Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 628 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Εφέσεως απαράδεκτο.




Περίληψη:
Απορριπτική απόφαση εφέσεως ως εκπρόθεσμης, κληθέντος του κατηγορουμένου εγκύρως ως αγνώστου διαμονής. Αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, για παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και για υπέρβαση εξουσίας, διότι ο προβληθείς με την έκθεση εφέσεως λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ερευνήθηκε και αιτιολογημένα απορρίφθηκε.




ΑΡΙΘΜΟΣ 628/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βαλάση, περί αναιρέσεως της 33785/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Ιουλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1278/2009.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠοινΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η πιο πάνω προθεσμία είναι, επίσης, δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Κατά το άρθρο 273 παρ. 1 γ του ιδίου Κώδικα, ωσότου η καταδικαστική απόφαση γίνει αμετάκλητη και εκτελεστεί, κάθε έγγραφο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθώς και κάθε άλλο ποινικό δικόγραφο, επιδίδεται εγκύρως στον κατηγορούμενο, αν η επίδοση γίνει στη διεύθυνση της κατοικίας ή της διαμονής του που δηλώθηκε αρχικά, σύμφωνα με τα παραπάνω (παρ. 1 α), εκτός αν ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει μεταβολή της πριν από την επίδοση. Τέτοια δήλωση ως προς την μεταβολή της κατοικίας ή της διαμονής, μαζί με την ακριβή διεύθυνση, πρέπει να γίνεται εγγράφως στον εισαγγελέα που άσκησε την ποινική δίωξη ή, αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, στον εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί... ". Κατά το άρθρο 156 του ίδιου Κώδικα, αν το πρόσωπο στο οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση, απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και είναι άγνωστη η διαμονή του, η επίδοση γίνεται στο σύζυγό του ή, αν δεν υπάρχει σύζυγος, σε έναν από τους γονείς ή τους αδελφούς ή σε άλλους συγγενείς του, εξ αίματος ή αγχιστείας έως και του τρίτου βαθμού. Αν δεν βρεθεί κανείς από τους παραπάνω συγγενείς στον τόπο της κατοικίας του αποδέκτη της επιδόσεως, αυτή γίνεται στο δήμαρχο ή το δημοτικό υπάλληλο, που ορίζει ο δήμαρχος γι' αυτό το σκοπό, ο οποίος αναλαμβάνει την υποχρέωση να φροντίσει για την τοιχοκόλληση του εγγράφου που του επιδόθηκε σε ένα από τα δημοσιότερα σημεία και να στείλει βεβαίωση για την τοιχοκόλληση στην αρχή που παρήγγειλε την επίδοση. Η μη τήρηση των διατυπώσεων αυτών συνεπάγεται κατά το άρθρο 154 παρ. 2 ΚΠοινΔ την ακυρότητα της επιδόσεως. Κατά το άρθρο 161 ΚΠοινΔ για την επίδοση οφείλει ο επιδίδων να συντάσσει επί τόπου αποδεικτικό, στο οποίο, με ποινή ακυρότητας της επιδόσεως, σημειώνεται ακριβώς, εκτός άλλων στοιχείων, και το ονοματεπώνυμον εκείνου στον οποίο παραδόθηκε το έγγραφο, ο οποίος και υπογράφει το αποδεικτικό. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό μ' εκείνες των άρθρων 462 και 489 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι προϋπόθεση της απορρίψεως ως εκπρόθεσμης της εφέσεως του κατηγορουμένου εναντίον πρωτόδικης καταδικαστικής αποφάσεως, που απαγγέλθηκε απόντος τούτου, είναι η έγκυρη επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως σ' αυτόν και, στην περίπτωση που η επίδοση έγινε κατά τις διατάξεις του άρθρου 156 ΚΠοινΔ, απαιτείται να αναφέρεται στο αποδεικτικό επιδόσεως και το ονοματεπώνυμο του δημάρχου ή του απ' αυτόν διορισθέντος προς τούτο δημοτικού υπαλλήλου, στον οποίο παραδόθηκε η απόφαση. Διαφορετικά, αν τούτο παραλείπεται ή από το αποδεικτικό επιδόσεως προκύπτει αμφιβολία για το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε η απόφαση, η επίδοση είναι άκυρη και δεν αφετηριάζεται η προθεσμία της εφέσεως. Ως άγνωστης διαμονής θεωρείται, κατά τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 156 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη, για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και η Αστυνομική Αρχή. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται, εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 α του ΚΠοινΔ κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση, την αναφορά ή την έγκληση.
Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 474 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, εκείνος που ασκεί εκπρόθεσμα το ένδικο μέσο οφείλει να διαλάβει στη σχετική έκθεση λόγο ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων δεν άσκησε εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο ή ότι η επίδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι άκυρη για κάποιο συγκεκριμένο λόγο και, ακόμη, να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προκύπτουν. Αν δεν διαλαμβάνονται τα ανωτέρω στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου και ειδικότερα της εφέσεως, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο και συνεπώς απαράδεκτο. Αναπλήρωση των ανωτέρω με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται μεταγενέστερα και ειδικότερα, επί εφέσεως, κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο, είναι απαράδεκτη. Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επιδόσεως, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και ότι η επίδοση "ως αγνώστου διαμονής", έγινε χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος, είχε γνωστή διαμονή και τούτο ήταν γνωστό στην αρμόδια για την επίδοση Εισαγγελική Αρχή. Επίσης πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος ανωτέρας βίας, εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, στην έννοια όμως της οποίας (ανωτέρας βίας), δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επιδόσεως, ως αγνώστου διαμονής και εντεύθεν μη γνώσεως από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλούμενης αποφάσεως, γιατί στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος, μάχεται κατά του κύρους της επιδόσεως και δεν επικαλείται λόγο ανωτέρας βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης ασκήσεως της εφέσεώς του. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ, κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη επιτρέπεται αναίρεση, ο έλεγχος, όμως του Αρείου Πάγου στην περίπτωση αυτή περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως του Εφετείου για το απαράδεκτο.
Τέλος, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως που επιβάλλεται από το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ.3) και τον ΚΠοινΔ (άρθρο 139), απαιτείται και για την απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη. Τέτοια αιτιολογία υπάρχει όταν διαλαμβάνεται σ' αυτήν ο χρόνος επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως στον εκκαλούντα, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, ο χρόνος ασκήσεως της εφέσεως και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση της αποφάσεως στον εκκαλούντα (Ολ. ΑΠ 4/1995, 6 και 7/1994), χωρίς να απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός τούτου ή των κατά τα άρθρα 154, 156 και 161 ΚΠοινΔ στοιχείων εγκυρότητας της επιδόσεως, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επιδόσεως και αδυναμία εντεύθεν γνώσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως. Στην τελευταία περίπτωση, πρέπει, να διαλαμβάνεται στην απόφαση αιτιολογία και για την απορριπτική του λόγου αυτού κρίση του δικαστηρίου, άλλως ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 33785/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπως απ' αυτήν προκύπτει, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η με αριθμό εκθέσεως 8665/5-6-2008 έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, κατά της 120710/1998 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί ο κατηγορούμενος, ερήμην, σε ποινή φυλακίσεως 2 ετών και χρηματική ποινή 2.000.000 δραχμών, για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Από τη σχετική 8665/5-6-2008 έκθεση εφέσεως, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον 'Αρειο Πάγο, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο εκκαλών, φερόμενος στην έφεση, ως κάτοικος ... επί της οδού ..., προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς του, προέβαλε με αυτήν τα εξής: "ουδέποτε έλαβα γνώση της ποινικής δίωξης και της προσβαλλομένης αποφάσεως μέχρι και της 27-5-2008, οπότε και συνελήφθην προς εκτέλεσή της καθώς είχα αναζητηθεί στις ..., στην οδό..., όπου ήταν η έδρα της εταιρείας στην οποία συμμετείχα, που είχε πτωχεύσει το 1998 και μου επιδόθηκε η προσβαλλόμενη ως αγνώστου διαμονής, ενώ εγώ είχα γνωστή διαμονή στην οδό ...στην ..., γεγονός, που γνώριζε η Εισαγγελία Πλημ/κών Αθηνών, όπως προκύπτει και από άλλα κλητήρια θεσπίσματα, που μου είχε επιδώσει το ίδιο χρονικό διάστημα και συνεπώς η παραπάνω επίδοση είναι άκυρη . Επίσης η επίδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι άκυρη, καθώς από το αποδεικτικό επίδοσης του αρμοδίου υπαλλήλου φέρεται ότι αυτή παραδόθηκε στο Δήμαρχο ..., αυτός όμως δεν υπογράφει ότι την παρέλαβε, αντίθετα υπογράφει η υπάλληλος Υ1". Είχε δηλαδή προβάλει με την έφεσή του ακυρότητα της επιδόσεως, ως αγνώστου διαμονής και όχι λόγους ανωτέρας βίας, εξ αιτίας των οποίων απώλεσε την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως, στους οποίους δεν εμπίπτει, όπως αναφέρθηκε και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επιδόσεως, ως αγνώστου διαμονής και ως εκ τούτου η μη γνώση απ' αυτόν της εκκαλουμένης αποφάσεως. Δεν αναφέρει όμως στην έφεσή του, αν την φερόμενη αυτή, ως τελευταία γνωστή κατοικία του, είχε δηλώσει καθ' οιονδήποτε τρόπο και στην Εισαγγελική Αρχή Αθηνών που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Επικαλέστηκε, ειδικότερα, ακυρότητα της επιδόσεως, διότι η παραπάνω στην οδό ... διεύθυνση της κατοικίας του από το 1998, ήταν γνωστή κατά το χρόνο επιδόσεως στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, από άλλα κλητήρια θεσπίσματα που του είχε επιδώσει κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και περαιτέρω επικαλέστηκε ακυρότητα της επιδόσεως ως αγνώστου διαμονής και για το λόγο ότι στο αποδεικτικό επιδόσεως αναγράφεται ότι επιδόθηκε στο Δήμαρχο ..., χωρίς αυτός να υπογράφει το αποδεικτικό επιδόσεως, αλλά υπογράφει ως παραλαβούσα η υπάλληλος του Δήμου Υ1.
Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 33785/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, στην αιτιολογία της αναφέρονται κατά λέξη τα εξής: "Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος, που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο εκκαλών - κατηγορούμενος ο οποίος κατά τη σημερινή δικάσιμο θεωρείται παρών ως εκπροσωπούμενος από τον παραπάνω συνήγορο του, καταδικάστηκε ερήμην με την υπ' αριθμ. 120710/1998 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών σε φυλάκιση δύο (2) ετών και χρηματική ποινή 2.000.000 δραχμών, η οποία του κοινοποιήθηκε ως αγνώστου διαμονής την 21-3-2000 στην οδό ...στις ..., όπως προκύπτει από το από 21-3-2000 αναγνωσθέν αποδεικτικό επίδοσης του ..., Αρχιφύλακα που υπηρετούσε στο Α.Τ. .... Επί της αποφάσεως αυτής ο κατηγορούμενος άσκησε εκπρόθεσμα την υπ' αριθμ. 8665/5-6-2008 έφεση του, στην οποία δηλώνει ως διεύθυνση κατοικίας του την οδό ... και επιπλέον ότι δεν έλαβε γνώση της εκκαλουμένης αποφάσεως, καθόσον αυτός κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν ήταν αγνώστου διαμονής, καθόσον η εταιρεία, που έδρευε στην οδό ... στις ...., στην οποία συμμετείχε, είχε ήδη πτωχεύσει ήδη από το έτος 1998. Επιπρόσθετα δε ότι αυτός ήταν γνωστής διαμονής στην οδό ...στα ...επομένως η εν λόγω επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ήταν άκυρη. Επιπλέον δήλωσε ότι η παραπάνω διεύθυνση του ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, που του επέδιδε κλήσεις και κλητήρια θεσπίσματα. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Εισαγγελία Πλημ/κών Αθηνών δεν προέκυψε ότι γνώριζε την παραπάνω διεύθυνση του, αφού δεν προσκομίζονται εκ μέρους του σχετικές κλήσεις στην εν λόγω διεύθυνση κατά τον επίδικο χρόνο. Άλλωστε ο ίδιος κατά την ημερομηνία άσκησης της κρινόμενης έφεσης του (5-6-2008) δηλώνει ότι κατοικεί στην παραπάνω διεύθυνση (οδός ...), ενώ την ίδια ημερομηνία κατά την άσκηση ετέρων εφέσεων του δηλώνει ότι κατοικεί στην οδό ..., στην οποία είχε εγκατασταθεί στις αρχές του έτους 2000, όπως κατέθεσε η εξετασθείσα στο ακροατήριο μάρτυρας (θυγατέρα του). Περαιτέρω προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος παρότι είχε λάβει γνώση της προκειμένης υποθέσεως, αυτός δεν προέβη, όπως είχε υποχρέωση, στην γνωστοποίηση της νέας του διεύθυνσης στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών. Περαιτέρω από το προσκομιζόμενο από 21-3-2000 αποδεικτικό επίδοσης προκύπτει ότι αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως επιδόθηκε σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ήτοι στη Υ1, Προϊσταμένη του Τμήματος Δημοτ. Κατάστασης του Δήμου ..., η οποία και το παρέλαβε και ως εκ τούτου μπορεί να διαγνωσθεί στην προκειμένη περίπτωση ότι τηρήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 161 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. Κατά συνέπεια η παραπάνω επίδοση ήταν έγκυρη, απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Με βάση τα παραπάνω εκτεθέντα η μη απόδειξη από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία διαμονής του κατηγορουμένου κατά το χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης αποφάσεως στη παραπάνω διεύθυνση, γνωστής στην Εισαγγελία Πλημ/κών Αθηνών, δεν θεμελιώνει λόγο ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος σχετικά με την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως του. Κατά συνέπεια το δικαστήριο σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις πρέπει να απορρίψει την κρινόμενη έφεση ως απαράδεκτη λόγω του εκπροθέσμου της ασκήσεώς της".
Στην παραπάνω αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρεται τόσο η χρονολογία επιδόσεως, την 21-3-2000, της εκκαλουμένης 120710/1998 ερήμην καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το όργανο που ενήργησε την επίδοση και η χρονολογία ασκήσεως της εφέσεως, την 5-6-2008, δηλαδή μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας ασκήσεώς της. Η αιτιολογία αυτή της απορριπτικής της εφέσεως, ως απαράδεκτης, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, αποφάσεως, είναι η απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται σε αυτή όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν, ως αναγκαία για την πληρότητά της, εκτείνεται δηλαδή στην εγκυρότητα της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως και διαλαμβάνει το χρόνο της επιδόσεως, το αποδεικτικό από το οποίο αυτή προκύπτει και το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως. Επαρκώς αιτιολογείται, με αναφορά και στα αποδεικτικά μέσα που στηρίχθηκε το δικαστήριο, ότι η τελευταία γνωστή στις Αρχές διεύθυνση του κατηγορουμένου ήταν η οδός ..., όπου ήταν η έδρα της επιχειρήσεώς του, οπότε σύννομα, κατ'άρθρο 156 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, επιδόθηκε η καταδικαστική απόφαση ως άγνωστης διαμονής, με επίδοση στην αρμόδια υπάλληλο του οικείου Δήμου, σε, εκ του νόμου, προσπάθεια ενημερώσεώς του και η επίδοση αυτή δεν πάσχει από την έλλειψη αυτή ουδεμίας ακυρότητας. Εφόσον δε ο εκκαλών δεν προέβαλε με την έφεση ότι είχε καταστήσει γνωστή στην Εισαγγελική Αρχή των Αθηνών, που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως την επί της οδού ... διεύθυνση της κατοικίας του, ούτε αποδείχθηκε ότι τη διεύθυνση αυτή γνώριζε το 2000 που παρήγγειλε τη συγκεκριμένη επίδοση η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, όπως ισχυρίστηκε στην έφεσή του ο εκκαλών, έπεται ότι νομίμως αυτός αναζητήθηκε (χωρίς αποτέλεσμα) στη μόνη γνωστή στην Εισαγγελία αυτή διεύθυνση στις ..., ως τελευταία γνωστή κατοικία του και δεν υπεχρεούτο, η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, να ζητήσει πληροφορίες από άλλες Εισαγγελίες της Χώρας, το δε Εφετείο διέλαβε ειδική αιτιολογία, σε σχέση με το αν αυτός διέμενε ή όχι κατά τον κρίσιμο χρόνο (21-3-2000) στην παραπάνω διεύθυνση της οδού .... Επίσης, από το ανωτέρω από 21-3-2000 αποδεικτικό επιδόσεως της ερήμην πρωτόδικης αποφάσεως, προκύπτει ότι η απόφαση παραδόθηκε νομίμως "στην ορισμένη από το Δήμαρχο ...υπάλληλο", την Προϊσταμένη του Τμήματος Δημοτικής Κατάστασης Υ1, η οποία υπογράφει την παραλαβή και βεβαιώνει με δεύτερη υπογραφή της για την τοιχοκόλληση της αποφάσεως στο δημοσιότερο μέρος του πιο πάνω Δήμου και δεν προκύπτει αμφιβολία ότι αυτή ήταν ορισμένη από το Δήμαρχο ....για την παραλαβή δικογράφων, περί του σχετικού ως άνω προβληθέντος δευτέρου λόγου ακυρότητας του αποδεικτικού επιδόσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την ως παραπάνω απορριπτική αιτιολογία, δεχθείσα ότι είναι έγκυρη η επίδοση ως αγνώστου διαμονής , κατ'άρθρο 156 παρ.2 και 161 του ΚποινΔ, γιατί η επίδοση της πιο πάνω ερήμην αποφάσεως έγινε νομίμως στο Δήμο ...και παραδόθηκε στην ανωτέρω υπάλληλο αυτού.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, με όσα δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, συνεκτιμήσαν την κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρος και όλα τα προσκομισθέντα από τον εκκαλούντα και αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και με το να απορρίψει τους προβληθέντας λόγους ακυρότητας της επιδόσεως της πρωτόδικης αποφάσεως ως αβάσιμους και την έφεση ως εκπρόθεσμη, δεν παραβίασε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη, ούτε υπερέβη την εξουσία του και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τους από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Η του ΚΠοινΔ λόγους αναιρέσεως, είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.
Επομένως, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 67/24-7-2009 αίτηση του Χ1 περί αναιρέσεως της 33785/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Μαρτίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή