Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Δεδικασμένο.
Περίληψη:
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως και απάτη, η ζημία που προκλήθηκε από την οποία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, κατ' εξακολούθηση της κατηγορουμένης, η οποία εμφάνισε πλαστό πτυχίο, πέτυχε την πρόσληψή της ως ιατρού και εισέπραξε αποδοχές από το Δημόσιο, τις οποίες δεν εδικαιούτο. Στοιχεία εγκλήματος απάτης. Προϋπόθεση της μη υπάρξεως βλάβης όταν η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του εξαπατώντος ισοσταθμίζεται από ισάξια αντιπαροχή που περιήλθε στον εξαπατηθέντα είναι η αντιπαροχή να είναι νόμιμη, πράγμα που δεν συμβαίνει όταν κάποιος πέτυχε την πρόσληψή του και παρέσχε εργασία, προσκομίζοντας πλαστό πτυχίο. Ορθώς λήφθηκαν υπόψη έγγραφα χωρίς να αναγνωσθούν, καθόσον το ένα αποτελούσε στοιχείο του κατηγορητηρίου και το περιεχόμενο του άλλου προέκυπτε από έγγραφο που αναγνώσθηκε. Όχι απόλυτη ακυρότητα. Έννοια δεδικασμένου. Δεν απορρέει από αθωωτική απόφαση, η οποία αφορά διαφορετικό τόπο και χρόνο τελέσεως και, επομένως, δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεως. Ορθή απόρριψη ισχυρισμού περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικού, ο οποίος είχε προβληθεί αορίστως. Απόρριψη αιτήσεως.
Αριθμός 196/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Π. Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Έ. (Ε.) Ψ. του Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Δημητράτο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 5531/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Οκτωβρίου 2014 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1086/14.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης, απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, όχι και εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περιουσία νοείται το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηματική αξία, βλάβη δε της περιουσίας είναι η μείωση αυτής, δηλαδή η επί έλαττον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας την οποία είχε προ της διαθέσεως που προκλήθηκε με την απατηλή συμπεριφορά και εκείνης που απέμεινε μετά από αυτήν. Βλάβη της περιουσίας υπάρχει έστω και αν ο παθών έχει ενεργό αξίωση προς ανόρθωσή της. Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών ή τρίτος. Είναι αδιάφορος τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του παθόντος. Τέλος, ναι μεν δεν υπάρχει βλάβη όταν η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του εξαπατώντος ισοσταθμίζεται από μία ισάξια αντιπαροχή η οποία περιήλθε στον εξαπατηθέντα από την πράξη την οποία αυτός παραπείσθηκε να διαπράξει, πλην αυτό προϋποθέτει ότι η αντιπαροχή είναι νόμιμη. Στην περίπτωση, π.χ., όπου κάποιος, προσκομίζοντας πλαστό πτυχίο, πετύχει να προσληφθεί σε δημόσια θέση, καίτοι δεν έχει τα νόμιμα προσόντα να καταλάβει αυτή την θέση και συνεπώς να παράσχει τις υπηρεσίες που παρέχει όποιος έχει τις απαιτούμενες γνώσεις και τα νόμιμα προσόντα, και προσελήφθη εκ του λόγου αυτού παρανόμως, δεν μπορεί να επικαλεσθεί ότι η ζημία του Δημοσίου από την καταβολή σ` αυτόν αποδοχών της θέσεως που παρανόμως κατέλαβε έχει ισοσταθμισθεί από την παροχή της (μη νόμιμης) εργασίας του και ότι, επομένως, δεν έχει τελεσθεί το έγκλημα της απάτης.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 5531/2014 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως και απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας κατ` εξακολούθηση και την καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και πέντε (5) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη, στην Αθήνα στις 4-10-2006 και στις 18-10-2007 με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος πέτυχε με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη υπέβαλε προς το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Διεύθυνση Προσωπικού Ν.Π) την από 4-10-2006 και την από 17-10-2007 αίτηση - υπεύθυνη δήλωση για πρόσληψή της ως ιατρού - Χειρουργού στο Γενικό Νοσοκομείο Αιγίου με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και, εξαπατώντας τους αρμοδίους υπαλλήλους ως προς το γεγονός ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις για να προσληφθεί, πέτυχε να εγκριθεί η πρόσληψή της και να βεβαιωθεί με τον τρόπο αυτό ψευδώς με περισσότερες πράξεις α) στην υπ' αριθμ. πρωτ. Υ 10α Γ Π 111943 από 4-10-2006 απόφαση Υπουργού Υγείας και β) στην υπ' αριθμ. πρωτ. Υ 10α Γ Π 132352 από 31-10-2007 απόφαση Γενικού Γραμματέα Δημόσιας Υγείας, ότι είχε τις προϋποθέσεις για την πρόσληψή της ως ιατρού Χειρουργού στο Γενικό Νοσοκομείο Αιγίου, γεγονός το οποίο ωστόσο ήταν ψευδές, αφού η κατηγορουμένη προκειμένου να λάβει α) αναγνώριση πτυχίου Ιατρικής αλλοδαπής Πανεπιστημιακής Σχολής, από το ΔΙΚΑΤΣΑ κατά το έτος 1997, β) άδεια ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος με την με αριθ. 8573/08-05-1997 Απόφαση της Δ/νσης Υγείας Τομέα Δυτικής Αθήνας, της Νομαρχίας Αθηνών, αλλά και γ) άδεια χρησιμοποιήσεως τίτλου ιατρικής ειδικότητας Χειρουργικής από τη Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας Λάρισας, είχε κάνει χρήση του υπ' αριθ. 274296/01.07.1989 πτυχίου, φερόμενου ως εκδοθέντος από το Κρατικό Ιατρικό Ινστιτούτο του Ερεβάν της Αρμενίας, το οποίο ωστόσο ήταν πλαστό. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη, στην Αθήνα στις 4-10-2006 και στις 18-10-2007, με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, η δε περιουσιακή ζημία που προκλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Συγκεκριμένα, παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς προς τη Γενική Διεύθυνση Υγείας - Διεύθυνση Προσωπικού ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις για να προσληφθεί στο Δημόσιο Νοσοκομείου Αιγίου ως ιατρός με Ειδικότητα Χειρουργικής και ειδικότερα ότι κατείχε νόμιμα το υπ' αριθ. 274296/01.07.1989 πτυχίο Ιατρικής Σχολής του Κρατικού Ιατρικού Ινστιτούτου του Ερεβάν νομίμως αναγνωρισμένο από τις αρμόδιες Αρχές ως και άδεια ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος, αλλά και άδεια χρησιμοποιήσεως τίτλου ιατρικής ειδικότητας Χειρουργικής από τη Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας Λάρισας και έτσι έπεισε τους αρμοδίους υπαλλήλους να προχωρήσουν στις 4-10-2006 και στις 18-10-2007 στην πρόσληψή της στο Γενικό Νοσοκομείο Αιγίου, την έγκριση της προσλήψεώς της ως επικουρικού ιατρού ειδικότητας Χειρουργικής με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου α) στις 4-10-2006 δια της υπ' αριθ. πρωτ. Υ 10α Γ Π 111943 από 4-10-2006 αποφάσεως του Υπουργού Υγείας και β) στις και στις 18-10-2007 δια της υπ' αριθμ. πρωτ. Υ 10α Γ Π 132352 από 31-10-2007 απόφασης Γενικού Γραμματέα Δημόσιας Υγείας και να της καταβληθούν για το χρονικό διάστημα από 4.10.2006 έως και 15.10.2007 αποδοχές ύψους 24.098,40 ευρώ και για το χρονικό διάστημα από 16-10-2007 έως και 16-7-2008 αποδοχές συνολικού ύψους 32.956 ευρώ, ήτοι 57.054,40 (24.098,40 + 32.956) ευρώ συνολικά, με αποτέλεσμα την περιουσιακή βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου κατά το ανωτέρω ποσό, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλο, με αντίστοιχο δικό της παράνομο περιουσιακό όφελος, ενόψει του ότι η ίδια δεν είχε δικαίωμα να προσληφθεί και να ασκεί το επάγγελμα του ιατρού, με δεδομένο ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του νόμου. Και τούτο διότι ουδέποτε είχε λάβει πτυχίο Ιατρικής Σχολής, ο δε προσκομισθείς προς αναγνώριση στο ΔΙΚΑΤΣΑ τίτλος σπουδών δεν ήταν γνήσιος αλλά πλαστός, η αναγνώριση δε αυτού ως ισότιμου ελληνικού και η χορηγηθείσα με την με αριθ. 8573/08-05-1997 απόφαση της Δ/νσης Υγείας Τομέα Δυτικής Αθήνας Νομαρχίας Αθηνών άδεια ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος, την οποία είχε χρησιμοποιήσει για να επιτύχει την εγγραφή της στον Ιατρικό Σύλλογο Λάρισας προκειμένου να λάβει Ειδικότητα Χειρουργού, ήταν προϊόν υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως. Η μη γνησιότητα του υπ' αρ. 274296 Διπλώματος Ιατρικής του Πανεπιστήμιου Ερεβάν Αρμενίας έχει βεβαιωθεί τρεις φορές από το Υπουργείο Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Αρμενίας. Η πρώτη αρνητική (για τη γνησιότητα) απάντηση περιέχεται στη ρηματική διακοίνωση με αριθμό 18-1/09766/1.7.2010 του ως άνω Υπουργείου, που αναγνώστηκε στο ακροατήριο σε νόμιμη μετάφραση (...), ενώ υπήρξαν μεταγενέστερα και άλλες δύο αρνητικές απαντήσεις (...). Η κατηγορουμένη, η οποία αμφισβητεί την ακρίβεια των όσων αναφέρονται στα ως άνω έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Αρμενίας, δεν προσκομίζει μέχρι σήμερα το πρωτότυπο του επίμαχου πτυχίου της, ισχυριζόμενη ότι αυτό, μαζί με όλα τα έγγραφά της, της τα έκλεψε ο πρώην σύζυγός της για να την εκδικηθεί και ότι η ίδια δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να μεταβεί στην Αρμενία και να παραλάβει το πτυχίο της από την εκεί Ιατρική Σχολή, ο πρύτανης της οποίας της ζήτησε το ποσό των 20.000 ευρώ για να βεβαιώσει ότι αυτό είναι γνήσιο. Ο ισχυρισμός όμως αυτός της κατηγορουμένης επιβεβαιώνει πανηγυρικά την πλαστότητα του τίτλου, αφού μόνο σ' αυτή την περίπτωση, κατά την κοινή λογική, θα ήταν αναγκαίος ο χρηματισμός για τη βεβαίωση της γνησιότητάς του. Η κατηγορουμένη προς απόδειξη της γνησιότητας του πτυχίου της προσκομίζει την υπ' αριθμ. 741/30-5-1994 βεβαίωση του προξενικού τμήματος της ρωσικής Ομοσπονδίας στην Ελλάδα. Από την ανάγνωση αυτής προκύπτει ότι αποτελεί μετάφραση του κειμένου του πτυχίου και βεβαίωση περί του ότι ως δικαιούχος αυτού αναφέρεται η κατηγορουμένη, δεν πιστοποιεί όμως τη γνησιότητα αυτού, δεν θα μπορούσε άλλωστε να το πράττει, αφού μόνη αρμόδια προς τούτο είναι η προαναφερθείσα Ιατρική Σχολή της Αρμενίας. Εξάλλου, η κατηγορούμενη δεν παρέσχε ικανοποιητική εξήγηση για το γεγονός ότι κατέθεσε προς αναγνώριση στο ΔΙΚΑΤΣΑ, το μεν πτυχίο της Παιδαγωγικής με το επώνυμο του συζύγου της (Π.), το δε πτυχίο της Ιατρικής με το επώνυμο του πατέρα της (Ψ.), χωρίς να έχει λάβει τότε ακόμη διαζύγιο από το σύζυγό της. Επίσης δεν εξηγεί ικανοποιητικά γιατί ενώ κατέθεσε την αίτηση αναγνώρισης στο ΔΙΚΑΤΣΑ του πτυχίου της Ιατρικής στις 28.6.1994, το ίδιο το πτυχίο το κατέθεσε και προώθησε την αναγνώρισή του από το ως άνω Κέντρο τρία σχεδόν έτη αργότερα και δη στις 16.4.1997. Να σημειωθεί ότι ένα περίπου μήνα πριν και δη στις 21.3.1997 η κατηγορούμενη είχε πετύχει την αλλαγή του επωνύμου της από Π. σε Ψ.. Η μόνη λογική και ανταποκρινόμενη στα πράγματα εξήγηση των ανωτέρω ενεργειών της κατηγορουμένης είναι ότι επεδίωκε να δημιουργήσει σύγχυση με τη χρήση των δύο διαφορετικών επωνύμων στα αρμόδια όργανα του ΔΙΚΑΤΣΑ και να αποτρέψει, έτσι, τον ουσιαστικό και εις βάθος έλεγχο των πτυχίων της, κάτι το οποίο και επέτυχε εν τέλει. Σημειώνεται ότι με τις υπ' αριθμ. 11881/153100/1-11-2010 και 40928/23161/2-1-2010 αποφάσεις, του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας η πρώτη και του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής η δεύτερη, ανακλήθηκαν προηγούμενες (υπ' αριθμ. 3618/21-7-2006 και 8573/8-5-1997) αποφάσεις των ιδίων, με τις οποίες είχαν χορηγηθεί στην κατηγορουμένη άδεια χρησιμοποίησης τίτλου ιατρικής ειδικότητας χειρουργικής και άδεια άσκησης ιατρικού επαγγέλματος αντίστοιχα, οι δε ενώπιον του ΣτΕ από 17-11-2010 αρ. κατ. 9503 και 9504/2010 αιτήσεις της τελευταίας περί ακύρωσης των ανακλητικών αποφάσεων, όπως η ίδια αναφέρει στην απολογία της, έχουν ήδη απορριφθεί. ...Με βάση τα παραπάνω, πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη των πράξεων που της αποδίδονται, όπως αυτές περιγράφονται στο διατακτικό".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως και της απάτης κατ` εξακολούθηση, για τα οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 220 παρ. 1, 386 παρ. 1 β - α και 98 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, όσον αφορά το έγκλημα της απάτης (την καταδικαστική κρίση για το οποίο και μόνο πλήττει με το σχετικό λόγο αναιρέσεως), είναι αβάσιμες, αφού: α) Από τις παραδοχές ότι η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη προσκόμισε πτυχίο ιατρικής, η μη γνησιότητα του οποίου βεβαιώθηκε τρεις φορές από το Υπουργείο Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Αρμενίας, για να πετύχει την έγκριση της προσλήψεώς της ως επικουρικού ιατρού ειδικότητας χειρουργικής με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου συνάγεται σαφώς ότι αυτή είχε σκοπό να αποκομίσει παράνομο όφελος, δεδομένου ότι θα εξασκούσε λειτούργημα, το οποίο δεν θα μπορούσε να εξασκήσει χωρίς την προσκόμιση του (πλαστού) πτυχίου. β) Ορθώς έγινε δεκτό ότι η, εξαιτίας του εγκλήματος της απάτης, το οποίο τέλεσε η αναιρεσείουσα, περιουσιακή ζημία του Δημοσίου ισούται με το ποσό των αποδοχών που της καταβλήθηκαν, δεδομένου δε ότι η πρόσληψή της δεν ήταν νόμιμη, δεν μπορεί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η ζημία αυτή να αντισταθμισθεί με ίσης αξίας αντιπαροχή, με την εργασία, δηλαδή, αυτής κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, την οποία ωφελήθηκε το Δημόσιο. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, τρίτος, κατά τα στοιχεία α και β, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την καταδικαστική κρίση για το έγκλημα της απάτης, είναι αβάσιμος. Οι, περιεχόμενες στον αυτό λόγο (στοιχ. γ και δ), αιτιάσεις περί εσφαλμένων συλλογισμών και εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων ως προς το ζήτημα της πλαστότητας του πτυχίου της αναιρεσείουσας, είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται, έτσι, ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο μνημονεύει, όπως αναφέρθηκε, στο σκεπτικό, μεταξύ άλλων, ειδικώς, α) την από 4.10.2006 αίτηση - υπεύθυνη δήλωση της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας προς το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για πρόσληψή της ως ιατρού - χειρουργού στο Γενικό Νοσοκομείο Αιγίου και β) την με αριθ. 8573/8.5.1997 απόφαση της Δ/νσης Υγείας Τομέα Δυτικής Αθήνας Νομαρχίας Αθηνών, με την οποία της είχε χορηγηθεί άδεια ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης, αλλά και της πρωτόδικης 13498/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, τα έγγραφα αυτά δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα των εγγράφων που φέρονται ότι αναγνώσθηκαν στο δευτεροβάθμιο, ή έστω στο πρωτοβάθμιο, Δικαστήριο. Όμως, το μεν πρώτο είναι στοιχείο του κατηγορητηρίου και αποτελεί υλικό αντικείμενο μερικότερης πράξεως του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως που αποδίδεται στην κατηγορουμένη, ενώ το περιεχόμενο του δευτέρου προκύπτει από άλλο αποδεικτικό μέσο και δη την 191/20.2.2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου (για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω), η οποία αναγνώσθηκε στο ακροατήριο με αύξ. αριθ. 19. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, τα έγγραφα αυτά παραδεκτώς λήφθηκαν υπόψη από το Τριμελές Εφετείο και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από τη λήψη υπόψη των ως άνω εγγράφων χωρίς αυτά να αναγνωσθούν, είναι αβάσιμος.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 του ΚΠοινΔ, αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται αυτή απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξεως ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή. Ως πράξη νοείται το ιστορικό γεγονός, δηλαδή η υλική πράξη και πνευματική κίνηση, με όλα τα αποτελέσματα στον εξωτερικό κόσμο, καθ' όλη τη διαδρομή και καθ' όλες τις πραγματικές και νομικές όψεις της, τις οποίες ο δικαστής έχει δικαίωμα να ερευνήσει και να αξιολογήσει αυτεπάγγελτα. Ταυτότητα, δηλαδή, της πράξεως υπάρχει όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, από τα οποία απαρτίζεται κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία της και η προηγούμενη κατηγορία. Ενόψει αυτών, το δεδικασμένο εξαντλείται, όχι στην ταυτότητα του εγκλήματος, αλλά στην ταυτότητα της αξιόποινης πράξεως για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη και δεν εμποδίζει νέα δίωξη για άλλη αξιόποινη πράξη, που δεν κρίθηκε, έστω και αν στα στοιχεία της πράξεως αυτής περιλαμβάνεται και εκείνο που επίσης απετέλεσε στοιχείο του εγκλήματος, το οποίο έχει κριθεί. Δεν υφίσταται ταυτότητα πράξεως και ως εκ τούτου δεδικασμένο, οσάκις τα περισσότερα αποτελέσματα μιας φυσικής πράξεως έχουν αυτοτελή υλική υπόσταση και αποτελούν εξωτερικά καθένα ίδιο έγκλημα, το οποίο δεν τέθηκε υπό την κρίση του Δικαστηρίου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, πρόβαλε, δια του συνηγόρου του, τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι η κατ` αυτής ποινική δίωξη είναι απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου που απορρέει από την 191/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου, που έγινε αμετάκλητη, με την οποία αθωώθηκε αυτή, μεταξύ άλλων, και για υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως που αφορά το ένδικο, ως πλαστό φερόμενο, πτυχίο ιατρικής. Όπως, όμως, προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, η απόφαση αυτή, η οποία έγινε αμετάκλητη μετά την απόρριψη, ως εκπρόθεσμης, αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση αυτής, με την 1263/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, έχει άλλο τόπο και χρόνο τελέσεως του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως (Αίγιο, 5.12.2006), ενώ αφορά περιστατικό υφαρπαγής από τον Ιατρικό Σύλλογο Αιγίου του υπ` αριθ. 11894/5.12.2006 πιστοποιητικού εγγραφής της αναιρεσείουσας στο Σύλλογο αυτό ως μέλους. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεως, η δε ως άνω αθωωτική απόφαση δεν εμποδίζει την άσκηση ποινικής διώξεως για άλλη αξιόποινη πράξη που δεν είχε κριθεί, όπως ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Για το ορισμένο του ισχυρισμού δεν αρκεί η αναφορά απλώς της διατυπώσεως του νόμου, χωρίς την επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, τα οποία να δικαιολογούν την αναγνώριση του αιτούμενου ελαφρυντικού. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, μεταξύ άλλων, η προβλεπόμενη από την §2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχείο ε', ήτοι το ότι ο υπαίτιος ε) συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο συνήγορος της κατηγορουμένης, μετά την απαγγελία της περί της ενοχής της κατηγορουμένης αποφάσεως, ζήτησε "να αναγνωριστούν στην κατηγορουμένη οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 ε ΠΚ". Ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε εντελώς αορίστως, αφού γίνεται μνεία μόνο της νομικής διατάξεως που προβλέπει το άνω ελαφρυντικό, χωρίς να γίνεται επίκληση κανενός περιστατικού, το οποίο να δικαιολογεί την αναγνώρισή του. Το Δικαστήριο, λοιπόν, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Παρά ταύτα, ως εκ περισσού, απήντησε, απορρίπτοντάς τον ως αόριστο, και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, τρίτος, κατά το στοιχ. ε, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού, είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 24 Οκτωβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 7043/2014) αίτηση (δήλωση) της Έ. (Ε.) Ψ. του Π., για αναίρεση της 5531/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2015 .
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Φεβρουαρίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ