Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αλλοδαπού απέλαση, Αναίρεση μερική, Αναβολής αίτημα.
Περίληψη:
Εμπορία ανθρώπων κατά ανηλίκων, κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση. Ειδική αιτιολογία, τόσο για την ενοχή, όσο και για το απορριφθέν αίτημα προβολής βιντεοκασέτας. Όχι υποβολή αιτήματος αναβολής της υποθέσεως. Απέλαση ως μέτρο ασφαλείας. Παραδεκτά επιβάλλεται για πρώτη φορά από το Εφετείο (470 εδ. β΄ ΚΠοινΔ). Ελλιπής, όμως, η αιτιολογία για την απέλαση της αποφάσεως. Δεκτός λόγος Δ΄. Αναιρεί ως προς τη διάταξη περί ισόβιας απελάσεως του αναιρεσείοντος. Παραπέμπει κατά το αναιρούμενο μέρος της.
Αριθμός 917/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Τσόλια, περί αναιρέσεως της 307, 308, 309, 309α/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28.7.2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1346/2006.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 470 του ΚΠοινΔ "στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Δεν εμποδίζεται όμως η επιβολή παρεπόμενης ποινής, που από παραδρομή δεν επιβλήθηκε, αν και σύμφωνα με το νόμο έπρεπε υποχρεωτικά να επιβληθεί, ή η επιβολή μέτρου ασφάλειας προβλεπόμενου από τον ποινικό Κώδικα". Εξάλλου, κατά το άρθρο 74 παρ. 1 ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 2408/1996", το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα... Όταν ο αλλοδαπός βρίσκεται νόμιμα στη χώρα, η απέλαση δεν μπορεί να διαταχθεί, αν δεν του έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει δυνατότητα να κρίνει περί του αναγκαίου ή μη της απελάσεως, ως μέτρου ασφάλειας, του αλλοδαπού που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση, λαμβάνοντας υπόψη το είδος του εγκλήματος, τις συνέπειες αυτού, το χρόνο παραμονής του αλλοδαπού στο ελληνικό έδαφος, την εν γένει συμπεριφορά του, τον επαγγελματικό προσανατολισμό και την ύπαρξη οικογένειας. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή αθωωτική απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου, που απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου περί προβολής προσκομισθείσας από αυτόν βιντεοκασέτας, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, εφόσον το αίτημα υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένο, έστω και αν η παραδοχή ή η απόρριψη ενός τέτοιου αιτήματος έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 307, 308, 309α, 309/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Από το Μάρτιο του έτους 2003, ο κατηγορούμενος ερχόταν σε επαφή με συμπατριώτες του στην Αλβανία, μεταξύ των οποίων και με τους γονείς των πιο κάτω αναφερομένων ανηλίκων 7 και με την χρήση των απατηλών μέσων που θα αναφερθούν πιο κάτω, απέσπασε τη συναίνεση αυτών να του στείλουν στην Αθήνα ανήλικα αυτών τέκνα, προκειμένου να εργαστούν. Με τον τρόπο αυτό, ήλθαν από την Αλβανία στην Ελλάδα έξι ανήλικοι ηλικίας 10-13 ετών, οι οποίοι με τη σειρά τους συνήνεσαν προς τούτο. Πρώτος ήλθε το Μάρτη του 2003 ο ...... (έτος γέννησης 1992). Ακολούθησαν το Σεπτέμβριο του 2003 ο ..... (έτος γέννησης 1992) και ο ...... (έτος γέννησης 1991). Τον Μάρτιο του 2004 ήλθε ο Ζ (έτος γέννησης 1991), ενώ τον Ιούλιο του 2004 ήλθαν μαζί τα ξαδέλφια ..... (ημερομηνία γέννησης 10-6-1990) και ... (έτος γέννησης 1991). Ο κατηγορούμενος, ο οποίος στην Αλβανία μεταξύ των άλλων επαγγελμάτων που άσκησε ήταν και εκείνο του αστυνομικού, αφού κατέβαλε στον μεταφορέα το αντίτιμο της μεταφοράς τους, παραλάμβανε τα ανήλικα και τα οδηγούσε στην κατοικία του, η οποία ήταν διαμέρισμα δύο δωματίων σε πολυκατοικία που βρισκόταν επί της οδού ... αρ. .... στην .... (Αθήνα). Tο ένα δωμάτιο χρησιμοποιούσαν ως υπνοδωμάτιο οι πέντε ανήλικοι, ενώ το δεύτερο ήταν το υπνοδωμάτιο του κατηγορουμένου, της συζύγου του ......., των δύο ανηλίκων τέκνων του Γ1 και Γ2 και ενός ακόμη ανηλίκου". Ο κατηγορούμενος αγόραζε μεγάλες ποσότητες χαρτομάνδηλων και τα μοίραζε στους ανηλίκους, τους οποίους στη συνέχεια εξωθούσε σε διάφορες περιοχές των Αθηνών (Εξάρχεια, Κολωνάκι, Κυψέλη κ.α.) για να πουλήσουν προς 0,30 κάθε πακέτο χαρτομάνδηλα. Τα ανήλικα έφευγαν το πρωί και μετέβαιναν με το λεωφορείο στους χώρους που είχαν καθορισθεί, επέστρεφαν συνήθως το μεσημέρι και ακολούθως έβγαιναν στους δρόμους και πάλι αργά το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ, περίπου στις 12, για να πουλήσουν χαρτομάνδηλα. Τα χρήματα που μάζευαν τα παρέδιδαν στον κατηγορούμενο, ο οποίος ένα μέρος από αυτά το δαπανούσε για τη διατροφή των ανηλίκων, ένα μικρό μέρος έστελνε στους γονείς των ανηλίκων, ενώ το μεγαλύτερο το κρατούσε ο ίδιος και τούτο αποτελούσε τη κυριότερη πηγή εισοδημάτων του, αφού ο ίδιος και η σύζυγος του δεν εργαζόταν (κατά το παρελθόν εργάστηκε περιστασιακά ως οικοδόμος και η σύζυγος του ως καθαρίστρια). Τα τέκνα του επίσης, σε αντίθεση με τα λοιπά ανήλικα, δεν εργάζονταν αλλά πήγαιναν σε σχολείο. Ο κατηγορούμενος είχε καθορίσει "πλαφόν" 30 ευρώ ημερησίως, ποσό το οποίο ήταν το ελάχιστο που έπρεπε να του φέρνει κάθε ανήλικος, άλλως τα τιμωρούσε, κτυπώντας αυτά με άσχημο τρόπο σε διάφορα μέρη του σώματός τους. Μάλιστα ο γιος του Γ1 αναφέρει ότι πολλές φορές προσπαθούσε να εμποδίσει τον πατέρα του να κτυπάει τα παιδιά. Πρέπει παράλληλα όμως να επισημανθεί ότι οι εν γένει συνθήκες διαβίωσης των ανηλίκων εντός της κατοικίας, σε σύγκριση με εκείνες που βίωναν οι ανήλικοι στην πατρίδα τους, αν εξαιρέσει κανείς ότι διέμεναν πολλά άτομα στον ίδιο χώρο, δεν ήταν δυσάρεστες. Ο κατηγορούμενος τους είχε εξασφαλίσει σχετικά καλή διατροφή, ένδυση, καθαριότητα, ψυχαγωγία, (βίντεο, τηλεόραση, εορταστικές συγκεντρώσεις τις γιορτές της Πρωτοχρονιάς και του Πάσχα κλπ). Με όλα αυτά, αλλά και με την υποβαλλόμενη στα ανήλικα πεποίθηση ότι με την πιο πάνω εργασία τους διευκόλυναν τους οικείους τους να αντιμετωπίζουν την δεινή αυτών οικονομική κατάσταση, αποσκοπούσε να τα παρασύρει για να επιτύχει το βασικό του σκοπό, δηλαδή να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις να παραμείνουν μαζί του προκειμένου να εκμεταλλευθεί την εργασία τους. Γι' αυτό, άλλωστε, μόνο στο ζήτημα αυτό, δηλαδή στη απόδοση της εργασίας τους, έδειχνε ιδιαίτερη σκληρότητα. Βέβαια, οι καλές αυτές σχετικά συνθήκες διαβίωσης στο σπίτι, δεν έχει την έννοια ότι τα ανήλικα ήσαν ευτυχή. Ουσιαστικά ο κατηγορούμενος στέρησε τα ανήλικα από τα παιδικά τους χρόνια, αφού το χρόνο που αυτά θα έπρεπε να πηγαίνουν στο σχολείο ή να παίζουν, βρίσκονταν στους δρόμους σε επικίνδυνες περιοχές και σε ώρες ακατάλληλες (μέχρι αργά τα μεσάνυκτα) απροστάτευτα από τους διάφορους κινδύνους, ουσιαστικά επαιτώντας, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα εισοδήματα του κατηγορουμένου. Είναι χαρακτηριστικό σχετικά ότι ο ανήλικος Ζ υπέστη ρήξη του αχίλλειου τένοντος κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής του στους δρόμους της Αθήνας, όταν ένας μεθυσμένος Κούρδος του πέταξε ένα γυαλί. Για τούτο και οι ανήλικοι, αν και είχαν αντιληφθεί ότι η δυσχερής οικονομική κατάσταση της οικογένειάς τους ήταν η αιτία της παραμονής τους στην Αθήνα πλησίον του κατηγορουμένου και ήλπιζαν ότι με την παραμονή τους διευκόλυναν οικονομικά τους οικείους τους (στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος για να τα παρασύρει προκειμένου να επιτύχει τον πιο πάνω κερδοφόρο γι' αυτόν σκοπό του), ήθελαν, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν, να φύγουν από το σπίτι του κατηγορουμένου και να εγκαταλείψουν την όχι "αξιοπρεπή εργασία" που αυτός τους υποχρέωνε να κάνουν και να επιστρέψουν στις οικογένειές τους στην Αλβανία. Οι γονείς των ανηλίκων δεν είχαν σαφή γνώση των συνθηκών διαβίωσης των τέκνων τους, αφού οι ίδιοι στις "συμβολαιογραφικές δηλώσεις" αυτών που αναγνώσθηκαν και οι οποίες έχουν πανομοιότυπο περιεχόμενο, και ουσιαστικά επιβεβαιώνουν αυτά που τους διαβεβαίωνε ο ίδιος ο κατηγορούμενος, δηλαδή ότι τα παιδιά τους περνούσαν καλά μαζί τους. Σημειώνεται ότι τις ελάχιστες φορές που επικοινωνούσαν οι ανήλικοι με τις οικογένειές τους μέσω του κινητού τηλεφώνου που διέθετε ο κατηγορούμενος, ήταν με την παρουσία του τελευταίου, ο οποίος και ήλεγχε το περιεχόμενο της επικοινωνίας τους, Σύμφωνα με τα περιστατικά που έγιναν δεκτά πιο πάνω, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το έγκλημα που προβλέπεται με τη διάταξη του άρθρου 323Α ΠΚ (παρ.2) και μάλιστα με την επιβαρυντική μορφή των περιπτώσεων της παρ.4α και β. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος με σκοπό να εκμεταλλευθεί την εργασία των πιο πάνω ανηλίκων, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση των ιδίων και των γονέων τους, λόγω της δεινής αυτών οικονομικής κατάστασης, αφενός απέσπασε τη συναίνεση των γονέων τους και ακολούθως και των ιδίων των ανηλίκων, με τη χρήση απατηλών μέσων (με υποσχέσεις παροχής οικονομικών ωφελημάτων σ' αυτούς και στα τέκνα τους, καλής διαβίωσης των ανηλίκων και αξιοπρεπούς εργασίας αυτών, κλπ), αφετέρου παρέσυρε αυτούς και τα ανήλικα με την παροχή των προαναφερομένων ωφελημάτων προς τον αυτό πιο πάνω σκοπό. Τις πιο πάνω πράξεις, που στρέφονται κατ' ανηλίκων, ο κατηγορούμενος διέπραξε κατ' εξακολούθηση (έξι επί μέρους περιπτώσεις ανηλίκων) και κατ' επάγγελμα, αφού από την επανειλημμένη τέλεση αυτών αλλά και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει (υποδομή που επέτρεπε την εξεύρεση ανηλίκων στην Αλβανία, μεταφορά αυτών στην Ελλάδα, εγκατάσταση και διατροφή αυτών στην Ελλάδα, προμήθεια μεγάλων ποσοτήτων χαρτομάνδηλων προς πώληση), προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος (13 περ. στ' εδ. α.). Όπως δε έγινε δεκτό πιο πάνω, τα χρήματα που του εξασφάλιζαν οι ανήλικοι αποτελούσαν τη βασική πηγή των εισοδημάτων του για αντιμετώπιση των βιοτικών αναγκών αυτού και της οικογενείας του. Κατά τη διάταξη του άρθρου 323 Α ΠΚ (άρθρο 1 ν.3064/02) " 1. Όποιος με χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου ή την επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας προσλαμβάνει, μεταφέρει ή προωθεί εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον πρόσωπο με σκοπό την αφαίρεση οργάνων του σώματός του ή για να εκμεταλλευθεί ο ίδιος ή άλλος την εργασία του, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ. 2. Με την ποινή της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται ο υπαίτιος αν, για να επιτύχει τον ίδιο σκοπό, αποσπά τη συναίνεση προσώπου με τη χρήση απατηλών μέσων ή το παρασύρει, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση του, με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων ...... 4. Με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα έως εκατό χιλιάδων ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους αν η πράξη: α) στρέφεται κατά ανηλίκου, β) τελείται κατ' επάγγελμα.....". Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των πιο πάνω διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 323Α ΠΚ, ο νομοθέτης θέλησε να καταστήσει αξιόποινες τις πράξεις που αναφέρονται στην παρ. 1, έστω και αν ο δράστης προς επίτευξη του σκοπού του δεν κάνει χρήση βίας ή απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου ή κατάχρηση εξουσίας, αλλά απλώς "αποσπά τη συναίνεση προσώπου με χρήση απατηλών μέσων", η "το παρασύρει εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση του με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων". Ο συνήγορος του κατηγορουμένου υποστήριξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της πιο πάνω διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 323Α ΠΚ, καθόσον προϋπόθεση εφαρμογής της διατάξεως αυτής είναι, πλην άλλων, η απόσπαση της συναίνεσης του ιδίου του θύματος, με εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του, δηλαδή του ανηλίκου και όχι του γονέως του. Σύμφωνα όμως, όπως υποστηρίζει, με την αποδιδιδόμενη σ' αυτόν κατηγορία, για την οποία και κηρύχθηκε ένοχος από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αυτός φέρεται ότι απέσπασε τη συναίνεση των γονέων των ανηλίκων και όχι των ιδίων των ανηλίκων. Η άποψη της υπεράσπισης ότι για την εφαρμογή της πιο πάνω διατάξεως της παρ, 2 του άρθρου 323Α ΠΚ, προϋποτίθεται, πλην άλλων, η απόσπαση της συναινέσεως του θύματος, είναι, όπως εξ αυτής της διατάξεως προκύπτει, κατ' αρχήν σωστή, Ο τρόπος όμως που θα επιλέξει ο δράστης των πιο πάνω πράξεων να χρησιμοποιήσει τα απατηλά μέσα, προκειμένου να αποσπάσει τη συναίνεση του προσώπου ή να το παρασύρει, είναι αδιάφορος. Στην περίπτωση κατά την οποία σκοπός του δράστη είναι η εκμετάλλευση της εργασίας του ανηλίκου, ο πλέον πρόσφορος τρόπος να πεισθεί ο ανήλικος προς τούτο είναι να επιτύχει ο δράστης τη συναίνεση του ασκούντος την επιμέλεια αυτού προσώπου με τη χρήση απατηλών μέσων, έτσι ώστε ο τελευταίος να επιτρέψει στον ανήλικο την παροχή αυτής της εργασίας και ο ανήλικος να συναινέσει κατ' αυτόν τον τρόπο να προσφέρει την εργασία του στον δράστη. Στις περιπτώσεις αυτές, ο δράστης του εξεταζόμενου εγκλήματος θα επιδιώξει να αποσπάσει τη "συναίνεση" του προσώπου που ασκεί την νόμιμη ή εν τοις πράγμασι επιμέλεια του ανηλίκου, δηλαδή του προσώπου από το οποίο μπορεί αυτός να αποσπάσει το ανήλικο, προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του (εκμετάλλευση εργασίας ανηλίκου κλπ) . Η αποδοχή της απόψεως ότι ο δράστης πρέπει να προκαλέσει κατά τρόπο άμεσο την προαναφερόμενη συναίνεση του ανηλίκου, ή να το παρασύρει με υποσχέσεις κλπ δεν βρίσκει έρεισμα στις πιο πάνω διατάξεις και θα καθιστούσε πρακτικά αδύνατη την εφαρμογή τους στις περισσότερες περιπτώσεις, κατά τις οποίες θύματα ήταν ανήλικοι και μάλιστα ανήλικοι μικρής ηλικίας (νήπια κλπ), αφού η απόσπαση εκ μέρους του δράστη "συναινέσεως" του ανηλίκου στις περιπτώσεις (αυτές) δύσκολα θα ήταν εφικτή. Όμως ο νόμος αντιμετωπίζει και την περίπτωση εμπορίας ανηλίκου προσώπου με την πιο πάνω μορφή και μάλιστα ως επιβαρυντική περίπτωση. Η απόσπαση της συναινέσεως του γονέως του ανηλίκου, αποτελεί εν τοις πράγμασι απόσπαση της συναινέσεως του ιδίου του θύματος (του ανηλίκου), εφόσον βεβαίως και ο ανήλικος ακολούθως εκφράσει με τη συμπεριφορά του και τη δική του συναίνεση (παρέχοντας λ.χ. αδιαμαρτύρητα την εργασία του στο δράστη). Αν ο ανήλικος δεν συμφωνήσει στη συναίνεση του γονέα του και παρέχει χωρίς τη θέληση του την εργασία του στο δράστη, εξαναγκαζόμενος προς τούτο, είναι προφανές ότι διαπράττεται το εν λόγω αδίκημα με τη μορφή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 323Α και ο γονέας είναι δυνατόν, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως, να χαρακτηρισθεί και αυτός δράστης του εγκλήματος αυτού. Το ίδιο ισχύει και ως προς την προϋπόθεση της "ευάλωτης θέσης" του θύματος. Η ευάλωτη θέση του εξαρτώμενου από τους γονείς του ανηλίκου-θύματος δύναται να συνίσταται ακριβώς στην ευάλωτη θέση του γονέως του, εφόσον ο τελευταίος βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση, αφού τούτο σημαίνει και δεινή οικονομική κατάσταση του ανηλίκου. Έτι περαιτέρω, το αδίκημα που προβλέπεται στην παρ.2 του άρθρου 323Α ΠΚ δύναται να διαπραχθεί, όχι μόνο όταν ο δράστης για να επιτύχει το σκοπό που αναφέρεται στην παρ.1 αποσπά τη συναίνεση προσώπου, εκμεταλλευόμενος την "ευάλωτη θέση του" με απατηλά μέσα, αλλά και όταν το παρασύρει με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων. Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε να δικαστεί και δικάστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για παράβαση των παρ. 2 και 4α και β του άρθρου 323Α. Στο διατακτικό του παραπεμπτικού βουλεύματος, όπως και στο διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως, αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος απέσπασε τη συναίνεση των γονέων των ανηλίκων με την παροχή ωφελημάτων, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση αυτών. Εντούτοις, από το όλο περιεχόμενο του παραπεμπτικού βουλεύματος και της καταδικαστικής πρωτόδικης αποφάσεως, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε και δικάστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διότι απέσπασε με απατηλά μέσα τη συναίνεση και παρέσυρε με την παροχή ωφελημάτων όχι μόνο τους γονείς των ανηλίκων, αλλά και τους ίδιους τους ανήλικους, όπως επίσης αυτός εκμεταλλεύθηκε και την ευάλωτη θέση και των ανηλίκων, πράξεις που τέλεσε κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, δηλαδή για κατ' εξακολούθηση παράβαση της πιο πάνω διατάξεως της παρ. 2 και 4α και β του άρθρου 323Α ΠΚ, πράξη για την οποία είχε ασκηθεί κατ' αυτού ποινική δίωξη, Στην προκείμενη υπόθεση, ο κατηγορούμενος, όπως αποδείχθηκε από τα αναφερόμενα στην αρχή αποδεικτικά μέσα και σύμφωνα με τα περιστατικά που έγιναν ήδη δεκτά ως αποδειχθέντα, ερχόταν σε επαφή με συμπατριώτες του στην Αλβανία, οι οποίοι βρίσκονταν σε δεινή οικονομική κατάσταση και οι οποίοι είχαν ανήλικα τέκνα, τα οποία δεν είχαν την δυνατότητα να διαθρέψουν εξαιτίας της άθλιας οικονομικής τους κατάστασης. Ακολούθως, εκμεταλλευόμενος την πιο πάνω ευάλωτη θέση των γονέων των ανηλίκων, αλλά και των ιδίων των ανηλίκων, με τη χρήση απατηλών μέσων και συγκεκριμένα με την παροχή διαβεβαιώσεων ότι τα ανήλικα θα περνούσαν καλά στην Αθήνα, ότι αυτός θα μεριμνούσε γι' αυτά και ότι θα παρείχαν αξιοπρεπή εργασία, από την οποία θα κέρδιζαν αρκετά χρήματα με τα οποία θα αντιμετώπιζαν τα οικονομικά προβλήματα των ιδίων αλλά και των τέκνων τους, απέσπασαν τη συναίνεση αυτών και μέσω αυτών και τη συναίνεση των ανηλίκων, οι οποίοι πείσθηκαν από όσα ο κατηγορούμενος είχε αναφέρει στους γονείς τους. Όλοι τους βεβαίως (γονείς και τέκνα) αγνοούσαν ότι τα πράγματα δεν ήταν έτσι και αν εξαιρέσει κανένας τις ανεκτές συνθήκες διαβίωσης στην κατοικία του κατηγορουμένου, που προαναφέρθηκαν (σε σχέση με εκείνες που επικρατούσαν στην οικογένεια των ανηλίκων), τα ανήλικα αντιμετωπίσθηκαν ως μέσο πλουτισμού του κατηγορουμένου και αντί αξιοπρεπούς εργασίας, έστω και απηγορευμένης από το νόμο λόγω της ηλικίας τους, ο κατηγορούμενος μετέτρεψε ουσιαστικά τα ανήλικα σε επαίτες και τα εγκατέλειψε μόνα τους σε ακατάλληλους γι' αυτούς τόπους και χρόνους, χωρίς καμία επίβλεψη και προστασία, ελέγχοντας αυτά - και μάλιστα κατά τον πιο πάνω σκληρό τρόπο - μόνο κατά την επιστροφή στην κατοικία του κατά την καταμέτρηση των χρημάτων που του παρέδιδαν. Όλες δε οι πιο πάνω απατηλές διαβεβαιώσεις δεν είχαν άλλο λόγο παρά να πείσει τους γονείς των ανηλίκων, ώστε στη συνέχεια να πείσουν και αυτοί με τη σειρά τους τα ανήλικα, να έλθουν στην Αθήνα προκειμένου να εκμεταλλευθεί την εργασία τους πράγμα το οποίο ήταν και ο τελικός του σκοπός. Περαιτέρω, όπως ήδη αναφέρθηκε, τα ανήλικα ερχόμενα στην Αθήνα, παρά το γεγονός ότι διαπίστωσαν ότι ο τρόπος ζωής που τους παρείχε ο κατηγορούμενος τους στερούσε από την παιδική τους ζωή, εν τούτοις με την παροχή κάποιας καλής σχετικά διατροφής (ένδυσης, τροφής, διασκέδασης), που τους παρείχε, ο τρόπος που τους υποχρέωνε να μαζεύουν χρήματα ο κατηγορούμενος, χωρίς να δύνανται να αντιληφθούν λόγω της ανηλικότητάς τους το ακατάλληλο της παρεχόμενης "εργασίας" και τους κινδύνους στους οποίους εξετίθεντο, ενώ παράλληλα είχαν την πεποίθηση κατά τις διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου, ότι κατ' αυτόν τον τρόπο βοηθούσαν και τις οικογένειές τους, παρασύρθηκαν από αυτόν και του προσέφεραν την πιο πάνω εργασία τους. Έτσι, ο κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος την προαναφερόμενη ευάλωτη θέση των ανηλίκων (τα οποία διαφορετικά είχαν να αντιμετωπίσουν κατά την επιστροφή τους στους γονείς τους την ανέχεια), παρέσυρε τα ανήλικα και επέτυχε και με αυτόν τον τρόπο να εκμεταλλευθεί την εργασία τους.
Συνεπώς, ο κατηγορούμενος διέπραξε σωρευτικά και με τους δύο τρόπους το αδίκημα που προβλέπει η παράγραφος 2 του άρθρου 323 Α του ΠΚ (με την επιβαρυντική μορφή της παρ. 4α και β), Σημειώνεται ότι οι πιο πάνω διευκρινίσεις δεν συνιστούν μεταβολή της κατηγορίας, αλλά δι' αυτών προσδιορίζονται ακριβέστερα τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, παραπέμφθηκε και καταδικάστηκε πρωτοδίκως ο κατηγορούμενος, χωρίς να μεταβάλλεται η ταυτότητα της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξεως...... Σύμφωνα δε με όσα έγιναν δεκτά πιο πάνω, ο κατηγορούμενος διέπραξε τις πράξεις που κατηγορείται και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών όπως ειδικότερα και στο διατακτικό εκτίθεται, απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών αυτού, καθώς και του ισχυρισμού αυτού ότι οι πράξεις που διέπραξε πρέπει, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, να χαρακτηρισθούν ως παραβάσεις του ν. 3144/2003 και της ΥΑ 130621/03 (απαγόρευση εργασίας ανηλίκων), άλλως ως παράβαση του άρθρου 409 ΠΚ (εξώθηση σε επαιτεία), Το Δικαστήριο περαιτέρω δέχεται, όπως έγινε δεκτό και από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι ο κατηγορούμενος έζησε ως το χρόνο που έγιναν τα πιο πάνω εγκλήματα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και πρέπει η ποινή που θα του επιβληθεί να μειωθεί στο μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ (άρθρο 84 παρ. 1, 2 περ. α ΠΚ)". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1, για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πιο πάνω αξιόποινη πράξη της εμπορίας ανθρώπων που στρέφεται κατά ανηλίκων, κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση, και, αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' του ΠΚ, του επέβαλε ποινή καθείρξεως πέντε ετών. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης πιο πάνω αποφάσεως, ο συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου επέδειξε, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, σειρές φωτογραφιών εκτυπωμένες από το βίντεο (44 συνολικά), οι οποίες και επισκοπήθηκαν από το Δικαστήριο και τους διαδίκους, και στη συνέχεια υπέβαλε αυτός το αίτημα "να προβληθεί η βιντεοκασέτα που είχε βιντεοσκοπηθεί κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, προκειμένου το Δικαστήριο να διαπιστώσει τις πολύ καλές συνθήκες διαβιώσεως των ανηλίκων στο σπίτι του κατηγορουμένου". Το Δικαστήριο, ακολούθως, απέρριψε με παρεμπίπτουσα απόφασή του το ανωτέρω αίτημα, με την εξής αιτιολογία: "Το αίτημα της υπεράσπισης του κατηγορουμένου για τη προβολή της πιο πάνω βιντεοκασέτας, η οποία, κατά την υπεράσπιση, απεικονίζει τις συνθήκες διαβίωσης των ανηλίκων στην κατοικία της οικογένειας του κατηγορουμένου, πρέπει να απορριφθεί. Το περιεχόμενο της εν λόγω βιντεοκασέτας πλήρως προκύπτει από το πλήθος των φωτογραφιών (44) που επέδειξε η υπεράσπιση στο Δικαστήριο και οι οποίες έχουν ληφθεί από την βιντεοταινία και απεικονίζουν όλες τις σκηνές που αποτυπώνονται σ' αυτήν. Το προς απόδειξη, άλλωστε, περιστατικό, δηλαδή ότι οι συνθήκες διαβίωσης των ανηλίκων στο σπίτι του κατηγορουμένου ήταν καλές (πλην του ότι διέμεναν στον ίδιο χώρο πολλά άτομα) και ότι τα ανήλικα και η οικογένεια του κατηγορουμένου γιόρτασαν μαζί τις γιορτές της Πρωτοχρονιάς (31/12/2003) και του Πάσχα (10/4/04) σε ευχάριστο κλίμα, προέκυψε και από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και συνεπώς η προβολή της βιντεοκασέτας μόνο άσκοπη καθυστέρηση και παρέλκυση της διαδικασίας θα προκαλούσε". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές (για την ενοχή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου), το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98 και 323Α παρ. 2, 4α, β του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Επίσης, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της άνω πράξεως, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του, τόσο στην επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής, που συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, όσο και στην προαναφερθείσα υποδομή που είχε διαμορφώσει αυτός με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της εν λόγω πράξεως, από τις οποίες προκύπτει ο σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Προς τούτοις, το άνω Δικαστήριο απέρριψε με ειδική αιτιολογία το πιο πάνω αίτημα του αναιρεσείοντος για την προβολή της ειρημένης βιντεοκασέτας, ενώ, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης πιο πάνω αποφάσεως, ο τελευταίος δεν υπέβαλε, όπως αβάσιμα υποστηρίζει, αίτημα "αναβολής της υποθέσεως για ισχυρότερες αποδείξεις με την κλήτευση και εξέταση ως μαρτύρων των γονέων και των τέκνων - φερομένων ως θυμάτων". Επομένως, οι περί του αντιθέτου σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Δ' και Η' ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Περαιτέρω, το Δικαστήριο της ουσίας επέβαλλε για πρώτη φορά παραδεκτώς, κατ' άρθρο 470 εδ. β' ΚΠοινΔ, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, μέτρο ασφαλείας προβλεπόμενο από τον Π.Κ., και συγκεκριμένα διέταξε την ισόβια απέλαση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου από τη χώρα και διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με τη διάταξή της αυτή, την εξής αιτιολογία: "Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 1 ΠΚ πρέπει να διαταχθεί η ισόβια απέλαση του παραπάνω καταδικασθέντος κατηγορουμένου από τη χώρα, μετά την οριστική έκτιση της ποινής που του επιβλήθηκε ή την υφ' όρο απόλυσή του από τις φυλακές. Επισημαίνεται ότι η ισόβια απέλαση διατάσσεται ως μέτρο ασφαλείας και όχι ως παρεπόμενη ποινή (74 παρ. 1 ΠΚ, 470 εδ. β' ΚΠοινΔ)". Όμως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε σχέση με την άνω περί απελάσεως του αναιρεσείοντος διάταξή της, έχει ελλιπή αιτιολογία, αφού, κατά την εφαρμογή του άρθρου 74 παρ. 1 του ΠΚ και κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας για την απέλαση ή μη του αναιρεσείοντος, το δικάσαν Δικαστήριο δεν αναφέρει περιστατικά που να δικαιολογούν την κρίση του για το αναγκαίο αυτής (απέλασης) και που ανάγονται στη βαρύτητα και στο είδος του εγκλήματος, στο χρόνο παραμονής του αναιρεσείοντος στο ελληνικό έδαφος, στην εν γένει συμπεριφορά αυτού, στο επάγγελμά του και στην ύπαρξη ή μη οικογένειας αυτού στην Ελλάδα. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ σχετικού λόγου αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της που αφορά τη διάταξή της περί απελάσεως του αναιρεσείοντος από τη χώρα, και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το εν λόγω μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 307, 308, 309α, 309/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών ως προς τη διάταξή της περί ισόβιας απελάσεως του αναιρεσείοντος Χ1 από τη χώρα μετά την έκτιση της ποινής. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο πιο πάνω μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Σεπτεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Απριλίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ