Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Σωματική βλάβη από αμέλεια, Απόφαση αθωωτική.
Περίληψη:
Σωματική βλάβη από αμέλεια. Αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων. Αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα Α.Π. Απορριπτέος ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αντιμετωπίζεται από το δικαστήριο της ουσίας το ζήτημα της μη συνδρομής αμέλειας του κατηγορουμένου στη σύγκρουση των ομορρόπως κινούμενων οχημάτων που άλλαξαν κατεύθυνση για να εισέλθουν με στροφή δεξιά σε κάθετη οδό και της μη υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου με το αποτέλεσμα της συγκρούσεως και τον τραυματισμό του παθόντος οδηγού της μοτοσυκλέτας.
Αριθμός 1827/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως της με αριθμό 63/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά.
Με κατηγορούμενο τον Χ κάτοικο ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Τσιλιμίδο
με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ... που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 18/7 Μαΐου 2010 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, Ελπινίκης Τσιφτσή και καταχωρίστηκε στον οικείο πινάκιο με τον αριθμό 634/2010.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 314 § 1α ΠΚ όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Περαιτέρω κατά το άρθρο 28 του ίδιου κώδικα, από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε, ως δυνατό πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος που τελεί υπό τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες και τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τη λογική και ότι είχε τη δυνατότητα με τις προσωπικές του ιδιότητες γνώσεις και ικανότητες να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη η παράλειψή του. Η αμέλεια κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 28 ΠΚ διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη κατά την οποία προέβλεψε μεν ότι η συμπεριφορά του μπορεί να έλθει το αποτέλεσμα αυτό, αλλά πίστεψε ότι θα το απέφευγε.
Κατά το άρθρο 505 § 2 του Κ.Ποιν.Δ. ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου εντός της προθεσμίας του άρθρου 479 § 2, δηλαδή εντός προθεσμίας ενός μηνός από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 § 2 Κ.Ποιν.Δ. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προς τον σκοπό επανορθώσεως τυχόν εσφαλμένων αποφάσεων, δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως αθωωτικής ή καταδικαστικής και για όλους τους λόγους του άρθρου 501 § 1 Κ.Ποιν.Δ., μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ. απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά προκειμένου περί αθωωτικής αποφάσεως, εν όψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 § 2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974). Τέτοια έλλειψη αιτιολογίας που ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως συντρέχει είτε όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο, γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αξιολογηθέντα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά και οι λόγοι για τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας αδυνατεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται, ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική της υπόσταση. Προκειμένου περί του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, για τη θεμελίωση του οποίου απαιτούντα τα προηγουμένως αναφερθέντα στοιχεία πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να αιτιολογεί με την απαλλακτική του απόφαση, για την πληρότητα της αιτιολογίας της οποίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, γιατί δεν πείσθηκε για τη συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου των θεμελιωτικών του εγκλήματος αυτού περιστάσεων με βάση τα αποδεικτικά περιστατικά που αναφέρονται στα πρακτικά. Δεν απαιτείται, όμως, για την αιτιολογία της αθωωτικής αποφάσεως, να εκθέτει το δικαστήριο σ αυτήν περιστατικά από τα οποία να πείσθηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη είναι η ενοχή και όχι η αθωότητά του. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο όλα τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος των και όχι ορισμένα μόνον από αυτά χωρίς ανάγκη ιδιαίτερης μνείας των και του τι προέκυψε από το καθένα. Όταν εξαιρούνται δε ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα αρκεί να προκύπτει από την απόφαση ότι το δικαστήριο εξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα για να καταλήξει στην αθωωτική του κρίση.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 63/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (Πλημμελημάτων) ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, που προξένησε σε άλλον κατά την οδήγηση από αυτόν του αναφερομένου φορτηγού αυτοκινήτου. Για να καταλήξει στην αθωωτική του κρίση το Εφετείο, αφού ανέφερε στην αρχή του σκεπτικού του την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, την κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του, τα πρακτικά της δίκης στον πρώτο βαθμό καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, μεταξύ των οποίων από την επισκόπηση των εσωνματωμένων στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικών της κατ'έφεση δίκης προκύπτει ότι περιλαμβανόταν και η από 7/2/2006 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος και την απολογία του κατηγορουμένου, ως τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και στη συνέχεια δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα : ".....καταλείφθηκαν αμφιβολίες κατά πόσο ο κατηγορούμενος στον ... στις 7/2/2006, οδηγώντας το ... ΙΧΦ αυτοκίνητό του στην οδό ... με κατεύθυνση προς ... δεν είχε τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση και έτσι δεν αντιλήφθηκε ότι δεξιά και παράλληλα ως προς την πορεία του αυτοκινήτου του στην ίδια οδό ευρίσκετο η ... δίκυκλη μοτοσυκλέτα με αποτέλεσμα στρίβοντας δεξιά προς την ... με κατεύθυνση προς ... να συγκρουσθεί με την προαναφερόμενη μοτοσυκλέτα της οποίας ο οδηγός ενεργούσε την ίδια στροφή και να τραυματισθεί ο οδηγός της Ψ. Η σύγκρουση οφείλεται σε υπαιτιότητα του οδηγού της μοτοσυκλέτας, ο οποίος ενώ είχε αντιληφθεί το βαρύ τριαξονικό και επομένως λίαν επίμηκες όχημα (νταλίκα) που οδηγούσε ο κατηγορούμενος, να επιχειρεί ανοιχτή λόγω του όγκου του δεξιά στροφή, εισήλθε βεβιασμένα στο κενό που δημιουργήθηκε μεταξύ του οχήματος και του πεζοδρομίου και χωρίς να υπολογίσει ότι το βαρύ φορτηγό στη συνέχεια θα έκλεινε την στροφή το οποίο όχημα μάλιστα αποδείχθηκε ότι δεν είχε σχεδόν καθόλου ταχύτητα επέπεσε επ' αυτού με αποτέλεσμα να επέλθει η μεταξύ τους σύγκρουση και η σωματική βλάβη του οδηγού της μοτοσυκλέτας. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί αθώος της πράξεως που κατηγορείται".
Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο και κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη, τα πραγματικά μέσα που προέκυψαν από τα μέσα αυτά με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και τις σκέψεις με βάση τις οποίες κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου για την τέλεση της αξιοποίνου πράξεως της σωματικής βλάβης από αμέλεια αυτού κατά την οδήγηση του άνω φορτηγού αυτοκινήτου, πράξη προβλεπομένη και τιμωρουμένη από τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28, 314 εδ.α 315 § 1 Π.Κ., τις οποίες εφάρμοσε. Ειδικότερα στην προσβαλλομένη απόφαση γίνεται δεκτό ότι δεν ήταν υπαίτιος ο κατηγορούμενος της συγκρούσεως των δυο οχημάτων και του τραυματισμού του οδηγού της μοτοσυκλέτας και εξηγείται σε ποιες ενέργειες προήλθε ο τελευταίος κατά την στροφή των οχημάτων προς τα δεξιά για να εισέλθουν στην Λεωφόρο ... με κατεύθυνση προς ..., που δέχεται ότι έγιναν βεβιασμένα ενώ δικαιολογείται επίσης γιατί ο κατηγορούμενος κατά την πραγματοποίηση της στροφής ανοίχθηκε λόγω του όγκου του βαρέως οχήματος που οδηγούσε και ότι στη συνέχεια για να ολοκληρώσει τον ελιγμό αυτόν αλλαγής πορείας θα έκλεινε την στροφή. Υπήρχε επομένως αντιμετώπιση από το Εφετείο του εγκλήματος τη μη συνδρομής αμέλειας του κατηγορουμένου στη συγκεκριμένη περίπτωση και της μη υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου της συμπεριφοράς αυτού με το αποτέλεσμα της αξιοποίνου πράξεως που του αποδίδεται.
Αβασίμως πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με τον από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. μοναδικό λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας επί του άνω ζητήματος με την επίκληση ότι δεν συνάδει το αποδεικτικό αυτό πόρισμα με διαπιστώσεις της περιλαμβανομένης στα έγγραφα που λήφθηκαν υπόψη εκθέσεως αυτοψίας του αστυνομικού του Τμήματος Τροχαίας που επελήφθη του άνω οδικού ατυχήματος, παρά το ότι το Εφετείο για να καταλήξει στο άνω συμπέρασμα δεν ήταν αναγκαίο να εκθέσει στην απόφαση του χωριστά τι προέκυπτε από καθένα από τα έγγραφα και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που αναφέρει ότι συνεκτίμησε. Κατά τα λοιπά όσα αναφέρονται στην έκθεση αναιρέσεως του άνω Εισαγγελέα αφορούν σε συναγωγή διαφορετικών συμπερασμάτων από τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυπταν από τα αποδεικτικά μέσα ως προς την προτεραιότητα του οδηγού της μοτοσυκλέτας έναντι του οχήματος που οδηγούσε ο κατηγορούμενος να πραγματοποιήσει την στροφή δεξιά για να εισέλθει στην Λεωφόρο ... και την μη επίδειξη της επιβαλλόμενης επιμέλειας και προσοχής από τον κατηγορούμενο κατά την εκτέλεση του ίδιου ελιγμού προς τα δεξιά για να στρίψει επί της Λεωφόρου αυτής. Δεν θεμελιώνεται στα ανωτέρω αναφερόμενα παραδεκτά λόγος αναιρέσεως και δη αυτός για έλλειψη της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το Νόμο αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως καθόσον είναι απαράδεκτες οι επί των συναγομένων αυτών από τον Εισαγγελέα που ασκεί την ένδικη αίτηση αναιρέσεως περιστατικών αιτιάσεις ως αφορώσες στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και των επί της ουσίας κρίση του δικάσαντος Εφετείου. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμό εκθέσεως 18/2010 από 7 Μαΐου 2010 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της 63/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (Πλημμελημάτων).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Οκτωβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 25 Νοεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ