Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1783 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ποινή, Αναίρεση μερική, Βιασμός, Αποπλάνηση ανηλίκου, Προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας.




Περίληψη:
Επάρκεια αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως για βιασμό κατ’ εξακολούθηση, αποπλάνηση και προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας. Έλλειψη αιτιολογίας ως προς τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 § 2α ΠΚ. Αναιρεί εν μέρει. Παραπέμπει. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.





Αριθμός 1783/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Χαράλαμπο Παπαηλιού, ορισθέντα με την υπ' αριθμό 54/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στις Φυλακές Τρίπολης, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσοβόλα, περί αναιρέσεως της 387, 388, 414, 426, 427/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσες τις 1) Ψ1 και 2) Ψ2, που δεν παρέστησαν. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 431/08.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως είναι και η έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 στοιχ. α' του ΚΠΔ, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του ζήτησαν ν' ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους αρνήθηκε ή παρέλειψε ν' αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 333 παρ. 2 του ΚΠΔ υποβάλλει αίτημα για την κατ' αντιπαράσταση εξέταση μαρτύρων. Εξάλλου η παράλειψη της κατ' αντιπαράσταση εξέτασης μαρτύρων από το διευθύνοντα τη συζήτηση δεν συνιστά απόλυτη ακυρότητα κατ' αρθρ. 171 παρ. 1δ' του ΚΠΔ, αλλά παρέχει στον κατηγορούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 335 παρ. 2 του ΚΠΔ, δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο προς άσκηση τούτου, σε περίπτωση δε άρνησης απόφασης ή παρά το νόμο απόρριψης του σχετικού αιτήματος του κατηγορουμένου, υφίσταται έλλειψη ακρόασης και δημιουργείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης στα οποία έχει ενσωματωθεί η προσβαλλομένη απόφαση, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων δεν υπέβαλε κατά το στάδιο της αποδεικτικής διαδικασίας αίτημα για την κατ' αντιπαράσταση εξέταση των μαρτύρων Γ1, Ψ2 και Γ2 αλλά απλώς πρόταση για την κατ' αντιπαράσταση εξέταση των ανωτέρω μαρτύρων έκανε η Εισαγγελέας της έδρας και ο συνήγορος του κατηγορουμένου δήλωσε ότι δεν έχει καμία αντίρρηση προς τούτο και ως εκ τούτου το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα σε μη υποβληθέν αίτημα ούτε εντεύθεν συνέτρεξε περίπτωση ελλείψεως ακροάσεως. Ακόμη και αν ήθελε εκτιμηθεί ότι ο ίδιος ο αναιρεσείων υπέβαλε αίτημα για κατ' αντιπαράσταση εξέταση των ως άνω μαρτύρων ενόψει του ότι περαιτέρω δεν επικαλείται ότι μετά την παράλειψη του Προέδρου να εξετάσει κατ'αντιπαράστση τους ως άνω μάρτυρας, προσέφυγε στο δικαστήριο και αυτό παρέλειψε να αποφασίσει ή απέρριψε το αίτημα της κατ' αντιπαράσταση εξέτασης των άνω μαρτύρων και πάλι στην περίπτωση αυτή δεν συνέτρεξε έλλειψη ακρόασης.
Συνεπώς οι αντίθετοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' και Δ' του ΚΠΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως για σχετική ακυρότητα που συνέβη στο ακροατήριο γιατί το εκδόσαν την προσβαλλομένην απόφαση δικαστήριο παρέλειψε ν' αποφανθεί επί του αιτήματος του αναιρεσείοντος για κατ' αντιπαράσταση εξέταση των ως άνω μαρτύρων και για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αιτήματος αυτού είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος, οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, κατά την διάταξη του άρθρου 329 παρ.1 εδ. α' του Κ.Π.Δ., η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της αποφάσεως, γίνεται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια, και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 330 παρ.1 του ιδίου κώδικα, αν η δημοσιότητα της συνεδρίασης είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή συντρέχουν ειδικοί λόγοι να προστατευθεί ο ιδιωτικός ή οικογενειακός βίος των διαδίκων, ιδίως αν η δημοσιότητα σε δίκη εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής έχει ως συνέπεια την ιδιαίτερη ψυχική ταλαιπωρία ή το διασυρμό του θύματος και μάλιστα ανηλίκου, το δικαστήριο διατάσσει τη διεξαγωγή της δίκης ή ενός μέρους της χωρίς δημοσιότητα . Με το τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι καίτοι το δικαστήριο διέταξε τη διεξαγωγή του συνόλου της δίκης κεκλεισμένων των θυρών, εν τούτοις η προσβαλλομένη απόφαση απαγγέλθηκε δημόσια. Όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, το δικαστήριο διέταξε μόνο την διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας κεκλεισμένων των θυρών ,όχι δε και την απαγγελία της αποφάσεως .Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ' τρίτος λόγος αναίρεσης που υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία εξώγαμη ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξης τιμωρείται με κάθειρξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτούνται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, σε εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως" που συντρέχει όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέλησή του, υποβάλλεται σε εξώγαμη συνουσία ή σε επιχείρηση ή ανοχή ασελγούς πράξεως και β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου ή με σωματική βία που είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί χωρίς τη θέληση του σαρκική συνάφεια ή να επιχειρήσει ή ανεχθεί ασελγή πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει με καθένα από τους παραπάνω τρόπους ή και με τους δύο, δηλαδή και τη χρήση σωματικής βίας και με απειλή κατά τα προεκτεθέντα. Ως ασελγής πράξη νοείται εκείνη που αντικειμενικώς προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικώς δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας και διακρίνεται από τη συνουσία που είναι η συνένωση των γεννητικών μορίων. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των άνω στοιχείων του εγκλήματος του βιασμού, δηλαδή στη βούληση του δράστη όπως με σωματική βία ή με απειλή ή και με τις δύο μαζί εξαναγκάσει άλλον σε εξώγαμη συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο "άλλος" δεν συναινεί στη συνουσία ή την ασελγή πράξη. Περαιτέρω από την διάταξη του άρθρου 339 παρ. Ι ΠΚ που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς από οποιαδήποτε άποψη πράξεως με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Με την έννοια αυτή έχει κριθεί ότι αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, ο εναγκαλισμός και η καταφίληση στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφ' όσον κατατείνουν στην διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Υποκειμενικούς απαιτείται δόλος άμεσος ή ενδεχόμενος και πρέπει να καταλαμβάνει όλα τα στοιχεία και ιδίως γνώση της ηλικίας του παθόντος δηλ. θεμελιώνεται ενδεχόμενος δόλος αν ο δράστης αμφιβάλλει και αδιαφορεί συνάμα περί της ηλικίας του παθόντος. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ1 αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δενέχει σημασία. Όταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη (ως στιγμιαίος εναγκαλισμός και ασπασμός) αλλά είναι μια πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατέτεινε στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη της παθούσας τότε δεν συντρέχει προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 ΠΚ. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 337 παρ. 1 του Π.Κ. όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή. Από τη διάταξη αυτή, που περιλαμβάνεται στο δέκατο ένατο κεφάλαιο του Ποινικού κώδικα με τον τίτλο "εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής", προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές κατά τρόπο βάναυσο της αξιοπρέπειας του άλλου στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής του. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, "οι ασελγείς χειρονομίες" είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις που δεν φθάνουν στο σημείο της "ασελγούς πράξεως", αλλά πάντως τελούνται με σωματική επαφή, όπως λ.χ. ψαύσεις, ή θωπείες στο στήθος, στους μηρούς κ.λ.π. της παθούσας. Οι "προτάσεις" μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες και πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή. Για την στοιχειοθέτηση δε της υποκειμενικής υποστάσεως του ως άνω εγκλήματος απαιτείται δόλος, συνιστάμενος στη γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως .
Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδους τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης με αριθμ. 387,388,414,426,427/2007 αποφάσεως τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν κατά πιστή μεταφορά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ1 έχει γεννηθεί το έτος 1958 είναι οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου και σύζυγος της αδελφής της μητέρας των παθουσών και πολιτικώς εναγουσών και μάρτυρος Γ3 . Η οικογένεια του κατηγορουμένου αποτελείται από τον ίδιο, την σύζυγό του και μάρτυρα υπεράσπισης Γ1 και τα δύο άρρενα τέκνα του Γα και Γβ που γεννήθηκαν στις 1/11/1989 και 15/9/1987, αντίστοιχα (βλ. ...... Πιστοποιητικό Οικογενειακής Δημάρχου Κύμης), και εξετάσθηκαν επίσης ως μάρτυρες υπεράσπισης. Η οικογένεια της Γ3, αποτελείται από την ίδια τον σύζυγό της Γ2 συνάδελφο του κατηγορουμένου και τα δύο θήλεα τέκνα τους παθούσες και πολιτικώς ενάγουσες, Ψ2 και Ψ1, που γεννήθηκαν σης 27-1-1988 και 18-10-1989, αντίστοιχα. Οι δύο οικογένειες διέμεναν στην ίδια περιοχή των ....., τα παιδιά που είναι συνομήλικα, φοιτούσαν στο αυτό σχολείο και μέχρι την αποκάλυψη, των κατωτέρω γεγονότων και της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου διατηρούσαν πολύ στενές κοινωνικές σχέσεις, αντάλλασσαν συχνά επισκέψεις και πολλές φορές, κυρίως τις Κυριακές, συνέτρωγαν μαζί, ιδίως μεσημβρινές ώρες, στο σπίτι της οικογένειας του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος δεν διαφοροποιούσε τα παιδιά του από τα παιδιά του σύγγαμβρού του (παθούσες), οι οποίες ουδόλως τον ξεχώριζαν από τον πατέρα τους. Έπαιζαν μαζί του, όταν τους δινόταν η ευκαιρία, ξάπλωναν μαζί του σε ώρες μεσημβρινής ανάπαυσης, όπως και τα δικά του παιδιά και γενικά είχε αναπτυχθεί μεταξύ του κατηγορούμενου και των παθουσών μεγάλη οικειότητα, στο πλαίσιο της οποίας ο κατηγορούμενος μπορούσε να πλησιάσει σωματικώς τις παθούσες χωρίς αυτές να αντιδράσουν ή να τον παρεξηγήσουν. Στενές σχέσεις είχαν αναπτυχθεί και μεταξύ των δύο οικογενειών, στο πλαίσιο των οποίων, πέραν της ανταλλαγής επισκέψεων των κοινών γευμάτων, κάθε έτος επί μερικές μέρες οι γονείς των παθουσών και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα οι ίδιες έκαναν τις θερμές τους διακοπές στο εξοχική κατοικία της οικογένειας του κατηγορουμένου στην ...... Ευβοίας, τόπο καταγωγής του κατηγορουμένου. Επίσης στο πλαίσιο των στενών αυτών σχέσεων οι οποίες ξεπερνούσαν εκείνες και μεταξύ ακόμη συγγενών, η σύζυγος του κατηγορουμένου φρόντισε τις παθούσες όπως και τα παιδιά της, τις βοηθούσε στα μαθήματά τους, διότι η μητέρα τους εργαζόταν και δεν είχε πολύ ελεύθερο χρόνο. Τις σχέσεις αυτές με τις ανήλικες ανεψιές του εκμεταλλεύθηκε ο κατηγορούμενος για να διενεργήσει σε βάρος τους τις ακόλουθες ασελγείς πράξεις, κατά την ανωτέρω έννοια, ορισμένες από τις οποίες, κατά τις κατωτέρω διακρίσεις, τις επιχείρησε, κατά την πλειοψηφίσασα γνώμη του Δικαστηρίου, με την άσκηση σωματικής βίας, με την οποία εξανάγκασε τα ανήλικα θύματά του να ανεχθούν αυτές, για άλλες δε, κατά την πλειοψηφίσασα γνώμη του Δικαστηρίου, δεν χρησιμοποίησε βία και τέλος ορισμένες απ αυτές, κατά την πλειοψηφίσασα γνώμη του Δικαστηρίου, δεν φέρουν τον χαρακτήρα ασελγών πράξεων, αλλ εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 337 παρ.1, όπως αυτή αναλύθηκε στη μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, ως προς μεν την παθούσα Ψ2, που αποτέλεσε πρώτη αντικείμενο των σεξουαλικών ορέξεων του κατηγορουμένου, κατά μη προσδιορισθείσα επακριβώς ημερομηνία περί τις αρχές του μηνός Δεκεμβρίου 2001, ημέρα Κυριακή, οι δύο οικογένειες βρισκόντουσαν στην οικία του κατηγορουμένου, προκειμένου να συμφάγουν. Μετά το φαγητό και ενώ είχαν αποχωρήσει οι γονείς των ανηλίκων και αυτές παρέμειναν στο σπίτι για να παίξουν με τα εξαδέλφια τους, ο κατηγορούμενος πήγε να ξαπλώσει για να ξεκουραστεί και κάλεσε, όπως είχε γίνει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, πολλές φορές στο παρελθόν, τις δύο ανήλικες να ξαπλώσουν μαζί του, οι οποίες και ξάπλωσαν στο κρεβάτι εκατέρωθεν αυτού, η Ψ2 δεξιά και η Ψ1 αριστερά του. Ξαφνικά ο κατηγορούμενος άρχισε, χωρίς να γίνει αντιληπτός από την Ψ1, διότι προφανώς ήταν στραμμένη προς την άλλη πλευρά, να χαϊδεύει στο στήθος πάνω από την μπλούζα την Ψ2, ενώ ταυτόχρονα πήρε το αριστερό χέρι της και το έβαλε πάνω από τον παντελόνι του επάνω στα γεννητικά του όργανα, όταν δε η ανήλικη αντέδρασε και επιχείρησε να απομακρύνει το χέρι της αυτός το κράτησε με την υπέρτερη δύναμη του σε επαφή με τα γεννητικά του, όργανα. Η σεξουαλική επίθεση του κατηγορουμένου σταμάτησε στο σημείο, εκείνο, διότι η σύζυγός του κάλεσε τις ανήλικες για να φύγουν. Η Ψ2 δεν ανέφερε το περιστατικό στους γονείς της διότι της δημιουργήθηκε η εσφαλμένη εντύπωση ότι ο κατηγορούμενος τα έκανε αυτά ενώ κοιμόταν και ενδεχομένως να νόμιζε ότι δίπλα του ήταν η γυναίκα του και επιπλέον δεν επιθυμούσε να διαταραχθούν οι πολύ καλές σχέσεις των δύο οικογενειών. Μετά 15 ημέρες περί τα τέλη του μηνός Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, ημέρα Κυριακή ο κατηγορούμενος επανέλαβε ακριβώς τα ίδια σε βάρος της Ψ2 στην κρεβατοκάμαρά του και αυτή τη φορά, ενώ οι δύο οικογένειες είχαν συμφάγει και αυτός είχε αποσυρθεί και πάλι για να αναπαυθεί κάλεσε δε την Ψ2 και το γιο του Γα να ξαπλώσουν μαζί, όπως και έγινε και στα δεξιά του ξάπλωσε η Ψ2 και αριστερά του ο γιος του, ο οποίος δεν αντιλήφθηκε τα όσα επιχειρούσε, με ήσυχες, αλλά αποφασιστικές κινήσεις ο πατέρας του σε βάρος της εξαδέλφης του, διότι ήταν σκεπασμένοι. Η Ψ2 τότε για να τον αποφύγει γύρισε πλάγια, πλην όμως γύρισε και ο κατηγορούμενος την κράτησε σφιχτά επάνω του και για να διεγείρει και ικανοποιήσει την γενετήσια επιθυμία του, έτριψε πάνω από τα ρούχα τους τα γεννητικά του όργανα στον πρωκτό της, όταν όμως μπήκε στο δωμάτιο ο πατέρας της για να την καλέσει να φύγουν. Ό κατηγορούμενος ανέκοψε την σεξουαλική του επίθεση, η οποία βέβαια και δεν έγινε αντιληπτή από τον πατέρα της, που δεν μπορούσε να φαντασθεί ποτέ ότι ο κατηγορούμενος θα προέβαινε σε μια τέτοια πράξη σε βάρος της ανήλικης κόρης του και ανεψιάς του ιδίου. Η Ψ2 αυτή τη φορά σοκαρίστηκε πάρα πολύ, διότι υπέστη μη αναμενόμενη, όλως προσβλητική, γι αυτήν σεξουαλική επίθεση από έναν άνθρωπο που τον θεωρούσε ως πατέρα της. Παρόλα αυτά όμως και την οργή που την κατέλαβε, φοβήθηκε μήπως η αποκάλυψη της σε βάρος της ως άνω σεξουαλικής επιθέσεως του θείου της θα αποτελούσε την αιτία δημιουργίας προβλημάτων στις σχέσεις των δύο οικογενειών και θα οδηγούσε σε διάρρηξή τους, για την οποία, όπως νόμιζε, θα θεωρούταν υπεύθυνη και έτσι δεν αποκάλυψε ούτε στη μητέρα της ούτε πολύ περισσότερο στη θεία της, (για τον πατέρα της δεν γινόταν λόγος διότι φοβήθηκε βιαία αντίδρασή του με πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα) τα όσα είχε επιχειρήσει κατά τα άνω σε βάρος της ο κατηγορούμενος, πίστευε δε ότι ο θείος της με την μη αποκάλυψη, θα είχε την ευχέρεια να συναισθανθεί το μέγεθος του ατοπήματός του, να μετανοήσει και να μη επαναλάβει στο μέλλον παρόμοια συμπεριφορά και οι σχέσεις τους να επανέλθουν στην προηγούμενη ως άνω κατάσταση, κάτι το οποίο ενδόμυχα ευχόταν και επιθυμούσε, και το όλο συμβάν θα αποτελούσε μία δυσάρεστη παρένθεση στις πολύ καλές κατά τα άλλα μέχρι τότε σχέσεις των δύο οικογενειών, αλλά και της ιδίας με τον κατηγορούμενο. Οι ελπίδες της όμως διαψεύσθηκαν γιατί μετά ένα περίπου μήνα και δη περί τα τέλη του μηνός Ιανουαρίου 2002, ενώ βρισκόταν οι δύο οικογένειες στο σπίτι των γονέων της Ψ2, στο πλαίσιο ανταλλαγής επισκέψεων, όπως λέχθηκε, αφού είχαν γευματίσει ο κατηγορούμενος με το πρόσχημα ότι δήθεν ήθελε να ξαπλώσει κάλεσε την Ψ2 να του ετοιμάσει το κρεβάτι στο δωμάτιο της, οπού βρισκόταν και ο γιος του Γα. Όταν έγινε αυτό και αφού της είπε να κλείσει το παραθυρόφυλλο και στη συνέχεια, κατόπιν προτροπής του ιδίου και του εξαδέλφου της να πάει κοντά τους, ξάπλωσε δίπλα τους και δη στα δεξιά του κατηγορουμένου, ο οποίος, επωφεληθείς του ότι ο γιος του είχε το κεφάλι στραμμένο από την άλλη πλευρά, πήρε πάλι το χέρι της ανήλικης και το τοποθέτησε πάνω στα γεννητικά του όργανα πάνω από το παντελόνι του, όπου και επέμενε να το κρατά με την χρήση σωματικής βίας, διότι η Ψ2 αντέδρασε αμέσως και επιχείρησε ανεπιτυχώς να το τραβήξει. Η σεξουαλική όμως επίθεση δεν συνεχίσθηκε και αυτή τη φορά, διότι ο γιος του κατηγορουμένου έστρεψε το κεφάλι του προς την πλευρά τους και φοβούμενος μήπως γίνει αντιληπτός σταμάτησε. Η ανήλικη και πάλι δεν απεκάλυψε στους γονείς της τα όσα είχαν συμβεί, για τους αυτούς ως άνω λόγους, από τότε όμως άρχισε να αποφεύγει τον κατηγορούμενο και ουδέποτε βρέθηκε μαζί του, έστω και με την παρουσία των εξαδέλφων της. Η σιωπή της αυτή όμως, εξαιτίας της οποίας οι σχέσεις των δύο οικογενειών, οι ανταλλαγές επισκέψεων, τα κοινά γεύματα, οι ολιγοήμερες κοινές διακοπές στην οικία του κατηγορουμένου στην ..... Ευβοίας και η παρέα των παιδιών συνεχίσθηκαν, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, αντί να δώσει την ευκαιρία στον κατηγορούμενο να συναισθανθεί το μέγεθος την σοβαρότητα της εγκληματικής συμπεριφοράς του και των πολύ δυσμενών επιπτώσεων που είχε στον ψυχικό κόσμο της ανήλικης, αλλά και στην εν γένει μελλοντική πορεία της στην εκπαίδευσή της στις σχέσεις της με τους συμμαθητές της, τους συνομηλίκούς της και φυσικά να αποτραπεί από παρόμοιες συμπεριφορές, τον αποθράσυνε, με αποτέλεσμα να επιχειρήσει παρόμοιες πράξεις και πλέον σοβαρές σε βάρος της άλλης ανήλικης ανεψιάς του Ψ1, που, όπως λέχθηκε, ήταν μικρότερη της Ψ2. Συγκεκριμένα, κατά μη εξακριβωθείσα ημέρα περί τα τέλη του μηνός Ιουνίου του 2002 οι δύο οικογένειες βρισκόντουσαν στο σπίτι του κατηγορουμένου προκειμένου να συμφάγουν. Μέχρι να ετοιμασθεί το φαγητό από τις δύο αδελφές ο κατηγορούμενος ξάπλωσε στο υπνοδωμάτιό του με την Ψ1 και τον γιο του. Όταν ο γιος του αποκοιμήθηκε αυτός άρχισε να θωπεύει την ανήλικη αρχικά πάνω από την μπλούζα της και στη συνέχεια κάτω απ αυτήν όπως και το γεννητικό της όργανο κάτω από το εσώρουχο της. Αυτή, αιφνιδιασθείσα από την μη αναμενόμενη εν λόγω ενέργεια του κατηγορουμένου, αντέδρασε, αλλά για να μη δημιουργήσει περαιτέρω ζήτημα, ευρισκομένη στα δεξιά του κατηγορουμένου, γύρισε στο δεξιό πλευρό, προκειμένου αν αποφύγει τις θωπείες στα ανωτέρω σημεία του σώματος της. Ο κατηγορούμενος όμως γύρισε και αυτός στο ίδιο πλευρό, βρέθηκε πίσω της και αφού αθόρυβα κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο της ανήλικης, έθεσε το εν στύσει πέος του μεταξύ των γλουτών της άρχισε να το προστρίβει στην περιπρωκτική χώρα και το πίεσε στον σφιγκτήρα του πρωκτού, πράγμα το οποίο προκάλεσε μετρίας εντάσεως πόνο, για τον οποίο καταθέτει η ανήλικη, χωρίς βέβαια να εισέλθει εντός αυτού και να παραβιάσει τον σφιγκτήρα. Και ναι μεν η παθούσα καταθέτει για μερική είσοδο του πέους εντός του πρωκτού, πλην όμως, λόγω της απειρίας της, έχει εσφαλμένη αντίληψη του τι της συνέβη, διότι, ενόψει της μικράς ηλικίας της, της ηλικίας του κατηγορουμένου, αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, όπως καταθέτει και ο μάρτυρας υπερασπίσεως ......, καθηγητής ιατροδικαστικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, εκθέτει δε και στην αναγνωσθείσα ιατρική γνωμοδότησή του, πέραν του ότι ο πόνος θα ήταν πολύ ισχυρός και δεν θα μπορούσε η παθούσα να παραμείνει σιωπηλή, θα είχε επέλθει ρήξη του δακτυλίου και αλλοιώσεις και κακώσεις στο βλεννογόνο του πρωκτού και οι ουλές θα ήσαν μόνιμες στο σημείο εκείνο και θα τις επισήμανε ο ιατροδικαστής ....., ο οποίος, κατόπιν παραγγελίας του Α.Τ., στο οποίο, κατά τα κατωτέρω καταγγέλθηκαν τα συμβάντα μετά αρκετό χρονικό διάστημα, όπως θα λεχθεί, στις 10-4-2003 εξέτασε την ανήλικη, δεν παρατήρησε αλλοιώσεις στον πρωκτό και την περιπρωκτική χώρα, όπως αναφέρει στην .... έκθεσή του, η οποία επίσης αναγνώσθηκε. Άλλωστε η ανήλικη καταθέτει ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος την κρατούσε σφικτά για να μη φύγει και με τις υπέρτερες δυνάμεις του την ακινητοποίησε, σταμάτησε τις ασελγείς αυτές πράξεις, λόγω του ότι η σύζυγός του τους κάλεσε από την ευρισκομένη δίπλα σχεδόν στο δωμάτιο κουζίνα για να φάνε και όλοι μαζί μετά απ αυτό πήγανε στην τραπεζαρία και γευμάτισαν, πράγμα το οποίο δεν θα μπορούσε να κάνει η ανήλικη αν είχε ταλαιπωρηθεί από μια τέτοια βίαιη και τραυματική του ευαίσθητου εκείνου σημείου του σώματός της ενέργεια, η οποία όπως αναφέρεται στην ανωτέρω ιατροδικαστική γνωμοδότηση, απαιτούσε για την επούλωσή της 15-20 μέρες. Δεν υπήρξε λοιπόν παρά φύση ασέλγεια, αλλά η ανήλικη με την χρήση σωματικής βίας εξαναγκάσθηκε να ανεχθεί την ανωτέρω ασελγή πράξη. Η ανήλικη, όπως και η αδελφή της και για τους αυτούς όπως και εκείνη λόγους, δεν αποκάλυψε στους γονείς της την βίαιη και βάναυση εν λόγω σεξουαλική κακοποίηση, που απετέλεσε γι αυτήν, λόγω της μικρής ηλικίας της, του στενού συγγενικού δεσμού με τον δράστη, μεγάλη τραυματική εμπειρία, η οποία την σημάδεψε στην μετέπειτα ζωή της και επηρέασε δυσμενώς την εκπαίδευσή της και τις σχέσεις της με τους συμμαθητές της και τους συνομηλίκους της. Η μη αποκάλυψη όμως του συμβάντος στην οικογένειά της αντί να συνετίσει τον κατηγορούμενο, όπως συνέβη και με την προηγηθείσα, κατά τα άνω, περίπτωση της Ψ2, τον αποθράσυνε. Συγκεκριμένα το θέρος του ίδιου έτους η ανήλικη με την αδελφή της και τους γονείς της βρισκόντουσαν στο εξοχικό σπίτι του κατηγορουμένου για να περάσουν εκεί μερικές μέρες διακοπών. Σε μη εξακριβωθείσα ημερομηνία του χρονικού διαστήματος των διακοπών της εορτής της Παναγίας (14-18 Αυγούστου), κατά τις βράδυνες ώρες, είχαν ξαπλώσει στον έμπροσθεν της κατοικίας χώρο, που είχε διαμορφωθεί σε βεράντα, σε δύο πτυσσόμενα κρεβάτια, τα οποία χρησιμοποιούσαν για να κοιμούνται έξω λόγω της ζέστης, ο κατηγορούμενος η ανήλικη και ο γιος του Γα για να κοιμηθούν. Η ανήλικη ήταν ξαπλωμένη στο ένα κρεβάτι και στο άλλο ο κατηγορούμενος με τον γιο του, κατόπιν προτροπής του τελευταίου άλλαξαν θέση και η ανήλικη ξάπλωσε δίπλα στον κατηγορούμενο. Στην εύλογη ερώτηση γιατί δέχθηκε να κοιμηθεί στο ίδιο κρεβάτι με τον κατηγορούμενο, ενόψει των όσων κατά τα ανωτέρω είχαν προηγηθεί σε βάρος της, προσήκει η απάντηση, την οποία και η ίδια έδωσε, ότι λόγω του νεαρού της ηλικίας της του φόβου από τον οποίου κατεχόταν έναντι του κατηγορουμένου θείου της, τον οποίο και θεωρούσε ικανό να κάνει κακό και στους γονείς της όπως ο ίδιος της είχε δηλώσει, δεν αρνήθηκε, πιστεύοντας βέβαια ότι ο κατηγορούμενος θα είχε συνετισθεί και δεν θα επαναλάμβανε τα ίδια, αλλ αντιθέτως θα επωφελούταν από την μη αποκάλυψη της προηγούμενης κατά τα άνω ασελγούς πράξεως του. Γρήγορα όμως ο κατηγορούμενος την διέψευσε, διότι μόλις ο γιος του αποκοιμήθηκε, χρησιμοποιώντας τις υπέρτερες δυνάμεις του, για να διεγείρει και ικανοποιήσει την γενετήσια επιθυμία του, πήρε το χέρι της και το τοποθέτησε στα γεννητικά του όργανα πάνω από το παντελόνι της πιζάμας του και ο ίδιος έβαλε το χέρι κάτω από το εσώρουχο της ανήλικης και άρχισε, με τη χρήση σωματικής βίας διότι αυτή αντιδρούσε να την θωπεύει στα γεννητικά όργανα σταμάτησε δε όταν ο γιος του ξύπνησε και φοβήθηκε μήπως τον αντιληφθεί, αλλά παραλλήλως και η ανήλικη άλλαξε θέση σε τρόπο ώστε να μη μπορεί να συνεχίσει τις ασελγείς πράξεις του, χωρίς τον κίνδυνο να γίνει αντιληπτός από τους ευρισκομένους εντός της οικίας σύζυγό του, τον άλλο γιο του την αδελφή της. Σημειωτέον ότι λόγω του σκότους, του μειωμένου φωτισμού, διότι διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να κοιμηθούν έξω, αλλά και του προχωρημένου της ώρας κατά την οποία όλοι κοιμούνταν και δεν παρακολουθούσαν τι γινόταν έξω, αφού, κατά τα προελεχθέντα δεν είχαν κάποιο λόγο για να το κάνουν αυτό, δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτός ούτε από τους εντός της οικίας κοιμώμενους, ούτε από το σε κοντινή απόσταση ευρισκόμενο σπίτι της αδελφής του, η οποία εξετάσθηκε ως μάρτυρας και διαβεβαιώνει ότι μεταξύ του σπιτιού της και της οικίας του κατηγορουμένου υπήρχε οπτική επαφή και αν γινόταν κάτι στην βεράντα θα το έβλεπε, πλην όμως δεν δίδει απάντηση στο εύλογο ερώτημα αν είχε κάποιο ιδιαίτερο λόγο να παρακολουθεί εκείνη την προχωρημένη νυκτερινή ώρα τα τεκταινόμενα στον ως άνω χώρο της οικίας του αδελφού της. Εκ του ασφαλούς λοιπόν ο κατηγορούμενος διενήργησε την ανωτέρω ασελγή πράξη, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζει τυγχάνουν αβάσιμα. Και αυτή την σεξουαλική επίθεση η ανήλικη, για τους αυτούς ως άνω λόγους, όπως και η αδελφή της, αλλά και η ίδια στην κατά τα άνω προηγηθείσα πλέον βάναυση και σοβαρή επίθεση, σε βάρος της, απέκρυψε από τους γονείς της. Μετά την πάροδο 6 και πλέον μηνών και δη τον μήνα Μάρτιο του 2003 η Ψ2, με την ευκαιρία συζητήσεως που είχε με φίλες της για το ζήτημα σεξουαλικής κακοποίησής τους, απεκάλυψε ότι το αυτό είχε συμβεί και στην ίδια από τον θείο της και αυτές όπως και ο νέος με τον οποίο συνδεόταν αισθηματικά την συμβούλευσαν να αποκαλύψει ό,τι της συνέβη στους γονείς της, όπως και έγινε και απεκάλυψε στην μητέρα της όλα τα ανωτέρω και αυτή τα είπε στο πατέρα της, ο οποίος δεν μπορούσε να τα πιστέψει. Το ίδιο και η θεία της στην οποία στη συνέχεια μίλησε η μητέρα της και στη συνέχεια και η ίδια, η οποία (θεία της), παρότι η ανήλικη ορκίστηκε έξω από εκκλησία στην οποία την οδήγησε, δεν πίστεψε και τάχθηκε με το μέρος του κατηγορουμένου, ο οποίος αντιμετώπισε με ψυχραιμία την αποκάλυψη των γεγονότων από την Ψ2 και φυσικά αρνήθηκε τα πάντα. Η μητέρα των παθουσών στη συνέχεια ερεύνησε και προς την κατεύθυνση της Ψ1 και στην ερώτηση μήπως ο θείος της την είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά, αρχικά η ανήλικη άρχισε να κλαίει και αμέσως μετά διηγήθηκε λεπτομερώς όσα κατά τα ανωτέρω την υποχρέωσε με σωματική βία να κάνει και να ανεχθεί. Αμέσως το είπαν και στην Ψ2 και στον πατέρα της, ο οποίος άρχισε να απειλεί τον κατηγορούμενο και επακολούθησε η υποβολή εγκλήσεως που κατέληξε στην άσκηση σε βάρος του κατηγορουμένου της ποινικής διώξεως για βιασμό κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση των ανηλίκων ανεψιών του. Βέβαια ο κατηγορούμενος αρνείται τις κατηγορίες, ισχυριζόμενος ότι είναι μυθεύματα των ανηλίκων, αρχικά της Ψ2, η οποία, για να γίνει περισσότερο πιστευτή, επιστράτευσε και την Ψ1. Υπέρ του κατηγορουμένου καταθέτουν η σύζυγός του και τα δύο παιδιά του και ιδίως ο Γα, ο οποίος όπως καταθέτουν οι παθούσες ήταν παρών ορισμένες φορές κατά την σεξουαλική τους κακοποίησή τους από τον πατέρα του, ο οποίος βέβαια και τις διαψεύδει, όπως αρνείται κατηγορηματικά, το ίδιο και ο αδελφός του και η μητέρα τους, ότι ο πατέρας τους ξάπλωνε με τις ανήλικες ανεψιές του και τον ίδιο, πράγμα όμως το οποίο πρωτοδίκως το παραδέχθηκε και ο κατηγορούμενος, ανεξάρτητα του ότι τώρα άλλα ισχυρίζεται, προς κατάδειξη δε των αντιφάσεων του επισημάνθηκαν αποσπάσματα της πρωτόδικης απολογίας του, υποστηρίζοντας, πράγμα που επιβεβαιώνουν και οι ως άνω μάρτυρες υπερασπίσεως, ότι ουδέποτε ξάπλωσε με τις ανήλικες, ούτε συνήθιζε να ξαπλώνει το μεσημέρι κατά τις συναντήσεις των δύο οικογενειών, ενώ κάτι τέτοιο θα ήταν, ενόψει, πέραν των στενών συγγενικών, και ιδιαίτερα φιλικών σχέσεων που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ τους, απολύτως φυσιολογικό, πλην όμως ο κατηγορούμενος, για ευνόητους λόγους αποκλείει αυτό που κάτω από διαφορετικές συνθήκες θα αποδεχόταν και δεν θα δίσταζε να δεχθεί οποιοσδήποτε που δεν θα τον βάρυνε παρόμοια δραστηριότητα και δεν θα προσπαθούσε να αποσείσει τις ευθύνες του για σοβαρές αξιόποινες πράξεις. Η σύζυγός του πάντως καταθέτουσα στο πρωτόδικο Δικαστήριο δέχεται ότι ο σύζυγος της πήγαινε για να κοιμηθεί και πολλές φορές τον ακολουθούσαν στο δωμάτιο και τα παιδιά. Βέβαια στο παρόν Δικαστήριο διαφοροποιείται ως προς το σημείο αυτό, όταν δε της επισημάνθηκε τούτο, καταθέτει ότι εννοούσε τα δικά τους παιδιά και όχι τις ανεψιές της για τις οποίες καταθέτει επίσης, όπως και η αδελφή του κατηγορουμένου, ότι δεν ήταν στο σπίτι τους το διάστημα της εορτής της Παναγίας, και λέει ότι ούτε η ίδια ήταν εκεί, ενώ στο πρωτόδικο Δικαστήριο κατέθεσε ότι ήταν αυτή ο άνδρας της και τα παιδιά τους. Όμοια είναι και η κατάθεση των παιδιών της. Ο θείος της μητέρας των παθουσών και της αδελφής της ..... στην αναγνωσθείσα, κατόπιν αιτήσεως του κατηγορουμένου, ...... ένορκη βεβαίωση του ενώπιον της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Ναταλίας Αγγελοπούλου αναφέρει ότι το διήμερο 14 και 15 Αυγούστου 2002 δεν βρισκόταν στην .... Ευβοίας η οικογένεια Γ2 και βεβαίως και οι ανήλικες, αλλά στο σπίτι του κατηγορουμένου φιλοξενήθηκε αυτός με την σύζυγό του. Την φιλοξενία όμως δεν επιβεβαιώνει η σύζυγος του κατηγορουμένου, η οποία καταθέτει επί του ζητήματος αυτού τα ανωτέρω. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω προτάθηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης και τελικά δεν εξετάσθηκε, διότι ο κατηγορούμενος παραιτήθηκε της εξετάσεώς του, και προτίμησε να αναγνωσθεί η ένορκη βεβαίωσή του, που δόθηκε προ έτους περίπου. Αντιθέτως οι γονείς των ανηλίκων, με ορισμένες διαφοροποιήσεις στις καταθέσεις τους μεταξύ τους αλλά και με την κατάθεση της συζύγου του κατηγορουμένου, τόσον επί του ζητήματος αυτού, όσον και επί άλλων, που δικαιολογούνται λόγω του χρόνου που πέρασε, για το λόγο αυτό το Δικαστήριο δεν έκρινε απαραίτητη την κατ' αναπαράσταση εξέτασή τους, εκτός αυτής που έγινε μεταξύ τους και με την σύζυγο του κατηγορουμένου όπως πρότεινε η Εισαγγελέας, χωρίς να υπάρξει αντίρρηση από τον κατηγορούμενο και την πολιτική αγωγή. Οι διαφοροποιήσεις όμως αυτές συνηγορούν υπέρ της μη προσυνεννοήσεως μεταξύ τους, απότοκος της οποίας είναι η ταυτότητα μεταξύ των καταθέσεων, που παρατηρείται στις καταθέσεις των μελών της οικογενείας του κατηγορουμένου επί καθοριστικών ζητημάτων (ξάπλωμα στο ίδιο κρεβάτι του κατηγορουμένου με τα παιδιά και τις ανήλικες, παρουσία των τελευταίων στο εξοχικό της .... το δεκαπενταύγουστο του 2002, συνήθεια του κατηγορουμένου να ξαπλώνει μετά το φαγητό το μεσημέρι κ.α.). Και οι ίδιες όμως οι παθούσες καταθέτουν ότι τις ημέρες εκείνες της εορτής της Παναγίας ήταν εκεί και έγινε ό,τι ανωτέρω αναφέρεται. Το δικαστήριο επί του ζητήματος αυτού κρίνει, ενόψει των ανωτέρω, πειστικές τις καταθέσεις των παθουσών και των γονέων τους. Υπέρ της βασιμότητας των καταθέσεων των εν λόγω μαρτύρων επί του ζητήματος τούτου συνηγορεί και το ότι, κατά δίδαγμα κοινής πείρας, οι παθούσες δεν είχαν κάποιο ιδιαίτερο λόγο να επιμένουν ότι βρισκόντουσαν οικογενειακώς το διάστημα εκείνο στην εξοχική κατοικία, η δε Ψ1 να τοποθετεί τότε χρονικώς την σεξουαλική επίθεση του κατηγορουμένου και όχι τον μήνα Ιούλιο του ίδιου έτους, που και ο κατηγορούμενος και όλοι οι εν λόγω μάρτυρές του δέχονται ότι βρισκόντουσαν εκεί οι ανήλικες και οι γονείς τους. Το ότι οι ανήλικες αναγκάσθηκαν με τη χρήση σωματικής βίας να ανεχθούν τις ανωτέρω ασελγείς πράξεις του κατηγορουμένου, κατά τις κατωτέρω διακρίσεις, κατατίθεται από τις ίδιες με κάθε λεπτομέρεια και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερη διάθεση επιβαρύνσεως της θέσεως του κατηγορουμένου, όπως αυτός ισχυρίζεται, αφού καταθέτουν για ασελγείς πράξεις διαφορετικής βαρύτητας και σοβαρότητας, ενώ, αν σκοπός τους ήταν αυτός που τους καταλογίζει ο κατηγορούμενος, θα μπορούσαν, ενόψει του ότι δεν υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες, να ισχυρισθούν ότι οι ασελγείς πράξεις που αναγκάσθηκαν να υποστούν ήταν μεγαλύτερης σοβαρότητας και εξ εκείνων που εμπίπτουν στον "σκληρό πυρήνα" των πράξεων αυτών, όπως εξειδικεύονται στη μείζονα σκέψη, σε τρόπο ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία περί του ότι τελέσθηκε σε βάρος τους η πράξη του βιασμού ή σε κάθε περίπτωση της αποπλανήσεως, κατά τα ειδικότερα κατωτέρω αναφερόμενα, και να μη εμπίπτουν ορισμένες απ αυτές στην έννοια των "ηπιώτερων" πράξεων του άρθρου 337 ΠΚ., όπως αυτές αναλύθηκαν ανωτέρω και θα λεχθεί στη συνέχεια κατά την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου. Τα γεγονότα αυτά τα επιβεβαιώνουν και οι γονείς των κατηγορουμένων στους οποίους τα διηγήθηκαν οι παθούσες, κάτω από τις ανωτέρω συνθήκες, με αρκετή καθυστέρηση, οφειλόμενη στους ανωτέρω λόγους, πέραν όμως τούτου η σεξουαλική κακοποίησή τους επιβεβαιώνεται και από την αναγνωσθείσα .... γνωμάτευση των παιδοψυχιάτρων του Κέντρου Ψυχικής Υγείας (Κ.Ψ.Υ) του Γ.Ν. Αθηνών "ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ", οι οποίοι και παρακολούθησαν τις ανήλικες, κατόπιν αιτήσεως των γονέων τους, στους επόμενους της κατά τα άνω αποκαλύψεως της σε βάρος τους ως άνω σεξουαλικής επιθέσεως του κατηγορουμένου μήνες, αλλά και επί χρονικό διάστημα δύο και ημίσεως ετών και κατέγραψαν τις αντιδράσεις τους, τα συναισθήματά τους, τις διαθέσεις και τα αισθήματά τους έναντι των συμμαθητών τους, των φίλων τους και του εν γένει κοινωνικού περίγυρού τους, με βάση δε τις λίαν λεπτομερείς καταγραφές αυτές, αλλά και τις εν γένει ψυχικές και συναισθηματικές καταστάσεις που βίωναν, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι: "Τα συμπτώματα της Ψ1 και οι συναισθηματικές δυσκολίες της Ψ2 συνηγορούν με την εικόνα της σεξουαλικής κακοποίησης όπως αναφέρεται στην παιδοψυχιατρική βιβλιογραφία. Διαγνωστικά η Ψ1 παρουσιάζει διαταραχή στρες μετά από ψυχοτραυματική εμπειρία. Η Ψ2 τους πρώτους μήνες μετά την αποκάλυψη παρουσίαζε διαταραχή προσαρμογής ..." Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να αναιρέσει η από .... παιδοψυχολογική και ψυχιατρική γνωμάτευση του ψυχιάτρου - παιδοψυχολόγου ......, ο οποίος με βάση το περιεχόμενο της ανωτέρω γνωμάτευσης που τέθηκε υπόψη του, το οποίο και σχολιάζει, καταλήγει σε συμπέρασμα που αμφισβητεί την βασιμότητα του συμπεράσματος της γνωματεύσεως. Τούτο δε διότι η δεύτερη γνωμάτευση έχει καθαρά αξιολογικό χαρακτήρα της πρώτης και δεν παρέχει την αξιοπιστία της αξιολογούμενης, η οποία βασίζεται σε επί μεγάλο χρονικό διάστημα συνεντεύξεις μετά των παθουσών, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η λεπτομερής καταγραφή όλων εκείνων των στοιχείων που εκτίθενται σ' αυτήν και αποτέλεσαν την βάση του ανωτέρω πορίσματός της, το οποίο και κατά τούτο διαθέτει μεγαλύτερη αντικειμενικότητα και παρέχει μεγαλύτερου βαθμού αξιοπιστία. Άλλωστε, κατά δίδαγμα κοινής πείρας σε παρόμοιες περιπτώσεις οι γονείς φροντίζουν τέτοιες συμπεριφορές σε βάρος των ανηλίκων παιδιών τους, αν έχουν την παραμικρή αμφιβολία, να τις αποσιωπούν και να μη τις δίδουν έκταση και να μη κινητοποιούν τις διωκτικές και δικαστικές αρχές, γεγονός το οποίο συνεπάγεται, ευλόγως, ψυχική ταλαιπωρία διασυρμό και εκ νέου ψυχικό "βιασμό" των ανηλίκων. Δεν καταλείπεται λοιπόν η παραμικρή αμφιβολία ότι οι ανήλικες αναγκάσθηκαν να ανεχθούν τις ανωτέρω σεξουαλικές επιθέσεις του,κατηγορουμένου, ανεξάρτητα από το πως χαρακτηρίζονται, κατά τις κατωτέρω διακρίσεις, οι πράξεις του, που αποτέλεσαν περιεχόμενο αυτών (επιθέσεων). Κατ' ακολουθία τούτων αξιολογούμενη ποινικώς η προεκτεθείσα συμπεριφορά του κατηγορουμένου, όσον αφορά την παθούσα πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, κατά την πλειοψηφίσασα γνώμη του Δικαστηρίου φέρει τον χαρακτήρα του βιασμού κατ εξακολούθηση, ο οποίος, όσον αφορά την πρώτη πράξη, τελέσθηκε όχι με παρά φύση ασέλγεια, όπως κατηγορήθηκε και καταδικάσθηκε πρωτόδικα, αλλά με τις προαναφερθείσες ασελγείς πράξεις (τοποθέτηση του σε στύσει πέους του μεταξύ των γλουτών της, προστριβή του στην περιπρωκτική χώρα και πίεση αυτού στον εξωτερικό σφιγκτήρα - δακτύλιο, για -να γίνει εισαγωγή δια του πρωκτού), χωρίς με την μεταβολή αυτή, όπως λέχθηκε στη μείζονα σκέψη, να επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, τις οποίες, όπως και τις λοιπές ως άνω ασελγείς πράξεις οι οποίες κατέτειναν στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του κατηγορουμένου, υποχρεώθηκε να ανεχθεί η παθούσα με τη χρήση σωματικής βίας, με αποτέλεσμα να συντρέχουν όλα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία για την πλήρη στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος, όπως αυτά εκτέθηκαν και αναλύθηκαν στη μείζονα σκέψη.
Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος κατ' εξακολούθηση τελέσεως του εγκλήματος αυτού. Κατά την γνώμη όμως του ενόρκου Μιχαήλ Βοσκάκη οι σε βάρος της εν λόγω παθούσης πράξεις φέρουν τον χαρακτήρα της πράξεως που προβλέπεται και τιμωρείται από την διάταξη του άρθρου 337 ΠΚ, της οποίας και έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος. Όσον αφορά την παθούσα Ψ2, κατά την πλειοψηφίσασα γνώμη του Δικαστηρίου, οι μεν πρώτη και τρίτη από τις ως άνω σε βάρος της πράξεις, φέρουν τον χαρακτήρα της πράξεως του άρθρου 337 ΠΚ, αφού δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ασελγείς πράξεις αλλ ως ασελγείς χειρονομίες, ελλείψει των οποίων, δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά η πράξη του βιασμού, συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως που προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 337 παρ.1 ΠΚ και επειδή η ποινή που απειλείται για την πράξη αυτή δεν υπερβαίνει το έτος πρέπει, ενόψει και του ότι τελέσθηκαν το έτος 2001 και η ποινή που απειλείται για την πράξη αυτή δεν υπερβαίνει το έτος, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 31 παρ.1 β' του Ν. 3346/2005 (ΦΕΚ Α' 140/17-6-2005), να παύσει η ποινική δίωξη υφόρον. Όσον όμως αφορά την δεύτερη από τις ανώτερο πράξεις, κατά την πλειοψηφίσασα γνώμη του Δικαστηρίου, αυτή φέρει τον χαρακτήρα της αποπλανήσεως ανηλίκου, αφού εμπίπτει μεν στην έννοια της ασελγούς πράξεως, όπως αυτή αναλύθηκε στη μείζονα σκέψη, πλην όμως δεν συντρέχει το απαραίτητο για την στοιχειοθέτησή του βιασμού στοιχείο της σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και αμέσου κινδύνου δια των οποίων επιχείρησε ή υποχρεώθηκε να ανεχθεί τις ασελγείς πράξεις, που προβλέπεται και τιμωρείται, ενόψει της ηλικίας της ως άνω παθούσης, από τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 γ ΠΚ.
Συνεπώς, κατά την γνώμη αυτή, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της εν λόγω πράξεως, χωρίς εκ του λόγου αυτού να επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, όπως λέχθηκε στη μείζονα σκέψη. Κατά την γνώμη όμως του Προέδρου του Δικαστηρίου όλες οι πράξεις σε βάρος της εν λόγω παθούσης εμπίπτουν στην έννοια του βιασμού, αφού και ασελγείς, κατά την ανωτέρω έννοια είναι, και η ανήλικη, όπως κατηγορηματικά καταθέτει, υποχρεώθηκε να τις επιχειρήσει ή ανεχθεί με την χρήση σωματικής βίας.
Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως του βιασμού και σε βάρος της ανήλικης τότε Ψ2 κατ' εξακολούθηση. Κατά την γνώμη όμως του ενόρκου Μιχαήλ Βοσκάκη και η δεύτερη πράξη φέρει τον χαρακτήρα της πράξεως που προβλέπεται και τιμωρείται από την διάταξη του άρθρου 337 παρ. Ι ΠΚ και έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος και για την πράξη αυτή του εν λόγω εγκλήματος. Τέλος πρέπει να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που πρόβαλε αγορεύοντας ο συνήγορος του κατηγορουμένου. Περαιτέρω στον κατηγορούμενο πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού του ως βάσιμου, να αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 ε ΠΚ, διότι, επί μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση των ανωτέρω πράξεων, συμπεριφέρθηκε καλώς". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1 των αξιοποίνων πράξεων του βιασμού κατ' εξακολούθηση, της αποπλάνησης παιδιού που έχει συμπληρώσει το 13° όχι όμως το 15° έτος της ηλικίας του και προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας και αφού κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 31 παρ.1β του Ν.3346/2005 έπαυσε την κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την τελευταία πράξη της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας του επέβαλε, αφού δέχθηκε ότι συντρέχει υπέρ του κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε' ΠΚ , συνολική ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών. Με αυτά που δέχθηκε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών στο σκεπτικό του, που συμπληρώνεται από το διατακτικό με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο, διέλαβε στις προσβαλλόμενες αποφάσεις του την απαιτουμένη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94, 98, 336 παρ.1, 339 παρ.1 και 337 Π.Κ. τις οποίες εφάρμοσε. Ειδικότερα προσδιορίζονται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά υπό τα οποία έλαβαν χώρα, οι ασελγείς πράξεις (της τοποθέτησης του σε στύσει πέους του αναιρεσείοντος μεταξύ των γλουτών της παθούσης Ψ1, προστριβή τούτου στην περιπρωκτική χώρα και πίεση αυτού στον εξωτερικό σφιγκτήρα -δακτύλιο, για να γίνει εισαγωγή δια του πρωκτού), στις οποίες, με σωματική βία, υποχρέωσε την ανωτέρω παθούσα σε ανοχή. Περαιτέρω, προσδιορίζονται στις ίδιες αποφάσεις τα πραγματικά περιστατικά της χρήσεως σωματικής βίας την οποία ο κατηγορούμενος άσκησε κατά της ανωτέρω παθούσας και της αδυναμίας της τελευταίας να αντιδράσει στις υπέρτερες σωματικές δυνάμεις εκείνου. Επίσης γίνεται σαφής αναφορά στο χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο ο αναιρεσείων τέλεσε τις μερικότερες πράξεις του εγκλήματος του βιασμού, χωρίς να προκύπτει ασάφεια, αφού προσδιορίζεται επαρκώς ότι αυτές τελέσθηκαν περί τα τέλη Ιουνίου 2002 και σε ημερομηνία που δεν κατέστη δυνατόν να προσδιορισθεί επακριβώς και κατά το χρονικό διάστημα από 14 έως 18 Αυγούστου 2002. Δεν ήταν μεν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας και ο καθορισμός επακριβώς της ημερομηνίας τελέσεως ενόψει μάλιστα και του ότι δεν δημιουργείται ζήτημα παραγραφής των μερικότερων πράξεων.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις που υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, "το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή" (περ.α). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών ο αναιρεσείων, κατέθεσε εγγράφως τον κατωτέρω ισχυρισμό για την αναγνώριση σ' αυτόν ελαφρυντικής περιστάσεως, τον οποίο ανέπτυξε και προφορικώς: "Όπως προκύπτει από το ποινικό μου μητρώο, αλλά και από τις καταθέσεις των μαρτύρων είμαι ηλικίας 49 ετών, έγγαμος με τη Γ1 και πατέρας δύο αρρένων τέκνων. Μέχρι το χρόνο που φέρομαι ότι τέλεσα τις αποδιδόμενες σε μένα κατηγορίες (τις οποίες αρνούμαι ως μη γενόμενες) διήγα έντιμο ατομικό, οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό βίο. Στην εργασία μου ως οδηγός, ήμουν εργατικός, φιλότιμος και συνεργάσιμος σε σημείο που ο επί έξι περίπου έτη εργοδότης μου ....., με την προσκομισθείσα και αναγνωσθείσα από το δικαστήριο σας βεβαίωσή του, δηλώνει ότι μετά την έκτιση της ποινής μου επιθυμεί τη συνέχιση της συνεργασίας μας, γεγονός που αποδεικνύει το ήθος και τη συνέπειά μου στην εργασία μου και στις σχέσεις μου με το εργασιακό μου περιβάλλον. Επίσης, ήμουν καλός οικογενειάρχης, με ενδιαφέρον για τα παιδιά μου και τη σύζυγό μου, η οποία μου συμπαραστάθηκε από την πρώτη στιγμή (μέχρι και σήμερα) που κατηγορήθηκα άδικα, πιστεύοντας στην αθωότητά μου. Πάντα αγαπούσα και φρόντιζα τα παιδιά μου, εκ των οποίων ο Γα είναι απόφοιτος ΤΕΕ τμήματος ηλεκτρολογίας και ο Γβ απόφοιτος του ΤΕΕ τμήματος πληροφορικής ασχολούμαι μαζί τους, όπως και με τις μηνύτριες ανιψιές μου, τις οποίες πάντα περιέλαβα με ιδιαίτερη αγάπη και στοργή, όπως οι ίδιες έχουν καταθέσει προανακριτικά και ανακριτικά. Η αγάπη τόσο εμού όσο και της συζύγου μου για τα παιδιά, προέκυψε εκτός των άλλων και από την αναγνωσθείσα και ευρισκόμενη στη δικογραφία από .... βεβαίωση του Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης του Δήμου Μελισσιών, από την οποία προκύπτει ότι κατά τα έτη 1996,1997 και 1998 συμμετείχαμε στη φιλοξενία ξένων παιδιών από την πρώην Γιουγκοσλαβία. Ουδέποτε έδωσα αφορμή με τον ατομικό και κοινωνικό μου βίο για δημιουργία αρνητικών σχολίων σε βάρος μου" . Τον πιο πάνω ισχυρισμό το Δικαστήριο της ουσίας τον απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, με την εξής αιτιολογία: "Δεν πρέπει όμως να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 α Π.Κ. ,διότι δεν έζησε έντιμη ατομική και οικογενειακή ζωή, αφού μέσα στο σπίτι του και στο σπίτι των ανηλίκων ανεψιών του προέβη στις ανωτέρω ασελγείς πράξεις και χειρονομίες, σε βάρος πρώτα της μίας και στη συνέχεια της άλλης, χωρίς να τον αποτρέψει από τη διάπραξη αυτών η παρουσία στον ίδιο χώρο του ανηλίκου γιου του, αλλά και στο χώρο της οικίας των λοιπών ως άνω συγγενών του.
Συνεπώς ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, κατά το διατακτικό". Σε σχέση με τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος που ήταν σαφής και ορισμένος η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε σ' αυτήν την απαιτουμένη ειδική αιτιολογία, ενόψει του ότι δεν εκθέτει αρνητικά περιστατικά που ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο του χρόνου της τελέσεως των πράξεων που να δικαιολογούν την μη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως αφού τα ως άνω αρνητικά περιστατικά ανάγονται στο χρονικό διάστημα που ο αναιρεσείων τέλεσε τις πράξεις.
Συνεπώς ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ τέταρτος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για την απόρριψη της ως άνω ελαφρυντικής περιστάσεως αναιτιολόγητα, είναι βάσιμος.
Συνεπώς πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνον όσον αφορά την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού περί συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ. (και όχι ως προς την περί ενοχής διάταξη,) ως και προς την περί ποινής διάταξη και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου, συντιθεμένου από άλλους δικαστές και ενόρκους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (ΚΠΔ 519).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την με αριθμ. 387, 388, 414, 426, 427/2007 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος Χ1 περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου εντίμου βίου, καθώς και ως προς την περί ποινής διάταξη της αποφάσεως αυτής.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, κατά το ως άνω μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές και ενόρκους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Και
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 25-2-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 .

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουλίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή