Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ηθική αυτουργία, Κατηγορούμενος, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα. Απορρίπτεται ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, που προήλθε από τη λήψη υπόψη της απολογίας του συγκατηγορουμένου του αναιρεσείοντα, ως αβάσιμος, καθόσον το δικαστήριο έλαβε υπόψη του συνεκτίμηση, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, που κατ' είδος αναφέρει (χωρίς να είναι ανάγκη να κάνει μνεία του τι προέκυψε από το καθένα) και την απολογία του συγκατηγορουμένου του, η οποία δεν αποτέλεσε το μοναδικό αποδεικτικό μέσο. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι, οι δεύτερος και τρίτος λόγοι της αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ, καθόσον στην προσβαλλόμενη εκτίθενται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο αναιρεσείων προκάλεσε στον συγκατηγορούμενό του την απόφαση προς εκτέλεση της άδικης πράξης της ψευδορκίας, ορθώς δε η απόφαση ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες δεν παραβίασε.
Αριθμός 945/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Βιολέττα Κυτέα, Γεώργιο Αδαμόπουλο και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά - Εισηγήτρια, Αεροπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λέκκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Σανιδά, περί αναιρέσεως της 257/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας.
Με συγκατηγορούμενο τον Ψ. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Δεκεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1748/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς. Αυτοί δε είναι εκείνοι οι οποίο προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Επί ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στον φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Για τον δόλο δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός τον φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από το καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους( μάρτυρες, έγγραφα κτλ), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι μόνον ορισμένα από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.. Ε'του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, εν σχέσει με. την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Από τη διάταξη του άρθρου 211 Α του ΚΠΔ που ορίζει ότι " μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου", συνάγεται ότι η μαρτυρική κατάθεση ή απολογία συγκατηγορουμένου, μπορεί να αξιολογείται αποδεικτικά, όχι όμως και να αποτελεί το μοναδικό αποδεικτικό μέσο. Για την παραβίαση της διατάξεως αυτής δεν απαγγέλλεται ρητώς ακυρότητα, πλην όμως η παραβίαση της επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας( άρθρο 171 παρ. 1 δ του ΚΠΔ), διότι έτσι θίγεται η υπεράσπιση του κατηγορουμένου, όπως το δικαίωμα υπεράσπισης του διαμορφώνεται επιτρεπτώς υπέρ αυτού με τη διάταξη του άρθρου 211 του ΚΠΔ, και επομένως ιδρύεται σχετικός λόγος αναιρέσεως ( άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ). Η απαγόρευση αυτή ισχύει μόνο κατά το στάδιο της επ' ακροατηρίου διαδικασίας και μάλιστα οσάκις το δικαστήριο αχθεί σε καταδικαστική κρίση. Εξ άλλου, για την αντικειμενική και υποκειμενική στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 224 παρ. 2 του ΠΚ, απαιτείται η όρκιση και εξέταση ως μάρτυρα σε πολιτική ή ποινική δίκη ή σε αρμόδια αρχή, η κατάθεση να αφορά πραγματικά γεγονότα και όχι κρίσεις ή γνώμες ή πεποιθήσεις του μάρτυρα, εκτός αν είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τα κατατιθέμενα γεγονότα, τα οποία πρέπει να σχετίζονται ουσιαστικά ή διαδικαστικά με την υπόθεση, τα κατατεθέντα πρέπει να είναι ψευδή ή ο μάρτυρας να αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, και τέλος ο μάρτυρας πρέπει να τελούσε "εν γνώσει" της αναλήθειας των κατατεθέντων από αυτόν, δηλαδή ο νόμος αξιώνει " υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση", που συνίσταται στη γνώση του δράστη ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή στο ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει, ή αρνείται να τα καταθέσει και δεν αρκείται ο νόμος σε ενδεχόμενο δόλο.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 257/2009 απόφαση του κήρυξε ένοχους τον μη ασκήσαντα αναίρεση Ψ για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και τον αναιρεσείοντα Χ για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα και επέβαλε σ' αυτούς ποινή φυλάκισης πέντε(5) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων, που κατ'είδος μνημονεύει, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της που αλληλοσυμπληρώνονται, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος κατηγορούμενος Ψ, (μη ασκήσας αναίρεση), εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του ενεργούντος προανάκριση Πταισματοδίκη Ιτέας την 3/12/2001, κατέθεσε μεταξύ άλλων: "...Εγώ υπέγραψα σύμβαση εργασίας με την ΠΡΟΜΕΤΑΛ ΕΠΕ και εργάζομαι ως υπάλληλος μισθωτός της με ειδικότητα χειριστής μηχανημάτων...".Ωστόσο, όλα τα ανωτέρω ήταν ψευδή και τα κατέθεσε γνωρίζοντας ότι είναι ψευδή, δεδομένου ότι, όπως κρίθηκε αμετάκλητα με την υπ' αριθμ.2/2006 απόφαση του Εφετείου Λαμίας, που εκδίκασε συναφή πολιτική υπόθεση, μεταξύ του εγκαλούντος Φ, του δευτέρου κατηγορουμένου Χ και άλλων υπήρξε αφανής εταιρεία, ενώ οι συμβάσεις εργασίας που υπέγραψαν ήταν εικονικές και έγιναν με αποκλειστικό σκοπό τη διασφάλιση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων από το ΙΚΑ. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος Ψ γνώριζε πού καλά, αλλά απέκρυψε την αλήθεια, ότι με ιδιωτικό συμφωνητικό που συντάχθηκε τον Νοέμβριο του έτους 1999, συστάθηκε αφανής εταιρεία με τον τίτλο ΠΡΟΜΕΤΑΛ. Αντικείμενο εργασιών είχε την εργολαβική ανάληψη της λειτουργίας του συγκροτήματος θραύσεως, κοσκινίσεως, ταξινομήσεως και φορτώσεως του βωξίτη της εταιρείας με την επωνυμία "ΑΕΕ Αργυρομεταλλευμάτων και ...". Στη συνέχεια η αφανής αυτή εταιρεία μετεξελίχθηκε σε ΕΠΕ με εταίρους όλους τους μετόχους της αφανούς εταιρίας και όχι μερικούς από αυτούς, όπως ψευδώς κατατέθηκε. Κατέθεσε δε τα ανωτέρω ψευδή, όχι διότι εκβιάσθηκε, όπως αβάσιμα υποστηρίζει, αλλά διότι παρακινήθηκε γι' αυτό από τον δεύτερο κατηγορούμενο Χ, ο οποίος έχοντας συμφέρον από μία τέτοια κατάθεση που θα επηρέαζε την μεταξύ αυτού και του εγκαλούντος Φ δίκη, με προτροπές τον έπεισε να το πράξει. Πρέπει λοιπόν να κηρυχθούν ένοχοι, όπως το διατακτικό. Με βάση αυτά που προαναφέρθηκαν το δικαστήριο κήρυξε ενόχους τον πρώτο κατηγορούμενο Ψ της αξιόποινης πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρα και τον δεύτερο κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα Χτης ηθικής αυτουργίας στην παραπάνω πράξη του φυσικού αυτουργού. Για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος μνημονεύει (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες των παραστάντων κατηγορουμένων) χωρίς να είναι ανάγκη να κάνει μνεία του τι προέκυψε από καθένα από αυτά και χωρίς να είναι απαραίτητη η μεταξύ τους αξιολογική συσχέτιση, το γεγονός δε ότι εξαίρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων η υπ' αριθμ. 2/2006 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Λαμίας, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και δεν αξιολογήθηκαν όλα τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Προς ενίσχυση δε της κρίσεως του το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, και την δοθείσα ενώπιόν του απολογία του συγκατηγορουμένου του αναιρεσείοντος Ψ, και δεν στήριξε την καταδικαστική του κρίση μόνο στην απολογία εκείνου. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο που προήλθε από τη λήψη υπόψη της απολογίας του συγκατηγορουμένου του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω στην προσβαλλόμενη απόφαση, με αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, διαλαμβάνεται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο αναιρεσείων προκάλεσε στον συγκατηγορούμενό του την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα που εκείνος διέπραξε, δεχόμενο στο σκεπτικό του ότι " κατέθεσε τα ανωτέρω ψευδή ο Ψ, όχι διότι εκβιάσθηκε, όπως αβάσιμα υποστηρίζει, αλλά διότι παρακινήθηκε από τον δεύτερο κατηγορούμενο Χ, ο οποίος έχοντας συμφέρον από μία τέτοια κατάθεση που θα επηρέαζε την μεταξύ αυτού και του εγκαλούντος Φ δίκη, με προτροπές τον έπεισε να το πράξει".
Συνεπώς, δεν στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας η προσβαλλόμενη, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 , 224 παρ.2-1 και 46 παρ. Ια του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε αυτές, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, ούτε το πόρισμα της αποφάσεως, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ως εκ τούτου οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν παρατίθεται καμία αιτιολογία και ότι ως προς τα πραγματικά περιστατικά γίνεται παραπομπή στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί απλή επανάληψη του κατηγορητηρίου, είναι αβάσιμες, καθόσον στο σκεπτικό παρατίθενται με λεπτομέρεια τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν αντικειμενικά και υποκειμενικά το έγκλημα στο οποίο ο ηθικός αυτουργός παρακίνησε τον φυσικό αυτουργό. Εξ άλλου, οι προβληθέντες από τον αναιρεσείοντα ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας ισχυρισμοί, (σύμφωνα με τους οποίους από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι τέλεσε την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, η οποία - ψευδορκία μάρτυρα - δεν τελέσθηκε στην προκειμένη περίπτωση, και ότι το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση δεν έπρεπε να λάβει καθόλου υπόψη του την κατάθεση του συγκατηγορουμένου του), δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελείς, κατά την έννοια που εξετέθηκε, αλλά αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί, το δε δικαστήριο δεν υπεχρεούτο να διαλάβει στην απόφαση του ιδιαίτερη αιτιολογία περί αυτών, αφού αυτή εμπεριέχεται, από τα πράγματα, στην κύρια αιτιολογία της αποφάσεως περί της ενοχής.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε προβαλλόμενοι δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, κατά το μέρος δε που με αυτούς, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, αναφορικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτοι και ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν.
Κατ' ακολουθίαν, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα( άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14/12/2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 257/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι(220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ