογείται επαρκώς και ο τρόπος τελέσεως του κύριου εγκλήματος της απάτης, συνιστάμενος στην παραπλάνηση των υπαλλήλων και οργάνων της τράπεζας, με την παράδοση των συναλλαγματικών και την παράσταση των ως παραπάνω αναληθών γεγονότων. Οι τράπεζες δε της ημεδαπής απολαύουν της προστασίας του ν. 1608/50, έστω και αν δεν ανήκουν στο Δημόσιο αποκλειστικά ή κατά πλειοψηφία.
Ουδεμία δε αντίφαση δημιουργείται εκ του ότι το Δικαστήριο, για μεν την πλαστογραφία δέχεται τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως του άρθρου 1 παρ. 1 α του ν. 1608/1950 " περί καταχραστών του Δημοσίου", με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους και αντίστοιχη συνολικά προξενηθείσα, άλλως απειληθείσα ζημία της τράπεζας, ύψους 71.442.550 δραχμών, ήτοι υπερβαίνουσα το ποσό των 50.000.000 δραχμών, ενώ για την απάτη, κηρύσσει ένοχη την κατηγορούμενη, σε βαθμό κακουργήματος, λόγω τελέσεως αυτής κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, χωρίς την άνω επιβαρυντική περίσταση του ν. 1608/1950, με την αιτιολογία ότι το ποσό της ζημίας της τράπεζας δεν υπερέβαινε, κατά κεφάλαιο, το ποσό των 50.000.000 δραχμών, διότι αυτή η παραδοχή είχε γίνει, όπως σημειώνεται και στη σελίδα 43 της προσβαλλόμενης αποφάσεως και αιτιολογείται και στη σελίδα 33 της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, γιατί χωρίς τον συνυπολογισμό των τόκων και των προσαυξήσεων, η ζημία της τράπεζας δεν υπερέβαινε το ποσόν των 50.000.000 δραχμών και επομένως ορθά κρίθηκε όπως παραπάνω. Το δευτεροβάθμιο δε Δικαστήριο, δε μπορούσε άλλωστε κατά τούτο, σύμφωνα με το άρθρο 470 του ΚΠοινΔ, να μεταβάλει την άνω παραδοχή του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά το άνω ποσό της ζημίας της τράπεζας και να χειροτερεύσει έτσι τη θέση της κατηγορουμένης. Επίσης, δεν επήλθε χειροτέρευση της θέσης της κατηγορουμένης, εκ του ότι καταδικάσθηκε από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο για την πλαστογραφία, με την επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 1 παρ.1α του ν. 1608/1950, καθόσον από τα πρακτικά των δύο αποφάσεων προκύπτει, ότι και στον πρώτο βαθμό καταδικάστηκε με την άνω επιβαρυντική περίσταση, (βλ. σελ.33,35,40 πρωτοβάθμιας αποφάσεως), απλώς από παραδρομή παραλείφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η παράθεση στο αιτιολογικό του (σελ.41) και της παραπάνω διάταξης νόμου και δεν είχε κριθεί το αντίθετο, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η κατηγορουμένη με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η διάταξη δε αυτή παρατίθεται στη σελίδα 52 της προσβαλλόμενης αποφάσεως του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου.
Επομένως, οι συναφείς λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, πρώτος, δεύτερος λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως και πρώτος, δεύτερος και τρίτος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, με τους οποίους ειδικότερα προβάλλεται, η ελλιπής, ασαφής και αντιφατική αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως και η εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 216 και 386 του ΠΚ και 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, των οποίων υποστηρίζεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, καθώς και η εκ πλαγίου παράβαση και έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση, με τους ίδιους λόγους αναιρέσεως αιτιάσεις, πλήττουν εμμέσως και συγκαλυμμένα, την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας και είναι εκ τούτου απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 171 του ΚΠοινΔ η οποία προστέθηκε με το άρθρο 34 παρ. 3 του ν. 2172/1993 "αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου επέρχεται ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη". Η ακυρότητα όμως αυτή, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως του πολιτικώς ενάγοντος ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 του ίδιου Κώδικα ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής και όχι άλλες πλημμέλειες, ή ελλείψεις ως προς την παράσταση ή εκπροσώπηση αυτού που παρέστη ως πολιτικώς ενάγων. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 2 του ΚΠοινΔ εκείνος που κατά τον Αστικό Κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας χωρίς έγγραφη προδικασία. Δικαιούχος της χρηματικής αυτής ικανοποιήσεως είναι μόνο ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. Έτσι δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής έχουν και τα νομικά πρόσωπα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που αφορά τη πίστη και το κύρος του νομικού προσώπου έναντι τρίτων. Η δήλωση παραστάσεως πρέπει κατά το άρθρο 84 ΚΠοινΔ να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση της υποθέσεως για την οποίαν δηλώνεται η παράσταση και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται δηλαδή αν πρόκειται για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για το νομότυπο της παραστάσεως δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται ο ιδιαίτερος τρόπος προκλήσεως της ηθικής βλάβης, που είναι άμεσο αποτέλεσμα των περιγραφομένων γεγονότων που αποδίδονται στον κατηγορούμενο. Η δήλωση δε αυτή όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα παραπάνω στοιχεία αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό.
Στην προκείμενη περίπτωση, η αποδοθείσα στην αναιρεσείουσα κατηγορουμένη κατηγορία, όπως αυτή έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αλλά και από το δευτεροβάθμιο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, για την οποία και κηρύχθηκε ένοχη, συνίσταται στο ότι αυτή διέπραξε σε βαθμό κακουργήματος απάτη και πλαστογραφία σε βάρος της τράπεζας με την επωνυμία "Τράπεζα Κρήτης ΑΕ". Κατά την ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών συζήτηση της υποθέσεως σε πρώτο βαθμό, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην υπ' αριθμ. 269/2004 απόφαση πρακτικά, παραστάθηκε κατά της κατηγορουμένης ως πολιτικώς ενάγουσα η διάδοχος τράπεζα με την επωνυμία "EFG Eurobank Ergasias ΑΕ" στην οποίαν συγχωνεύθηκε με απορρόφηση η άνω παθούσα Τράπεζα Κρήτης και ζήτησε να υποχρεωθεί να της καταβάλει το ποσό των 44 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που έχει υποστεί από την παραπάνω πράξη της κατηγορουμένης που επέφερε μείωση του κύρους και της φήμης της. Το πρωτοβάθμιο ως άνω Δικαστήριο δέχθηκε την παράσταση πολιτικής αγωγής και για την επικληθείσα από αυτήν αιτία, χωρίς να προβληθεί καμία αντίρρηση για την παράσταση αυτή και επιδίκασε στο σύνολό του το αιτηθέν ποσόν των 44 ευρώ. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του Εφετείου, στο οποίο είχε αχθεί κατόπιν εφέσεως της καταδικασθείσας κατηγορουμένης, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σε αυτήν πρακτικά, η πολιτικώς ενάγουσα Τράπεζα επανέλαβε τη ιδία δήλωσή της για παράσταση δια παρισταμένου νομίμου πληρεξουσίου αντιπροσώπου και αντικλήτου της, που δήλωσε ότι η τράπεζα αυτή έχει απορροφήσει την παθούσα πρώην "τράπεζα Κρήτης ΑΕ", αξιώνουσα ως χρηματική της ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που είχε υποστεί, το πρωτοδίκως επιδικασθέν σε αυτήν ποσό. Το Πενταμελές Εφετείο, απέρριψε με επαρκή αιτιολογία την προβληθείσα ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής, για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως της Τράπεζας "EFG Eurobank Ergasias A.E.", δεχθέν ότι η πολιτικώς ενάγουσα τράπεζα έχει διαδεχθεί νομίμως με απορρόφηση την παθούσα τράπεζα Κρήτης και στο τέλος δέχθηκε και πάλιν ως βάσιμη τη δήλωση αυτή και επιδίκασε στην πολιτικώς ενάγουσα τράπεζα ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που είχε υποστεί το και πρωτοδίκως επιδικασθέν χρηματικό ποσόν. Ενόψει αυτών, η δήλωση της διαδεχθείσας, την παθούσα από τα εν λόγω εγκλήματα "Τράπεζα Κρήτης ΑΕ", πολιτικώς ενάγουσας τράπεζας, που έγινε κατά τον προεκτεθέντα νόμιμο τρόπο, δια του προαναφερόμενου νομίμου εκπροσώπου της, ήταν σαφής και πλήρως ορισμένη και νόμιμη και δεν παρέστη αυτή παράνομα ως πολιτικώς ενάγουσα κατά την διαδικασία στο ακροατήριο. Συναφώς η Τράπεζα Κρήτης ΑΕ, στην οποία μεταβιβάστηκαν από την κατηγορουμένη οι συναλλαγματικές με οπισθογράφηση, λόγω ενεχύρου, κατά το άρθρο 1251 του ΑΚ, απέκτησε ως δανείστρια - κομίστρια των τίτλων αυτών, ενέχυρο στην απαίτηση που ενσωματωνόταν στους τίτλους, αλλά και στους ίδιους τους τίτλους, ασκώντας, με βάση το ενέχυρο αυτό, ανεξάρτητα του ότι η κυριότητα του τίτλου ανήκε στην ενεχυράσασα, το δικαίωμα εισπράξεως των τίτλων και μάλιστα στο όνομά της (ΑΠ 119/2008). Επομένως, η εν λόγω τράπεζα ήταν αμέσως ζημιωθείσα και εδικαιούτο να υποβάλει έγκληση- μήνυση, ανεξάρτητα του ότι τα κακουργήματα αυτά διώκονται αυτεπαγγέλτως, και περαιτέρω εδικαιούτο να παρασταθεί στο Δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγουσα η νόμιμη με απορρόφηση εκδοχέας-διάδοχος αυτής τράπεζα " EFG Eurobank Ergasias ΑΕ" και οι συναφείς από τα άρθρα 171 αρ. 1β, 2, 510 παρ.1 στοιχ. Α και Η εδ.γ του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, του κυρίου δικογράφου και των πρόσθετων, για απόλυτη ακυρότητα και για υπέρβαση εξουσίας, λόγω μη νομότυπης, υποβολής εγκλήσεως και παρά το νόμο παράστασης της πολιτικώς ενάγουσας τράπεζας, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επειδή περαιτέρω, δια του τετάρτου λόγου της κρινόμενης αιτήσεως, προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, για το λόγο ότι στον αυτεπαγγέλτως διορισθέντα συνήγορο υπερασπίσεως της κατηγορουμένης, δόθηκε μόνον μία ώρα χρόνος, μη αρκετός, για να μελετήσει και να προετοιμάσει την υπεράσπισή της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε, καθόσον από τα επισκοπούμενα πρακτικά της δίκης, προκύπτει ότι πράγματι κατά την πρώτη ημέρα συνεδριάσεως της 5-12-2007, διορίσθηκε αυτεπάγγελτα συνήγορος της κατηγορουμένης ο Δικηγόρος Αθηνών Παναγιώτης Μπαλάσκας και η διευθύνουσα τη συζήτηση πρόεδρος διέκοψε τη συζήτηση και έθεσε στη διάθεσή του τη σχετική δικογραφία για μία ώρα, για να την μελετήσει και να προπαρασκευάσει την υπεράσπιση της κατηγορουμένης, αφού συνεννοηθεί μαζί της, ο δε παρασχεθείς χρόνος μιας ώρας κρίνεται επαρκής προς μελέτη και προετοιμασία, αφού ο εν λόγω διορισθείς δικηγόρος ούτε αρχικά, ούτε και αργότερα, δήλωσε στο Δικαστήριο ότι ο χρόνος μιας ώρας που του δόθηκε, δεν είναι αρκετός, ούτε δε και μετά τη μελέτη και την παρέλευση της μιας ώρας, ζήτησε παράταση του δοθέντος χρόνου ή διακοπή της δίκης για άλλη ημέρα. Κατά την επανάληψη δε της συζητήσεως, ο ίδιος συνήγορος δεν υπέβαλε κάποιο σχετικό αίτημα παρατάσεως του χρόνου, η δε ιδία η κατηγορουμένη, ζήτησε την αντικατάσταση του συνηγόρου της, γιατί δεν τον αποδέχεται, με την αιτιολογία ότι ο δοθείς χρόνος ήταν λίγος και δεν είχε καμία επικοινωνία μαζί της. Το Δικαστήριο δε, με επαρκή αιτιολογία, απέρριψε το αίτημα αυτό της κατηγορουμένης για αντικατάσταση του συνηγόρου, σημειώνοντας ότι δε ζητήθηκε παράταση του δοθέντος χρόνου από τον ίδιο το συνήγορο και ακόμη ότι η συζήτηση της υποθέσεως διακόπηκε περί ώρα 15.00 για την επομένη ημέρα, κατά την οποίαν, εξετάστηκαν τρεις μάρτυρες κατηγορίας, αναγνώσθηκαν τα έγγραφα και απολογήθηκε η κατηγορουμένη και συνεπώς ο διορισθείς δικηγόρος είχε την ευχέρεια κατά το μεσολαβήσαν με τη διακοπή διάστημα να μελετήσει έτι περαιτέρω τη δικογραφία, αν επιθυμούσε και έκρινε τούτο σκόπιμο. Επομένως, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε. Μετά ταύτα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας.( άρθρα 176,183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-2-2008 αίτηση - δήλωση αναιρέσεως και τους από 17-11-2008 πρόσθετους λόγους, της ....., για αναίρεση της με αριθμ. 3004 Α, 3101/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας τράπεζας, ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ