Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1489 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Έγγραφα, Πλαστογραφία, Υπεξαίρεση, Πολιτική αγωγή.




Περίληψη:
Πλαστογραφία. Απάτη. Υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση. Απορρίπτει λόγους για ακυρότητα από παράσταση πολιτικής αγωγής. Λήψη υπόψη από το Δικαστήριο εγγράφων των οποίων η ταυτότητα δεν προσδιορίζεται. Απόρριψη αιτήματος για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων και έλλειψης αιτιολογίας, από τη μη αναγραφή ως αυτοτελούς αποδεικτικού μέσου έγγραφης γνωμοδότησης. Απορρίπτει.




Αριθμός 1489/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή και Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, κατοίκου ... και 2) Χ2, κατοίκου ... , που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Άγγελο Νεστορίδη, περί αναιρέσεως της 905/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ετερόρρυθμη Εταιρία με την επωνυμία "ΜΑΓΚΑΦΙΝΗΣ ΑΔΑΜ Α.Ε. - ΑΚΡΙΤΑΣ Α.ΤΕ.Β.Ε. Ε.Ε.", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηρακλή Γαρίδη.

Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 14 Ιανουαρίου 2009 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως αντίστοιχα, καθώς και στα από 10 Απριλίου 2009 (δύο) δικόγραφα των προσθέτων λόγων αντίστοιχα, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 160/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι από 14-1-2009 αιτήσεις αναιρέσεως και οι από 10-4-2009 πρόσθετοι λόγοι, για αναίρεση της 905/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θράκης ασκήθηκαν, νομότυπα και εμπρόθεσμα, από τους Χ1 και Χ2. Επομένως είναι παραδεκτές και πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης συνάφειας των.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, η οποία δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, συνεπάγεται και η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Η παράσταση αυτή είναι παράνομη, όταν στο πρόσωπο εκείνου που δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, δεν συντρέχουν οι όροι της ενεργητικής νομιμοποιήσεώς του για την άσκηση πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 ΚΠΔ ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 68 του ίδιου Κώδικα, ως προς τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 63 ΚΠΔ 914 και 932 του ΑΚ, προκύπτει ότι δικαιούνται να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες μόνο εκείνοι που ζημιώνονται άμεσα από το έγκλημα ή υφίστανται ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη απ' αυτό και όχι και εκείνοι που βλάπτονται έμμεσα, όπως τα μέλη νομικού προσώπου, τα οποία δεν νομιμοποιούνται ενεργητικώς στην άσκηση ατομικώς της πολιτικής αγωγής από αδίκημα που στρέφεται κατά του νομικού προσώπου, το οποίο και μόνο ζημιώνεται άμεσα απ' αυτό. Ειδικότερα, σε περίπτωση αξιόποινης πράξης, που στρέφεται ευθέως κατά εταιρείας που έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα, επομένως και κατά ετερόρρυθμης εταιρείας, μόνο η εταιρεία, σε βάρος της οποίας τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα στη σχετική ποινική διαδικασία. Στην προκείμενη περίπτωση, μετά την υποβολή μηνύσεως από την εταιρεία με την επωνυμία "ΜΑΓΚΑΦΙΝΗΣ ΑΔΑΜ ΑΕ-ΑΚΡΙΤΑΣ Α.ΤΕ.Β.Ε Ε.Ε.", οι αναιρεσείοντες παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θράκης, προκειμένου να δικαστούν για τις πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, απάτης κατ' εξακολούθηση, υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση κλπ, τις οποίες τέλεσαν σε βάρος της μηνύτριας εταιρίας. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας εμφανίστηκε η Ψ, νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας ΜΑΓΚΑΦΙΝΗΣ ΑΔΑΜ Α.Ε., δυνάμει του από 17-10-2005 πληρεξουσίου και του από 17-10-2005 πρακτικού Δ.Σ. της ως άνω εταιρίας και δήλωσε ότι η παραπάνω εταιρία παρίσταται ως πολιτική αγωγή στη δίκη αυτή κατά των εναγομένων κατηγορουμένων για το ποσό των (10) e, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προκλήθηκε από το αδίκημα, κατά της παράστασης δε αυτής δεν προέβαλε κανείς αντίρρηση. Το δικαστήριο δέχθηκε την πολιτική αγωγή και επιδίκασε στην πολιτικώς ενάγουσα το ποσό που ζήτησε. Περαιτέρω, από τα πρακτικά του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, προκύπτει ότι, πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, εμφανίστηκε και πάλι η Ψ, κάτοικος ..., "ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας Μαγκαφίνης-Ακρίτας Α.Ε., δυνάμει του με αριθμό ... πληρεξουσίου και δήλωσε ότι η παραπάνω εταιρεία παρίσταται ως πολιτική αγωγή για το ποσό των δέκα (10) ΕΥΡΩ με επιφύλαξη από έκαστο κατηγορούμενο, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που προκάλεσε η δικαζόμενη πράξη και διορίζει πληρεξούσιο της τον παρόντα δικηγόρο του Δ.Σ. Καβάλας Ηρακλή Γαρίδη, που αποδέχτηκε το διορισμό του", κατά της παράστασης δε αυτής δεν προβλήθηκε καμία αντίρρηση. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε, ως νόμιμη, την παράσταση αυτή και στη συνέχεια, αφού καταδίκασε τους αναιρεσείοντες, επιδίκασε στην πολιτικώς ενάγουσα το ποσό που είχε επιδικαστεί και πρωτοδίκως. Οι αναιρεσείοντες, με τον πρώτο λόγο των αιτήσεων τους, πλήττουν την 905/2008 απόφαση του Εφετείου, επικαλούμενοι την, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που προκλήθηκε στο ακροατήριο, από την κακή παράσταση της πολιτικώς ενάγουσας, με τις ειδικότερες αιτιάσεις, ότι 1) η πολιτικώς ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία "Μαγκαφίνης-Ακρίτας Α.Ε.", η οποία παρέστη στο ακροατήριο, δεν είναι αμέσως παθούσα από τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες καταδικάστηκαν και 2)η εμφανισθείσα ως εκπρόσωπος της πολιτικώς ενάγουσας δεν απέδειξε ότι είχε εξουσία εκπροσώπησης της στο δικαστήριο, αφού δεν προσκόμισε το καταστατικό της ετερόρρυθμης εταιρείας. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες διότι:1) ως πολιτικώς ενάγουσα στο ακροατήριο παραστάθηκε η ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "ΜΑΓΚΑΦΙΝΗΣ ΑΔΑΜ ΑΕ-ΑΚΡΙΤΑΣ ΑΤΕΒΕ ΕΕ", σε βάρος της οποίας τελέστηκαν οι παραπάνω πράξεις και η οποία είχε υποβάλλει τη μήνυση, που εκπροσωπήθηκε από την Ψ, διαχειρίστρια της, από προφανή δε παραδρομή αναφέρεται στην απόφαση ότι η Ψ "εμφανίστηκε ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας Μαγκαφίνης-Ακρίτας ΑΕ", γεγονός το οποίο, εμμέσως πλην σαφώς, επιβεβαιώνεται από το ... πληρεξούσιο, δυνάμει του οποίου εκπρόσωπος της μηνύτριας εταιρείας ορίστηκε η παραπάνω, τη μη αντίρρηση των αναιρεσειόντων, κατά την εκδίκαση των σε βάρος τους αξιόποινων πράξεων, ως προς την παράσταση αυτή και τη σχετική περικοπή στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης " από την ανωμοτί κατάθεση της νομίμου εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας ετερόρρυθμης εταιρίας" και 2) οποιαδήποτε πλημμέλεια ή έλλειψη που αναφέρεται στην παράσταση ή εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της παράστασης. Επομένως είναι αβάσιμοι, 1)ο παραπάνω λόγος των αναιρέσεων και 2) ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ, δεύτερος στις αιτήσεις, λόγος, ότι το δικαστήριο, δεχόμενο την παράσταση της πολιτικής αγωγής και επιδικάζοντας στην πολιτικώς ενάγουσα το ποσό που ζήτησε, υπερέβη την εξουσία του και γι' αυτό πρέπει να απορριφθούν. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων αρκεί η γενική κατά το είδος τους αναφορά τούτων, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προέκυψε από καθένα από αυτά. Ωστόσο, πρέπει, να προκύπτει από την απόφαση, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, για να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, όχι μόνο μερικά, αλλά όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται κατά το άρθρο 178 περ. γ' ΚΠΔ και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία όμως διατάσσεται κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία μεταξύ των αποδεικτικών μέσων προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Αντίθετα, η γνωμάτευση ή γνωμοδότηση που προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο από το άρθρο 178 ΚΠΔ αποδεικτικό μέσο, λαμβάνεται όμως υποχρεωτικά υπόψη και συνεκτιμάται ως απλό έγγραφο μαζί με τις λοιπές αποδείξεις για τη διαμόρφωση της κρίσης του δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 905/2008 απόφαση του το Τριμελές Εφετείο Θράκης καταδίκασε τους αναιρεσείοντες-κατηγορούμενους, για απάτη κατ' εξακολούθηση, πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, υπεξαίρεση από κοινού και κατ' εξακολούθηση. Περαιτέρω από την ίδια απόφαση προκύπτει ότι το Δικαστήριο, προκειμένου να στηρίξει την καταδικαστική κρίση του, διέλαβε στο προοίμιο του σκεπτικού, ότι τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά αποδείχθηκαν "από την ανωμοτί κατάθεση της νομίμου εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας ετερόρρυθμης εταιρείας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπερασπίσεως που εξετάστηκαν στο δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, την απολογία του παρόντος δεύτερου κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία". Τέλος, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι, μεταξύ των άλλων εγγράφων, αναγνώσθηκε και η από 10-2-2004 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ειδικού δικαστικού γραφολόγου ..., η οποία διενεργήθηκε, δυνάμει της με αριθμό 52/2003 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, στα πλαίσια της αστικής δίκης. Η πραγματογνωμοσύνη όμως αυτή, αφού δεν διατάχθηκε από τον ενεργήσαντα την προανάκριση ανακριτικό υπάλληλο ή μετά από απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο στην ποινική διαδικασία έγγραφα, αλλά απλό έγγραφο, συμπεριλαμβανόμενο στα λοιπά, τα οποία, ως αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, αναφέρονται στην απόφαση. Επομένως δεν ήταν αναγκαίο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρεται στην απόφαση ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και να αιτιολογείται ειδικά η αντίθετη, από τη γνώμη του συντάκτη της έκθεσης αυτής, κρίση του δικαστηρίου. Εξάλλου, από τη βεβαίωση του δικαστηρίου, που διαλαμβάνεται στο προΐμιο της απόφασης, δηλαδή "και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά" συνάγεται η βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το έγγραφο αυτό. Επομένως οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, τρίτος στις αιτήσεις αναιρέσεως και δεύτερος και τρίτος στο δικόγραφο των προσθέτων, λόγοι, με τούς οποίους οι αναιρεσείοντες πλήττουν την απόφαση του Εφετείου, για έλλειψη της απαιτουμένης αιτιολογίας με τις ειδικότερες αιτιάσεις, ότι στην απόφαση δεν αναφέρεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο η παραπάνω έκθεση, δεν αιτιολογείται ειδικά η μη αποδοχή του περιεχομένου της και δεν προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του την έκθεση αυτή, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 178, 183 και 139 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης απόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο όμως, όταν απορρίπτει σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου, το οποίο, υποβλήθηκε παραδεκτά και κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, οφείλει να αιτιολογήσει ειδικώς την απόφασή του, διαφορετικά, όταν δηλαδή απέρριψε το εν λόγω αίτημα χωρίς την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 Δ του ΚΠΔ. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ο συνήγορος υπεράσπισης "ζήτησε γραφολογική εξέταση για τις υπογραφές που έχει θέσει ο μάρτυρας κατηγορίας ΑΑ στις αποδείξεις πληρωμής, τις υπογραφές που έχει θέσει ο μάρτυρας κατηγορίας ΒΒ για τις βενζίνες και τις υπογραφές που έχει θέσει ο μάρτυρας κατηγορίας ΓΓ στα ιδιωτικά συμφωνητικά". Έτσι όμως που υποβλήθηκε το αίτημα αυτό ήταν αόριστο, αφού ο συνήγορος των κατηγορουμένων δεν προσδιόρισε τα συγκεκριμένα έγγραφα στα οποία υπήρχαν οι υπογραφές, για τη γνησιότητα των οποίων ήταν αναγκαίο να διενεργηθεί η γραφολογική εξέταση. Το Δικαστήριο, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, όμως, με ειδική διάταξη της απόφασης, απέρριψε το παραπάνω αίτημα, διαλαμβάνοντας μάλιστα σ' αυτήν και ειδική αιτιολογία, η οποία είναι επαρκής. Επομένως ο, από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' ΚΠΔ, δεύτερος στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων του αναιρεσείοντος Χ2, λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του αιτήματος για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, είναι αβάσιμος, συνακολούθως δε αβάσιμος είναι και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ, ίδιος λόγος του ίδιου αναιρεσείοντος, με τον οποίο προβάλλεται και η αιτίαση, ότι το Εφετείο, απορρίπτοντας το παραπάνω αίτημα, υπερέβη την εξουσία του. Επομένως πρέπει να απορριφθούν οι παραπάνω λόγοι αναιρέσεως.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ.1 και 369 ΚΠΔ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά την συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις, εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημοσίας συζητήσεως, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτέο θέμα αφορά το έγγραφο ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα του σε τρόπο που να μπορεί να διαγνωσθεί, ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζων πλήρως την ταυτότητά του, είχε κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ ως άνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον πραγματοποιήθηκε η ανάγνωση των εγγράφων αυτών παρασχέθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την περί της ενοχής των αναιρεσειόντων κρίση του και στα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και είκοσι πέντε αποδείξεις. Οι αποδείξεις αυτές αναφέρονται στα πρακτικά, ως έγγραφα που αναγνώστηκαν, με τον αριθμό (2). Με την αναφορά αυτή των εν λόγω εγγράφων, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήτο αναγκαία ειδικότερη αναφορά προσθέτων στοιχείων προσδιορισμού τους, αφού, με την ανάγνωση τους, κατέστησαν γνωστά όλα, κατά το περιεχόμενό τους, στους αναιρεσείοντες, από τους οποίους ο πρώτος εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο από το δικηγόρο του και ο δεύτερος ήταν παρών, οπότε αυτοί είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε πάντως από τον τρόπο προσδιορισμού της ταυτότητός τους στα πρακτικά της δίκης, ενόψει και του ότι δεν δημιουργήθηκε αμφιβολία για το αναλλοίωτο της ταυτότητάς τους. Συνακόλουθα ορθώς έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας όλες τις ως άνω αποδείξεις, ο δε, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ πρώτος, στο δικόγραφο των προσθέτων, λόγος, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά την διαδικασία στο ακροατήριο με την αιτίαση ότι το δικαστήριο εκείνο, προς στήριξη της περί ενοχής των αναιρεσειόντων κρίσεώς του, έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω έγγραφα που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Ως τέτοιοι θεωρούνται όσοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προβλήθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο με την επίκληση των πραγματικών περιστατικών που τους θεμελιώνουν γιατί, διαφορετικά, το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο συνήγορος των κατηγορουμένων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, ζήτησε να γίνουν δεκτοί οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των κατηγορουμένων δηλαδή της αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 & 2 α και 2 ε' του ΠΚ, δίχως, όμως, να επικαλεστεί πραγματικά περιστατικά, θεμελιωτικά των ισχυρισμών αυτών. Το δικαστήριο στη συνέχεια δέχθηκε ότι στο πρόσωπο του δεύτερου κατηγορουμένου συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α και απέρριψε τους λοιπούς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων. Οι αναιρεσείοντες, με τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο, του δικογράφου των προσθέτων, λόγους προβάλλουν αιτιάσεις από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' και Ε' του ΚΠΔ, ότι 1) προκλήθηκε ακυρότητα στο ακροατήριο για έλλειψη ακροάσεως, από την παράλειψη του δικαστηρίου να απαντήσει στους παραπάνω ισχυρισμούς και 2) η απόφαση περιέχει αντιφατικές παραδοχές, ως προς την απόρριψη αυτών και συνεπώς στερείται νόμιμης βάσης, οι οποίες όμως δεν είναι βάσιμες, διότι, έτσι που προβλήθηκαν οι παραπάνω ισχυρισμοί, ήταν αόριστοι και το δικαστήριο, αν και δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, εκ περισσού απήντησε, δεχόμενο τον πρώτο ως προς τον Χ1, απορρίπτοντας δε αυτούς κατά τα λοιπά.
Συνεπώς δεν προκλήθηκε η επικαλούμενη ακυρότητα, ούτε έχει έννομη επιρροή η τυχόν ύπαρξη αντιφατικών παραδοχών, ως προς την απόρριψη των, αφού το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει αυτήν. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχουν, για έρευνα, άλλοι παραδεκτοί λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι, να καταδικασθούν δε οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας (άρθρ. 176,183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τις από 14-1-2009 (2) αιτήσεις των Χ1 και Χ2 για αναίρεση της 905/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θράκης και τους από 10-4-2009 πρόσθετους λόγους.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται, για τον καθένα, σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, συνολικά.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή