Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 239 / 2010    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση απλη.




Περίληψη:
Καταδίκη για απλή δυσφήμηση. Λόγοι αναίρεσης: 1) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας 2) Εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 367 ΠΚ. Απορρίπτονται λόγοι.




ΑΡΙΘΜΟΣ 239/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Κούκλη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Βιολέττα Κυτέα, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά - Εισηγήτρια και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Φέστα, περί αναιρέσεως της 1377/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., ο οποίος εμφανίστηκε στο ακροατήριο χωρίς δικηγόρο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Μαΐου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 786/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή με τη διάταξη του άρθρου 362 του ΠΚ ορίζεται ότι οποίος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του διαπράττει το έγκλημα της δυσφημήσεως. Ως γεγονός κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά αναφερόμενη στο παρελθόν ή παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και στην ευπρέπεια. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος που συνίσταται στη γνώση του δράστη ότι το γεγονός που διαδίδει ή ισχυρίζεται είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ενώπιον τρίτου ή να διαδώσει το βλαπτικό αυτό γεγονός. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ 1 και 2 του άρθρου 367 του ΠΚ, προκύπτει ότι αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων της εξυβρίσεως και της δυσφημήσεως, εκτός από άλλες περιπτώσεις και όταν η προσβλητική της τιμής και της υπόληψης άλλου εκδήλωση γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος του δράστη ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον με τον απαραίτητο όμως όρο ότι η εκδήλωση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο για τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος μέτρο, χωρίς τη χρήση του οποίου δεν θα ήταν δυνατή η προστασία τους με άλλο τρόπο και ότι ο δράστης κινήθηκε στην προσβλητική εκδήλωση αποκλειστικά προς το σκοπό αυτό.
Εξ άλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγηση τους και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς. Αυτοί δε είναι εκείνοι οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτή από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει, όπως και οι παραπάνω πλημμέλειες, τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση εκείνη λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της αποφάσεως, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που δίκασε σε δεύτερο βαθμό με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 1377/2009 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης που αλληλοσυμπληρώνονται, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος- Χ με την από 28/5/2003 μήνυσήη του που κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θηβών, στρεφόμενος μεταξύ άλλων προσώπων και κατά του νυν μηνυτή Ψ, ισχυρίσθηκε ότι ο τελευταίος, υπό την ιδιότητά του ως συνήγορος πολιτικής αγωγής της Ζ, ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θηβών κατά τη δικάσιμο της 20/5/2003, κατά την άσκηση των καθηκόντων του έκανε χρήση της από 14/10/2000 ψευδούς ιατρικής βεβαιώσεως, την οποία είχε εκδώσει ο ιατρός του Κέντρου Υγείας Σχηματαρίου ... (επίσης τότε εγκαλούμενος), αν και εγνώριζε ότι το εν λόγω πιστοποιητικό ήταν αναληθές. Επί πλέον ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε με την προαναφερόμενη μήνυσή του ότι ο πολιτικώς ενάγων Ψ, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά του κατά την ίδια δικάσιμο (20/5/2003) ισχυρίσθηκε ψευδώς ότι ο νυν κατηγορούμενος Χ δεν είχε δικό του τηλέφωνο και ότι έκοψε την τηλεφωνική σύνδεση της πελάτιδός του Ζ (θεία του κατηγορουμένου), μολονότι γνώριζε ότι το τηλέφωνο της τελευταίας ήταν ήδη κομμένο, και ότι με τους ισχυρισμούς αυτούς των ψευδών γεγονότων τον συκοφάντησε και εξαπάτησε το δικαστήριο, το οποίο με την υπ' αριθμ. 1981 και 1982/2003 απόφασή του κήρυξε τον κατηγορούμενο Χ ένοχο των πράξεων της όλως ελαφράς σωματικής βλάβης από πρόθεση και της εξυβρίσεως. Επίσης ο κατηγορούμενος Χ με την από 6/7/2003 συμπληρωματική μήνυση που κατέθεσε ομοίως ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θηβών, μεταξύ άλλων προσώπων και κατά του πολιτικώς ενάγοντος Ψ, ισχυρίσθηκε ότι αυτός ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θηβών κατά την ίδια ως άνω δικάσιμο της 20/5/2003, υπό την ιδιότητά του ως συνήγορος πολιτικής αγωγής " ...βλέποντας τα καταλυτικά στοιχεία που ξεσκεπαζόντουσαν, μεθόδεψε για να εξαπατήσει το δικαστήριο, έβαλε τη πρώτη μηνυομένη Ζ και κατάθεσε άλλη ψευδή περιγραφή". Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι η σχετική γνωμάτευση από 17/10/2000 στην οποία βεβαιώνεται ότι η Ζ εξετάσθηκε στις 14/10/2000 από τον αγροτικό ιατρό ... ήταν ψευδής ή πλαστή, αφού ο ιατρός αυτός ασκούσε τα καθήκοντά του στο Κέντρο Υγείας Σχηματαρίου. Πιθανόν δε από παράλειψη του ιατρού να μην περιελήφθη η σχετική εξέταση στα Μητρώα των ασθενών του ως άνω Κέντρου Υγείας. Τα ως άνω περιστατικά περί τραυματισμού της πελάτιδός του Ζ που ισχυρίσθηκε ο μηνυτής ως συνήγορος πολιτικής αγωγής κατά τη δικάσιμο της 20/5/2003 ενώπιον του Μονομελούς Πλημ/κείου Θηβών, τα εξέθεσε όπως του τα μετάφερε, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα του, η ανωτέρω εντολέας του, η οποία του παρέδωσε και τη σχετική ιατρική βεβαίωση, και σε εκτέλεση του υπηρεσιακού του καθήκοντος , σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων (άρθρα 39 παρ. 1, 45 παρ.1, 46 παρ. 1 και 47 παρ. 1 ΝΔ3026/1954), κατά τις οποίες ο δικηγόρος έχει υποχρέωση και καθήκον να φέρει εις πέρας κάθε ανατεθειμένη σ' αυτόν υπόθεση, χωρίς να είναι δυνατόν να αξιωθεί από αυτόν, να ελέγξει προηγουμένως την ακρίβεια των περιστατικών, τα οποία ιστορεί ο πελάτης ή τη γνησιότητα των εγγράφων που του προσκομίζουν. Μάλιστα οι δύο εγκλήσας του κατηγορουμένου (αρχική και συμπληρωματική) κατά το μέρος που στρέφονταν κατά του νυν μηνυτή Ψ, απορρίφθηκαν με την υπ' αριθ. 8/2004 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημ/κών Θηβών, ενώ εν συνεχεία απορρίφθηκε και η ασκηθείσα υπ' αριθμ. 1/17/3/2004 προσφυγή του τότε εγκαλούντος και νυν κατηγορουμένου Χ με την υπ' αριθμ. 216/2004 Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Με τις ίδιες διατάξεις απορρίφθηκαν οι ως άνω εγκλήσεις του νυν κατηγορουμένου κατά το μέρος που στρέφονταν αφ' ενός κατά του ιατρού ... για την φερόμενη ως ψευδή ιατρική βεβαίωση που εξέδωσε στις 14/10/2000, και αφ' ετέρου κατά της Ζ για χρήση της εν λόγω βεβαιώσεως, δεδομένου ότι είχε προηγηθεί το υπ' αριθμ. 30/2003 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Θηβών για τα πρόσωπα αυτά. Ο κατηγορούμενος πίστευε ότι τα ως άνω γεγονότα που ισχυρίσθηκε ήταν αληθή, καθόσον αυτός, κατόπιν Εισαγγελικής παραγγελίας, είχε λάβει από το Κέντρο Υγείας Σχηματαρίου την υπ' αριθμ. 61/20/1/2001 βεβαίωση στην οποία αναγραφόταν ότι σύμφωνα με τα τηρούμενα στοιχεία στα Μητρώα ασθενών του Κ.Υ., στην ημερομηνία 14/10/2000δεν είχε εξετασθεί ασθενής με το όνομα Ζ. Η ύπαρξη του εγγράφου αυτό ήταν ικανή να δημιουργήσει την πεποίθηση στον κατηγορούμενο ότι το ως άνω επίμαχο ιατρικό πιστοποιητικό που είχε προσκομίσει ο μηνυτής Ψ ενώπιον του Μονομελούς Πλημ/κείου Θηβών στις 20/5/2003 ήταν ψευδές. Ακόμη ο κατηγορούμενος πίστευε ότι ο ισχυρισμός του Ψ ότι αυτός (κατηγορούμενος) είχε κόψει το τηλέφωνο της Ζ ήταν ψευδής, αφού σε κανένα από τα προσκομισθέντα και αναγνωσθέντα έγγραφα του Ο.Τ.Ε δεν κατονομάζεται το πρόσωπο που είχε προβεί στην εν λόγω αποσύνδεση της τηλεφωνικής συνδέσεως, λαμβανομένου υπόψη και της έντονης αντιδικίας που είχε ανακύψει μεταξύ του κατηγορουμένου και της Ζ. Καίτοι όμως ο κατηγορούμενος τα όσα περιέλαβε στις δύο εγκλήσεις του είχε την πεποίθηση ότι ήταν αληθή, παρά ταύτα ισχυριζόμενος αυτά ενώπιον τρίτων προσώπων, ήτοι του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θηβών δικαστικών γραμματέων και υπαλλήλων, γνώριζε ότι ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή Ψ (τότε κατηγορουμένου), αφού εμπεριέχουν ονειδισμό και αμφισβήτηση της επαγγελματικής εντιμότητας του τελευταίου, ο οποίος φερόταν να μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των δικηγορικών του καθηκόντων και μάλιστα σε μία σχετικά μικρή επαρχιακή πόλη, όπου διαδίδονται εύκολα στο ευρύτερο κοινό, διαπράττοντας το αδίκημα της απλής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση και θα εκτεθεί στο διατακτικό, για το οποίο πρέπει να κηρυχθεί ένοχος. Ο ισχυρισμός του ότι τα όσα ανωτέρω περιέλαβε στην έγκληση του αποτελούσαν ενάσκηση νομίμου δικαιώματος του στη διαφύλαξη και προστασία του οποίου απέβλεπε, και συγκεκριμένα υπεράσπιση του για τη φραστική και δυσφημιστική επίθεση που δέχθηκε στο ακροατήριο κατά τη δικάσιμο της 20/5/2003 από τον εγκαλούντα Ψ, δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να περιορίσει τη μήνυση του στο συγκεκριμένο αυτό περιστατικό, χωρίς περαιτέρω επέκταση και στα παραπάνω αναφερθέντα, τα οποία δεν συνδέονταν με τις φραστικές επιθέσεις του νυν μηνυτή κατά του προσώπου του περί αναφορών και μηνύσεων κατά δικαστών με σκοπό την τρομοκράτηση τους, πράξη για την οποία ο μηνυτής Ψ καταδικάσθηκε τελεσίδικα με την υπ' αριθμ. 6037/2007 απόφαση αυτού του δικαστηρίου. Πρέπει συνεπώς να απορριφθεί ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ερειδόμενος στο άρθρο 367 του ΠΚ. Επίσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί απαραδέκτου της ασκηθείσας ποινικής διώξεως και κατά συνέπεια του κλητηρίου θεσπίσματος με το οποίο παραπέμφθηκε να δικαστεί για τις διωκόμενες πράξεις , λόγω αοριστίας, εκτός του ότι δεν προβάλλεται με ειδικό λόγο εφέσεως, και διότι η από 15/12/2003 έγκληση του Ψ κατά του κατηγορουμένου περιέχει τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως των αδικημάτων για τα οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη, αφού ο εγκαλών εκθέτει στη μήνυσή του τα συγκεκριμένα χωρία των από 28/5/2003 και 6/7/2003 μηνύσεων του κατηγορουμένου, όπως αυτός τα περιγράφει στις εγκλήσεις του ισχυριζόμενος επί πλέον ότι είναι ψευδή και συκοφαντικά, δυνάμενα τα περιστατικά αυτά να συμπληρωθούν και από την αποδεικτική διαδικασία.
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ,αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της απλής δυσφήμησης για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανα την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 362 του ΠΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, και την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών, ελλείπων ή αντιφατικών αιτιολογιών .Και έτσι η απόφαση δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα πλήρως αιτιολογείται ο δόλος του κατηγορουμένου με την παράθεση πραγματικών περιστατικών από τα οποία προκύπτει η γνώση του ότι τα γεγονότα που ισχυρίστηκε ήταν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή και τη θέληση του να ισχυρισθεί ενώπιον τρίτων τα βλαπτικά γεγονότα, καθώς επίσης πλήρως αιτιολογείται και η απόρριψη των προβληθέντων από αυτόν αυτοτελών ισχυρισμών περί εφαρμογής του άρθρου 367 του ΠΚ, την οποία το δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και δεν την εφάρμοσε στην κρινόμενη περίπτωση, και περί απαραδέκτου της ασκηθείσας ποινικής διώξεως.
Επομένως, οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 510 παρ. 1 Δ' του ΚΠΔ) και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων (άρθρο 510 παρ. 1 Ε' του ΚΠΔ.), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 18 Μαΐου 2009 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1377/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2010.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή