Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2415 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Αναιρείται το βούλευμα παραπομπής του κατηγορουμένου για υπεξαίρεση από εντολοδόχο κατ' εξακολούθηση ποσού ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας για έλλειψη της επιβαλλόμενης αιτιολογίας λόγω μη προσδιορισμού του χρόνου τέλεσης των επιμέρους πράξεων υπεξαίρεσης και για το λόγο ότι δεν προέκυψε ότι έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο Εφετών τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν με το υπόμνημα που υπέβαλε ο κατηγορούμενος για πρώτη φορά ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών μετά την υποβολή σ' αυτό της προτάσεως του Εισαγγελέα.




Αριθμός 2415/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του με αριθμό 265/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1, 2) Ψ2 και 3) Ψ3, κατοίκους ...

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 501/2009. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κατσιρώδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία τη με αριθμό 224/24.6.2009 πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 26-3-2009 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ'αριθμ. 265/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής: Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος επεκυρώθη εν μέρει το παραπεμπτικό διά τον αναιρεσείοντα υπ'αριθμ. 1606/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, επαναδιετυπώθη η κατ'αυτού κατηγορία και παραπέμπεται αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθή δι'υπεξαίρεση αντικειμένων ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, εμπιστευθέντων σ'αυτόν λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, κατ'εξακολούθηση, εις βάρος των Ψ1, Ψ2 και Ψ3. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρ. 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι διά την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ιδιοποίηση, χωρίς δικαίωμα, ξένου (εν όλω ή εν μέρει) κινητού πράγματος, περιελθόντος στην κατοχή του δράστου με οποιονδήποτε τρόπο, υποκειμενικώς δε δόλος αυτού ενέχων την γνώση, ότι το πράγμα είναι ξένο και το κατέχει, καθώς και την θέλησή του να το ενσωματώση στην περιουσία του. Η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα (παράγρ. 2) όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και επί πλέον συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικώς στο ανωτέρω άρθρο προβλεπόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως και εκείνη του εντολοδόχου (βλ. ΑΠ 1050/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/130). Η κρίση περί της αξίας του παρανόμως ιδιοποιουμένου αντικειμένου, ως ιδιαιτέρως μεγάλης, εκτιμάται ανελέγκτως (βλ. ΑΠ 1779/2006). Χρόνος δε τελέσεως της υπεξαιρέσεως θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εξεδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος (βλ. ΑΠ 475/2008), ενώ ο ακριβέστερος προσδιορισμός του απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο δύναται να καθορίση χρόνο τελέσεως διάφορο του αναφερομένου στο κατηγορητήριο ή το παραπεμπτικό βούλευμα, εκτός αν ο διάφορος αυτός προσδιορισμός ασκεί επιρροή στην ταυτότητα της πράξεως ή στην παραγραφή του αξιοποίνου αυτής (βλ. ΑΠ 1773/2006, ΑΠ 1589/2006).
Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, δια το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα και όταν αυτό δεν έχει δικές του σκέψεις, αλλά αναφέρεται, ακόμη και εξ ολοκλήρου, στις σκέψεις της ενσωματωμένης στο βούλευμα εισαγγελικής προτάσεως, εφ'όσον βέβαια αυτή πληροί τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος (ΑΠ 66/2007). Η δε καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση καλύπτει και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1427/2004). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα τα οποία ελήφθησαν υπ'όψη από το συμβούλιο, για την παραπεμπτική κρίση του, αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα από αυτά. Πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθή υπ'όψη όλα και όχι ορισμένα μόνο από αυτά (ΑΠ 1709/2007). Και δεν ιδρύουν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή η ενδεικτική αναφορά μερικών από αυτές, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως εκάστου αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, αφού στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 23/2007). Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο προσδίδει σ'αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όχι μόνο όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθή, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, εκ του λόγου ότι στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 114/2004, ΑΠ 259/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αλλά και με δικές του σκέψεις, ότι από την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, προσδιοριζομένων κατ'είδος, προέκυψαν τα εξής, κατά τα ουσιώδη μέρη των, πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών (ήδη αναιρεσείων) κατηγορούμενος Χ ήτο γενικός διευθυντής της εταιρίας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΕ". Ότι στην ..., κατά τους κατωτέρω χρόνους, ενώ ο Ψ1, ο Ψ2 και ο Ψ3 του είχαν παραδώσει, υπό την ιδιότητά του ως εντολοδόχου, Ι) στις 30-11-1998, ο Ψ1 το ποσό των "40.000.000 δρχ. " = "117.388,11 ευρώ"., II) την 1η-12-1998, ο Ψ2 το ποσό των "33.000.000 δρχ. = 96.845,19 ευρώ" και III) την 1η-12-1998 και στις 7-12-1998 ο Ψ3 το συνολικό ποσό των "60.000.000 δρχ. {20.000.000 + 40.000.000 δρχ} = 176.082,17 ευρώ", με τη συγκεκριμένη, ειδική και σαφή εντολή και πληρεξουσιότητα να καταβάλει αυτά τα χρήματα, για τη συμμετοχή τους στα αδιάθετα υπόλοιπα της υπό προγραμματισμό, τότε, αυξήσεως Μετοχικού Κεφαλαίου (Μ.Κ), της ανωτέρω εταιρείας "ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΕ", κατά το ποσό των "4.840.000.000" δρχ. , (η οποία όμως, αύξηση, δεν είχε, ακόμη, όχι μόνον, υλοποιηθεί, αλλ' ούτε, καν αποφασισθεί , νομοτύπως, δεδομένου, ότι η μεν, απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως των Μετόχων, για τη πραγματοποίηση της, λήφθηκε αργότερα και συγκεκριμένα στις 4/4/1999, η δε αντίστοιχη ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ στον ΤΥΠΟ από το Διοικητικό Συμβούλιο της εν λόγω εταιρείας έγινε στις 16/7/1999), και να προβεί σε κάθε ενέργεια, που ήταν αναγκαία, μόνον, για την υλοποίηση της ανωτέρω συμμετοχής τους, δηλαδή, του σκοπού για τον οποίο του είχαν παραδώσει τα εν λόγω χρηματικά ποσά, αυτός, αν και τελικώς δεν χρησιμοποίησε αυτά τα χρήματα για τον προαναφερόμενο σκοπό για τον οποίο αυτά του είχαν δοθεί από τους ανωτέρω ιδιοκτήτες τους, δεν απέδωσε σ' εκείνους το ποσό (ολικά ή μερικώς) που είχε παραλάβει, από έναν έκαστο εξ αυτών, χωρίς παράνομη βλάβη κάποιου τρίτου, ούτε τους ικανοποίησε εντελώς, με δική του θέληση και πριν, ακόμη εξετασθεί, με οποιοδήποτε τρόπο, για τη πράξη του αυτή από τις αρχές αλλά, παρά τις αντίθετες, επίμονες και έντονες οχλήσεις τους, κατακράτησε και ενσωμάτωσε παρανόμως στην περιουσία του τα προαναφερόμενα χρήματα, τα οποία, ανέρχονται, συνολικά, στο ύψος των: "390.315,47 ευρώ" ( 176.082,17 + 117.388,11 + 96.845,19 = 390.315,47 ). Ότι τα ανωτέρω χρήματα ανήκαν κατά κυριότητα στους ως άνω Ψ1, Ψ2 και Ψ3, η δε αξία τους ήτο ιδιαιτέρως μεγάλη και υπερέβαινε, τόσο ως προς έκαστο εξ αυτών, όσο και συνολικώς, το ποσό των 25.000.000 δρχ. = 73.000 ευρώ. Και ότι από το γεγονός ότι ελήφθη απόφαση του Δ.Σ. της εταιρίας με την επωνυμία "Ανώνυμος Θεσσαλική Οινοπνευματική Α.Ε." περί αυξήσεως του μετοχικού της κεφαλαίου και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (βλ. πρ. ΦΕΚ), δεν προκύπτει ότι τα ληφθέντα από τους τρεις προαναφερθέντες επενδυτές καταβλήθησαν από τον εκκαλούντα κατηγορούμενο στην εταιρία, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε εγγραφή των χρηματικών αυτών ποσών στα βιβλία της εταιρείας, η οποία να σημειωθεί δεν είχε καμία παραγωγική δραστηριότητα από το έτος 1997, ενώ όσον αφορά το γεγονός της χορήγησης βεβαιώσεων από τον εκκαλούντα στους ως άνω Ψ1, Ψ2 και Ψ3, δεν αποδεικνύει ότι οι παθόντες αυτοί κατέστησαν μέτοχοι της εταιρείας, αφού πέραν του ότι οι σχετικές καταβολές δεν έχουν εγγραφεί στα βιβλία της εταιρείας και ο μετέπειτα Πρόεδρος αυτής ..., αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ιδιότητα τους ως μετόχων, διότι δεν προέκυπτε ότι οι απαιτήσεις τους είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία της εταιρίας και δεν τους επέτρεψε, για το λόγο αυτό να λάβουν μέρος στη Γενική Συνέλευση των μετόχων, που έλαβε χώρα το έτος 2003. Ακολούθως, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών εδέχθη ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής εις βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, διά την ως άνω αξιόποινη πράξη, κατ' εξακολούθηση τελεσθείσα, και αφού μεταρρύθμισε το πρωτόδικο βούλευμα παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο του ανωτέρω δικαστηρίου, διά να δικασθή δι'αυτή. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη υπό του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως, τα αποδεικτικά μέσα τα οποία θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και στηρίζεται η παραπεμπτική κρίση του. Ειδικότερα, με την καθολική αναφορά του στην εισαγγελική πρόταση καλύπτεται και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων και εκ του περιεχομένου του προσβαλλομένου βουλεύματος προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπ' όψη και τα διά του από 22-9-2008 υπομνήματος του κατηγορουμένου προσκομισθέντα έγγραφα, οι δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενες αιτιάσεις είναι αβάσιμες. Επίσης, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών ορθώς εφήρμοσε και ερμήνευσε τις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και δεν παρεβίασε αυτές, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, ο κακουργηματικός χαρακτήρας της εις βάρος εκάστου των ανωτέρω παθόντων μερικωτέρας πράξεως υπεξαιρέσεως στηρίζεται στις παραδοχές, ότι το υπεξαιρεθέν υπό του αναιρεσείοντος, από έκαστο τούτων, χρηματικό ποσό ήτο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και ότι ο αναιρεσείων διέπραξε την υπεξαίρεση ως εντολοδόχος, ενώ ως εκ περισσού αναφέρεται ότι το υπεξαιρεθέν ποσό υπερέβαινε τα 25.000.000 δραχμές (73.000 ευρώ), δηλαδή περίπτωση κακουργηματικής υπεξαιρέσεως προστεθείσα στην παράγρ. 1 του άρθρ. 375 ΠΚ, διά του άρθρ. 14 παρ. 3 α Ν. 2721/1999, μετά τους ως άνω χρόνους τελέσεως της πράξεως του αναιρεσείοντος. Ως προς την αιτίαση δε, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρ. 375 ΠΚ, αυτή απαραδέκτως προβάλλεται, διότι δεν προσδιορίζεται στην υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, εις τί συνίσταται η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της (βλ. ΑΠ 406/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/906). Περαιτέρω, η αιτίαση περί ασαφείας του χρόνου εξωτερικεύσεως της θελήσεως του αναιρεσείοντος "για την παράνομη ιδιοποίηση των ποσών που φέρεται ότι εισέπραξε" είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού η εν λόγω ασάφεια, στην προκειμένη περίπτωση, δεν ασκεί επιρροή στην ταυτότητα της πράξεως ή στην παραγραφή του αξιοποίνου της. Τέλος δε, καθ' ό μέρος πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του Συμβουλίου περί τα πράγματα, οι σχετικές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες. Κατ' ακολουθία, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω
Να απορριφθή η από 26-3-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 265/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήναι 15 Μαΐου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός".
Αφού άκουσε τον ως άνω Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και όταν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν ιδιοποίηση χωρίς δικαίωμα ξένου κινητού πράγματος που περιήλθε στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, υποκειμενικώς δόλος του δράστη, που ενέχει τη γνώση έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, ότι το πράγμα είναι ξένο και το κατέχει καθώς και τη θέλησή του να το ενσωματώσει στην περιουσίας του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου όπως ισχύει μετά το ν.2408/2006 και το άρθρο 14 παρ. 3β' του ν.2721/1999 η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συντρέχει μια από τις ειδικές και περιοριστικά στη διάταξη προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστεύσεως μεταξύ των οποίων και εκείνη του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξεως του υπαιτίου στον οποίαν τα κινητά που υπεξήρεσε εμπιστεύθηκαν λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, υπερβαίνει σε ποσό τα 2.500.000 δρχ. τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει για τη στοιχειοθέτηση της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος που να είναι κινητό πράγμα ξένο με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει κατά το αστικό δίκαιο σε άλλον και όχι τον δράστη, β) η κατοχή του πράγματος αυτού κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, γ) η παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη, η οποία γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, δ) η συνδρομή μιας τουλάχιστον περιπτώσεως από τις αναφερόμενες περιοριστικά στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 375 Π.Κ. μεταξύ των οποίων και η ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, που νοείται εκείνος που ενεργεί όχι απλά υλικές αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης τον εντολέα και με δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού την οποία εξουσία δύναται να έχει από το νόμο ή από τη σύμβαση, ε) το πράγμα κατά το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξης να έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία. Περαιτέρω το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος και επαναδιατυπώνει την κατηγορία, στερείται της επιβαλλομένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν. Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτό, με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι τα εν λόγω περιστατικά αναγόμενα στις εφαρμοστέες ποινικές διατάξεις, συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα και όταν αυτό δεν έχει δικές του σκέψεις, αλλά αναφέρεται, ακόμη και εξ ολοκλήρου, στις σκέψεις της ενσωματωμένης εισαγγελικής προτάσεως, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ίδιου βουλεύματος υπό την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σε αυτήν τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά συνάγονται και οι σκέψεις που θεμελιώνουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος, αρκεί να αναφέρονται αυτά γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, αλλά απαιτείται να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Ποιν.Δ.
Τέλος λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος αποτελεί κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Ποιν.Δ., η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής πολιτικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση με το προσβαλλόμενο βούλευμα που εκδόθηκε, μετά την παραπομπή της υποθέσεως για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο με την 1167/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου, έγιναν δεκτά από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση αλλά και με δικές του σκέψεις, ότι από την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων κατ' είδος αναφερομένων, προέκυψαν τα εξής, κατά τα ουσιώδη μέρη των, πραγματικά περιστατικά: Η εταιρεία με την επωνυμία "Ανώνυμη Θεσσαλική Οινοπνευματική Εταιρεία ΑΕ" ιδρυθείσα το έτος 1919, είχε εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών μετά το 1934, επρόκειτο δε για εταιρεία που είχε σκοπό την παρασκευή αποσταγμάτων οίνου και εμφιαλώσεως διαφόρων τύπων οίνου και με τις τροποποιήσεις του καταστατικού της είχε επεκτείνει τις δραστηριότητές της στην κατασκευή τεχνικών έργων και στις ξενοδοχειακές και τουριστικές καθώς και ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Τον Ιούνιο του έτους 1996 η άνω ανώνυμη εταιρεία ίδρυσε νέα εταιρεία με την επωνυμία "ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΒΟΛΟΥ ΑΕ" και με τον διακριτικό τίτλο "ΟΙΝΟΒΟ Α.Ε.", στην οποία η Ανώνυμη Θεσσαλική Οινοπνευματική Εταιρεία ΑΕ" συμμετείχε με ποσοστό 99,9%. Η "ΟΙΝΟΒΟ ΑΕ" υποκατέστησε σε όλες τις δραστηριότητές της την μητρική ανώνυμη εταιρεία, μίσθωσε ιδίως τις εγκαταστάσεις της στη ... και στη ... Μετά την ίδρυση της "ΟΙΝΟΒΟ ΑΕ" όλες οι επενδυτικές και οικονομικές δραστηριότητες του ομίλου εταιρειών της Ανώνυμης Θεσσαλικής Οινοπνευματικής εταιρείας (συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις, αγορές βιομηχανικών εγκαταστάσεων, διαχείριση κεφαλαίων κλπ.), ασκούνταν μέσω της "ΟΙΝΟΒΟ ΑΕ". Από την 8.4.1997 με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανώνυμης Θεσσαλικής Εταιρείας Α.Ε. η εκπροσώπηση αυτής ανατέθηκε στον Γενικό Διευθυντή που ήταν ο κατηγορούμενος, στον οποίο εκχωρήθηκαν όλες οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες του άρθρου 20 του καταστατικού αυτής, μεταξύ των οποίων η είσπραξη χρημάτων, μερισμάτων, μέρισμα) αποδείξεων και τοκομεριδίων. Ο κατηγορούμενος εξακολουθούσε να είναι γενικός διευθυντής της άνω ανώνυμης εταιρείας επιφορτισμένος με τα προαναφερθέντα καθήκοντα μέχρι και τα μέσα του έτους 2001. Στις 15.1.1998 κατόπιν αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας "Ανώνυμη Θεσσαλική Οινοπνευματική εταιρεία ΑΕ" (ληφθείσης κατ' εξουσιοδότηση δοθείσα με απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως των μετόχων της 30/6/1997), αυξήθηκε στο διπλάσιο το μετοχικό της κεφάλαιο που ανερχόταν σε 1.210.000.000 δρχ. δια της καταβολής μετρητών ύψους 1.210.000.000 δρχ. και δια της εκδόσεως 11.000.000 νέων κοινών ανωνύμων μετοχών. Η σχετική καταβολή της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου κατά το άνω ποσό πιστοποιήθηκε από το Δ.Σ. της Ανώνυμης Θεσσαλικής Οινοπνευματικής Εταιρείας Α.Ε. κατά το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 2190/1920, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο από 15.7.1998 πρακτικό του. Οι νέες μετοχές εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, ενώ το αντίστοιχο ενημερωτικό δελτίο της εν λόγω αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου εγκρίθηκε, ως προς το μέρος του περιεχομένου του που αφορούσε στις ανάγκες πληροφορήσεως του επενδυτικού κοινού, κατά το Π.Δ. 348/1985, από το Δ.Σ. του χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Η περίοδος των εγγραφών για την προαναφερθείσα αύξηση άρχιζε την 1.3.1998 και έληγε στις 24.8.1998, οι αντίστοιχες σε καταβολές πραγματοποιήθηκαν από τις 13.4.1998 μέχρι τις 10.7.1998 και στον λογαριασμό UNDERWRITING ..., που διατηρούσε η άνω εταιρεία στην Τράπεζα Πειραιώς, κατατέθηκε το συνολικό ποσό των 1.301.697.469 δρχ. όπως προέκυπτε από την από 24.8.1998, βεβαίωση της Τράπεζας Πειραιώς. Ο ..., ορκωτός ελεγκτής, δυνάμει της 23.748/1999 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατόπιν εντολής από την ελεγκτική εταιρεία με την επωνυμία Συνεργαζόμενοι Ορκωτοί Ελεγκτές Ανώνυμη Εταιρεία Ορκωτών Ελεγκτών, διενήργησε έκτακτο διαχειριστικό έλεγχο στην εταιρεία "Ανώνυμη Θεσσαλική Οινοπνευματική Εταιρεία ΑΕ για την νομιμότητα της διαχειριστικής διάθεσης του ποσού των 1.210.000.000 δρχ. στο οποίο ανήλθε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της άνω εταιρείας, που πραγματοποιήθηκε μετά την από 15.1.1998 απόφαση του διοικητικού Συμβουλίου της και για το ζήτημα ποιά ήταν η πραγματική εικόνα της περιουσιακής διάρθρωσης, της χρηματοοικονομικής θέσης και των αποτελεσμάτων χρήσεως της εταιρείας κατά το έτος 1998 και τον Ιούλιο του 1999. Μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου και την κατάθεση του πορίσματος που συνέταξε κατά τον μήνα Ιανουάριο 2000 ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Επενδυτών Χρηματιστηρίου Αθηνών (ΠΑΣΕΧΑ) με την από 4.5.2000 αίτησή του απευθυνομένη στο Σώμα Ορκωτών Λογιστών ζήτησαν από τον ανωτέρω ελεγκτή να απαντήσει εγγράφως στα τεθέντα ερωτήματα και ιδίως για την τύχη συνολικού ποσού 929.000.000 δρχ. (ευρώ 2.726.338,96), το οποίο είχε κατατεθεί από επενδυτές για τη συμμετοχή τους στην κατανομή των αδιαθέτων μετοχών από την επικείμενη τότε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ κατά το ποσό των 4.840.000.000 δρχ., πριν από τον Ιούλιο του 1999 όταν άρχισε να υλοποιείται η σχετική απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως της εταιρείας ληφθείσα στις 4.4.1999 περί της ως άνω αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου. Στις 16.7.1999 δημοσιεύθηκε ανακοίνωση στον Τύπο αναφερόμενη στην ως άνω αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Ανώνυμη Θεσσαλική Οινοπνευματική Εταιρεία ΑΕ με μετρητά ποσού δρχ. 4.840.000.000 και στη συμμετοχή σε αδιάθετα υπόλοιπα αυτής στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρονταν και τα εξής: "έκδοση νέων κοινών μετοχών που θα διατεθούν στους παλαιούς μετόχους ... Η καταβολή μετρητών για την άσκηση του δικαιώματος προτίμησης θα γίνεται σε όλα τα καταστήματα της Τράπεζας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ - ΘΡΑΚΗΣ, στον ειδικό λογαριασμό της εταιρείας με αριθμό ... Οι κ. μέτοχοι θα πρέπει οπωσδήποτε να ζητούν με την ταυτόχρονη κατάθεση του ποσού της συμμετοχής τους ν' αναγραφούν τα στοιχεία τους.....ως εξής....... Οι κ. μέτοχοι, μετά την καταβολή στον ειδικό λογαριασμό ... της Τράπεζας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ - ΘΡΑΚΗΣ ΑΕ θα αποστέλλουν το αντίγραφο καταθετηρίου και της απόδειξης συμμετοχής στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ή αντίγραφο της μερισματαποδείξεως υπ' αριθμ. (3) τρία (για όσους μετόχους δεν έχουν προβεί σε αποϋλοποίηση τίτλων) με συστημένη επιστολή, στα γραφεία της εταιρείας, ..., ..., ... Η περίοδος ασκήσεως δικαιώματος αρχίζει τη Δευτέρα 19.7.1999 και λήγει την Παρασκευή 20.8.1999 ... Οι αποδείξεις εγγραφής θα αποσταλούν από την εταιρεία με συστημένη επιστολή και βάσει της μηχανογραφημένης κατάστασης της Τράπεζας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ - ΘΡΑΚΗΣ καθώς και τα στοιχεία που θ' αποστείλουν οι κ.μέτοχοι. 'Οσοι εκ των μετόχων επιθυμούν να εγγραφούν για συμμετοχή σε αδιάθετα υπόλοιπα, θα πρέπει να καταθέσουν στον ίδιο λογαριασμό, με ένδειξη για αδιάθετα υπόλοιπα ... Υπενθυμίζεται στους κ.κ. μετόχους ότι οι υφιστάμενες μετοχές της εταιρείας τελούν σε καθεστώς προσωρινής αναστολής διαπραγμάτευσης από 2.7.1999 κατόπιν αποφάσεως του Προέδρου και του Δ.Σ. του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Οι νέες μετοχές θα παραδοθούν μετά την ολοκλήρωση της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου και θα εκδοθεί προς τούτο, σχετική ανακοίνωση στον Τύπο και θα είναι διαπραγματεύσιμες στο Χ.Α.Α. μόνον μετά την έγκριση των αρμοδίων χρηματιστηριακών υπηρεσιών ...". Στην άνω από 4.5.2000 αίτηση του ΠΑ.Σ.Ε.Χ.Α. μνημονεύονται δεκαοκτώ καταβολές χρηματικών ποσών και αναφέρεται ότι αυτές έγιναν προς την εταιρεία είτε δια χειρός του κατηγορουμένου είτε απ' ευθείας σε τραπεζικούς λογαριασμούς της, ότι ο Χ εξέδωσε αντίστοιχες αποδείξεις ή βεβαιώσεις και ότι επισυνάπτονται στην αίτησή τους τα αντίστοιχα έγγραφα των εν λόγω (18) αποδείξεων βεβαιώσεων. Από τα στοιχεία που είναι καταγεγραμμένα στην προαναφερθείσα από 4.5.2000 αίτηση του ΠΑ.Σ.Ε.Χ.Α. και στις επισυναπτόμενες δεκαοκτώ (18) αποδείξεις - βεβαιώσεις καταθέσεως μετρητών, προκύπτει ότι οι ανωτέρω καταβολές έγιναν πριν από τις 4.4.1999 όταν λήφθηκε η απόφαση για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της άνω ανώνυμης εταιρείας κατά το ποσό των 4.840.000.000 δρχ., πλην εκείνων που από την απόδειξη υπό ημερομηνία 9/6/1999, προκύπτουν ότι πραγματοποιήθηκαν το Μάϊο και τον Ιούνιο 1999 με καταθέτη τον Ν.Καβρουλάκη.
Από τους Ψ1 και Ψ2 (που ήταν αμφότεροι μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας Ανώνυμη Θεσσαλική Οινοπνευματική Εταιρεία Α.Ε., όπως είχε συγκροτηθεί στις 8.4.1997 και όπως στη συνέχεια άλλαξε μετά την από 19.7.1999 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της άνω εταιρείας) και από τον Ψ3 παραδόθηκαν στον κατηγορούμενο Χ τα παρακάτω ποσά που προορίζονταν για συμμετοχή των μόνο στα αδιάθετα υπόλοιπα που θα προέκυπταν από την προγραμματιζόμενη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας το ποσό των 4.840.000.000 δραχμών. Ειδικότερα παρέδωσε ο Ψ1 ποσό 40.000.000 δρχ. (ευρώ 117.388,11) στις 30.11.1998 στον κατηγορούμενο, ενώ ο Ψ2 παρέδωσε ποσό 33.000.000 δρχ. (ευρώ 96.845,19) στις 1.12.1998 στον κατηγορούμενο και ο Ψ3 παρέδωσε 60.000.000 δρχ. (ευρώ 176.9082,17) στον κατηγορούμενο από τις οποίες 20.000.000 δρχ. στις 1.12.1998 και 40.000.000 δρχ. στις 7.12.1998. Κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος με τα πιο πάνω ποσά ήθελαν οι παραπάνω ενδιαφερόμενοι να συμμετάσχουν στην προγραμματιζόμενη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εν λόγω ανώνυμης εταιρείας και ήταν αδιάφορο εάν τα χρήματα που κατέβαλαν τα συγκεκριμένα αυτά τρία άτομα δόθηκαν σε μετρητά ή προέρχονταν από το προϊόν πώλησης μετοχών της εταιρείας ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΕ που έδωσαν στον κατηγορούμενο. Κατά τα έτη 1998 και 1999 η εταιρεία ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΕ ως επικεφαλής ενός ομίλου από πέντε εταιρείες από τις οποίες οι τρείς ("ΟΙΝΟΒΟ ΑΕ", "ΕΡΚΙΣ ΑΕ" και "ΜΑΝΖΑVINO ΑΕ") ήταν θυγατρικές της ίδιας και οι άλλες δύο ("Δ.Τ. ΝΙΓΡΙΤΑ Α.Ε." και "ΑΜΠΕΛΩΝΕΣ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑΣ ΑΕ") ήταν θυγατρικές της θυγατρικής της "ΟΙΝΟΒΟ Α.Ε." ασκούσε μέσω της τελευταίας ανώνυμης εταιρείας όλες τις επενδυτικές και οικονομικές δραστηριότητες αυτού του ομίλου χρησιμοποιώντας και τη μέθοδο της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου προκειμένου να εξασφαλίζει τα απαραίτητα κεφάλαια για την κάλυψη των παλαιών χρεών της αλλά και για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων της ως άνω θυγατρικής της εταιρείας. Κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος οι άνω χρηματικές καταβολές επί μέρους των ενδιαφερομένων Ψ1, Ψ2 και Ψ3 για τη συμμετοχή τους στα αδιάθετα υπόλοιπα που θα προέκυπταν από τη δεύτερη αύξηση κατά 4.840.000.000 δρχ. του μετοχικού κεφαλαίου της ανωτέρω ανωνύμου εταιρείας ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΕ πραγματοποιήθηκαν δια του κατηγορουμένου, δηλαδή με παράδοσή των σ'αυτόν πριν ληφθεί η ανωτέρω απόφαση από την έκτακτη γενική συνέλευση των μετοχών της ανωτέρω εταιρείας στις 4.4.1999 και πριν ορισθεί αντίστοιχος ειδικός λογαριασμός σε κάποια Τράπεζα για την κατάθεσή τους καθώς και ότι είχαν ήδη τεθεί σε καθεστώς αναστολής διαπραγμάτευσης από 2/7/1999 με απόφαση του Δ.Σ. του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών όταν έγινε η δημοσίευση στον Τύπο της ανακοινώσεως της από 4.4.1999 αποφάσεως της Έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων αυτής της εταιρείας για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της άνω εταιρείας κατά το προαναφερθέν ποσό των 4.840.000.000 δρχ. Κατά τα αναφερόμενα ως γενόμενα δεκτά στο προσβαλλόμενο βούλευμα μετά την δημοσίευση στον Τύπο στις 16.7.1999 της ανακοίνωσης για την παραπάνω αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά 4.840.000.000 δραχμές και την εγγραφή των μετοχών που είχαν ήδη καταβάλει τα επίδικα χρηματικά ποσά με την προοπτική συμμετοχής των στην προγραμματιζομένη αύξηση με παράδοση των στα χέρια του κατηγορουμένου ή με κατάθεση στον ειδικό λογαριασμό της Τράπεζας Πειραιώς που είχε ανοιχθεί για την πρώτη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας κατά το ποσό των 1.210.000.000 δρχ. δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία που προσδιοριζόταν αναλυτικά και με λεπτομέρειες στην ανωτέρω ανακοίνωση Τύπου και τελικώς δεν κατατέθηκαν τα ανωτέρω χρηματικά ποσά στον ειδικό λογαριασμό ... της ανώνυμης εταιρείας στην Τράπεζα Μακεδονίας - Θράκης που είχε ανοίξει γι' αυτή την αύξηση. Κατά τα αναφερόμενα στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν ετηρούντο κανονικά τα βιβλία και λοιπά στοιχεία της ανώνυμης εταιρείας ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ και δεν προέκυπτε από λογικά ή τραπεζικά στοιχεία ούτε από οποιοδήποτε άλλο ανεπίσημο στοιχεία ότι πραγματοποιήθηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά 4.840.000.000 δρχ. ούτε ποιά ήταν η τύχη των επιδίκων ποσών στο σύνολό τους ή κατά ένα μέρος. Κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος ο κατηγορούμενος ενώ έλαβε τα άνω ποσά που παραδόθηκαν σ' αυτόν από τους Ψ1, Ψ2 και Ψ3, χωρίς να προκύπτει κατάθεση αυτών σε κάποιο λογαριασμό της Α.Ε. ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ με την συγκεκριμένη εντολή να καταβάλει τα χρήματα αυτά για συμμετοχή τους στα αδιάθετα υπόλοιπα της σχεδιάζομενης αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου αυτής πριν από την λήψη νομοτύπου αποφάσεως για αυτήν την αύξηση κατά το ποσό των 4.840.000.000 δρχ. δεν χρησιμοποίησε τα χρήματα για τον προαναφερόμενο σκοπό για τον οποίο του είχαν δοθεί από τους ιδιοκτήτες των ούτε τους απέδωσε ολικώς ή μερικώς τα ποσά που είχε παραλάβει από τον καθένα ούτε τους ικανοποίησε εντελώς με δική του θέληση και πριν ακόμη εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο, για την πράξη του αυτή από τις αρχές αλλά, παρά τις προς τούτο έντονες οχλήσεις τους, το κατακράτησε και το ενσωμάτωσε παράνομα στην περιουσία του. Ακόμη γίνεται δεκτό από το Συμβούλιο Εφετών ότι τα χρήματα που παραδόθηκαν στον κατηγορούμενο με την άνω συγκεκριμένη εντολή, εξακολουθούσαν και μετά από την παράδοσή τους σε εκείνον να ανήκουν κατά κυριότητα στα τρία άνω πρόσωπα (Ψ1, Ψ2 και Ψ3) και ως εκ τούτου ως προς αυτά τα ποσά ζημιωθέντες και παθόντες είναι αυτοί οι τρείς και όχι η εταιρεία όπως αναφέρεται στο διατακτικό του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών 1606/2006 με συνέπεια οι δηλώσεις του νομικού εκπροσώπου της ανώνυμης αυτής εταιρείας, ότι δεν έχει η εταιρεία οποιαδήποτε αξίωση κατά του κατηγορουμένου, να μην ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στην κατηγορία τούτου αποδίδεται για τα συγκεκριμένα χρηματικά ποσά που του παραδόθηκαν από τα τρία άνω άτομα, συνολικού ύψους 390.315,47 ευρώ. Περαιτέρω, κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, η αναγραφή στον ισολογισμό του έτους 1999 της ανωνύμου εταιρείας ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ότι κατά τη χρήση του 1999 έγινε η άνω αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου αυτής δεν αποτελούσε απόδειξη ότι τελικώς πραγματοποιήθηκε η αύξηση αυτή, ότι ένα είχε πραγματοποιηθεί η εγγραφή των παθόντων για τη συμμετοχή τους στα αδιάθετα υπόλοιπα της υπόψη αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου τότε θα είχαν αποσταλεί σ'αυτόν με συστημένη επιστολή οι σχετικές αποδείξεις εγγραφής, που μνημονεύονται στην δια του Τύπου αντίστοιχη ανακοίνωση και, ακόμη, ότι αν είχε γίνει η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά 4.840.000.000 δρχ. τότε θα είχε πραγματοποιηθεί η αντίστοιχη ανακοίνωση στον Τύπο και θα είχε πιστοποιηθεί η σχετική καταβολή της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου κατά το ποσό αυτό από το Διοικητικό Συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας κατά το άρθρο 11 παρ. 2 του Κ.Ν. 2190/1920 όπως συνέβη στην περίπτωση της πρώτης αυξήσεως κατά το ποσό του 1.210.000.000 δρχ. Ότι η κατ' ακολουθίαν προέκυπτε ότι δεν πραγματοποιήθηκε ούτε η εγγραφή όσων επιθυμούσαν να συμμετάσχουν στη συγκεκριμένη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και στα αδιάθετα υπόλοιπα αυτής ούτε υλοποιήθηκε η κατά τα ανωτέρω ανακοινωθείσα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και δεν ήταν δυνατό να γίνει λόγος για χορήγηση νέων μετοχών που δεν υπήρξαν και κατά συνέπεια ήταν χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο οι βεβαιώσεις περί χορηγήσεως μετοχών της ανώνυμης εταιρείας ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΕ, οι οποίες δόθηκαν και στους Ψ2, Ψ1 και Ψ3. Ότι έτσι εδικαιολογείτο η άρνηση του εν συνεχεία Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου τη ανώνυμης αυτής εταιρείας Δημ. Μπίμπιζα αφ' ενός να αναγνωρίσει την ουσιαστική ισχύ των χορηγηθεισών βεβαιώσεων λόγω της τυπικής έλλειψης της μη εγγραφής τους στα βιβλία της ανώνυμης εταιρείας ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ και αφ' ετέρου ότι δεν επέτρεψε αυτός ως Πρόεδρος του Δ.Σ. της εταιρείας Θεσσαλική οινοπνευματική ΑΕ στους Ψ1, Ψ2 και Χρ. Πετρόπουλου να συμμετάσχουν στη Γενική Συνέλευση των μετόχων της εταιρείας που έγινε το έτος 2003 για το λόγο ότι δεν προέκυπτε ότι είχαν καταχωρηθεί οι απαιτήσεις τους στα βιβλία της ανώνυμης εταιρείας και δεν προέκυπτε η ιδιότητα αυτών ως μετόχων. Με βάση τις άνω παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών εδέχθη ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την ως άνω αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας εμπιστευθέντων σ' αυτόν λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου κατ' εξακολούθηση σε βάρος των Ψ1, Ψ2 και Ψ3 και αφού μεταρρύθμισε το πρωτόδικο βούλευμα παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για την πράξη αυτήν. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την πράξη για την οποία παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα συγχρόνως δε παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε, διότι κατέστησε ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των, οπότε στέρησε το βούλευμά του από νόμιμη βάση. Στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν αναφέρεται ο χρόνος τέλεσης από τον κατηγορούμενο της υπεξαιρέσεως που του αποδίδεται και ειδικότερα πότε εκδήλωσε εκείνος την πρόθεση του ιδιοποιήσεως όσων έλαβε από καθένα από τους Ψ1, Ψ2 και από τον Ψ3, δηλαδή των χρημάτων από τη ρευστοποίηση των άνω μετοχών της ανώνυμης εταιρείας Θεσσαλική Οινοπνευματική Α.Ε. ούτε διευκρινίζεται πότε οι άνω τρείς φερόμενοι ως παθόντες όχλησαν τον κατηγορούμενο (όπως αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα) για την επιστροφή των χρημάτων αυτών σε καθένα από εκείνους. Η αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι τα ληφθέντα τους τρείς ανωτέρω επενδυτές καταβλήθηκαν στην εταιρεία ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Α.Ε. είναι αντιφατική και ασαφής εν όψει του ότι κατά τις περαιτέρω παραδοχές του βουλεύματος σε καθένα από τους Ψ1, Ψ2 και Ψ3 χορηγήθηκαν οι από 5.4.2001 βεβαιώσεις από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. της άνω ανώνυμης εταιρείας ότι είχαν καταστεί κάτοχοι των αναφερομένων σε κάθε μία των βεβαιώσεων μετοχών αυτής της ανώνυμης εταιρείας. Με βάση αυτά όμως ο καθένας των άνω επενδυτών είχε δικαίωμα να ζητήσει να χορηγηθούν σε αυτούς από την εν λόγω ανώνυμη εταιρεία οι τίτλοι στους οποίους ενσωματώνονταν οι μετοχές που αντιστοιχούσαν σε αυτές από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά 4.840.000.000 δρχ. για την συμμετοχή των στην οποία είχαν δώσει, όπως έγινε δεκτό με το άνω βούλευμα, αντίστοιχα προς την αξία των αναφερομένων σε κάθε βεβαίωση μετοχών, χρήματα στον κατηγορούμενο αρκετά πριν δημοσιευθεί στον Τύπο η από 16.7.1999 ανακοίνωση της εταιρείας σχετικά με τις διατυπώσεις που έπρεπε να τηρηθούν για τον τρόπο καταβολής από τους ενδιαφερομένους να συμμετάσχουν στην αύξηση αυτή και τα αδιάθετα υπόλοιπά της και την διαδικασία παραδόσεως των νέων μετοχών από την εταιρεία μετά την ολοκλήρωση της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου. Είναι επίσης ασαφής και αντιφατική η αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι δεν κατέστησαν οι Ψ1, Ψ2 και Ψ3 μέτοχοι της άνω εταιρείας κατά αντίστοιχο προς τον αναφερόμενο σε κάθε μια από τις άνω από 5.4.2001 βεβαιώσεις αριθμό νέων μετοχών της εταιρείας Θεσσαλική Οινοπνευματική ΑΕ λόγω μη εγγραφής των αντίστοιχων καταβολών στα βιβλία της εταιρείας ενώ δέχεται παραπάνω ότι δεν ετηρούντο κανονικά τα βιβλία και στοιχεία που ήταν υποχρεωμένη να τηρεί η εν λόγω ανώνυμη εταιρεία για αρκετό διάστημα και ήταν έτσι δυνατή η διάθεση από την εταιρεία χρημάτων που είχαν ληφθεί πριν από την έκδοση της άνω από 16.7.1999 ανακοινώσεως στον Τύπο από ενδιαφερομένους να συμμετάσχουν στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου αυτής της ανώνυμης εταιρείας μετόχους της χωρίς να γίνει, για λόγους που αφορούσαν την εταιρεία, ενημέρωση των βιβλίων και στοιχείων αυτής. Εξάλλου δεν διευκρινίζεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα γιατί οι άνω επενδυτές δέχθηκαν έναντι των όσων είχαν δώσει στον κατηγορούμενο, αρκετό χρονικό διάστημα πριν δημοσιευθεί στον Τύπο στις 16.7.1999 η ανακοίνωση για τις διατυπώσεις για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Θεσσαλική Οινοπνευματική Α.Ε., τις βεβαιώσεις που τους χορηγήθηκαν από 5.4.2001 ότι είναι κάτοχοι των αναφερομένων σ' αυτές μετόχων παρά το ότι δεν είχαν καταχωρηθεί στον λογαριασμό της Θεσσαλικής Οινοπνευματικής ΑΕ στην Τράπεζα Πειραιώς ούτε σε άλλον τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε η άνω ανώνυμη εταιρεία ούτε στα τηρούμενα στην εταιρεία Θεσσαλική Οινοπνευματική βιβλία και γιατί ενώ δέχθηκαν να τακτοποιηθεί κατά τον τρόπο αυτόν η αξίωσή τους από τη συμμετοχή τους στα αδιάθετα υπόλοιπα που θα προέκυπταν από την τελευταία αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της άνω εταιρείας, δεν ικανοποιήθηκαν. Από το εάν οι άνω επενδυτές μεταγενέστερα έτυχαν διαφορετικής αντιμετώπισης των από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. της εταιρείας Θεσσαλική Οινοπνευματική, με τον αποκλεισμό τους από τη συμμετοχή των στη γενική συνέλευση των μετόχων της εν λόγω ανώνυμης εταιρείας που έγινε το έτος 2003, δεν αιτιολογείται ότι είχε εκδηλωθεί από τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο συμπεριφορά δηλωτική παρανόμου ιδιοποιήσεως εκ μέρους του των όσων τού είχαν δώσει οι Ψ1, Ψ2 και Ψ3. Επίσης σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι από το Συμβούλιο Εφετών είχαν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά προκειμένου να καταλήξει στην πιο πάνω κρίση του. Στο σκεπτικό της εισαγγελικής προτάσεως στην οποία αναφέρεται το Συμβούλιο Εφετών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται ότι από το συνδυασμό των ενόρκων καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων, του περιεχομένου των εγγράφων που επισυνάπτονται στη δικογραφία των, εν γένει, υπομνημάτων και τις απολογίες του κατηγορουμένου προέκυψαν πλέον ή επαρκώς όσα εν συνεχεία εκτίθενται. Από την αναφορά του Συμβουλίου Εφετών στις σκέψεις της εισαγγελικής προτάσεως και από όσα περαιτέρω στο σκεπτικό του βουλεύματος αναφέρονται για το ότι δεν προέκυπτε η καταβολή από τον κατηγορούμενο των όσων έλαβε από τους τρείς προαναφερθέντες επενδυτές (Ψ1, Ψ2 και Ψ3) στο ταμείο της ανώνυμης εταιρείας από τη λήψη αποφάσεως από το Δ.Σ. της εταιρείας "Ανώνυμος Θεσσαλική Οινοπνευματική Εταιρεία" περί αυξήσεως του μετοχικού της κεφαλαίου που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (βλ. πρ. ΦΕΚ), δεν συνάγεται ότι έλαβε υπόψη του τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν με το από 22.9.2008 υπόμνημα του κατηγορουμένου για πρώτη φορά ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών. Ειδικότερα δεν προκύπτει από το άνω βούλευμα αν το Συμβούλιο Εφετών συνεκτίμησε α) το προσκομισθέν σε ακριβές αντίγραφο από το υποβληθέν στο Υπουργείο Ανάπτυξης - Γεν. Γραμματεία Ανων. Εταιρειών Πρακτικά της Έκτακτης Συνεδρίασης του Δ.Σ. της Ανωνύμου Θεσσαλικής Οινοπνευματικής εταιρείας στις 31.10.1999 κατά την οποία το όργανο αυτό της άνω εταιρείας στο οποίο συμμετείχαν και ήταν παρόντες από τους φερόμενους ως παθόντες ο Ψ1, ως Αντιπρόεδρος και ο Ψ2 ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου μετά την ενημέρωσή του από τον Γενικό Διευθυντή της εταιρείας σχετικά με το αποτέλεσμα των εγγράφων με μετρητά για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας κατά 4.840.000.000 δρχ., πιστοποίησε στο σύνολό της την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας κατά το ποσό αυτό με καταβολή μετρητών και την έκδοση 44.000.000 νέων ανωνύμων κοινών μετά ψήφου μετόχων ονομαστικής αξίας 110 δρχ. εκάστης, οι οποίες διατέθηκαν στην ίδια τιμή, ανέθεσε ομόφωνα στον Γενικό Διευθυντή το έργο της πιστοποιητικής αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου κατά 4.840.000.000 δρχ. δια αντιγράφου πρακτικού Δ.Σ. στο Υπουργείο Εμπορίου, στη Διεύθυνση Ανωνύμων Εταιρειών και Πίστεως καθώς και τη διεκπεραίωση όλων των διαδικασιών για τη διανομή και πίστωση των νέων μετοχών στους μετόχους της εταιρίας, β) το προσκομισθέν φωτοαντίγραφο του φύλλου Εφημερίδος της Κυβερνήσεως Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιωρισμένης Ευθύνης αρ. φύλλου 1326 της 21 Φεβρουαρίου 2000 για την δημοσίευση σε αυτό ανακοίνωσης καταχώρησης στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Υπηρεσίας του Υπουργείου Ανάπτυξης στις 16.2.2000 του από 31.10.1999 πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "Ανώνυμη Θεσσαλική Οινοπνευματική Εταιρεία" με το οποίο πιστοποιήθηκε η καταβολή της αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου κατά 484.000.000 δρχ., που αποφασίσθηκε από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της 4.4.1999 και εγκρίθηκε με την Κ2-5678/1999 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης που καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών στις 9.6.1999. Εν όψει των άνω ασαφειών και αντιφάσεων ο σχετικός από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα είναι βάσιμος και πρέπει παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς τις περί παραπομπής του αναιρεσείοντος διατάξεις του και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρ. 485 παρ. 1, 519 Κ.Ποιν.Δ.)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί κατά το σκεπτικό το υπ' αριθμό 265/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα κρίση, στο ίδιο δικαστικό Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Δεκεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή