Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση, Ανώνυμη εταιρία.
Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για κακουργηματική υπεξαίρεση (διαχειριστής ξένης περιουσίας, ιδιαίτερα σημαντικό ποσό). Στοιχεία αδικήματος. Διαχρονικό δίκαιο. Επιεικέστερες διατάξεις. Επί ανώνυμης εταιρείας, η περιουσία αυτής ανήκει στο νομικό πρόσωπο, είναι ξένη έναντι των μετόχων, που έχουν τα εκ της μετοχής δικαιώματα, τα οποία δεν παρέχουν δικαίωμα διαθέσεως των εταιρικών πραγμάτων και η διάθεση αυτής γίνεται από τα αρμόδια όργανα. Επί της ιδιοκτησίας του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας, οι μέτοχοι αυτής δεν έχουν δικαίωμα κυριότητος. Λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή νόμου, λόγω ασαφειών και αντιφάσεων ως προς τίνος την εμπιστευμένη στον αναιρεσείοντα περιουσία ιδιοποιήθηκε ο αναιρεσείων και ως προς σε ποιόν γίνεται δεκτό ότι ανήκαν τα εκποιηθέντα ακίνητα το τίμημα των οποίων φέρεται ότι ιδιοποιήθηκε ο αναιρεσείων (στην ανώνυμη εταιρεία ή στο μόνο μέτοχο αυτής). Δέχεται αίτηση. Αναιρεί και παραπέμπει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1182/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 3 Απριλίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2084/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Με πολιτικώς ενάγον το κοινωφελές ίδρυμα με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Σ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ", που εδρεύει στην παραλία ..., κοινότητα ... και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 85/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 77/27.2.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ' αρθρ 485 & 1 ΚΠΔ την με αριθμ. 204/11-12-2008 αίτηση του Χ, κάτοικος ..., ... για αναίρεση του με αριθμ. 2084/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών , με το οποίο απορρίφθηκε στην ουσία της η με αριθμ. 297/2007 έφεση του κατά του με αριθμ. 1389/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με ποσό που υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ από διαχειριστή ξένης περιουσίας κατ' εξακολούθηση και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρ. 484 & 1 δ και β, ΚΠΔ).
Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρεται στην αίτηση στο ότι: Στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν αναφέρονται συγκεκριμένα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά καθώς και αποδείξεις από τις οποίες να θεμελιώνεται ότι υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ενοχής του, όπως επίσης δεν εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των αντικειμένων τα οποία εκποιήθηκαν, όπως επίσης δεν εκτίθενται το αν το εισπραχθέν αντίτιμο των πωληθέντων αντικειμένων εισήχθη στο ταμείο της ΑΒΕΕ ''Ε.Σ Σταματίου ΑΒΕΕ'' όπως επίσης δεν αναφέρεται ποιός εισέπραξε το τίμημα όπως και αν γνώριζε ότι οι μετοχές που πουλήθηκαν ανήκαν στον εντολέα εργοδότη του Χ2 ή στον εγκαλούν Ίδρυμα όπως επίσης δεν αναφέρεται και αν αυτός είχε συγκεκριμένη ωφέλεια αφού ενεργούσε σαν μισθωτός υπάλληλος του Χ2. και ότι εσφαλμένα ερμηνεύτηκαν και εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 375 & 2 ΠΚ λόγω του ότι ο αναιρεσείων ενήργησε με ειδική πληρεξουσιότητα της εταιρείας (δεν προσδιορίζει, αλλά εννοεί την ''Ε.Σ Σταματίου ΑΒΕΕ'') και όχι με εντολή του εγκαλούντος Ιδρύματος ώστε να συντρέχει περίπτωση κατάχρηση εμπιστοσύνης του Ιδρύματος αυτού, ότι δεν προκύπτει ότι συνέπραξε κατά την κατάρτιση του με αριθμ. ... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Γλέζου με το οποίο πουλήθηκε ένα εκ των αναφερομένων στην κατηγορία ακινήτων αξίας 80.000.000 κατά την εκτίμηση της αρμόδιας ότι δύο από τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται είναι κάτω των 15.000 και ως εκ τούτου έχουν πλημμεληματικό χαρακτήρα και ότι και αν ακόμη λογιστεί ότι τελέστηκε η πράξη της υπεξαίρεσης η πράξη αυτή στρέφεται κατά της παραπάνω ανώνυμης εταιρείας έστω και αν το εγκαλούν 'Ιδρυμα θεωρηθεί αποκλειστικός μέτοχος της εταιρείας αυτής και όχι κατ' αυτού και ως εκ τούτου το εγκαλούν Ίδρυμα δεν νομιμοποιείται στην άσκηση της μήνυσης αυτής. Κατά το άρθρο 375 παρ.1 και 2 του Π.Κ., όπως η παρ.2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.9 του επιεικέστερου νόμου 2408/1991 όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο, ολικό ή εν μέρει, κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερης μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί αυτό παράνομα καθ' ον χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του και έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Η κακουργηματική μορφή της υπεξαίρεσης προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα, μεγάλης αξίας και επί πλέον ότι συντρέχει μία από τις ειδικά και περιοριστικά πλέον προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστοσύνης, όπως είναι του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Πρέπει δηλαδή το ιδιοποιούμενο πράγμα, όπως είναι χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα , έπιπλα να τα έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ακριβώς της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας. Κατά την έννοια της τελευταίας διατάξεως, για να έχει ο δράστης την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας πρέπει να ενεργεί διαχείριση αυτής, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα και την εξουσία αυτή μπορεί να την έλκει είτε από το νόμο είτε από σύμβαση , και τέτοια ιδιότητα έχουν και οι εκκαθαριστές ανωνύμων εταιρειών χωρίς να εξετάζεται πόθεν ο ορισμός τους ως εκκαθαριστών (ΑΠ 1253/2000, ΑΠ 1078/1994, ΑΠ 1586/1992, ΑΠ 473/1983, ΑΠ 1389/1984).
Εξ ετέρου έλλειψη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σε παραπεμπτικό βούλευμα υπάρχει , όταν δεν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου όπως επίσης και οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, όπως και εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και εκ πλαγίου παράβαση υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ Ολ. 2/2002, ΑΠ 814/2000, ΑΠ 1167/2000, ΑΠ 854/2004, ΑΠ 1504/2004, ΑΠ 1984/2004) Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα παρακάτω: Με την με αριθμ. ... συμβολαιογραφική πράξη του συμβολαιογράφου Κων/νου Λιακάκου ο ΑΑ συνέστησε Κοινωφελές Ίδρυμα με τον τίτλο '' Ίδρυμα Ευάγγελος Σ. Σταματίου με έδρα τον ... και σκοπό την ίδρυση γηροκομείου προς περίθαλψη οικονομικώς αδυνάτων ατόμων κατά προτίμηση καταγομένων από την ιδιαίτερη πατρίδα του ιδρυτή, το ... . Μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων τα οποία ο ιδρυτής προσέφερε για την επιτυχία των σκοπών του ήταν οι 38.000 μετοχές του στην '' Ε.Σ Σταμματίου ΑΒΕΕ της οποίας ήταν ιδρυτής και αποκλειστικός μέτοχος. Στην συνέχεια δε με την με ημερομηνία 25-9-1997 τελευταία ιδιόγραφη διαθήκη του την οποία συμπλήρωσε με την με ημερομηνία 1-10-1997 ιδιόγραφη διαθήκη και με την τελευταία με ημερομηνία 4-10-1997 τοιούτη και οι οποίες δημοσιεύτηκαν νόμιμα ο παραπάνω ιδρυτής εγκατέστησε αποκλειστικό κληρονόμο του το παραπάνω ίδρυμα καταλείποντας στα παιδιά του και στην ΒΒ συγκεκριμένα ακίνητα προς κάλυψη προφανώς τής νόμιμης μοίρας. Με τον τρόπο αυτό στο εγκαλούν ίδρυμα περιήλθαν οι παραπάνω μετοχές και τα περιουσιακά στοιχεία της παραπάνω ανώνυμης εταιρείας της οποίας αποκλειστικός μέτοχος ήταν ο παραπάνω διαθέτης και τα οποία ήταν μιά πολυώροφη οικοδομή 618 τ.μ στην ..., ένα οικόπεδο στην περιοχή ..., ένα διαμέρισμα στην οδό ... στην ... και ένα διαμέρισμα στην ... και ... . Ο αναιρεσείων μαζί με τον συγκατηγορούμενο του Χ2 ενεργούντες από κοινού ως εκκαθαριστές της λυθείσας εταιρείας ''Ε Σταματίου ΑΒΕΕ'' προέβησαν στην πώληση των περιουσιακών αυτών στοιχείων χωρίς την συγκατάθεση του εγκαλούντος Ιδρύματος και εισέπραξαν το τίμημα τους το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 92.000.000 δραχμ. για την πολυώροφη οικοδομή στην ..., το ποσό των 80.000.000 δραχμ. από το οικόπεδο στην ..., το ποσό των 3.000.736 δρχ. από το διαμέρισμα στην ... και το ποσό των 3.340.000 δρχ. από το διαμέρισμα της οδού ... και τα οποία ποσά δεν απέδωσαν στο εγκαλούν Ίδρυμα στο οποίο ανήκαν αφού ήταν προϊόν εκκαθάρισης της εταιρείας ''Ευάγγελος Σ Σταματίου ΑΒΕΕ'' η οποία είχε περιέλθει σε αυτό κατά τον παραπάνω τρόπο και εντεύθεν στο εγκαλούν 'Ιδρυμα το οποίο ήταν όπως αναφέρεται παραπάνω ήταν ο μοναδικός μέτοχος ως διάδοχος του αποβιώσαντος ΑΑ. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε την κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς λογικά κενά ή αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία στηρίζουν την κρίση του για την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων προς παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους κατέληξε στην παραπεμπτική του κρίση του για την παράβαση των άρθρων 375 & 2 ΠΚ τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, απορριπτομένων των περί αντιθέτου αιτιάσεων του αναιρεσείοντα γιατί το προσβαλλόμενο έλαβε υπό όψη το όλα εκείνα τα απαραίτητα στοιχεία για την δικαιολόγηση της παραπεμπτικής του κρίσης ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 375 όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 2408/96 λαμβάνοντας υπ'όψη του το συνολικό ποσό δεδομένου ότι η δραστηριότητα των κατηγορουμένων απέβλεπε στην υπεξαίρεση του συνόλου της περιουσία της εταιρείας ''Ευάγγελος Σ Σταματίου ΑΒΕΕ'' της οποίας ήταν εκκαθαριστές και όχι μεμονωμένα επί μέρους στοιχεία της περιουσίας της απορριπτομένων επίσης και των αναφερομένων περί του ότι αφού η υπεξαίρεση στρεφόταν κατά της περιουσίας της εταιρείας ''Ευάγγελος Σ Σταματίου ΑΒΕΕ'' το εγκαλούν 'Ιδρυμα στερείται του δικαιώματος της καταμήνυσης της πράξης αυτής και τούτο γιατί η ποινική καταδίωξη για την πράξη για την οποία κατηγορήθηκαν και παραπέμφθηκαν οι κατηγορούμενοι διώκεται αυτεπάγγελτα.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω:
Να απορριφθεί η με αριθμ. 204/11-12-2008 αίτηση του Χ1, κάτοικος ..., ... για αναίρεση του με αριθμ. 2084/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της αναιρεσείουσας.
Αθήνα την 5-2-2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ιωάννης Χρυσός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη 204/11-12-2008 αίτηση του Χ1, κατοίκου ..., για αναίρεση του 2084/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η 297/2007 έφεσή του κατά του 1389/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών μαζί με τον συγκατηγορουμενό του Χ2, για να δικαστούν ως υπαίτιοι της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας εμπιστευμένου σ' αυτούς, ως διαχειριστών ξένης περιουσίας, κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση (αρ. 26§1α, 27, 45, 98 ΠΚ, 375§2α-1 ως αντικ. με αρ. 1§9 Ν.2408/96), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
ΙΙ. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 του ΠΚ (όπως ίσχυαν πριν από τις κατωτέρω τροποποιήσεις), διαπράττει υπεξαίρεση, όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, κακουργηματική δε, αν η πράξη ενέχει κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδίως όταν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης, ή λόγω της ιδιότητάς του ως επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996, προκειμένου για την κακουργηματική υπεξαίρεση, απαλείφεται μεν η γενική ρήτρα της καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, αλλά η ενδεικτική απαρίθμηση τέτοιων περιπτώσεων γίνεται περιοριστική και προστίθεται ως επιπλέον προϋπόθεση η ιδιαίτερα μεγάλη αξία του υπεξαιρεθέντος. Με το άρθρο 14 παρ. 3α και 3β του ν. 2721/1999, διατηρούνται οι παραπάνω ρυθμίσεις του ν. 2408/96, γίνεται επιπλέον κακουργηματική ή υπεξαίρεση αντικειμένων συνολικής αξίας μεγαλύτερης των 25.000.000 δρχ., χωρίς άλλο όρο και προστίθεται στο υπάρχον κακούργημα, ως επιβαρυντική, η περίπτωση που το συνολικό αντικείμενό της υπερβαίνει τα 25.000.000 δρχ.
Συνεπώς, προκειμένου για υπεξαίρεση που τελέστηκε πριν από τους δύο τελευταίους τροποποιητικούς νόμους, από τον διαχειριστή ξένης περιουσίας, η νεότερη διάταξη του ν. 2408/96 είναι επιεικέστερη από την αρχική, και την τελευταία με τον ν. 2721/99 ρύθμιση, και πρέπει να εφαρμοσθεί, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ και για πράξεις που τελέσθηκαν πριν από αυτούς ως ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο. Περαιτέρω, από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 375 ΠΚ προκύπτει ότι για την αντικειμενική θεμελίωση της υπεξαιρέσεως απαιτείται το κινητό πράγμα, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο αυτής, να τελεί υπό ξένη, αναφορικά με τον δράστη κυριότητα και να περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, επιπλέον δε να εκδηλώθηκε ενέργεια, που να δηλώνει τη βούληση του υπαιτίου να ενσωματώσει, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στην περιουσία του το ανωτέρω κινητό, εξουσιάζοντας καθολικώς αυτό, αποκλειστικά χάριν δικών του σκοπών, σαν να ήταν ο κύριος. Επί ανώνυμης δε εταιρείας, η περιουσία αυτής ανήκει στο νομικό πρόσωπο, είναι ξένη έναντι των μετόχων, που έχουν τα εκ της μετοχής δικαιώματα, τα οποία δεν παρέχουν δικαίωμα διαθέσεως των εταιρικών πραγμάτων, και η διάθεση αυτής γίνεται από τα αρμόδια όργανα, κατά τους ορισμούς του νόμου, ώστε η ιδιοποίηση κινητού πράγματος της ανώνυμης εταιρείας από μέτοχο, που ενδεχομένως κατέχει και το σύνολο σχεδόν των μετοχών συνιστά, αν συντρέχουν και οι λοιποί όροι, υπεξαίρεση, ήτοι έγκλημα, κατά της ιδιοκτησίας του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας, επί της οποίας οι μέτοχοι αυτής δεν έχουν δικαίωμα κυριότητος. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ., εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται, ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 2084/2008 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με δικές του σκέψεις, δέχθηκε ανελέγκτως ότι, από τα αποδειχθέντα μέσα τα οποία μνημονεύει και αξιολογεί, προέκυψαν τα ακόλουθα: "... Στην υπό κρίση περίπτωση η ποινική ως άνω αναπτυχθείσα δίωξη κατά των κατηγορουμένων ασκήθηκε κατόπιν υποβολής της από 30.6.2005 μήνυσης του Κοινωφελούς Ιδρύματος με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Σ.ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ" που εδρεύει στην παραλία ..., κοινότητας ... με έδρα των γραφείων επί της ... αρ. ... στην ... νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. ΓΓ, Δικηγόρο. Όσον αφορά την ίδρυση του ως άνω ιδρύματος, προέκυψε ότι με το από 27-1-1998 Προεδρικό διάταγμα που δημοσιεύθηκε στο υπ' αρ. 104 φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της 12.2.1998 (τεύχος Β'), εγκρίθηκε η σύσταση του, η οποία έγινε από τον ΑΑ (ήδη αποβιώσαντα πατέρα του α' κατηγορουμένου Χ2) με την υπ' αρ. ... πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Λιακάκου, τροποποιήθηκε με τις υπ' αρ. ..., ... πράξεις της Συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίας θυγ. Θεοδώρου Γιαλαμπρινού και κυρώθηκε ο οργανισμός του. Το εν λόγω ίδρυμα συστήθηκε και απέκτησε νομική προσωπικότητα μετά θάνατο του ιδρυτή του ΑΑ (επισυμβάντα στις 18-12-1997) με τη δημοσίευση του ανωτέρω Προεδρικού διατάγματος, πλην όμως κατά νόμο ως προς την ταχθείσα υπέρ αυτού περιουσία λογίζεται υφιστάμενο κατά τον χρόνο θανάτου του ιδρυτή. Σχετικώς λοιπόν με την καταληφθείσα υπέρ αυτού του ιδρύματος περιουσία, και γενικότερα τις συνθήκες σύστασης του προέκυψε ότι: Με την ... συμβολαιογραφική πράξη, που προαναφέρθηκε, συνεστήθη το πολιτικώς ενάγον στην ένδικη υπόθεση Κοινωφελές ίδρυμα με επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Σ.ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ" και έδρα τους ... . Σκοπός του ιδρύματος είναι η ίδρυση Γηροκομείου, όπου θα περιθάλπονται οικονομικώς αδύνατα άτομα τρίτης ηλικίας με προτίμηση άτομα από την ιδιαίτερη πατρίδα του θανόντος, το ..., από το καταστατικό δε ίδρυσης του καθορίσθηκαν οι πόροι του, τα μέλη του Δ.Σ., προς και μετά θάνατο αυτού (του ιδρυτή) η συστατική αυτή πράξη τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις ... και ... πράξεις της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αναστασίας Κούρου και την ... της Συμβολαιογράφου Γεωργίας Γιαλαμπρινού. Μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων, που κατά τις προαναφερόμενες πράξεις περιέρχονται στο εγκαλούν ίδρυμα, είναι 38.000 μετοχές που ανήκαν στην εταιρεία "Ε. Σ. Σταματίου ΑΕ" της οποίας αποκλειστικός μέτοχος ήταν ο ιδρυτής του ιδρύματος ΑΑ. Στις 25-9-1997 ο ιδρυτής του ιδρύματος ΑΑ συνέταξε την από 25-9-1997 ιδιόγραφη διαθήκη, σύμφωνα με την οποία ανακαλεί κάθε προηγούμενη και μεταξύ άλλων εγκαθιστά γενικό κληρονόμο του το ίδρυμα. Αυτή την ιδιόγραφη διαθήκη συμπληρώνει με νεότερη της στις 1-10-1997 όπου απλώς καθορίζει την τύχη της περιουσίας του ιδρύματος σε περίπτωση που το τελευταίο διαλυθεί. Οι δύο αυτές διαθήκες με αίτηση του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Λιακάκου δημοσιεύθηκαν νομίμως. Αυτών των διαθηκών ακολουθεί η από 4-10-1997 νομίμως δημοσιευθείσα επίσης ιδιόγραφη διαθήκη του ΑΑ με την οποία ο διαθέτης εγκαθιστά κληρονόμου του το ίδρυμα επί πάσης κινητής και ακινήτου περιουσίας του καταλίποντας στα τέκνα του Χ2 και ΔΔ συγκεκριμένα ακίνητα (οικόπεδα), αιτιολογώντας την βούληση του αυτή (για λόγους αναγόμενους σε επίδειξη ορισμένων συμπεριφορών από πλευράς των τέκνων του) και καθορίζοντας λεπτομέρειες ως προς την δομή του Δ.Σ. του ιδρύματος. Τέλος συντάσσεται από την Συμβολαιογράφο Αθηνών Γεωργία Γιαλαμπρινού και δημοσιεύεται νόμιμα στις 20-3-1998 ή από 20-11-1997 δημόσια διαθήκη του ίδιου διαθέτη σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας για λόγους αχαριστίας των τέκνων του προς το πρόσωπο του, αφήνει στην ΒΒ (συμβία του κατά τα τελευταία έτη της ζωής του) δύο οικόπεδα που με την προηγούμενη αυτής διαθήκη κατέλιπε στα τέκνα του ΔΔ και Χ2. Από τις διατάξεις όλων των προαναφερομένων συστατικών του ιδρύματος πράξεων και των διαθηκών που ακολούθησαν, προκύπτει αναμφίβολα ότι περιουσία του ιδρύματος αποτελούσαν πλέον οι 38.000 μετοχές της εταιρίας "Ε.Σ.Σταματίου Ανώνυμος Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρία" που ανήκαν στον ιδρυτή ΑΑ αποκλειστικό μέτοχο αυτής της εταιρίας οι περί μεταβιβάσεως δε αυτών των τίτλων ισχυρισμοί των κατηγορουμένων κατά τμήματα προς τα τέκνα του ΔΔ και Χ2 (α' κατηγορούμενο) κρίνονται αναπόδεικτοι, θεμελιούμενοι επί ανασφαλών κατά την κρίση του παρόντος Συμβουλίου αποδεικτικών στοιχείων. Περαιτέρω προέκυψε ότι τα περιουσιακά στοιχεία της ως άνω εταιρίας ήτοι: α) μία πολυόροφη οικοδομή 618 τ.μ. στην ... στην συμβολή των οδών ... αρ. ... και ... αντικειμενικής αξίας 92.000.000 δρχ. β) ένα οικόπεδο 667 τ.μ. στην περιοχή ... επί των οδών ... και ..., αξίας άνω των 80.000.000 δρχ. γ) ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας στην οδό ... αρ. ... της ..., αντικειμενικής αξίας 3.800.736 δρχ. και δ) ένα διαμέρισμα-κατάστημα κείμενο επί των οδών ... αρ. ... και ... αρ. ... της ... αντικειμενικής αξίας 3.340.000 δρχ., οι δύο κατηγορούμενοι Χ2 και Χ1 από κοινού ενεργώντας ως εκκαθαριστές της ήδη λυθείσας εταιρίας Ε. Σταματίου ΑΒΕΕ, προέβησαν σε πώληση αυτών, χωρίς την συναίνεση του πολιτικώς ενάγοντος ιδρύματος, στην κυριότητα του οποίου είχαν περιέλθει αυτά κατά τον ως άνω εκτεθέντα τρόπο, και παράνομη ιδιοποίηση του εισπραχθέντος εκ της πωλήσεως τους τιμήματος, ωφελούμενοι ούτω παρανόμως κατά το ποσό της συνολικής αξίας αυτών επ' αντιστοιχώ ζημία του εγκαλούντος Κοινωφελούς ιδρύματος. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι σχετικά με το κύρος της σύστασης του εν λόγω ιδρύματος και ομοίως των διαθηκών που προαναφέρθηκαν, από αστικής πλευράς, κατόπιν σχετικών αγωγών των τέκνων του θανόντος ιδρυτού του ιδρύματος, εκδόθηκαν και προσκομίσθηκαν κατά το στάδιο της αυτοπρόσωπης εμφάνισης των διαδίκων στο παρόν Συμβούλιο οι υπ' αρ. 3858/2007 και 4016/2007 οριστικές αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες ουδόλως δεσμεύουν την κρίση του Συμβουλίου και δύνανται ελευθέρως να συνεκτιμηθούν μετά των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων. Εν πάσει λοιπόν περιπτώσει και από τις διατάξεις αυτών δεν θίγεται το ιδιοκτησιακό καθεστώς του ιδρύματος επί των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας "Ε.Σταματίου ΑΕΒΕ", καθ' όσον δέχονται ως ισχυρά την από 25-9-1997 (εκ των προαναφερομένων) ιδιόγραφη διαθήκη δια της οποίας το εγκαλούν κοινωφελές ίδρυμα καθίσταται "γενικός κληρονόμος" του ΑΑ. Τέλος δεν κρίνεται αναγκαίο να αναβληθεί η έκδοση βουλεύματος ή ανασταλεί η ποινική δίωξη κατ' αρ. 60, 61 ΚΠΔ αντιστοίχως, ενόψει της υπάρξεως των εκκρεμών αστικών δικών που συνδέονται με την υπό κρίση υπόθεση, όπερ αιτούνται οι κατηγορούμενοι δια των ενδίκων εφέσεων και σχετικών υπομνημάτων τους επ' αυτών, αφ' ενός, διότι οι κρίσεις των αστικών αυτών υποθέσεων δεν δεσμεύουν την κρίση του ποινικού δικαστηρίου (συμβουλίου) εν προκειμένου και παραλλήλως το Συμβούλιο κρίνει επαρκή τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας για την αξιολόγηση της κατηγορίας που βαρύνει τους κατηγορούμενους. Κατόπιν αυτών, αφού προέκυψαν επαρκείς αποχρώσες ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων για να στηριχθεί δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία για την τέλεση της αξιόποινης πράξης που τους αποδίδεται, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές οι ένδικες εφέσεις και να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμες. ...". Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου αναιρεσείοντος και του συγκατηγορουμένου του Χ2 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν ως υπαίτιοι της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας εμπιστευμένου σ' αυτούς, ως διαχειριστών ξένης περιουσίας, κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση (αρ. 26§1α, 27, 45, 98 ΠΚ, 375§2α-1 ως αντικ.με αρ. 1§9 Ν.2408/96). Ειδικότερα παρέπεμψε αυτούς για να δικασθούν, κατά τα διατασσόμενα στο επικυρωθέν πρωτόδικο βούλευμα, ως υπαίτιοι του ότι στην .., κατά του ότι στην ..., κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1998 έως και 22-12-2000, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ιδιοποιήθηκαν παράνομα και από κοινού κινητά πράγματα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που τους είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητας ων ως διαχειριστών ξένης περιουσίας. Ειδικότερα στον ως άνω τόπο και χρονικό διάστημα ενεργώντας από κοινού προέβησαν στην ρευστοποίηση-πώληση των κατωτέρω τεσσάρων (4) ακινήτων, που ανήκαν κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ευάγγελος Σταματίου ΑΒΕΕ" και ιδιοποιήθηκαν από κοινού, παρανόμως και για δικό τους όφελος, το συνολικό τίμημα της αξίας των ενδίκων ακινήτων, βλάπτοντας κατά τον τρόπο αυτό το εγκαλούν κοινωφελές ίδρυμα με την επωνυμία "Ίδρυμα Ευάγγελος Σταματίου", το οποίο είχε συστήσει ο ΑΑ, δυνάμει της με αριθμό ... συμβολαιογραφικής πράξης του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Λιακάκου και είχε εγκριθεί με το από 27-1-1998 Π.Δ. (ΦΕΚ 104/12-2-1998/τεύχος 2°), στο οποίο (εγκαλούν ίδρυμα) είχε εισφερθεί, μεταξύ άλλων περιουσιακών στοιχείων, από τον προαναφερόμενο ιδρυτή το σύνολο των 38.000 ανωνύμων μετοχών, ονομαστικής αξίας 500 δραχμών εκάστης, της προαναφερομένης εταιρείας - ιδιοκτήτριας των ενδίκων ακινήτων. Πλέον συγκεκριμένα, ενεργώντας από κοινού την 10η-2-2000, ως εκκαθαριστές της ήδη λυθείσας, με την από 20-1-1994 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της, ανωνύμου εταιρείας "Ευάγγελος Σταματίου ΑΒΕΕ" προέβησαν στην ρευστοποίηση των στο σκεπτικό και το διατακτικό περιγραφομένων τεσσάρων ακινήτων, κατακρατώντας, άνευ νομίμου δικαιώματος, ολοσχερώς το τίμημα της αξίας αυτών, ήτοι προέβησαν στη ρευστοποίηση των ακινήτων αυτών, αντί αντικειμενικής αξίας 92.000.000, 80.000.000, 3.800. 736 και 3.340.000 δραχμών. Τα ως άνω δε χρηματικά ποσά ενσωμάτωσαν στην περιουσία τους παράνομα, χωρίς την συναίνεση του εγκαλούντος ιδρύματος.
IV. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, ενώ ο κατηγορούμενος αναιρεσείων παραπέμπεται για το ότι αυτός μαζί με τον συγκατηγορούμενό του για να δικασθούν "ως υπαίτιοι της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας εμπιστευμένου σ' αυτούς, ως διαχειριστών ξένης περιουσίας, κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση" και ειδικότερα για το ότι "από κοινού προέβησαν στην ρευστοποίηση - πώληση των τεσσάρων (4) ακινήτων, που ανήκαν κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ευάγγελος Σταματίου ΑΒΕΕ" και ιδιοποιήθηκαν από κοινού, παρανόμως και για δικό τους όφελος, το συνολικό τίμημα της αξίας των ενδίκων ακινήτων, βλάπτοντας κατά τον τρόπο αυτό το εγκαλούν κοινωφελές ίδρυμα με την επωνυμία "Ίδρυμα Ευάγγελος Σ. Σταματίου", και ότι τα πιο πάνω χρηματικά ποσά "ενσωμάτωσαν στην περιουσία τους παράνομα, χωρίς την συναίνεση του εγκαλούντος ιδρύματος", στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος αναφέρεται ότι "οι δύο κατηγορούμενοι Χ2 και Χ1 από κοινού ενεργώντας ως εκκαθαριστές της ήδη λυθείσας εταιρίας Ε.Σταματίου ΑΒΕΕ, προέβησαν σε πώληση αυτών, χωρίς την συναίνεση του πολιτικώς ενάγοντος ιδρύματος, στην κυριότητα του οποίου είχαν περιέλθει αυτά κατά τον ως άνω εκτεθέντα τρόπο, και παράνομη ιδιοποίηση του εισπραχθέντος εκ της πωλήσεως τους τιμήματος, ωφελούμενοι ούτω παρανόμως κατά το ποσό της συνολικής αξίας αυτών επ' αντιστοίχω ζημία του εγκαλούντος Κοινωφελούς ιδρύματος". Εξαιτίας της πιο πάνω αντίφασης δεν καθίσταται σαφές αν το Συμβούλιο Εφετών δέχεται ότι τα αναφερόμενα στο βούλευμα ακίνητα ανήκαν στην κυριότητα της υπό εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης εταιρίας, ή στην κυριότητα του συσταθέντος ιδρύματος, και με δεδομένο ότι ο αναιρεσείων παραπέμπεται για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας εμπιστευμένου σ' αυτόν, ως διαχειριστού ξένης περιουσίας, δεν καθίσταται σαφές, τίνος την εμπιστευμένη σε αυτόν περιουσία αυτός διαχειριζόταν κατά τις γενόμενες εκποιήσεις των πιο πάνω ακινήτων (δηλαδή της εταιρείας ή του ιδρύματος). Έτσι, ενώ αυτός παραπέμπεται, κατά αναφερόμενα στο διατακτικό του επικυρωθέντος πρωτοδίκου βουλεύματος, διότι προέβη στην ρευστοποίηση-πώληση των ακινήτων, "που ανήκαν κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα στην ανώνυμη εταιρεία", εντούτοις δεν αναφέρεται ότι ιδιοποιήθηκε το προϊόν της εκποιήσεως χωρίς την συναίνεση της ιδιοκτήτριας εταιρίας, αλλά, αιτιολογείται το παράνομο της ιδιοποιήσεως αυτής, με την μη επαρκή αιτιολογία ότι ο αναιρεσείων έπραξε τούτο, "χωρίς την συναίνεση του εγκαλούντος ιδρύματος". Ετι περαιτέρω, στο σκεπτικό του βουλεύματος ρητώς αναφέρεται, σε αντίθεση με τα προαναφερθέντα, ότι ο αναιρεσείων προέβη στην πώληση των ακινήτων χωρίς την συναίνεση του πολιτικώς ενάγοντος ιδρύματος, "στην κυριότητα του οποίου είχαν περιέλθει αυτά κατά τον ως άνω εκτεθέντα τρόπο". Τα πραγματικά όμως περιστατικά που εκτίθεται στο σκεπτικό του βουλεύματος, δεν αιτιολογούν την παραδοχή ότι τα ακίνητα αυτά ανήκον στην κυριότητα του ιδρύματος, αφού, σύμφωνα με την σκέψη που αναπτύχθηκε πιο πάνω (παρ. ΙΙ), δεν ανήκουν στην κυριότητα του μετόχου της ανώνυμης εταιρείας τα περιουσιακά αυτής στοιχεία, έστω και αν αυτός είναι ο μοναδικός μέτοχος. Έτσι, και με τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος παραδοχές δεν αιτιολογείται η παραδοχή του βουλεύματος ότι αυτός ιδιοποιήθηκε το τίμημα των γενομένων πωλήσεων εκ του ότι έπραξε τούτο χωρίς την συναίνεση του εγκαλούντος ιδρύματος. Επίσης δεν διευκρινίζεται, αν ο κατηγορούμενος παραπέμπεται, για κακουργηματική υπεξαίρεση, κατ'εξακολούθηση μόνο κατά την παράγραφο 2 εδ.α του άρθρου 375 του ΠΚ, ή, για τις πράξεις που τελέστηκαν μετά την ισχύ του ν. 2721/99, και κατά το εδ. β της ίδιας διατάξεως (δηλαδή με την επιβαρυντική περίσταση λόγω του ότι το συνολικό αντικείμενο της πράξης υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ). Με τα δεδομένα αυτά, οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, με την έννοια της εκ πλαγίου παραβάσεως της διατάξεως του άρθρου 375 του Π.Κ. που καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο του δικαστηρίου για την ορθή εφαρμογή του νόμου, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί.
V.- Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο συμβούλιο που το εξέδωσε, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.). To Δικαστήριο δεν δύναται να αποφανθεί, κατ' αρθ. 469 ΚΠΔ, ως προς το επεκτατικό αποτέλεσμα της αναίρεσης ως προς τον πιο πάνω αναφερόμενο συγκατηγορούμενο (συναυτουργό) του αναιρεσείοντος, Χ2, καθόσον δεν προκύπτει από τη δικογραφία, αν αυτός έχει ασκήσει, ή όχι, αναίρεση κατά του κριθέντος βουλεύματος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθμ. 2084/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους οι οποίοι δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ