Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση από εντολοδόχο ξένης περιουσίας. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Αναιρεί και παραπέμπει. Παρέλκει η έρευνα λοιπών λόγων.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1604/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γιώτσα, περί αναιρέσεως της 466/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Αγροτικό Συνεταιρισμό Άρματος Βοιωτίας, που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καρύδα.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Απριλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 800/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του Κ.Π.Δ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του, σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου εγγράφων, που δεν είναι βεβαία η ανάγνωση τους, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, από την οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' του Κ.Π.Δ, γιατί αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας, να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο του εγγράφου, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της απόφασης, όπως δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ο συντάκτης του εγγράφου και η χρονολογία του. Είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητα του, έτσι ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία, για το ποιο έγγραφο της δικογραφίας αναγνώσθηκε. Τα στοιχεία δε αυτά, δεν συμπίπτουν βέβαια με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του εγγράφου. Ο προσδιορισμός δηλαδή της αυτότητας του εγγράφου, είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο, να εκθέσει (κατά το άρθρο 358 του Κ.Π.Δ) τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, σε σχέση με το περιεχόμενο του εγγράφου. Ο προσδιορισμός δε αυτός είναι ανεξάρτητος από την πληρότητα ή μη του τίτλου του που ενδεχομένως περιλαμβάνει και το συντάκτη ή τη χρονολογία του. Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται με επάρκεια, υπάρχει η ίδια απόλυτη ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, στήριξε την κρίση του για την ενοχή του κατηγορουμένου, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων και στα αναγνωσθέντα έγγραφα που προσκομίσθηκαν, μεταξύ των οποίων και στο με αριθμό ... γραμμάτιο είσπραξης, που αναγνώσθηκε, καθώς επίσης, και στα με αριθμό ... και ... γραμμάτια είσπραξης, τα οποία όμως δεν είχαν αναγνωσθεί. Από τα πρακτικά, όμως, τη δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, το περιεχόμενο των ως άνω εγγράφων, με αριθμούς ... και ..., προκύπτει αναμφισβήτητα από το περιεχόμενο άλλων και συγκεκριμένα από την, από μηνός Φεβρουαρίου 2002 έκθεση ειδικής πραγματογνωμοσύνης της οικονομικής διαχείρισης του συνεταιρισμού, η οποία αναγνώσθηκε και στην οποία γίνεται αναφορά των εγγράφων αυτών.
Συνεπώς, ο κατηγορούμενος γνώριζε το περιεχόμενο τους, και είχε πλέον τη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενο τους.
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ, πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, προς στήριξη της κρίσεως του για την ενοχή του αναιρεσείοντος, έλαβε υπόψη του, τα ανωτέρω έγγραφα, χωρίς να έχουν αναγνωσθεί και χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητα τους, με αποτέλεσμα να στερηθεί αυτός της δυνατότητας να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενο τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 και 2 εδ. α' του ΠΚ, όπως η παρ. 1 συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2721/1999 και η παρ. 2 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.9 του Ν. 2408/1996 "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του, ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης απαιτείται αντικειμενικώς, α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού να έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στον δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου, ε) το αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον, να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας ή ανεξαρτήτως αυτών, αν η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών ή 73.000 ευρώ κατά το άρθρο 5 του Ν. 2943/2001, με το οποίο δόθηκε η επίσημη αντιστοιχία, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στη θέληση ή αποδοχή του δράστη να ενσωματώσει το ξένο ολικά ή μερικά κινητό πράγμα στην περιουσία του, που καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού, με την οποία εκδηλώνεται η πρόθεση του αυτή. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, υπαίτιος κακουργηματικής υπεξαίρεσης καθίσταται και ο εντολοδόχος, ο οποίος, κατά το άρθρο 713 ΑΚ, έχει την υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση, νομικής ή υλικής φύσεως που του ανατέθηκε από τον εντολέα και αρνείται να αποδώσει στον τελευταίο το ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κινητό πράγμα, που αυτός του εμπιστεύθηκε, καθώς και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί, όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία μπορεί να έλκει, είτε από τον νόμο, είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται η εξουσία αυτή και από τη δημιουργία μιας πραγματικής καταστάσεως.
Επειδή, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας, δεν υπάγει σωστά τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης σε συνδυασμό με το διατακτικό, τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την υπ' αριθμό 466/2008 απόφαση του, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία κατ' είδος λεπτομερώς αναφέρει, και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, και αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και από όλη γενικά τη διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "ότι ο κατηγορούμενος στο ..., κατά το από 27-11-1996 έως 4-12-1996 χρονικό διάστημα, υπό την ιδιότητα του ως μονίμου γραμματέα και ταμία του Αγροτικού Συνεταιρισμού Άρματος Θηβών, με βάση τα υπ' αριθμό ... και ... πρακτικά του Δ.Σ της Γ.Σ του εν λόγω Συνεταιρισμού αντίστοιχα, ενεργώντας δηλαδή ως εντολοδόχος και ασκώντας εξολοκλήρου την ταμειακή διαχείριση του εν λόγω Συνεταιρισμού ως εκπρόσωπος, και κατ' εντολή και για λογαριασμό αυτού, επί των θεμάτων της Αγροτικής Πίστης, (η οποία περιελάμβανε την από μέρους της ΑΤΕ χορήγηση βραχυπρόθεσμων δανείων στο συνεταιρισμό, για λογαριασμό των μελών του τελευταίου), ιδιοποιήθηκε παρανόμως το συνολικό ποσό των 11.408.387 δραχμών ή 33.480,23 ευρώ (2.827.340 + 6.500.000 + 2.081.047). Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος υπεξαίρεσε τα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ποσά που ενσωματώνονται στα κατωτέρω γραμμάτια είσπραξης. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος υπεξαίρεσε τα ποσά των: α) 2.827.340 δραχμών το οποίο αναγράφεται στο υπ' αριθμό ... γραμμάτιο είσπραξης και εισέπραξε από τον δανειολήπτη ..., β) ποσό 6.500.000 δραχμών που αναγράφεται στο υπ' αριθμό ... γραμμάτιο είσπραξης, όπου αναγράφεται ποσό (6.500.000) δραχμών, το οποίο εισέπραξε από τον δανειολήπτη ..., και γ) 2.081.047 δραχμών που αναγράφεται στο υπ' αριθμό ... γραμμάτιο είσπραξης, που εισέπραξε από τον δανειολήπτη ... . Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως, του δικαστηρίου δεχόμενου ότι η τέλεση της έλαβε χώρα υπό την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2ε του Π.Κ, κατά τα στο διατακτικό, καθόσον δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες από τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις ως και των λοιπών αυτοτελών ισχυρισμών του με τους οποίους προβάλλεται ότι τα υπεξαιρεθέντα ποσά δεν είναι τέτοιας ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αφού το Δικαστήριο δέχεται το αντίθετο, ενώ κατά τα λοιπά οι ισχυρισμοί αυτοί αποτελούν απλώς άρνηση της κατηγορίας".
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφαση του, κήρυξε ένοχο, τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα, της πράξεως της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, ως εντολοδόχος και του επέβαλε ποινή φυλάκισης δυο (2) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Ειδικότερα, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα του ότι "με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, τέλεσε τις παρακάτω πράξεις και ειδικότερα στο ... κατά το χρονικό διάστημα από τις 19-07-1996 έως τις 04-12-1996, υπό την ιδιότητα του ως μονίμου γραμματέα και ταμία του Αγροτικού Συνεταιρισμού Άρματος Θηβών, δυνάμει των υπ' αριθμ. ... και ... πρακτικών του Δ.Σ της Γ.Σ του ως άνω συνεταιρισμού αντίστοιχα, ενεργώντας δηλαδή ως εντολοδόχος και ασκώντας εξ' ολοκλήρου την ταμειακή διαχείριση του εν λόγω συνεταιρισμού ως εκπρόσωπος, κατ' εντολή και για λογαριασμό αυτού τα θέματα της Αγροτικής Πίστης" (που περιλάμβανε την χορήγηση βραχυπρόθεσμων δανείων από την ΑΤΕ) στο συνεταιρισμό, για λογαριασμό των μελών του τελευταίου, ιδιοποιήθηκε παρανόμως το συνολικό ποσό των 11.408.387 δραχμών ή 33.480,23 ευρώ (2.827.340 + 6.500.000 + 2.081.047). Ειδικότερα για το ότι ο κατηγορούμενος υπεξαίρεσε τα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ποσά που ενσωματώνονται στα υπ' αριθμ. γραμμάτια είσπραξης ..., όπου αναγράφεται ποσό (2.827.340) δραχμών, το οποίο εισέπραξε από τον δανειολήπτη ..., ... όπου αναγράφεται ποσό (6.500.000) δραχμών το οποίο εισέπραξε από τον δανειολήπτη ..., ..., όπου αναγράφεται ποσό 2.081.047 δραχμών, το οποίο εισέπραξε από τον δανειολήπτη ...". Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 375 παρ. 1β, 2 του Π.Κ, για την οποία καταδικάστηκε, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους, στην προαναφερόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη, την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Ειδικότερα, αιτιολογούνται οι παραδοχές εκείνες της αποφάσεως, σύμφωνα με τις οποίες ο αναιρεσείων με την ιδιότητα του μονίμου γραμματέα και του ταμία του εν λόγω Αγροτικού Συνεταιρισμού, στον οποίο είχε ανατεθεί η ταμειακή διαχείριση των οικονομικών του συνεταιρισμού, ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 11.408,387 δραχμών, ήδη ...ευρώ, και συγκεκριμένα α) το ποσό των 2.827.340 δραχμών που αναφέρεται στο υπ' αριθμό ... γραμμάτιο είσπραξης και εισέπραξε από τον δανειολήπτη ..., β) ποσό 6.500.000 δραχμών, ήδη ...ευρώ, που αναφέρεται στο υπ' αριθμό ... γραμμάτιο είσπραξης και αφορά τον δανειολήπτη ... και γ) ποσό 2.081.047 δραχμών, ήδη ευρώ, που αναφέρεται στο ... γραμμάτιο είσπραξης και αφορά το δανειολήπτη ... . Αιτιολογείται επίσης, η πρόθεση του αναιρεσείοντος, ο οποίος ενσωμάτωσε το ως άνω χρηματικό ποσό στην περιουσία του, που ανήκε στην περιουσία του ως άνω συνεταιρισμού, με αποτέλεσμα να προκληθεί βλάβη στην περιουσιακή κατάσταση του, που υπερβαίνει το ποσό των 33.480 ευρώ.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, δεύτερος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά το μέρος μεν που με το σχετικό λόγο, πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί τα πράγματα, αναιρετικά ανέλεγκτη, κρίση του Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, ενώ κατά το μέρος που, με την αιτίαση του πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα ότι το αιτιολογικό της αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού της, είναι αβάσιμος, γιατί δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται, όπως εν προκειμένω, στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού.
Περαιτέρω, η από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 του Π.Κ, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται καθόλου ή παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε μη υποβληθέντα ή απαράδεκτο προβληθέντα ισχυρισμό. Έτσι, αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτώς, εφόσον από τα ίδια τα πρακτικά προκύπτει, ότι έγινε και προφορική ανάπτυξη του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσης του. Διαφορετικά ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το Δικαστήριο, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτόν (Ολ. ΑΠ 2/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για την πράξη που προαναφέρθηκε στην πιο πάνω ποινή, και του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου του, ζήτησε να αναγνωριστεί στο πρόσωπο του και το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2ε του Π.Κ". Ειδικότερα, προς θεμελίωση της συνδρομής στο πρόσωπο του, της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως, ισχυρίσθηκε τα εξής: "ότι αν, παρά τα ανωτέρω, το δικαστήριο σας αχθεί σε κρίση περί ενοχής μου, πρέπει να αναγνωριστεί στο πρόσωπο μου, και το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2ε του Π.Κ, αφού από τη φερόμενη τέλεση της πράξεως μέχρι σήμερα δεν έχω απασχολήσει ποτέ τις αρχές και έχω συμπεριφερθεί". Με το πιο πάνω, όμως, περιεχόμενο, ο σχετικός ισχυρισμός του αναιρεσείουντος, ήταν απαράδεκτος και εντεύθεν απορριπτέος, προεχόντως, λόγω της πρόδηλης αοριστίας του, αφού δεν εκτίθενται καθόλου αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία να συνδέονται με συγκεκριμένα θετικά στοιχεία από μέρους του, και για τον οποίο το δικαστήριο που τον απέρριψε, δεν είχε υποχρέωση να διαλάβει περί τούτου οποιαδήποτε αιτιολογία. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού για τη συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως και ειδικότερα για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και, ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Β' του Κ.Π.Δ, λόγος αναιρέσεως της απόφασης είναι και η έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ.2 στοιχ. α του Κ.Π.Δ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ.7 του Ν. 1947/1991 και άρθρο 34 παρ.2 του Ν. 2172/1993, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα αποτελεί και εκείνο του κατηγορουμένου, όταν σύμφωνα με το άρθρο 353 του Κ.Π.Δ, υποβάλλει αίτημα κατά τη διάρκεια της δίκης, άμεσης κλήσεως και εμφανίσεως μάρτυρα στο ακροατήριο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, οι συνήγοροι του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, ζήτησαν να κληθεί και εξετασθεί ως μάρτυρας διαρκούσης της συνεδριάσεως, ο ... στο πρόσωπο του οποίου ο εξεταζόμενος στο ακροατήριο μάρτυρας κατηγορίας ... αναφέρθηκε. Το δικαστήριο, όμως, επιφυλάχθηκε και τελικά δεν απάντησε στο αίτημα αυτό του κατηγορουμένου. Από την παράλειψη όμως αυτή, δε δημιουργήθηκε οποιαδήποτε ακυρότητα της διαδικασίας, αφού, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος για την μερικότερη πράξη της υπεξαιρέσεως ποσού 6.262.734 δραχμών, που αποτελούσε το αντικείμενο εξετάσεως του μάρτυρα, και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το σχετικό αίτημα υποβλήθηκε κατά τρόπο απαράδεκτο, λόγω της προφανούς αοριστίας του, αφού έπρεπε να προσδιορίζεται το αντικείμενο της εξετάσεως του, ώστε το δικαστήριο, να κρίνει για την αναγκαιότητα της κλητεύσεως του μάρτυρα.
Συνεπώς ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενος τρίτος λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τέλος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο πέμπτος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνιστάμενη στο γεγονός ότι δε δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο, προκειμένου να τοποθετηθεί για τις τυχόν απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντα. Τούτο, γιατί από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, προκύπτει ότι μετά την πρόταση του εισαγγελέα επί της ενοχής ή μη δόθηκε ο λόγος στους συνηγόρους του κατηγορουμένου οι οποίοι, αφού ανέπτυξαν την υπεράσπιση του εντολέα τους, ζήτησαν την απαλλαγή του, άλλως το χαρακτηρισμό της πράξεως, όχι ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2α και 2ε του Π.Κ. Πέραν αυτών, δεν προκύπτει ότι στην άρνηση του διευθύνοντος, ο κατηγορούμενος προσέφυγε στο δικαστήριο, ώστε να του δοθεί ο λόγος. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα, άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Αγροτικού Συνεταιρισμού (άρθρα 176 και 183 του Κ.Πολ.Δικ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-4-2008 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμό 466/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Αγροτικού Συνεταιρισμού από πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Ιουλίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ