Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Πλαστογραφία πιστοποιητικού και χρήση.
Περίληψη:
Πλαστογραφία μετά χρήσεως (πλημμέλημα). Πλαστογραφία πιστοποιητικών (217 ΠΚ). Πλαστογράφηση φύλλων αγώνων για εισαγωγή χωρίς εξετάσεις στα ΤΕΦΑΑ. Στοιχεία των εγκλημάτων. Αν η χρήση πλαστού γίνεται για άλλο σκοπό, εκτός του διαλαμβανομένου στο άρθρο 217 ΠΚ, τότε και αν ακόμη αφορά έγγραφα προβλεπόμενα από το άρθρο αυτό (πιστοποιητικά κλπ), εφαρμογή έχει η γενική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 2. Λόγοι αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 649/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σεραφείμ Πολυχρόνη, περί αναιρέσεως της 8958/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενους ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 415/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή, αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση αυτού και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 216. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ίδιου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πιστοποιητικό ή μαρτυρικό ή άλλο έγγραφο που μπορεί να χρησιμεύσει συνήθως για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικού συνίσταται στην κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου δημοσίου ή ιδιωτικού, που ανήκει στην κατηγορία των πιστοποιητικών ή μαρτυρικών. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να διευκολύνει, με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου πιστοποιητικού ή μαρτυρικού, την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού ή άλλου, δηλαδή να έχει κάποια ωφέλεια αυτός ή άλλος σχετικά με τις παραπάνω βιοτικές ανάγκες χωρίς όμως εντεύθεν να επέρχεται ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλου. Η διαφορά μεταξύ της διατάξεως του άρθρου 216 ΠΚ και της εξαιρετικής του άρθρου 217 ΠΚ, συνίσταται, αφενός μεν στο ότι στην τελευταία διάταξη δεν εμπίπτουν όλα τα κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' έγγραφα, αλλά μόνο τα σε αυτό αναφερόμενα, αφετέρου δε, στον ειδικό σκοπό, για τον οποίο το έγκλημα του άρθρου 217 ΠΚ τελείται. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 8958/2006 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. "Στις αρχές Δεκεμβρίου του έτους 2001 διαπιστώθηκε ότι στις ....... ο κατηγορούμενος είχε καταρτίσει έξι πλαστά έγγραφα και ειδικότερα: α) αντίγραφο των γενικών αποτελεσμάτων των Πανελληνίων Αγώνων Μοντέρνου Πεντάθλου του έτους ..., β) αντίγραφο των αποτελεσμάτων σκοποβολής των Πανελληνίων Αγώνων Μοντέρνου Πεντάθλου του έτους ..., γ) αντίγραφο των αποτελεσμάτων δρόμου των Πανελληνίων Αγώνων Μοντέρνου Πεντάθλου του έτους ...., δ) αντίγραφο των αποτελεσμάτων ξιφασκίας των Πανελληνίων Αγώνων Μοντέρνου Πεντάθλου του έτους..., ε) αντίγραφο των αποτελεσμάτων κολυμβήσεως των Πανελληνίων Αγώνων Μοντέρνου Πεντάθλου του έτους ... και στ) αντίγραφο των αποτελεσμάτων ιππασίας των Πανελληνίων Αγώνων Μοντέρνου Πεντάθλου του έτους ...., με τα οποία φερόταν ότι ο αθλητής Γ1 είχε λάβει μέρος στους αγώνες αυτούς και είχε καταλάβει τις τρίτη, τέταρτη, τέταρτη, τρίτη, έκτη και δωδέκατη θέσεις, αντίστοιχα. Σε όλα τα πιο πάνω έγγραφα (φύλλα αγώνα) ο κατηγορούμενος είχε θέσει, εκτός από τη δική του υπογραφή, και την υπογραφή του εγκαλούντος γενικού γραμματέα της ομοσπονδίας, χωρίς να έχει την προς τούτο εντολή και εξουσιοδότηση, τα κατάρτισε δε με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα τους αρμόδιους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού σχετικά με το ότι ο ανωτέρω αθλητής έλαβε μέρος στους προαναφερθέντες αγώνες και κατέλαβε τις θέσεις που αναφέρονται στα έγγραφα αυτά, με βάση τις οποίες στοιχειοθετούσε δικαίωμα εισαγωγής στα ΤΕΦΑΑ χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις. Στη συνέχεια, των κατά τ' ανωτέρω πλαστογραφημένων έγγραφων, ο κατηγορούμενος έκανε χρήση και συγκεκριμένα τα κατέθεσε ως δήθεν γνήσια στην Ομοσπονδία Μοντέρνου Πεντάθλου, όπου και φυλάσσονταν, αντίγραφο δε του πρώτου από αυτά, με το οποίο βεβαιωνόταν ότι ο αθλητής Γ1 είχε λάβει μέρος στους Πανελλήνιους Αγώνες Μοντέρνου Πεντάθλου του έτους ... και κατέλαβε την τρίτη θέση στη γενική κατάταξη, δόθηκε στον Γ1, ο οποίος στη συνέχεια το προσκόμισε στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και, με βάση αυτό, πέτυχε να εισαχθεί χωρίς εξετάσεις στα ΤΕΦΑΑ, σε εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2725/1999. Σαφής και κατηγορηματική για όλα τα πιο πάνω είναι η κατάθεση του εγκαλούντος, η οποία δεν αναιρείται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, αλλά αντίθετα ενισχύεται από τα αναγνωσθέντα πλαστά έγγραφα. Και ναι μεν ο κατηγορούμενος και οι μάρτυρες υπερασπίσεως ισχυρίζονται ότι ο κατηγορούμενος έθεσε την υπογραφή του εγκαλούντος στα πιο πάνω έγγραφα μετά από εξουσιοδότηση του τελευταίου, όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται πειστικός, ενόψει και του ότι υπήρχε αναπληρωτής του εγκαλούντος, ο οποίος είχε δικαίωμα υπογραφής αντ' αυτού σε περίπτωση απουσίας του και συγκεκριμένα ο αντιπρόεδρος της ομοσπονδίας ..... (βλ. την κατάθεση του εγκαλούντος). Εξάλλου, οι μάρτυρες υπερασπίσεως και ο κατηγορούμενος δεν δίνουν εύλογες και πειστικές εξηγήσεις και για το περιεχόμενο των πλαστών εγγράφων, δηλαδή πώς συνέβη με αυτά να φέρεται ότι κατέλαβε τις αναφερόμενες σ' αυτά θέσεις ο Γ1, ο οποίος κατά το έτος .... δεν είχε ούτε κάρτα αθλητή, ενώ στην πραγματικότητα την τρίτη θέση στη γενική κατάταξη είχε καταλάβει ο αθλητής ....., τον οποίο γνώριζε ο κατηγορούμενος και πώς είναι δυνατόν το λάθος αυτό να επαναλήφθηκε σε έξι έγγραφα (βλ. σχετικά την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας ...... στα αναγνωσθέντα πρακτικά της εκκαλουμένης). Ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξεως της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, η οποία του αποδίδεται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό. Το αίτημα του κατηγορουμένου να του αναγνωρισθούν ελαφρυντικά είναι απορριπτέο προεχόντως ως αόριστο αφού δεν αναφέρονται τα ελαφρυντικά των οποίων ζητείται η αναγνώριση, εν πάση δε περιπτώσει ως κατ' ουσίαν αβάσιμο διότι δεν προσήκει σ' αυτόν οποιοδήποτε ελαφρυντικό". Ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι τα πλαστογραφηθέντα έγγραφα (φύλλα αγώνος) είχαν ως αποκλειστικό σκοπό να χρησιμοποιηθούν από τον Γ1 για την κοινωνική του πρόοδο, αφού πράγματι κατατέθηκαν στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, προκειμένου να επιτύχει την εισαγωγή του στα ΤΕΦΑΑ και ότι, συνεπώς, η παράνομη συμπεριφορά έπρεπε να υπαχθεί στο άρθρο 217 Π.Κ. και όχι στο άρθρο 216 ΠΚ και ότι, δεδομένου ότι η απειλούμενη ποινή για την παράβαση του άρθρου 217 ΠΚ, δεν υπερβαίνει το ένα έτος, το Δικαστήριο έπρεπε να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 31 του ν 3346/2005. Τον ισχυρισμό αυτό απέρριψε το Δικαστήριο της ουσίας, με την εξής αιτιολογία. ".....Στην προκειμένη περίπτωση στον κατηγορούμενο Χ1 αποδίδεται η αξιόποινη πράξη της παραβάσεως του άρθρου 216 Π.Κ. και συγκεκριμένα ότι αυτός κατάρτισε τα αναφερόμενα στο κατηγορητήριο πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορούσε έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα τους αρμόδιους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού σχετικά με το ότι ο αρχικά συγκατηγορούμενός του Γ1 έλαβε μέρος στους Πανελλήνιους Αγώνες Μοντέρνου Πεντάθλου του έτους .... και είχε καταλάβει τις θέσεις που αναφέρονται στα έγγραφα αυτά, με βάση τις οποίες στοιχειοθετούσε δικαίωμα εισαγωγής στα ΤΕΦΑΑ χωρίς εξετάσεις.
Συνεπώς, εφόσον η πράξη που αποδίδεται δεν φέρεται ότι έγινε αποκλειστικά για κάποιον από τους αναφερόμενους στο άρθρο 217 Π.Κ. σκοπούς, αλλά, αντίθετα, από αυτήν, επήλθε βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλων και συγκεκριμένα των πράγματι δικαιουμένων να εισαχθούν στο ανωτέρω εκπαιδευτικό ίδρυμα, δεν συνιστά παράβαση του άρθρου αυτού (για την οποία θα έπρεπε να παύσει η ποινική δίωξη υφ' όρον σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 ν. 3346/2005) αλλά συνιστά παράβαση του άρθρου 216 Π.Κ. Ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ως αβάσιμος". Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος πλαστογραφίας και για χρήση πλαστού, κατ' εξακολούθηση (13 εδ. γ, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1ΠΚ) και, για την πράξη του αυτή, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα πέντε μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία έτη. Με τις πιο πάνω παραδοχές του, το Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την αναφερόμενη πιο πάνω κατ' εξακολούθηση πράξη της πλαστογραφίας, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της εν λόγω αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, το Τριμελές Εφετείο, με τις πιο πάνω παραδοχές του, κατά τις οποίες σκοπός του αναιρεσείοντος δεν ήταν "να διευκολύνει την κοινωνική πρόοδο άλλου", αλλά να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού για το γεγονός που περιέχεται στα φύλλα αγώνος και ότι από την πράξη του αυτή επήλθε ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις όσων πράγματι εδικαιούντο να εισαχθούν στο συγκεκριμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα και ότι, εφόσον η πράξη που του αποδίδεται, δεν φέρεται ότι έγινε αποκλειστικά για κάποιον από τους αναφερόμενους στο άρθρο 217 Π.Κ. σκοπούς, αυτή δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 217 ΠΚ, δεν ερμήνευσε ούτε εφάρμοσε εσφαλμένα την πιο πάνω ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου του 216 παρ. 1 ΠΚ, "αντί του ορθού 217 ΠΚ, την εφαρμογή του οποίου απέκλεισε λόγω εσφαλμένης ερμηνείας", κατά την αβάσιμη σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. Ι, περ. Ε' του ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τα λοιπά, οι διαλαμβανόμενες στον αυτό λόγο αναίρεσης αιτιάσεις, κατά τις οποίες το Τριμελές Εφετείο εφάρμοσε εσφαλμένα τις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, διότι ο πραγματικός και μοναδικός σκοπός εκδόσεως από τον αναιρεσείοντα του συγκεκριμένου εγγράφου ήταν η διευκόλυνση της εισαγωγής του Γ1 στα ΤΕΦΑΑ και ότι δεν προέκυψε από τη διαδικασία η βλάβη οποιουδήποτε τρίτου, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων αυτών, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Συνακόλουθα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά τον οποίο το Δικαστήριο έπρεπε να παύσει την ποινική δίωξη του αναιρεσείοντος "λόγω παραγραφής σύμφωνα με το άρθρο 31 του ν. 3346/2005", καθόσον στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δηλαδή στην υπαγωγή της πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων στο άρθρο 217 ΠΚ. Τέλος, είναι αβάσιμες και οι διαλαμβανόμενες στο τρίτο λόγο αναίρεσης αιτιάσεις, κατά τους οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την ειδική αιτιολογία που επιβάλλουν τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, αφού, αντιθέτως με τα υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα, σε αυτήν εκτίθενται, με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία και τα οποία συνιστούν τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος που προβλέπει και τιμωρεί το άρθρο 216 παρ. 1 Π.Κ. και αναφέρονται οι αποδείξεις στις οποίες στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστηρίου, καθώς και οι νομικοί λόγοι που δικαιολογούν την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην παραπάνω ποινική διάταξη, χωρίς να απαιτείται, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής για την πράξη της πλαστογραφίας απόφασης, η περαιτέρω αιτιολόγηση "με ποιόν ακριβώς τρόπο επήλθε ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλων και συγκεκριμένα των πράγματι δικαιουμένων να εισαχθούν στο ανωτέρω εκπαιδευτικό ίδρυμα". Τούτο δε, διότι στοιχείο του εγκλήματος της πλαστογραφίας δεν είναι η επαγωγή βλάβης τρίτου, ανεξαρτήτως του ότι, από τις πιο πάνω παραδοχές του Δικαστηρίου της ουσίας, αυτονοήτως συνάγεται ότι ο αναιρεσείων, πλαστογραφώντας τα πιο πάνω έγγραφα και παραπλανώντας τους αρμόδιους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού σχετικά με το ότι ο αρχικά συγκατηγορούμενός του Γ1 έλαβε μέρος στους Πανελλήνιους Αγώνες Μοντέρνου Πεντάθλου του έτους .... και είχε καταλάβει τις θέσεις που αναφέρονται στα έγγραφα αυτά, με βάση τις οποίες στοιχειοθετούσε δικαίωμα εισαγωγής στα ΤΕΦΑΑ χωρίς εξετάσεις, επέφερε βλάβη σε αυτόν που πράγματι κατέλαβε την τρίτη θέση στην γενική κατάταξη και εδικαιούτο να εισαχθεί στο ανωτέρω εκπαιδευτικό ίδρυμα. Είναι δε αδιάφορο, αν ο δικαιούμενος επεδίωξε τελικά να κάνει χρήση του δικαιώματός του αυτού. Επομένως, ο από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. Ι, στοιχ. Δ' του ΚΠΔ τρίτος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με τις προαναφερόμενες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 111/2-3-2007 αίτηση του Χ1 κατά της 8958/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Μαρτίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ