Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 436 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα επιδόσεως, Χρηματιστηρίου εγκλήματα.




Περίληψη:
Χρηματιστηριακή παράβαση. Απορριπτική απόφαση εφέσεως ως εκπρόθεσμης, κληθέντος του κατ/νου εγκύρως ως άγνωστης διαμονής. Στην Έκθεση Εφέσεως και την αναίρεση επικαλείται ο αναιρεσείων ακυρότητα επιδόσεως ως άγνωστης διαμονής της ερήμην του πρωτόδικης αποφάσεως. Βάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας γιατί δεν αναφέρεται το αποδεικτικό επιδόσεως της ερήμην καταδικαστικής. απόφασης και για ακυρότητα της διαδικασίας, από παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και για υπέρβαση εξουσίας.




Αριθμός 436/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου-Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ι. Λ. του Α., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Χρήστο Μυλωνόπουλο και Νικόλαο Δημητράτο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 7348/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Νοεμβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1214/2012
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 τταρ.1 ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δέκα ημέρες, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του και στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς εκείνον γίνεται ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 273 παρ.1 του ΚΠΔ, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά την προανάκριση, που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια εισαγγελική αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανιστεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος, που ο κατηγορούμενος έχει καταστήσει γνωστό στο μηνυτή και αναφέρεται στη μήνυση ή την έγκληση(ΑΠ 137, 956/2011). Επίσης, κατά τις διατάξεις, του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως επιτρέπεται αναίρεση (παρ. 2). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για το απαράδεκτο, η δε απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει, το χρόνο της επιδόσεως της προσβαλλομένης με την έφεση αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, το χρόνο της ασκήσεως του ενδίκου μέσου καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων της εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση συγκεκριμένος λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, λόγω της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία της εφέσεως(του άρθρου 473 παρ.1 του ΚΠΔ), οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στα ζητήματα αυτά (Ολ.ΑΠ 6/1994, 7/1994 και 4/1995). Τέλος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 474 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, εκείνος που ασκεί εκπρόθεσμα το ένδικο μέσο οφείλει να διαλάβει υποχρεωτικά στη σχετική έκθεση εφέσεως και να προβάλει με την έφεση το λόγο ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, ως εκ του οποίου παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως, και ακόμη, να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προκύπτουν. Στην έννοια όμως της ανωτέρας βίας δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός μη γνώσεως από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλουμένης ερήμην του εκδοθείσας αποφάσεως, διότι στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος μάχεται κατά του κύρους της επιδόσεως και εντεύθεν μη ενάρξεως καν της προθεσμίας ασκήσεως της εφέσεως και δεν επικαλείται λόγο ανωτέρας βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης ασκήσεως της εφέσεώς του. Αν δεν διαλαμβάνονται τα ανωτέρω, και δη κατά τρόπο ορισμένο, στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο και συνεπώς απαράδεκτο. Αναπλήρωση των ανωτέρω με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται μεταγενέστερα και ειδικότερα, επί εφέσεως, κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο, είναι απαράδεκτη.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προς διερεύνηση της βασιμότητας ή μη σχετικού λόγου αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα:
Με το από 9-11-2011 αποδεικτικό επιδόσεως του αστυφύλακα του Α.Τ. ... Α. Μ., επιδόθηκε στις 9-11-2011 στον κατηγορούμενο Ι. Λ. πλήρες αντίγραφο της ερήμην του εκδοθείσας με αρ. 48493/2011 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως αγνώστου διαμονής, στο Δήμαρχο ..., γιατί όπως βεβαιώνεται στο αποδεικτικό αυτό, αλλά και στην επισυναπτόμενη από 21-10-2011 βεβαίωση του ίδιου εντεταλμένου οργάνου επιδόσεως, ο Ι. Λ. αναζητήθηκε στην διεύθυνση της τελευταίας γνωστής κατοικίας του, στην οδό ... αρ. 4 και δε βρέθηκε εκεί αυτός ή άλλο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 156 παρ.2 του ΚΠΔ πρόσωπα, αυτός δε, μετά από έρευνα του ανωτέρω οργάνου, προέκυψε ότι τυγχάνει άγνωστος και μετώκησε από την ανωτέρω οδό ... αρ.4 σε άγνωστη διεύθυνση.
Από τη σχετική με αρ. 1851/22-5-2012 έκθεση εφέσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών, προκύπτει ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος, φερόμενος στην έφεση, ως κάτοικος ..., προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς του, προέβαλε με αυτή, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: "1) Ουδέποτε έλαβα γνώση του κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσεως για οποιοδήποτε δικάσιμο, οπότε και εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση. Ας σημειωθεί ότι ο κατηγορούμενος φέρεται να έχει κλητευθεί, στις 10/6/2011, στη διεύθυνση, οδός ... αρ. 4 στο ..., διεύθυνση που αυτός ουδέποτε έχει δηλώσει ενώπιον των αρχών, αφού άλλωστε και ουδέποτε κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για την υπόθεση αυτή, ούτε διέμενε στην εν λόγω διεύθυνση σε κανένα απολύτως χρονικό σημείο από ενάρξεως της ποινικής διαδικασίας της υποθέσεως μέχρι και σήμερα, η δε διεύθυνση του εδώ και οκτώ (8) χρόνια, ήτοι από του έτους 2005, είναι η επί της οδού ..., αρ. 13 στο ... κατοικία του, γνωστή σε όλους, αλλά και στις αρχές διεύθυνσή του, γνωστή δε ακόμη και στη μηνύτρια, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Το τελευταίο αυτό γεγονός αποδεικνύεται από σωρεία εγγράφων της μεταξύ αυτού και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς υφισταμένης αλληλογραφίας, αποδεικνύεται δε εύκολα διά σχετικών εγγράφων και διά μαρτύρων. Άλλωστε, σύμφωνα με το άρθρο 273 παρ.1 του Κ.Π.Δ, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά την προανάκριση, που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανιστεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος, που ο κατηγορούμενος έχει καταστήσει γνωστό στο μηνυτή και αναφέρεται στη μήνυση ή την έγκληση (ΑΠ 464/2009 Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 1635/2007, δημοσίευση Δ.Σ.Α., ΑΠ 167/2009 ΠοινΔ/νη 2009, 920), τέτοια δε διεύθυνση ήταν η και πάντοτε από τον κατηγορούμενο δηλούμενη και γνωστή στην κεφαλαιαγορά, ήτοι η επί της οδού ..., αρ. 13 στο ... κατοικία αυτού. Τέλος, όλα τα ανωτέρω περιήλθαν εις γνώση του κατηγορουμένου την 14/05/2011, όταν ειδοποιήθηκε για την ερήμην καταδίκη του, κατόπιν ελέγχου που διενήργησε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών ο πληρεξούσιος Δικηγόρος αυτού, ο οποίος ανέγνωσε τα αποδεικτικά επιδόσεων και έλαβε για λογαριασμό του κατηγορουμένου αντίγραφα της υπό κρίση δικογραφίας. 2) Περαιτέρω, προκύπτει ότι για την άσκηση εις βάρος του κατηγορουμένου διώξεως δεν τηρήθηκε η νόμιμη ποινική διαδικασία και ειδικότερα: κατά την διάταξη του άρθρου 43 ΚΠΔ, ως ίσχυε κατά τον χρόνο της εις βάρος του διώξεως, προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη για κακουργήματα ή πλημμελήματα αρμοδιότητος του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, έπρεπε προηγουμένως υποχρεωτικώς να έχει διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις, κατ' άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠΔ και να προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της διώξεως. Περαιτέρω, κατ' άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ, αν η αξιόποινη πράξη αποδίδεται σε κάποιο πρόσωπο, αυτό καλείται υποχρεωτικώς προ 48 ωρών για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται ανωμοτί. Η νόμιμη αυτή ως άνω διαδικασία παρελείφθη εντελώς στην περίπτωση του κατηγορουμένου και έτσι εμφιλοχώρησε απόλυτη ακυρότητα της ποινικής προδικασίας, κατ' άρθρο 171 παρ. 1β' και 1δ' ΚΠΔ, και της διατάξεως του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. 3) Τέλος, ενώ στο κλητήριο θέσπισμα γίνεται μνεία της διατάξεως του άρθρου 30 παρ. 1 του ν. 3340/2005, βάσει της οποίας ομοίως παραπέμπεται ο κατηγορούμενος και με την οποία αντικαθίσταται η προγενέστερη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 ν. 1969/1991, δεν αναφέρεται ωστόσο ως υποκειμενικό στοιχείο σε αυτό ο σκοπός του δράστη να αποκτήσει ο ίδιος ή άλλος περιουσιακό όφελος, ούτε προσδιορίζει επακριβώς το όφελος αυτό, όπως στη διάταξη του άρθρου αυτού διαλαμβάνεται και ελλείπει επομένως ο ακριβής καθορισμός της αποδιδομένης στον κατηγορούμενο πράξεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 321 παρ. 1 ΚΠΔ, συνεπώς δε το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο αυτός εκλητεύθη είναι άκυρο κατ' άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠΔ". Από τα παραπάνω εκτιθέμενα στην έκθεση εφέσεως του αναιρεσείοντος σαφώς συνάγεται, ότι ο αναιρεσείων επικαλείται ότι δεν έλαβε γνώση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως για συζήτηση της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό, για οποιαδήποτε δικάσιμο, ούτε για τη δικάσιμο της 30-6-2011, που εκδόθηκε ερήμην του η προσβαλλόμενη με την έφεση καταδικαστική απόφαση, κληθείς ως άγνωστης διαμονής στην οδό ... αρ. 4 του ..., διεύθυνση που ουδέποτε αυτός είχε δηλώσει στις διωκτικές αρχές ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην οποία αυτή διεύθυνση ουδέποτε διέμενε από της ενάρξεως της ποινικής διαδικασίας, ενώ ήταν γνωστής διαμονής στις αρχές και στη μηνύτρια Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στην οδό ... αρ. 13 του ..., που διαμένει από το 2004. Δηλαδή, επικαλέστηκε, ότι δεν έλαβε γνώση της εκκαλουμένης πρωτόδικης αποφάσεως, παρά το πρώτον στις 14-5-2012, κατόπιν τυχαίου ελέγχου του συνηγόρου του στην εισαγγελία Αθηνών και επικαλέστηκε στην έφεσή του ακυρότητα της επιδόσεως της ανωτέρω εναντίον του εκδοθείσας ερήμην αποφάσεως, γιατί δε διέμενε στη διεύθυνση που αναζητήθηκε στην ... κατά το χρόνο επιδόσεως της αποφάσεως και γιατί ήταν γνωστής διαμονής στην οδό ... αρ. 13 του ..., ενώ επικαλέστηκε και προσκόμισε σχετικά αποδεικτικά έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και εξέτασε και μάρτυρα.
Με την προσβαλλόμενη 7348/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όπως απ' αυτήν προκύπτει, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η ανωτέρω με αριθμό εκθέσεως 1851/22-5-2012 έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, κατά της με αρ. 48493/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί αυτός, ερήμην, κληθείς ως άγνωστης διαμονής, σε ποινή φυλακίσεως 30 μηνών, με τριετή αναστολή, για παράβαση του άρ. 72 του ν. 1969/1991, όπως τροπ. με το άρ. 30 παρ.1 του ν. 3340/2005, με την παρακάτω, κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που εξετάσθηκε, από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν καθώς και από αυτά που κατέθεσε ο εκκαλών αποδείχθηκαν τα εξής: Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ' αριθμ. 48493/30-6-2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ασκήθηκε εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η παραπάνω απόφαση του Δικαστηρίου τούτου επιδόθηκε στον εκκαλούντα - κατηγορούμενο στις 9-11-2011 και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 25-5-2012, ήτοι μετά την πάροδο της προθεσμίας των δέκα ημερών από την επίδοσή της. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος αναζητήθηκε στην οδό ... αρ.4 στο ..., όπως προέκυπτε η διεύθυνση κατοικίας του από το με αρ. φύλλου 3194/22-4-2003 της ΕτΚ, τεύχος ανωνύμων εταιριών και εταιριών περιορισμένης ευθύνης λόγω της ιδιότητάς του ως αντιπροέδρου της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία "Κ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗΣ ΕΝΤΟΛΩΝ" με δ.δ. "Κ. Α.Ε.Λ.Δ.Ε.". Οι σε βάρος του ποινικές ευθύνες δημιουργήθηκαν κατά την έρευνα της από 27-7-2009 μηνυτήριας αναφοράς - αίτησης δίωξης - έγκλησης του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που εδρεύει στην Αθήνα. Στην τελευταία αυτή γνωστή διεύθυνση ήταν στην ..., επί της οδού ... αρ.4, στη συνέχεια όμως ο κατηγορούμενος όταν αναζητήθηκε στις 8-3-2011 για να του επιδοθεί η κλήση για να εμφανισθεί στο Θ' Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών για τη δικάσιμο της 1-4-2011 δεν ανευρέθη και κατά τη βεβαίωση του Αστυνομικού Α. Γ. του Α.Τ. ..., αυτός μετοίκησε από την παραπάνω διεύθυνση (... 4) σε άγνωστη διεύθυνση, γι' αυτό και κλητεύτηκε νόμιμα ως αγνώστου διαμονής, στην ίδια δε παραπάνω διεύθυνση του επιδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση στις 9-11-2011, ως αγνώστου επίσης διαμονής. Η αλλαγή της διεύθυνσης κατοικίας του επί της οδού ... αρ.13 στο ... που ισχυρίζεται ο εκκαλών δεν εγένετο αρμοδίως γνωστή.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η κρινομένη έφεση κατά της εκκαλουμένης απόφασης ως εμπροθέσμως ασκηθείσα". Η αιτιολογία αυτή της προσβαλλόμενης με αρ. 7348/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, απορριπτικής της εφέσεως κατά της ως άνω εκκαλουμένης με αρ. 48493/2011 ερήμην καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως εκπρόθεσμης και ως εκ τούτου απαράδεκτης, δεν είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού σε αυτήν δεν εκτίθενται όλα τα ανωτέρω τρία στοιχεία που αναφέρθηκαν ως αναγκαία για την πληρότητά της. Ειδικότερα στο ίδιο αιτιολογικό διαλαμβάνεται ο χρόνος της επιδόσεως, η 9-11-2011, αναφέροντας απλώς ότι η επίδοση έγινε στις 9-11-2011 και αναφέρεται και η χρονολογία ασκήσεως της εφέσεως, η 22-5-2012, δηλαδή πολύ μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας ασκήσεως της εφέσεως, των 30 ημερών, από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως στον αγνώστου διαμονής κατηγορούμενο, που ορίζει το προπαρατεθέν άρθρο 473 παρ.1 του ΚΠΔ, αλλά ουδόλως αναφέρεται στο αιτιολογικό αυτό το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως από το οποίο προκύπτει ότι η επίδοση της εκκαλουμένης με αρ. 48493/2011 ερήμην καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών προς τον κατηγορούμενο έγινε πράγματι στις 9-11-2011. Επίσης, ουδόλως αξιολογούνται τα προσκομισθέντα από τον κατηγορούμενο έγγραφα και ο μάρτυρας που εξετάστηκε και που κατέθεσε ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος από το 2004 κατοικούσε στην οδό ... αρ.13 του ... .
Περαιτέρω, στο ίδιο αιτιολογικό, αναφέρεται για να καταλήξει στην εγκυρότητα της επιδόσεως της άνω εκκαλουμένης αποφάσεως στον κατηγορούμενο, ως άγνωστης διαμονής, ότι προηγουμένως το όργανο βεβαιώνει ότι προέβη σε έρευνα, δηλαδή αναζητήθηκε ο κατηγορούμενος και δε βρέθηκε αυτός ή άλλο πρόσωπο από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 156 παρ.1 ΚΠΔ, στη διεύθυνση επί της οδού ... αρ.4 της ..., κατοικία που αναφερόταν στο αναγνωσθέν με αρ. ΦΕΚ 3194/22-4-2003 της ΕτΚ, Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, λόγω της ιδιότητάς του κατηγορουμένου ως αντιπροέδρου και μέλους του ΔΣ της ΑΕ με την επωνυμία "Κ. ΑΕΛΔΕ". Όμως, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, για τη διερεύνηση σχετικού λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος, που κλήθηκε στον πρώτο βαθμό ως άγνωστης διαμονής και καταδικάστηκε ερήμην και στη συνέχεια του επιδόθηκε η εκκαλουμένη ερήμην απόφαση πάλιν, ως άγνωστης διαμονής, αναζητήθηκε και δε βρέθηκε αυτός ή άλλο πρόσωπο από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 156 παρ.1 ΚΠΔ, στη διεύθυνση επί της οδού ... αρ.4 της ..., κατοικία όμως που, α) δεν προκύπτει ότι είχεν αυτός δηλώσει ποτέ στις διωκτικές αρχές ή στην μηνύτρια Επιτροπή κεφαλαιαγοράς, μη κληθείς ουδέποτε στην προδικασία, άρα δεν είχε και υποχρέωση να δηλώσει μεταβολή της κατοικίας του στις διωκτικές αρχές όπως αβάσιμα δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ β) η ανωτέρω διεύθυνση κατοικίας στην οδό ... αρ. 4, δεν αναφερόταν ούτε στη συγκεκριμένη με χρονολογία 27-7-2009 μήνυση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Αντίθετα, προκύπτει ότι στην με χρονολογία 27-7-2009 μηνυτήρια αναφορά της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, συνεπεία της οποίας και διώχθηκε ποινικά ο κατηγορούμενος για μεθοδευμένες συναλλαγές στο ΧΑΑ, ήτοι για χρηματιστηριακή παράβαση του άρθρου 72 του ν. 1969/1991, καταμηνύεται ονομαστικά μόνον ο Κ. Λ. πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας "Κ. ΑΕΛΔΕ" και κάθε έτερος υπεύθυνος αόριστα, ενώ στο περιεχόμενο της μηνύσεως αυτής αναφέρεται μεταξύ πολλών άλλων προσώπων επενδυτών και ο κατηγορούμενος Ι. Λ., χωρίς καμία αναφορά της κατοικίας του, ως διενεργήσας χρηματιστηριακές συναλλαγές μετοχής της ανωτέρω εταιρείας. Αντίθετα, από τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο του Εφετείου έγγραφα, προκύπτουν τα παρακάτω: α) στο ΦΑΞ της 6-10-2009 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αναφέρεται η νέα γνωστή στην Επιτροπή διεύθυνση κατοικίας του κατηγορουμένου Ι. Λ.υ, στην οδό ... αρ.13 του ..., β) ο ανωτέρω ίδιος κατηγορούμενος καλείται με το από 22-9-2009 έγγραφο του Πταισματοδίκη Αθηνών, για ανωμοτί εξέταση, επί άλλης μηνύσεως της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, στη διεύθυνση ... 33 του ... . Επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, κατά τη διάταξη του άρθρου 273 παρ.1 του ΚΠΔ, η ανωτέρω διεύθυνση κατοικίας του κατηγορουμένου, στην οδό ... αρ. 4 της ..., που αναζητήθηκε και δε βρέθηκε και έγινε η επίδοση ως άγνωστης διαμονής, εσφαλμένα θεωρήθηκε ως τόπος τελευταίας γνωστής κατοικίας του κατηγορουμένου, αφού αυτή τη διεύθυνση δεν την είχε δηλώσει ποτέ ο κατηγορούμενος στις διωκτικές αρχές, μη προκύπτουσας κλήσεώς του στην προδικασία, ούτε προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος την έχει καταστήσει ποτέ γνωστή στη μηνύτρια Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με οποιοδήποτε τρόπο, αλλά ούτε καν αναφέρεται στην υποβληθείσα ως παραπάνω μήνυση. Συνακόλουθα τούτων, ο κατηγορούμενος δεν είχε υποχρέωση να δηλώσει τη νέα από το 2004 μεταβολή της κατοικίας του στις διωκτικές αρχές, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το δικάσαν εφετείο στο παραπάνω αιτιολογικό του. Η αναφορά δε της διευθύνσεως αυτής του κατηγορουμένου, στην οδό ... αρ. 4, στο μόνο μνημονευόμενο στο αιτιολογικό στοιχείο, στο ΦΕΚ/ΑΕ και ΕΠΕ με αρ. 3194/22-4-2003, όπου έχει καταχωρηθεί το έτος 2003, το από το δικαστήριο διορισμένο προσωρινό ΔΣ της εταιρείας "Κ. ΑΕΛΔΕ, και ως αντιπρόεδρος αναφέρεται ο Ι. Λ., με διεύθυνση κατοικίας του την οδό ... αρ.4 του ..., δε σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι έχει διωχθεί ποινικά το 2009 και ως εκ τούτου θα έπρεπε να δηλώσει τη μεταβολή αυτή της κατοικίας του στην αρμόδια εισαγγελική αρχή των Αθηνών, όπως δέχθηκε το δικαστήριο και ότι η κλήτευσή του στο δικαστήριο και η επίδοση της ερήμην καταδικαστικής αποφάσεως στις 9-11-2011 προς αυτόν, στην ανωτέρω παλαιά αυτή διεύθυνση κατοικίας του ως άγνωστης διαμονής, που όμως είχε μεταβάλει από το 2004, ήταν νόμιμη.
Κατ' ακολουθίαν τούτων, υπάρχει ασάφεια από τη μη αναφορά στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Εφετείου του αναγνωσθέντος στο ακροατήριο (βλ. σελ. 2 πρακτικών) από 9-11-2011 αποδεικτικού επιδόσεως του αστυφύλακα του Α.Τ. ... Α. Μ., προς τον κατηγορούμενο της ερήμην αποφάσεως και δεν αιτιολογείται επαρκώς η αμφισβητηθείσα από τον εκκαλούντα - αναιρεσείοντα νομιμότητα της προς αυτόν επιδόσεως ως άγνωστης διαμονής της ερήμην πρωτόδικης καταδικαστικής αποφάσεως, ώστε να αρχίσει νόμιμα η κατ' άρθρο 473 παρ.1 του ΚΠΔ 30νθήμερη προθεσμία της εφέσεως και να απορριφθεί η ασκηθείσα στις 22-5-2012 έφεση ως εκπρόθεσμη. Άρα, είναι βάσιμοι, οι από τα άρθρα 171 παρ.1 περ.δ', 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Δ' και Η' του ΚΠΔ και 6 παρ.3 της ΕΣΔΑ, σχετικοί λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως, πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος, ήτοι για ελλιπή και μη εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απορριπτικής της εφέσεως ως εκπρόθεσμης προσβαλλόμενης αποφάσεως, για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου, όπως και για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι παραβιάστηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από την ΕΣΔΑ και το ΔΣ/ΑΠΔ και που απαιτούν ο κατηγορούμενος να έχει κληθεί νομίμως, αν δεν βρίσκεται στην κατοικία του και να καταβάλλεται από την αρμόδια αρχή κάθε προσπάθεια ανευρέσεώς του και να παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο ένα στάδιο να ακουστεί επί της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της κατηγορίας του αποδίδεται. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β, 370 στοιχ., β και 511 του ΚΠΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναιρέσεως οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή, για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ' αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 509 ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος για παράβαση του άρθρου 72 του ν. 1969/1991, πράξη τελεσθείσα κατ'εξακολούθηση κατά το χρονικό διάστημα από 2-12-2004 έως 31-12-2004.
Επομένως, το αξιόποινο της ως άνω πράξεως, που διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος, εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής που συμπληρώθηκε μετά την δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως (21-9-2012), αφού έγινε δεκτός ως άνω ως βάσιμος, λόγος αναιρέσεως και από την τέλεσή της μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αναίρεσης,(19-2-2013) έχει ήδη συμπληρωθεί ο χρόνος της οκταετούς παραγραφής (5+3 της αναστολής) και πρέπει περαιτέρω, να μην παραπεμφθεί η υπόθεση στο δικάσαν εφετείο, για να επανακρίνει το παραδεκτό της εφέσεως και την αναστολή ή μη της παραγραφής, αλλά κατά το άρθρο 511 εδ. γ του ΚΠΔ, ερευνωμένης αυτεπάγγελτα της ήδη μεσολαβήσασας κατά τα παραπάνω παραγραφής λόγω παρόδου οκταετίας, να παύσει το δικαστήριο τούτο οριστικά την ασκηθείσα ποινική δίωξη, για την εν λόγω πράξη, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων ερήμην, με την εκκληθείσα με αρ. 48493/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Μετά από αυτά, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου που απέρριψε την έφεση ως εκπρόθεσμη και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για την ανωτέρω πλημμεληματική πράξη που καταδικάστηκε ερήμην ο αιτών αναιρεσείων στον πρώτο βαθμό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αρ. 7348/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Παύει οριστικά, λόγω παραγραφής, την κατά του αναιρεσείοντος Ι. Λ. του Α., ασκηθείσα ποινική δίωξη για το ότι στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 2-12-2004 έως και 31-12-2004, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη Κ. Π., κατά τη διάρκεια και κατά την εκτέλεση του εγκλήματος του άρθρου 72 του ν. 1969/1991, όπως αναλύεται στην με αρ. 48493/2011 ερήμην καταδικαστική πρωτόδικη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή