Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1547 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παίγνια ηλεκτρονικά.




Περίληψη:
Ηλεκτρονικά διεξαγόμενο παίγνιο. Απαγορεύεται η διεξαγωγή της περιλαμβανομένων και των υπολογιστών. Παράβαση των άρθρων 1 περ. δ, 2 παρ. 1 και 4 του Ν. 3037/ 2002, σε συνδ. με τα άρθρ. 4 και 7 του Β.Δ. 29/1971. Οι εφαρμοσθείσες διατάξεις του Ν. 3037/2002 δεν έρχονται σε αντίθεση με το Σύνταγμα ή προς τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστά παραδεκτό λόγο αναίρεσης. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 1547/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ... κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Γιώρα, περί αναιρέσεως της 3769/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Μαρτίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 493/2009.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 1 περ. δ' του Ν. 3037/2002, "απαγόρευση παιγνίων" ηλεκτρονικά διεξαγόμενο παίγνιο είναι εκείνο για τη λειτουργία του οποίου, εκτός των υποστηρικτικών ηλεκτρικών, ηλεκτρονικών και άλλων μηχανισμών, απαιτείται η ύπαρξη και εκτέλεση λογισμικού (προγράμματος), κατά δε το άρθρο 2 § 1 του αυτού νόμου απαγορεύεται η διεξαγωγή, εκτός άλλων, και των ανωτέρω ηλεκτρονικά διεξαγομένων παιγνίων, καθώς και η εγκατάσταση των παιγνίων αυτών, σε δημόσια γενικά κέντρα, (όπως ξενοδοχεία, καφενεία, αίθουσες αναγνωρισμένων σωματείων κάθε φύσεως), και σε κάθε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, ενώ με το άρθρο 4 § 1 του ίδιου νόμου τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον 5.000 ευρώ όσοι εκμεταλλεύονται ή διευθύνουν κέντρα ή άλλους χώρους της παραγρ. 1 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, στα οποία διενεργούνται ή εγκαθίστανται παίγνια απαγορευμένα κατά τις διατάξεις των προηγουμένων άρθρων. Επίσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 4 εδ. α και 7 παρ. 1α του Β.Δ. 29/1971 τα τυχηρά παίγνια απαγορεύονται καθ` άπασαν την Ελληνικήν Επικράτειαν, οι δε "εκμεταλλευόμενοι ή διευθύνοντες κέντρα, επιτρέποντες την διενέργειαν σε αυτά τυχηρών παιγνίων, τιμωρούνται διά χρηματικής ποινής και φυλακίσεως μέχρι δύο ετών και εν υποτροπή διά χρηματικής ποινής και φυλακίσεως μέχρι πέντε ετών, ως και στερήσεως των πολιτικών δικαιωμάτων μέχρι πέντε ετών. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξ άλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από αυτήν που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν ο δικαστής, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, δέχθηκε στην διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, ή, κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης 3769/2008 απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στην ..., στις 17-11-2004, ως ιδιοκτήτης εκμεταλλευόταν καφετέρια-μπαρ με την επωνυμία "...". Υπό τη ιδιότητα αυτή εγκατέστησε και έθεσε σε λειτουργία εντός του καταστήματος αυτού έξη (6) ηλεκτρονικούς υπολογιστές, συνδεδεμένους όλους με κεντρικό υπολογιστή ελεγχόμενο από τον ίδιο ή τον προσωρινά υπεύθυνο του καταστήματος με τους οποίους παιζόταν το τυχηρό παίγνιο "φρουτάκια". Ειδικότερα ο παίκτης κατέβαλε στον κατηγορούμενο ή τον υπεύθυνο του καταστήματος ένα χρηματικό ποσό και ο τελευταίος του διέθετε αντίστοιχα με τα καταβληθέντα χρήματα μονάδες καταχωρημένες στον υπολογιστή για να παίξει το παιχνίδι. Ο παίκτης έπαιζε το παιχνίδι πατώντας ένα κουμπί του υπολογιστή και με κάθε πάτημα εμφανίζονταν στην οθόνη φρουτάκια-ζωάκια ανά τρία στη σειρά. Στόχος του παίκτη ήταν να επιτευχθεί τρίλιζα, δηλαδή να εμφανιστούν στην οθόνη του υπολογιστή τρία όμοια ζωάκια ή φρουτάκια στην ίδια σειρά. Τότε ο παίκτης κέρδιζε τα συμφωνημένα χρήματα. Αν μετά από κάθε κτύπημα δεν εμφανιζόταν τρίλιζα μειωνόταν ο αριθμός των μονάδων με τις οποίες είχε πιστωθεί ο παίκτης καταβάλλοντος τα χρήματα και όταν οι μονάδες μηδενίζονταν ο παίκτης είχε χάσει τα χρήματα που διέθεσε. Το αποτέλεσμα του παιγνίου, το οποίο διεξάγεται στους υπολογιστές που διαθέτουν ανάλογο λογισμικό, όπως οι ως άνω που είχε εγκαταστήσει ο κατηγορούμενος στο κατάστημα του εξαρτάται αποκλειστικά από την τύχη, χωρίς ο παίκτης να μπορεί να επιτύχει με τη δική του ικανότητα το αποτέλεσμα που θα ήθελε. Κατά την ως άνω ημέρα αστυνομικοί που επισκέφθηκαν για έλεγχο το κατάστημα του κατηγορουμένου βρήκαν σε λειτουργία τρεις (3) από τους ως άνω υπολογιστές στους οποίους ισάριθμοι θαμώνες διενεργούσαν το ανωτέρω τυχηρό παίγνιο χωρίς άδεια της αρχής, ενώ ο προσωρινά υπεύθυνος του καταστήματος ... κατ' εντολή και εν γνώσει του κατηγορουμένου, είχε επιτρέψει τη διεξαγωγή του παιχνιδιού και έλεγχε μέσω του κεντρικού υπολογιστή τους τρεις εν λειτουργία υπολογιστές, και, όταν αντελήφθη τους αστυνομικούς, άλλαξε το πρόγραμμα των υπολογιστών, ώστε να μη μπορούν οι αστυνομικοί να επιβεβαιώσουν τη διεξαγωγή του παράνομου παιχνιδιού, με την κατάσχεση τους κατά το χρόνο που με το ανάλογο λογισμικό διεξαγόταν το ως άνω τυχηρό παίγνιο. Οι αστυνομικοί όμως που επισκέφθηκαν το κατάστημα διαπίστωσαν με βεβαιότητα την ανωτέρω διεξαγωγή, όπως επιβεβαίωσε με την κατάθεση του ο μάρτυρας...". Με τις σκέψεις αυτές το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης κήρυξε ένοχο τον ο κατηγορούμενο αναιρεσείοντα του ότι: "Στην ..., στις 17-11-2004, ως ιδιοκτήτης εκμεταλλευόταν καφετέρια-μπαρ με την επωνυμία "...", στο οποίο εγκατέστησε και έθεσε σε λειτουργία εντός αυτού 6 ηλεκτρονικούς υπολογιστές με μονάδες πονταρίσματος και ανάλογο λογισμικό για τη διεξαγωγή του τυχηρού παιγνίου "φρουτάκια", στις οθόνες τριών δε από τους υπολογιστές αυτούς παιζόταν από αντίστοιχους θαμώνες του καταστήματος το ανωτέρω παίγνιο με προσπάθεια των παικτών να εμφανίζονταν στις οθόνες τους φρουτάκια- ζωάκια σχηματίζοντας τρίλιζα, αποτέλεσμα που εξαρτάτο αποκλειστικά από την τύχη, ενώ αυτό απαγορεύεται". Για την πράξη του δε αυτή, η οποία, όπως έκρινε προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1 περ. δ, 2 παρ. 1 και 4 του Ν. 3037/2002, σε συνδ. με τα άρ. 4 και 7 του Β.Δ. 29/1971, επέβαλε στον ποινή φυλακίσεως 4 μηνών και σε χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €), η οποία ανεστάλη για 3 έτη.
Με αυτές τις αλληλοσυμπληρούμενες παραδοχές σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το δικάσαν Εφετείο διέλαβε στην εν λόγω απόφαση την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις εφαρμοσθείσες πιο πάνω αναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις.
Ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, προβάλλει τις αιτιάσεις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι, από τις παρατιθεμένες στην κρινόμενη αίτηση καταθέσεις μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου, προκύπτει, όπως αναφέρει, ότι "ουδόλως αποδείχθηκε η οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή την οποία παντελώς αβάσιμα και παράνομα επικαλείται η προσβαλλόμενη απόφαση", και ότι, ενώ από κανένα αποδεικτικό μέσο από αυτά που επικαλείται στο σκεπτικό της η αναιρεσιβαλλόμενη, δεν αποδεικνύεται η καταβολή χρηματικού ποσού και, κατ' ακολουθίαν, η συνομολόγηση στοιχήματος, εντούτοις έγιναν δεκτά τα αντίθετα, και συνεπώς, όπως, στη συνέχεια εκθέτει ο αναιρεσείων, "η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υποπίπτει στην πλημμελή αιτιολόγηση της κρίσης περί ενοχής του κατηγορουμένου δεχόμενη την ύπαρξη δήθεν οικονομικής συναλλαγής όταν αυτή δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, καθότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί τους όρους της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που τίθενται από το Σύνταγμα και το νόμο...". Οι πιο πάνω αιτιάσεις δεν στοιχειοθετούν ό παραδεκτό λόγο αναίρεσης, αφού η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας δεν ιδρύει λόγον αναίρεσης από τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρο 501 παρ. 1 του ΠΚ, οι δε πιο πάνω αιτιάσεις, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν απαραδέκτως την περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ο πρώτος, από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Επίσης, ο αναιρεσείων με τον αυτό (πρώτο) λόγο, όπως και με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, ότι δεν αιτιολόγησε την απόρριψη, ούτε απάντησε στον υποβληθέντα γραπτά και προφορικά αυτοτελή ισχυρισμό του "περί αντισυνταγματικότητας και πολύ περισσότερο περί ευθείας αντίθεσης των διατάξεων του Ν. 3037/2002 με το κοινοτικό δίκαιο". Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη, προεχόντως, διότι από τα πρακτικά της δίκης ουδόλως προκύπτει ότι ο αναιρεσείων πρόβαλε τους πιο πάνω, ως "αυτοτελείς" χαρακτηριζόμενους από τον ίδιο ισχυρισμούς, ώστε το Δικαστήριο να απαντήσει σε αυτούς. Επομένως, οι από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ και Β του ΚΠΔ, πιο πάνω λόγοι αναίρεσης, με τις αιτιάσεις αυτές, για έλλειψη αιτιολογίας και έλλειψη ακροάσεως, είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι
Ο αναιρεσείων, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προβάλλει ότι η διάταξη του άρθρου 3 του νόμου 3037/2002 είναι ευθέως αντίθετη προς το άρθρο 4 παρ. 1 Συντάγματος, καθώς καταλήγει, όπως αναφέρει, "στο παράδοξο, να επιτρέπεται υλικά η διενέργεια ενός ψυχαγωγικού παιγνίου όπως π.χ. είναι το σκάκι και παράλληλα να απαγορεύεται η διενέργειά του μέσω διαδικτύου", αφού ο νόμος, "σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες διαδικτύου η απαγόρευση διενέργειας παιγνίων στα σχετικά καταστήματα επαναλαμβάνεται στο άρθρο 3, κατά τρόπο απόλυτο, καταλαμβάνοντας κάθε είδους παιχνιδιού, ψυχαγωγικού ή μη" και έτσι, όπως αναφέρει ο αναιρεσείων, χρησιμοποιώντας ο νόμος "δύο διαφορετικά κριτήρια, εκ των οποίων το ένα είναι το όλως συμπωματικό κριτήριο του τρόπου διεξαγωγής, εισάγει διπλή ανισότητα επιφυλάσσοντας ανόμοια ρύθμιση για τα ίδια πράγματα...". Οι πιο πάνω αιτιάσεις αλυσιτελώς προβάλλονται, αφού η κρίση κατά πόσο είναι συνταγματική ή όχι η ρύθμιση του άρ. 3 του ν. 3037/2002, με την οποία απαγορεύεται γενικά η διενέργεια κάθε είδους παιχνιδιού, ψυχαγωγικού ή μη, στα καταστήματα παροχής υπηρεσιών διαδικτύου (βλ.σχετ. ΣτΕ 246/2004 ΕλΔνη 45.1115), ουδόλως σχετίζεται με την παρούσα υπόθεση, που αφορά τη διενέργεια απαγορευμένου τυχερού παίγνου με ηλεκτρονικό υπολογιστή, κατά παράβαση των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνεται η διάταξη του άρ. 3 του ν. 3037/2002, ώστε να προκύψει ζήτημα αν αυτή είναι σύμφωνη, ή όχι, με το Σύνταγμα.
Περαιτέρω ο αναιρεσείων στον αυτό λόγο αναίρεσης προβάλλει ότι οι εφαρμοσθείσες διατάξεις του Ν. 3037/2002 έρχονται σε αντίθεση προς τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, "όπως άλλωστε κρίθηκε με την C-65/05 απόφαση του ΔΕΚ από 26.10.2006, κατά την οποία, εκδοθείσα επί προσφυγής της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ελλάδος, "η Ελληνική Δημοκρατία, εισάγοντας με το άρθρο 2§1 του Ν. 3037/2002 την απαγόρευση εγκαταστάσεως και λειτουργίας όλων των ηλεκτρικών, ηλεκτρομηχανικών και ηλεκτρονικών παιγνίων, συμπεριλαμβανομένων όλων των παιγνίων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σε κάθε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, εκτός των καζίνων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 28 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, καθώς και από το άρθρο 8 της Οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22 Ιουνίου 1998, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 98/48/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20 Ιουλίου 1998". Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι η πιο πάνω C-65/05 απόφαση του ΔΕΚ, δεν έρχεται σε αντίθεση με τις συγκεκριμένες ποινικές διατάξεις για τις οποίες κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, και οι οποίες αφορούν τη διενέργεια, διά μέσου ηλεκτρονικών υπολογιστών, τυχηρών παιγνίων, δεδομένου ότι η διενέργεια τέτοιων παιγνίων είναι αξιόποινη σε κάθε περίπτωση και όχι μόνο όταν αυτή τελείται μέσω ηλεκρονικών υπολογιστών, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 ΒΔ 19/1971. Περαιτέρω διαλαμβάνονται στον αυτό λόγο αναίρεσης αιτιάσεις, κατά τις οποίες, όπως αναφέρει ο αναιρεσείων, "η προσβαλλόμενη δέχεται ότι τέλεσα την αξιόποινη πράξη της παραγράφου 1 περ. δ', 2 παρ. 1, 3 και 4 παρ. 1 του Ν. 3037/2002, πράγμα αδύνατο σύμφωνα με τα άνω αναφερόμενα, διότι δεν μπορεί να τέλεσα ταυτόχρονα την πράξη του άρθρου 2 και την πράξη του άρθρου 3". Ειδικότερα, όπως ισχυρίζεται, "είτε τέλεσα τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 2, είχα δηλαδή καταστήσει στο λογισμικό των υπολογιστών ειδικό πρόγραμμα για τη διεξαγωγή παιγνίων γεγονός που δεν αποδείχθηκε ούτε από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, όπως αναφέρεται ως άνω, είτε πρόκειται για την πράξη του άρθρου 3 για τη διενέργεια δηλαδή παιγνίων μέσω διαδικτύου. Σε αυτή την περίπτωση όμως δεν υπάρχει δυνατότητα επεμβάσεως, δεδομένης της ευχερούς εναλλαγής των υπηρεσιών του διαδικτύου από τους χρήστες σε σύντομο χρονικό διάστημα...". Οι αιτιάσεις αυτές είναι απορριπτέες, διότι στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η πράξη για την οποία κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων αφορά παράβαση της διάταξης του άρ. 2 παρ. 1 του ν. 3037/2002 (σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρ. 4 του ΒΔ 29/71) και όχι του άρ. 3 του ν. 3037/2002, την οποία ουδόλως αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση. Τα όσα δε περαιτέρω εκτίθενται στον αυτό λόγο αναίρεσης (περί αντιθέσεως του εξεταζόμενου νόμου προς το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ), αφορούν την πιο πάνω γενική απαγόρευση (δηλαδή την απαγόρευση κάθε είδους παίγνιου) και όχι την συγκεκριμένη υπόθεση, για την οποία ισχύουν όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν σε σχέση με την C-65/05 απόφαση του ΔΕΚ. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των πιο πάνω ποινικών διατάξεων, με τις προαναφερόμενες αιτιάσεις, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την 13/20-3-2009 αίτηση του .... κατοίκου ... για αναίρεση της 3769/2008 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 25 Ιουνίου 2009

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή