Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Δασικά αδικήματα, Ακροάσεως έλλειψη.
Περίληψη:
Παράνομη εκχέρσωση δημοσίας δασικής έκτασης. Στοιχεία αδικήματος. Έγγραφα. Ανάγνωση πρακτικών της πρωτόδικης και της αναβληθείσης δίκης, καθώς και της δίκης που αναιρέθηκε. Δεν προκαλείται ακυρότητα από την μη ανάγνωση. Έλλειψη ακροάσεως, η οποία ιδρύει τον από την διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β΄ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν ο κατηγορούμενος ζήτησε την ανάγνωση των πρακτικών αυτών και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να αναγνώσει αυτά. Χειροτέρευση θέσεως κατηγορουμένου. Το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο επιλαμβάνεται εκ νέου της εκδικάσεως της υποθέσεως, μετά από αναίρεση του κατηγορουμένου, δεν μπορεί να καταστήσει χειρότερη την θέση του τελευταίου, διαφορετικά υπερβαίνει την εξουσία του. Λήψη υπόψη εγγράφου (δορυφορικής φωτογραφίας) που δεν αναγνώσθηκε, το οποίο είχε προσβληθεί ως πλαστό, διότι δεν προέκυπτε η ημερομηνία που λήφθηκε. Δεν συνιστά ένσταση πλαστότητας. Πραγματογνωμοσύνη που διατάσσεται από το Δικαστήριο ή τον Ανακριτή είναι ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και πρέπει να προκύπτει αναμφίβολα από την αιτιολογία της απόφασης ότι λήφθηκε υπόψη, χωρίς να είναι απαραίτητο να μνημονεύεται ειδικώς. Πραγματογνωμοσύνες που δεν διατάχθηκαν κατ’ αρ. 183 ΚΠΔ και δεν αφορούν την εκδικαζόμενη υπόθεση, εκτιμώνται ως απλά έγγραφα. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, καθώς και για απόλυτη ακυρότητα. Η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστά παραδεκτό λόγο αναίρεσης. Απόρριψη όλων των λόγων που αφορούν την ενοχή ως αβασίμων. Αναιρεί μόνο ως προς την χρηματική ποινή. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση αναίρεσης.
ΑΡΙΘΜΟΣ 786/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Γεωργίας Στεφανοπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Μιχόπουλο, περί αναιρέσεως της ΑΤ4357/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1512/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικώς η κατά του αναιρεσείοντος ασκηθείσα ποινική δίωξη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όχι μόνον, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ως αποδεδειγμένα, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Περαιτέρω κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 71 παρ. 3 του Ν. 998/1979 "Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46 παρ. 2 του Ν. 2145/1993, όποιος εκχερσώνει παράνομα δάσος ή δασική έκταση, όποιος καλλιεργεί έκταση που έχει εκχερσωθεί παράνομα ή παραβλάπτει καθ` οιονδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση δάσους ή δασικής εκτάσεως, καθώς και όποιος ενεργεί επί εκχερσωθείσης παράνομης εκτάσεως πράξεις διακατοχής τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του πιο πάνω εγκλήματος, που είναι υπαλλακτικώς μικτόν, αφού προσδιορίζονται περισσότεροι τρόποι πραγματοποιήσεως του, απαιτείται η ύπαρξη δάσους ή δασικής εκτάσεως, όπως οι έννοιες τους προσδιορίζονται στο άρθρο 3 του ως άνω Ν. 998/1979 όπως οι παρ.1,2,3,4 και 5 αντικαταστάθηκαν με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3208/2003, (ΦΕΚ Α 303/24.12.2003) και ενέργεια του υπαιτίου επί της εκτάσεως από τις ως άνω αναφερόμενες, μεταξύ των οποίων και η παράνομη εκχέρσωση της δασικής εκτάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, που δίκασε ως εφετείο, με την προσβαλλόμενη ΑΤ -4357/2008 απόφασή του με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, και μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (έγγραφα που αναγνώσθηκαν, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : "......Ο κατηγορούμενος με το υπ' αριθμ. ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ελευσίνας Καλομοίρας Αλτάνη αγόρασε κατά πλήρη κυριότητα ένα ακίνητο, ήτοι μια εδαφική έκταση, εκτάσεως 405 τ.μ., κείμενη στη θέση "...." της κτηματικής περιφέρειας ...... Στη συνέχεια με το υπ' αριθμ. ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Ματθαίου, μεταβίβασε κατά κυριότητα, λόγω πωλήσεως την ως άνω εδαφική έκταση στην εταιρεία με την επωνυμία "..... " που εδρεύει στη Λιβερία και της οποίας ο κατηγορούμενος τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος. Ακολούθως ο τελευταίος ενεργώντας ατομικώς και ως νόμιμος εκπρόσωπος της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας προέβη εντός της εδαφικής λωρίδας στην ανέγερση κτίσματος, ήτοι οικίας με βεράντα, τοιχία , βάση από μπετόν έκτασης περίπου 348 τ.μ. και φύτευσε γύρω απ' αυτήν ελαιόφυτα, οπωροφόρα δένδρα και καλλωπιστικά φυτά. Για την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο ανωτέρω πράξη της αυθαίρετης ανέγερσης κτίσματος εντός δασικής εκτάσεως η αναιρεθείσα με την υπ' αριθμ. 2240/2007 απόφαση το Αρείου Πάγου απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με αριθμό ΑΤ 1952/2007, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω εξαλείψεως δια παραγραφής του αξιοποίνου αυτής. Επομένως λόγω της δέσμευσης του άρθρου 470 ΚΠΔ και της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για το παραπάνω αδίκημα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ενεργώντας ατομικώς και ως εκπρόσωπος της αλλοδαπής εταιρείας με πρόθεση προέβη σε παράνομη εκχέρσωση δασικής εκτάσεως 2.900 τ.μ., στην ανωτέρω θέση "....", περιοχής ...., ήτοι της εδαφικής εκτάσεως την οποία είχε αγοράσει και μεταβίβασε στην αλλοδαπή προαναφερόμενη εταιρεία και εντός της οποίας είχε ανεγείρει το παράνομο κτίσμα, αλλά και της περιβάλλουσας αυτήν ευρύτερης δασικής έκτασης και ειδικότερα χωρίς να έχει προς τούτο το δικαίωμα απομάκρυνε την φυόμενη εντός αυτής δασική βλάστηση αποτελούμενη από αείφυλλα και πλατύφυλλα, ήτοι βένια, πουρνάρια, σχίνα, αγριελιές και ασπάλαθους, που εξυπηρετούσε τη διαβίωση του ανθρώπου στο περιβάλλον και στη φυσική ισορροπία, καθώς χρησίμευε στη συγκράτηση του χωμάτινου εδάφους της περιοχής. Η εν λόγω έκταση ορίζεται βόρεια με αιγιαλό, νότια με κοινοτικό δρόμο, ανατολικά με αιγιαλό και αγροτικές καλλιέργειες και δυτικά με αιγιαλό και δασική έκταση, έχουσα πυκνότητα 80% και κλίσεις από 10% με έκθεση προς τον ορίζοντα βορειοανατολική.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, περί μη υπαγωγής αυτής στην έννοια της δασικής εκτάσεως, καθόσον το εμβαδόν της είναι μικρότερο των 0,3 εκταρίων και το πλάτος αυτής μικρότερο των 30 μέτρων (ήδη αρθρ. 1 παρ. 2 του Ν. 3208/2003 "Προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, κατάρτιση δασολογίου κλπ). Και τούτο διότι, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο νεότερος αυτός νόμος δεν είναι εφαρμοστέος στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εκχερσωθείσα έκταση αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης εκτάσεως που φέρει το χαρακτήρα της δασικής, ώστε οι διαστάσεις της να μην αποτελούν περιορισμό ως προς το χαρακτηρισμό της ως δασικής. Ο δασικός χαρακτήρας της παραπάνω έκτασης αποδείχθηκε ιδίως από τις καταθέσεις των μαρτύρων Μ1, πρώην Προέδρου της Κοινότητας, ....., δημοτικής υπαλλήλου, Μ2 δασάρχη ...., Μ3, υπαλλήλου του Δασαρχείου ...., Μ4, υπαλλήλου του ίδιου Δασαρχείου και ....., δασοφύλακα, οι οποίοι στηρίζουν τη γνώση όσων καταθέτουν σε ιδία αντίληψη. Οι ανωτέρω καταθέσεις δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως Ν1, δασολόγου, (ο οποίος μάλιστα στην από Απριλίου 2004 τεχνική του έκθεση αναφέρει ως ποσοστό φυτοκάλυψης το έτος 1945 10,25% και το έτος 1960 14,07%, ήτοι κατ' ολίγον μικρότερο του 15% που απαιτείται για το χαρακτηρισμό έκτασης ως δασικής) και .... ιδιωτικού υπαλλήλου, αλλ' αντιθέτως ενισχύονται από την από 19-12-2002 έκθεση φωτοερμηνείας της Δασολόγου Μ3, στην οποία αιτιολογημένα χαρακτηρίζεται η επίδικη έκταση ως δασική με βαθμό συγκόμωσης 0,8. Η παράνομη εκχέρσωση έγινε από τον κατηγορούμενο τμηματικά και άρχισε από το έτος 1994, όταν ανήγειρε την ως άνω οικία και εξακολούθησε τουλάχιστον μέχρι τέλος του έτους 2000, όπως δέχεται και η αναιρεθείσα απόφαση. Ειδικότερα μέχρι 19-6-2000 είχε ολοκληρωθεί η εκχέρσωση τμήματος της επίδικης έκτασης, εμβαδού 2.300 τετραγωνικών μέτρων, ενώ μετά την 20 Ιουνίου 2000 και πιθανόν μετά τον Νοέμβριο του 2000 μέχρι τέλος Δεκεμβρίου 2000 εκχερσώθηκε από τον κατηγορούμενο η υπόλοιπη έκταση, συνολικού εμβαδού 600 τετραγωνικών μέτρων. Για το χρονικό όμως διάστημα από το έτος 1994 μέχρι 19-6-2000, ημερομηνία εκδικάσεως της υπόθεσης από αυτό το Δικαστήριο παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας, δηλαδή ο οκταετής χρόνος της παραγραφής των πλημμελημάτων (άρθρα 111 παρ. 3, 112, 113 ΠΚ) και έχει εξαλειφθεί δια παραγραφής το αξιόποινο των μερικότερων πράξεων που απαρτίζουν το έγκλημα της εκχέρσωσης και αφορούν την εκχέρσωση των 2.300 τετραγωνικών μέτρων από το συνολικό εμβαδόν της εκχερσωθείσας έκτασης.
Συνεπώς πρέπει να παύσει οριστικά η ασκηθείσα σε βάρος του κατηγορουμένου ποινική δίωξη για το ανωτέρω χρονικό διάστημα και για την αποδιδόμενη σ' αυτόν παράνομη εκχέρσωση των 2.300 τετραγωνικών μέτρων. Για τη εκχέρσωση όμως της δασικής έκτασης των 600 τετραγωνικών μέτρων ,η οποία έλαβε χώρα επίσης διαδοχικά από 20-6-2000 μέχρι τέλους Δεκεμβρίου του έτους 2000 και πιθανότερον μετά την 14-11-2000 κατέθεσαν με σαφήνεια και εμπεριστατωμένα οι μάρτυρες κατηγορίας Μ2 και Μ4 οι καταθέσεις των οποίων δεν αναιρούνται από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η προαναφερθείσα έκταση των 600 τ. μ. την οποία εκχέρσωσε αποτελούσε τμήμα ευρύτερης δασική έκτασης, καθώς από το έτος 1999 είχε ζητήσει βεβαίωση από τον μάρτυρα Μ1, Πρόεδρο της Κοινότητας Τακτικούπολης περί της νομιμότητας ανεγέρσεως της οικίας στην επίδικη περιοχή, αυτός δε είχε αρνηθεί τη χορήγηση τέτοιας βεβαίωσης με την αιτιολογία ότι αυτή βρίσκεται εντός δασικής εκτάσεως. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συγγνωστής νομικής πλάνης, λόγω του ότι ο νομικός του παραστάτης Α. Μαρούλης στην από 20-9-1999 επιστολή του τον διαβεβαίωσε ότι διενήργησε έλεγχο στο Υποθηκοφυλακείο ...... για το υπό μεταβίβαση ακίνητο και αυτό πληροί τις νομικές προϋποθέσεις αγοράς του, λαμβανομένου υπόψη ότι τούτο δεν είναι άρτιο και οικοδομήσιμο ,είναι απορριπτέος ως αβάσιμος πρωτίστως διότι αυτή η διαβεβαίωση δεν αναφέρεται στη δυνατότητα εκχέρσωσης της έκτασης που αγόρασε, θέμα που δεν προκύπτει ότι τέθηκε υπόψη του προαναφερόμενου δικηγόρου, αλλά και διότι υπήρχε δυνατότητα να πληροφορηθεί ο κατηγορούμενος με ακρίβεια τα νόμιμα δικαιώματά του, αν απευθυνόταν στις αρμόδιες αρχές (Δασαρχείο .....) ή στον νομικό του παραστάτη, οπότε θα μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξης του. Επομένως, απορριπτόμενων όσων αντιθέτων ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της παράνομης εκχέρσωσης δασικής εκτάσεως 600 τ.μ., κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο διατακτικό". Με τις σκέψεις αυτές ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος, για παράνομη εκχέρσωση δημόσιας δασικής έκτασης 600 τ.μ., ενώ έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για την αυτή πράξη που τελέστηκε από το έτος 1994 μέχρι και την 19/6/2000 και αφορούσε υπόλοιπη έκταση 2,3 στρεμμάτων. Ειδικότερα κρίθηκε ένοχος του ότι "... κατ' εξακολούθηση στον ....., από 20/6/2000 μέχρι και τον Δεκέμβριο 2000 και σε μη επακριβώς καθορισθείσες ημερομηνίες, ιδίως όμως μετά την 14/11/2000, ενεργώντας ατομικά και ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία ".....", που εδρεύει στην .....της Λιβερίας, με πρόθεση εκχέρσωσε παράνομα δημόσια δασική έκταση και ειδικότερα προέβη στην εκχέρσωση 600 τετραγωνικών μέτρων στη θέση "...." περιοχή ... περιφέρειας Δήμου .... με απομάκρυνση της φυόμενης μέσα σε αυτή δασικής βλάστησης αποτελούμενης από αείφυλλα, καν πλατύφυλλα, ήτοι βένια, πουρνάρια, σχίνα, αγριελιές και ασπάλαθους, χωρίς να έχει σχετικό προς τούτο δικαίωμα". Για τις πράξεις του δε αυτές, που, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο, προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. Ια, 27, ΠΚ, 71 παρ. 3 Ν. 998/79 όπως οι παρ. 1 και 3 αντικ. με αρθρ. 46 παρ. 1 και 2 Ν. 2145/93, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε, σε συνολική ποινή φυλάκισης ενός έτους και σε χρηματική ποινή 4.000 ευρώ.
ΙΙ. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την περί ενοχής του κατηγορουμένου απόφασή του, αφού αναφέρονται σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του προβλεπομένου από τις διατάξεις του άρθρου 71 παρ. 3 του Ν. 998/1979, εγκλήματος, για το οποίο αυτός κηρύχθηκε ένοχος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, αρκούσης της αναφοράς των αποδεικτικών μέσων γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στις εφαρμοσθείσες, ως άνω, ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες, ούτε ευθέως, αλλ'ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα ουδεμία ασαφής ή ενδοιαστική διατύπωση διαλαμβάνεται στο σκεπτικό της απόφασης, ως προς τον χρόνο τελέσεως της πράξεως για την οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος που να ασκεί επιρροή στην παραγραφή της (κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στις 19/6/2008), αφού κατά τις σαφείς παραδοχές του σκεπτικού, αλλά και του διατακτικού, ο κατηγορούμενος τέλεσε αυτήν "από 20/6/2000 μέχρι και τον Δεκέμβριο 2000 και σε μη επακριβώς καθορισθείσες ημερομηνίες, ιδίως όμως μετά την 14/11/2000". Είναι δε χωρίς έννομη σημασία η αναφορά στο σκεπτικό της απόφασης ότι η παράνομη εκχέρσωση "έγινε πιθανόν μετά τον Νοέμβριο του 2000" και "πιθανότερον μετά την 14.11.2000", αφού, όπως δέχθηκε, αυτή έγινε "σε μη επακριβώς καθορισθείσες ημερομηνίες", πάντως όμως σε κάθε περίπτωση οπωσδήποτε μετά την κρίσιμη για την παραγραφή ημερομηνία, δηλαδή στις 20/6/2008. Η παραδοχή δε αυτή της απόφασης, ότι ένα τμήμα της εκτάσεως εκχερσώθηκε πριν από την προαναφερόμενη ημερομηνία και ένα άλλο, τμηματικά, μετά, ουδόλως παραβιάζει τους κανόνες της κοινής πείρας, κατά τους οποίους έπρεπε, κατά τον αναιρεσείοντα, να γίνει δεκτό ότι επαρκούσαν για την ολοκλήρωση της εκχέρσωσης 3-4 ώρες, ούτε βεβαίως γίνεται δεκτό με την απόφαση ότι ο αναιρεσείων "εβδομαδιαίως, ξερίζωνε, ένα βένιο, μια πατουκλιά, έναν ασπάλαθο κ.ο.κ.", όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Αβάσιμες είναι επίσης οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι το γεγονός ότι αυτός είχε αγοράσει την επίμαχη έκταση, όπως δέχθηκε η απόφαση, καθιστά σύννομη την πράξη αυτού να προβεί στην εκχέρσωσή της.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενοι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως της από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της έλλειψης νόμιμης βάσης, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν. Οι περαιτέρω δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που διαλαμβάνονται στους αυτούς λόγους αναίρεσης, ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων και ιδιαίτερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων Μ4 και Μ2 , (στις οποίες, κατά τον αναιρεσείοντα στηρίχθηκε κυρίως η καταδικαστική γι' αυτόν κρίση του Δικαστηρίου) δεν προκύπτουν όσα δέχθηκε η απόφαση (ιδιαίτερα ως προς τον χρόνο και την έκταση της εκχερσώσεως), απαραδέκτως προβάλλονται, αφού πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
IΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 364 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η ανάγνωση των εγγράφων που υπέβαλε ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Αν το δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση του δικαιώματος αυτού στον κατηγορούμενο ή δεν απαντήσει, τότε ιδρύεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη ακρόασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β και 170 παρ. 2 ΚΠΔ. Η έλλειψη όμως ακρόασης προϋποθέτει υποβολή έγγραφης ή προφορικής αίτησης ή πρότασης, που συνοδεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτού που παρέχεται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 ΚΠΔ. Εξάλλου, κατά την παρ. 2 εδ. α του ίδιου άρθρου (364 ΚΠΔ), διαβάζονται τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 ΚΠΔ σε κάθε περίπτωση αναγιγνώσκονται και λαμβάνονται υπόψη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν. Εφόσον όμως οι διατάξεις αυτές δεν απαγγέλλουν ρητώς ακυρότητα της διαδικασίας από την μη ανάγνωση των προαναφερόμενων πρακτικών, επέρχεται τέτοια ακυρότητα για έλλειψη ακροάσεως μόνον όταν έχει ζητηθεί ειδικώς η ανάγνωσή τους από τον κατηγορούμενο και το δικαστήριο παρά το νόμο δεν επέτρεψε αυτήν. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρο 524 παρ.1 του ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 51 Ν.3160/2003 (με την οποία απαλείφθηκε το εδ. β της παρ.1, κατά το οποίο "τα πρακτικά της αποφάσεως που έχει αναιρεθεί... επιτρέπεται να διαβαστούν μόνο αν υπάρχει περίπτωση του άρθρου 365"), "η συζήτηση στο δικαστήριο όπου παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά τα άρθρα 518 παρ. 2 και 519 γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα, επίσης εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 135". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, μετά τη απάλειψη του πιο πάνω εδαφίου, ισχύουν πλέον οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 364 και 365 του ΚΠΔ. Επομένως η μη ανάγνωση των πρακτικών της απόφασης που αναιρέθηκε, όταν συντρέχει προς τούτου λόγος (λ.χ για την ανάγνωση καταθέσεως μάρτυρος του οποίου ήταν ανέφικτη η εξέταση, κατ' αρθ. 365 ΚΠΔ), δημιουργεί ακυρότητα, για έλλειψη ακροάσεως, όταν ζητηθεί η ανάγνωση αυτών και το δικαστήριο απέρριψε αναιτιολόγητα το σχετικό αίτημα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων προβάλλει, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, έλλειψη ακρόασης, σύμφωνα με το άρθρο 170 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Α και Β του ίδιου Κώδικα με τις ειδικότερες αιτιάσεις ότι, κατά παράβαση του άρθρου 364 παρ.1,2 και 502 παρ.1β ΚΠΔ, "δεν διαβάστηκαν ούτε τα πρακτικά της πρωτόδικης δίκης (385/04 Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πόρου), ούτε τα πρακτικά της αναβλητικής δίκης (1392/2008), μήτε τα πρακτικά της αναιρεθείσας δίκης (1952/07). Το γεγονός αυτό δηλοί ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του κρίσιμα έγγραφα και καταθέσεις μαρτύρων που είχαν εξεταστεί κατά τις αποδεικτικές διαδικασίες των αποφάσεων αυτών........" .Οι αιτιάσεις αυτές, ως προς μεν τις αναφερόμενες παραβάσεις δικονομικών διατάξεων απαραδέκτως προβάλλονται, αφού οι παραβάσεις αυτές αυτών δεν ιδρύουν παραδεκτό λόγο αναίρεσης, ως προς δε την αναφερόμενη παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως αυτού, είναι αβάσιμες, καθόσον, ναι μεν, δεν αναφέρεται στα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ότι το Δικαστήριο ανέγνωσε τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης, που είχε αναβληθεί, καθώς και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, πλην όμως από τα πρακτικά της δίκης δεν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων είχε ζητήσει δια των συνηγόρων του την ανάγνωση των πρακτικών αυτών, όπως επίσης δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε η ανάγνωση των καταθέσεων των μαρτύρων και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της αναιρεθείσης δίκης, ώστε να ιδρύεται από το άρθρο 510 αρ. 1 στοιχ. Β λόγος αναιρέσεως. Επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Για τους αυτούς λόγους είναι αβάσιμος και απορριπτέος και ο όγδοος λόγος αναίρεσης, με τον οποίον το Δικαστήριο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, ότι, ενώ με την 1392/2008 αναβλητική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, το Δικαστήριο "ανέβαλε για κρείσσονες αποδείξεις, διότι "από τους εξετασθέντες ενώπιον του ακροατηρίου μάρτυρες δεν προσδιορίστηκε επακριβώς ο χρόνος τέλεσης των μερικότερων πράξεων, κατά τις οποίες, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, προέβη στην εκχέρσωση δημοσίας δασικής εκτάσεως.......... προκειμένου να κληθούν οι αναφερόμενοι στο διατακτικό μάρτυρες.....", η απόφαση αυτή δεν αναγνώστηκε και ότι "με το να μην αναγνωστεί από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η απόφαση αυτή, δε λήφθηκε υπόψη το σκεπτικό αυτής, δεδομένου ότι τα θέματα για τα οποία ζητούσε να πληροφορήσουν το δικαστήριο οι νέοι αυτοί μάρτυρες, ήταν καίρια και καταλυτικά ή επιβεβαιωτικά της κατηγορίας...". Εφόσον ο αναιρεσείων θεωρούσε ότι η δημόσια ανάγνωση της αναβλητικής απόφασης θα συνεισέφερε όσα σημαντικά αναφέρει στην αίτησή του, θα ηδύνατο απλώς να ζητήσει την ανάγνωση αυτής και εφόσον το δικαστήριο αναιτιολόγητα απέρριπτε το αίτημά του, τότε θα ιδρύετο λόγος αναίρεσης για έλλειψη ακροάσεως, κατά τα πιο πάνω αναφερόμενα, πλην όμως, δεν προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, ότι έπραξε τούτο. IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ.1δ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του, σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν ανεγνώσθησαν ή δεν είναι βεβαία η ανάγνωσή τους, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 Α ΚΠΔ, γιατί αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως αποδίδει την προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη της, παρανόμως, αποδεικτικό υλικό το οποίο "δεν είχε χρησιμοποιηθεί ή προσκομιστεί στην αναιρεθείσα απόφαση" και συγκεκριμένα, ότι έλαβε υπόψη του τη δορυφορική φωτογραφία (ΙΚΟΝΟΣ) που προσκόμισε στο δικαστήριο, ο μάρτυρας - Δασάρχης, κατά την εξέτασή του ως μάρτυρα "και την οποία έλαβε μεν υπόψη του το δικαστήριο, αλλά δεν την φέρει στα αναγνωστέα έγγραφα...." και ότι "από όλο το σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται ότι για το σχηματισμό της κρίσης του δικαστηρίου η εν λόγω φωτογραφία του δορυφόρου άσκησε κυριαρχική επιρροή..... Αλλά και αν ήθελε, υποθετικώς γίνει δεκτό ότι αυτό εμπεριέχεται -συλλήβδην - στις φωτογραφίες και τα τοπογραφικά, πάλι κακώς έχει ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, αφού αυτός έχει προσβάλλει το έγγραφο αυτό ως πλαστό....". Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες. Από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει σαφώς ότι το Δικαστήριο κατέλεξε στην περί ενοχής του κατηγορουμένου απόφασή του, αφού έλαβε υπόψη του μόνο έγγραφα που αναγνώστηκαν . Μεταξύ των εγγράφων που αναγνώστηκαν, δεν αναφέρεται και η πιο πάνω δορυφορική φωτογραφία, την οποία ο συνήγορος του κατηγορουμένου, κατά την απολογία του τελευταίου, προσέβαλε ως πλαστή "εφόσον δεν βεβαιούται πότε τραβήχθηκαν", ενώ πουθενά στο σκεπτικό ή στο διατακτικό της απόφασης γίνεται ειδική περί αυτής μνεία ή αναφορά. Ούτε δύναται να συναχθεί το αντίθετο από το ότι ο μάρτυρας - Δασάρχης Μ2 , κατά την εξέτασή του ενώπιον του Δικαστηρίου αναφέρθηκε στην εν λόγω, από δορυφόρο ληφθείσα, φωτογραφία, χωρίς μάλιστα ο κατηγορούμενος να προβάλλει οποιαδήποτε αντίρρηση ή ένσταση, ως προς την κατάθεση αυτή. Εξάλλου, η κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προβληθείσα από τον συνήγορο του ήδη αναιρεσείοντος "ένσταση πλαστότητας" της πιο πάνω φωτογραφίας "εφόσον δεν βεβαιούται πότε τραβήχθηκε", δεν συνιστά ένσταση πλαστότητας εγγράφου, αφού, δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα αυτής, ότι δηλαδή ότι πρόκειται για γνήσια φωτογραφία που έχει ληφθεί από δορυφόρο (ΙΚΟΝΟΣ) και απεικονίζει το επίμαχη έκταση, αλλά (αμφισβητήθηκε) μόνο η αποδεικτική αυτής αξία, διότι εξ αυτής δεν προκύπτει ο χρόνος που αυτή λήφθηκε. Επομένως, ο από το άρθρο 510 αρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
V. Για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα από την απόφαση, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ' ΚΠΔ, και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ , υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου η πραγματογνωμοσύνη, πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως αυτό συμβαίνει, όχι μόνο όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της απόφασης ότι τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έγιναν δεκτά από το δικαστήριο και σε κάθε περίπτωση δεν είναι αντίθετα με αυτά. Η απλή γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση, εν αναφορά με γεγονότα που τίθενται υπόψη τους, δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο (στο αρθρ. 178 Κ.Π.Δ.) αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, η οποία διατάσσεται κατά το αρθρ. 183 Κ.Π.Δ., με την συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο ή το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο και συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις, για την διαμόρφωση της κρίσης του, ως απλό έγγραφο και, επομένως, δεν απαιτείται ειδική μνεία ούτε ειδική αιτιολογία για τη μη αποδοχή τους. Στην προκειμένη υπόθεση ο αναιρεσείων με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, της έλλειψης της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, προβάλει την αιτίαση ότι "ενώ είχε διαταχτεί δικαστική πραγματογνωμοσύνη από τον αγρονόμο - τοπογράφο - Μηχανικό ..... και η πραγματογνωμοσύνη του αναγνώστηκε με τον αριθμό 11 των αναγνωστέων εγγράφων, καθώς επίσης και η τεχνική έκθεση (πραγματογνωμοσύνη) του δασολόγου Ν1 , ως αναγνωστέο 7 και οι οποίες αποφαίνεται, με επιστημονικά τεκμηριωμένο τρόπο, ότι η εν λόγω έκταση ουδέποτε ήταν δασική, αλλά αγροτική τοιαύτη, γεγονός που ασκεί καταλυτική της κατηγορίας επιρροή, εν τούτοις, δε φαίνεται η προσβαλλομένη να απασχολήθηκε καθόλου με αυτές". Από την παραδεκτή, όμως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι η πιο πάνω αναφερόμενες "δικαστική πραγματογνωμοσύνη" και "τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνη" δεν αφορούν εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκαν κατά το άρθρο 183 του ΚΠΔ. Ειδικότερα πρώτη πραγματογνωμοσύνη αφορά έκθεση δικαστικής πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε επί αστικής υποθέσεως μεταξύ του ήδη αναιρεσείοντος, ως ενάγοντα, και των εναγομένων Μ3 κλπ, και αφορούσε ακίνητο ευρισκόμενο στην αυτή περιοχή με το αναφερόμενο στην κρινόμενη υπόθεση, χωρίς όμως να ταυτίζεται πλήρως με αυτό, αφού εκείνο αφορούσε έκταση 2.337,70 τ.μ. (ενώ στην κρινόμενη υπόθεση πρόκειται για έκταση 2.900 τ.μ.). Επίσης η τεχνική έκθεση- πραγματογνωμοσύνη του δασολόγου Ν1, δεν διενεργήθηκε κατά το άρθρο 183 του ΚΠΔ, αλλά κατόπιν εντολής του αναιρεσείοντος και αποτελεί ιδιωτική γνωμάτευση.
Συνεπώς και οι δύο αυτές εκθέσεις, αποτελούν έγγραφα και ως τέτοια συνεκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο μαζί με τα λοιπά έγγραφα που αναγνώστηκαν, χωρίς να απαιτείται ειδική μνεία αυτών ούτε ειδική αιτιολογία για τη μη αποδοχή τους (της δεύτερης δε τούτων πάντως γίνεται ειδική μνεία στο σκεπτικό της απόφασης). Κατ' ακολουθία, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ πιο πάνω λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, με τις πιο πάνω αιτιάσεις. VI. Με τον έβδομο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην, κατά τη διάταξη του άρ.504 παρ.4 του ΚΠΔ, συναναιρούμενη 1392/2008 προπαρασκευαστική - αναβλητική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς την αιτίαση , ότι "παραβίασε τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, αφού αυτή περαίωσε την αποδεικτική διαδικασία χωρίς να κληθούν να καταθέσουν ούτε οι μάρτυρες υπεράσπισης, αλλά ούτε και να κληθεί σε απολογία ο κατηγορούμενος....". Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, ως στηριζόμενες σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού με την προσβαλλόμενη προπαρασκευαστική απόφαση του Τριμελους Πλημμελειοδικείου ουδόλως περατώθηκε η αποδεικτική διαδιακασία, όπως αυτονοήτως συνάγεται και μόνο από το γεγονός ότι με την εν λόγω απόφαση διατάχθηκε η αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις. Οι μάρτυρες δε του αναιρεσείοντος κλήθηκαν να καταθέσουν και ο ίδιος απολογήθηκε τελευταίος, στην μετ' αναβολή δίκη , όταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία, όπως αυτό προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Αλλωστε, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη προπαρασκευαστική (αναβλητική) απόφαση, πριν από την έκδοση αυτής, τελευταίος έλαβε το λόγο ο αναιρεσείων δια των συνηγόρων του, οι οποίοι συντάχθηκαν με την εισαγγελική πρόταση για την αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις. Επομένως, πλέον των ανωτέρω, χωρίς έννομο συμφέρον αυτός προβάλλει τις πιο πάνω αιτιάσεις. Κατ' ακολουθίαν δε τούτων απορριπτέος κρίνεται και ο λόγος αυτός αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας (άρθρο 510 παρ. ΙΑ, 171 παρ. 1 στοιχείο δ, 368 Κ.Π.Δ).
VII. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή στους ισχυρισμούς που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρ.170 παρ.2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους, χωρίς να αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως η οποία τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο είναι γνωστοί αυτοί στη νομική ορολογία. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων κατέθεσε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικώς ισχυρισμούς, τους οποίου χαρακτηρίζει ως αυτοτελείς. Ειδικότερα ισχυρίστηκε: 1) Ότι από όλα τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η επίδικη έκταση δεν πληροί κανένα από τα θεμελιώδη στοιχεία του νόμου (άρ.1 παρ. Ι και ΙΙ του ν. 3208/2003), προκειμένου να χαρακτηρισθεί η έκταση αυτή ως δασική και ότι ακόμη και το μέγεθος αυτής υπολείπεται του απαραίτητου ελαχίστου που προβλέπει ο νόμος και ότι σύμφωνα με τις ευμενέστερες διατάξεις του άρ. 2 παρ.2β του ν.3208/03, δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκε. 2) Ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε ότι κατά το έτος 2000 έγινε η παραμικρή επέμβαση και μάλιστα εκχέρσωση στην ιδιοκτησία του, απεναντίας προέκυψε ότι όλες οι εργασίες που έγιναν είχαν τελειώσει από το έτος 1998 και ότι δεν είναι νοητό η εκχέρσωση να κράτησε έξι χρόνια (1994 - 2000), όπως ισχυρίζεται το Δασαρχείο, και, συνεπώς, η πράξη για την οποία καταδικάστηκε έχει παραγραφεί και 3) Ότι υφίσταται περίπτωση συγγνωστής νομικής πλάνης, καθ' οσον ο αναιρεσείων πίστευε ότι είχε δικαίωμα να προβεί στην πράξη για την οποία καταδικάστηκε, διότι πείστηκε προς τούτο από την έγγραφη συμβουλή του νομικού του παραστάτη με ημερομηνία 20.9.93 με την οποία τον πληροφορούσε ότι δεν υπήρχε κανένα νομικό εμπόδιο για την αγορά, εκτός του ότι το εν λόγω ακίνητο δεν ήταν άρτιο και οικοδομήσιμο επειδή γειτνίαζε με τον αιγιαλό. Ο πρώτος των πιο πάνω ισχυρισμών δεν είναι αυτοτελής με την πιο πάνω έννοια, αλλά αρνητικός της κατηγορίας και το Δικαστήριο δεν είχε ειδική υποχρέωση να απαντήσει. Εντούτοις, με τις πιο πάνω παραδοχές του σκεπτικού του, αιτιολογημένα αιτιολόγησε την κρίση του ότι η έκταση που εκχερσώθηκε είχε δασικό χαρακτήρα. Με επάλληλη δε αιτιολογία αιτιολόγησε την απόρριψη του ισχυρισμού του κατηγορουμένου "περί μη υπαγωγής αυτής στην έννοια της δασικής εκτάσεως, καθ' όσον το εμβαδόν της είναι μικρότερο των 0,3 εκταρίων και το πλάτος αυτής μικρότερο των 30 μέτρων ( ήδη άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 3208/03), διότι, "η εκχερσωθείσα δασική έκταση αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης εκτάσεως που φέρει το χαρακτήρα της δασικής, ώστε οι διαστάσεις της να μην αποτελούν περιορισμό, ως προς τον χαρακτηρισμό της ως δασικής", παραδοχή η οποία είναι σύμφωνη με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2, ΙΙ του ν. 3208/03 κατά την οποία "Η δασοβιοκοινότητα υφίσταται και το δασογενές περιβάλλον δημιουργείται και σε εκτάσεις με μικρότερο εμβαδόν από 0,3 εκτάρια, όταν λόγω της θέσης τους βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης με άλλες γειτονικές εκτάσεις που συνιστούν δάσος ή δασική έκταση".
Συνεπώς το Δικαστήριο (ανεξάρτητα από την παραδοχή του ότι δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 3208/03), έκρινε ότι και υπό το καθεστώς του τελευταίου αυτού νόμου, η επίμαχη έκταση είναι δασική. Περαιτέρω το Δικαστήριο, όχι μόνο δεν απέρριψε σιγή τον περί παραγραφής ισχυρισμό του αναιρεσείοντα, αλλά αντιθέτως, έκανε αυτόν δεκτόν εν μέρει, αφού έπαυσε την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής για την έκταση των 2,3 στρεμμάτων που εκχέρσωσε ο αναιρεσείων κατά το διάστημα από το έτος 1994 έως 2000. Τα όσα δε αυτός περαιτέρω ισχυρίζεται (ότι η εκχέρσωση είχε ολοκληρωθεί πριν από το έτος 2000 κλπ), απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας της απορριπτικής του περί παραγραφής ισχυρισμού του αποφάσεως, πλήττεται η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος το Δικαστήριο με την διαλαμβανόμενη στο σκεπτικό του αιτιολογία ότι "ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συγγνωστής νομικής πλάνης, λόγω του ότι ο νομικός του παραστάτης Α. Μαρούλης στην από 20.9.93 επιστολή του τον διαβεβαίωσε ότι διενήργησε έλεγχο στο υποθηκοφυλακείο .... για το υπό μεταβίβαση ακίνητο και αυτό πληροί τις νομικές προϋποθέσεις αγοράς του, λαμβανομένου υπόψη ότι τούτο δεν είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος πρωτίστως διότι αυτή η διαβεβαίωση δεν αναφέρεται στη δυνατότητα εκχέρσωσης της έκτασης που αγόρασε, θέμα που δεν προκύπτει ότι τέθηκε υπόψη του προαναφερομένου δικηγόρου, αλλά και διότι υπήρχε δυνατότητα να πληροφορηθεί ο κατηγορούμενος με ακρίβεια τα νόμιμα δικαιώματα του, αν απευθυνόταν στις αρμόδιες αρχές (δασαρχείο ....) ή στον νομικό του παραστάτη, οπότε θα μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξης του", με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε τον περί συγγνωστής νομικής ισχυρισμό του. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, όπως και στο αίτησή του αναφέρει, αποτάθηκε στο νομικό του παραστάτη και ζήτησε εγγράφως να πληροφορηθεί αν υπάρχει νομικό κόλλημα για την αγορά του. Όμως, αν το προς αγορά ακίνητο ήταν εν τοις πράγμασι δάσος ή δασική έκταση, δεν αποτυπώνεται κατ' ανάγκη στους τίτλους του ακινήτου και δεν διαπιστώνεται κατά την έρευνα αυτών των τίτλων που ενήργησε ο νομικός του παραστάτης, αλλά αυτό καταφαίνεται από την ύπαρξη επ'αυτού των αείφυλλων και πλατύφυλων (βένια, πουρνάρια, σχίνα, αγριελιές και ασπάλαπους), που, προφανώς δεν αναφέρονται στους τίτλους του ακινήτου και κατά τις παραδοχές της απόφασης εκχέρσωσε ο αναιρεσείων. Επομένως, όπως ορθώς επισημαίνεται στην πληττόμενη απόφαση, ο κατηγορούμενος αναιρεσείων μπορούσε να πληροφορηθεί με ακρίβεια τα νόμιμα δικαιώματα του, επί του πιο πάνω ακινήτου και ειδικότερα ως προς τη δυνατότητα εκχέρσωσης της έκτασης, αν απευθυνόταν στις αρμόδιες αρχές (δασαρχείο ....) ή στον νομικό του παραστάτη, του οποίου η πιο πάνω διαβεβαίωση δεν αναφέρεται στην δυνατότητα εκχέρσωσης, θέμα που δεν προκύπτει ότι του τέθηκε υπόψη από τον αναιρεσείοντα, κατά τις παραδοχές της απόφασης. Πάντα δε τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα είναι παντελώς αβάσιμα. Κατ' ακολουθίαν, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ του ΚΠΔ ένατος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη σαφούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απορριπτική των πιο πάνω ισχυρισμών του αναιρεσείοντος αποφάσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
VIII. Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 470 εδ. α' του ΚΠΔ, "στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε, ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 524 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, " αν η νέα συζήτηση διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που ασκήθηκε μόνο από εκείνον που καταδικάστηκε ή σε όφελός του, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευση του άρθρου 470". Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο επιλαμβάνεται εκ νέου της εκδικάσεως της υποθέσεως, μετά από αναίρεση του κατηγορουμένου, δεν μπορεί να καταστήσει χειρότερη την θέση του τελευταίου, διαφορετικά υπερβαίνει την εξουσία του, δηλαδή υποπίπτει σε πλημμέλεια που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων είχε καταδικαστεί με την ΑΤ - 1952/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών σε ποινή σε ποινή φυλάκισης ενός έτους και χρηματική τοιαύτη 2.000 ευρώ, για την πράξη της παράνομης εκχέρσωσης δημόσιας δασικής έκτασης. Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε με την 2240/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου και στη συνέχεια, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση για να κριθεί εξ ολοκλήρου, με την προσβαλλομένη απόφασή του έκρινε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο για την αυτή πράξη και επέβαλλε σε αυτόν, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ποινή φυλάκισης ενός έτους και χρηματική τοιαύτη 4.000 ευρώ. Δηλαδή επέβαλλε στον αναιρεσείοντα χρηματική ποινή μεγαλύτερη κατά 2000 ευρώ απ' ότι του είχε επιβάλλει για την ίδια πράξη η προηγούμενη αναιρεθείσα απόφαση. Κατ' αυτόν τον τρόπο κατέστησε χείρονα την θέση αυτού (ως προς την στερητική της ελευθερίας ποινή επέβαλε την αυτή ποινή, η οποία είναι η ελάχιστη προβλεπόμενη από το νόμο). Επομένως, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Η του ΚΠΔ (τρίτος) λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας και πρέπει, για τον λόγο αυτό και μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτό να γίνει δεκτή η αναίρεσης του αναιρεσείοντος και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές για νέα επιμέτρηση της (χρηματικής) ποινής, λαμβανομένου υπόψη ότι η περί ενοχής ποινής κατέστη αμετάκλητη και δεν ερευνάται το θέμα της παραγραφής. Κατά τα λοιπά, μετά την απόρριψη όλων των λοιπών λόγων αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί, ως αβάσιμη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την ΑΤ-4357/08 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, μόνο κατά την αναφερόμενη στο σκεπτικό διάταξή της και ειδικότερα, ως προς την επιμέτρηση της χρηματικής ποινής. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά την 18/17-9-2008 αίτηση αναιρέσεως του ......, κάτοικου ....., για αναίρεση της ΑΤ-4357/08 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, καθώς και της προπαρασκευαστικής 1392/28.2.2008, αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ