Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Παραγραφή, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Συναυτουργία, Υπεξαίρεση, Κλητήριο θέσπισμα, Αρμοδιότητα καθ'ύλη.
Περίληψη:
Αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για υπεξαίρεση από κοινού, η οποία, κατόπιν νομοθετικής μεταβολής μετά την παραπομπή (ν. 4055/2012), έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα. Στοιχεία εγκλήματος. Όχι αναγκαία οι αναφορά των επί μέρους πράξεων, με τις οποίες κάθε κατηγορούμενος συνέπραξε στην τέλεση αυτού. Θεμελίωση αρμοδιότητας δικαστηρίου μόνο στο γεγονός ότι η υπόθεση εισήχθη στο κατά την εισαγωγή της αρμόδιο δικαστήριο, ανεξαρτήτως μεταγενέστερου, κατόπιν νομοθετικής μεταβολής, διαφορετικού χαρακτηρισμού της πράξης από το νομοθέτη (ΟλΑΠ 10/2005). Ορθώς επιλήφθηκε το τριμελές εφετείο της υπεξαιρέσεως που αποδιδόταν στους αναιρεσείοντες, στο οποίο είχε παραπεμφθεί η υπόθεση από το τότε αναρμόδιο τριμελές πλημμελειοδικείο, παρά το ότι, λόγω νομοθετικής μεταβολής, αυτή χαρακτηριζόταν πλέον ως πλημμέλημα. Κλητήριο θέσπισμα. Για να αρχίσει η επιφέρουσα την αναστολή της παραγραφής κύρια διαδικασία, αρκεί το επιδιδόμενο στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα ή κλήση να περιέχει πλην άλλων και προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται αυτός να εμφανισθεί. Δεν είναι αναγκαίο το αναγραφόμενο δικαστήριο να είναι πράγματι το αρμόδιο (ΟλΑΠ 2/1997). Η κλήση ενώπιον του αναρμοδίου τριμελούς πλημμελειοδικείου επέφερε αναστολή της παραγραφής. Όχι απόλυτη ακυρότητα από το ότι η υπόθεση εκδικάστηκε χωρίς να έχει προηγηθεί ανάκριση για κακούργημα και από το ότι οι αναιρεσείοντες στερήθηκαν το δικαίωμα να ασκήσουν έφεση κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, λόγω του αυξημένου ορίου της ποινής για το επιτρεπτό της ασκήσεως εφέσεως κατά αποφάσεων τριμελών εφετείων, όταν καταδικάζουν για πλημμέλημα. Απόρριψη αιτήσεων και προσθέτων λόγων.
Αριθμός 566/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστάσιου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1) Δ. Λ. του Α., κατοίκου ... και 2) Σ. Σ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Ζευκιλή, για αναίρεση της υπ' αριθ. 2420/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΚΥΠΡΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Ταταράκη.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7 Σεπτεμβρίου 2012 δύο αιτήσεις τους αναιρέσεως, όπως αυτές διαμορφώθηκαν με τους από 22 Φεβρουαρίου 2013 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 30/2013.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά η κατά των αναιρεσειόντων ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες, με αριθμούς εκθέσεων 3 και 4/7 Δεκεμβρίου 2012 αιτήσεις των Δ. Λ. του Α. και Σ. Σ. του Δ., αντιστοίχως, μετά των από 22.2.2013 προσθέτων αυτών λόγων, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα (την 22.2.2013) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ), για αναίρεση της υπ' αριθ. 2420/2012 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Κατά τη διάταξη του άρθρου 119 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, την αρμοδιότητα σύμφωνα με τα άρθρα 109-115 (αρμοδιότητα καθ' ύλην) την προσδιορίζει ο χαρακτηρισμός της πράξεως από τον Ποινικό Κώδικα ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος, που βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιέχονται στην κλήση του εισαγγελέα (συνεπεία της απευθείας εισαγωγής της υποθέσεως) ή στο παραπεμπτικό βούλευμα, με το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, εξομοιώνεται και η απόφαση του δικαστηρίου, με την οποία αυτό, όταν κρίνει ότι είναι καθ' ύλην αναρμόδιο να δικάσει την υπόθεση, παραπέμπει αυτήν στο αρμόδιο δικαστήριο, ενεργώντας στην περίπτωση αυτή ό,τι και το συμβούλιο όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο. Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του άρθρου 119 του ΚΠοινΔ, το δικαστήριο είναι αρμόδιο να δικάσει και σ' εκείνες τις περιπτώσεις, όπου προκύπτει από τη συζήτηση ότι το έγκλημα ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου. Από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται ότι η εξουσία του δικαστηρίου προς εκδίκαση υποθέσεως στηρίζεται αποκλειστικώς και μόνο στο γεγονός ότι αυτή έχει εισαχθεί στο κατά την εισαγωγή της αρμόδιο δικαστήριο και δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι, μεταγενεστέρως, η πράξη, η οποία, κατά την εισαγωγή της, ήταν κακούργημα, χαρακτηρίστηκε από το νομοθέτη πλημμέλημα και θα υπαγόταν, πλέον, στην καθ' ύλην αρμοδιότητα κατωτέρου δικαστηρίου. Επομένως, στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο έχει εξουσία προς εκδίκαση της υποθέσεως, εφόσον αυτή αρμοδίως εισήχθη, σύμφωνα με τα ισχύοντα κατά το χρόνο εισαγωγής της, σ' αυτό, τυχόν δε αντιθέτως κρίνον υπερβαίνει αρνητικώς την εξουσία του (ΟλΑΠ 10/2005). Εξάλλου, όταν το δικαστήριο δίκασε υπόθεση που δεν υπαγόταν στην καθ' ύλην αρμοδιότητά του, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ζ του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, ενώ όταν είναι καθ' ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο και κηρύξει εαυτό αναρμόδιο υπερβαίνει την εξουσία του και ιδρύεται ο από το στοιχ. Η λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 2420/2012 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από κοινού, η συνολική αξία της οποίας υπερέβαινε το ποσό των 75.000 ευρώ, σε βάρος της εταιρίας με την επωνυμία "ΚΥΠΡΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ Α.Ε." και τους καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ (18) μηνών τον καθένα, μετατραπείσα σε χρηματική ως προς τον αναιρεσείοντα Σ. Σ. και ανασταλείσα ως προς τον αναιρεσείοντα Δ. Λ.. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, οι αναιρεσείοντες, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, πρότειναν, δια της συνηγόρου τους, ένσταση αναρμοδιότητας του Τριμελούς Εφετείου και ζήτησαν την παραπομπή της υποθέσεως στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, για το λόγο ότι, με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1ιγ του ν. 4055/2012, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 375 του ΠΚ ποσό των 73.000 ευρώ αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των 120.000 ευρώ και, επομένως, η πράξη που τους αποδίδεται, με αντικείμενο 88.040 ευρώ, είχε, πλέον, καταστεί πλημμέλημα. Το Τριμελές Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την αιτιολογία ότι εξακολουθούσε να είναι το ίδιο αρμόδιο για την εκδίκαση της υποθέσεως, γιατί η ένδικη πράξη υπαγόταν, πλέον, στην καθ' ύλην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου (του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου). Σύμφωνα δε με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης είχε αρμοδιότητα να δικάσει την προκειμένη υπόθεση, αφού η παραπομπή αυτής σ' αυτό, ως κακουργήματος, είχε γίνει πριν από την τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 375 του ΠΚ, σύμφωνα με τα τότε ισχύοντα. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ζ του ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγος του κυρίου δικογράφου των αιτήσεων (τον οποίο οι αναιρεσείοντες στηρίζουν στο στοιχ. Η), με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως, παρά το ότι, λόγω νομοθετικής μεταβολής, είχε καταστεί καθ' ύλην αναρμόδιο και έπρεπε να την παραπέμψει στο τριμελές πλημμελειοδικείο, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ. 2 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ.6 του Ν. 2408/1996, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε (5) έτη και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν άλλως ορίζεται (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997), αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τρία έτη. Η κυρία διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ., 314, 320-321, 339-340 και 343 του ΚΠοινΔ, αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 320§2 εδ. α και 321§§1 εδ. α στοιχ. β και 4 του ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 120§2 και 121 εδ. α του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι, για να αρχίσει η επιφέρουσα την αναστολή της παραγραφής κύρια διαδικασία, αρκεί το επιδιδόμενο στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα (ή η κλήση) να περιέχει, πλην άλλων, και προσδιορισμό του δικαστηρίου, στο οποίο καλείται αυτός να εμφανιστεί, δεν είναι δε αναγκαίο το αναγραφόμενο δικαστήριο να είναι πράγματι το αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση. Η τυχόν αναγραφή στο επιδιδόμενο έγγραφο άλλου, από το αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση, δικαστηρίου, δεν καθιστά αυτό άκυρο και ανενεργό ως προς τις έννομες συνέπειές του, δηλαδή και ως προς την αναστολή της παραγραφής, η οποία επήλθε με αυτό (Ολ ΑΠ 2/1997). Εξάλλου, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, όπως, π.χ., όταν προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως και σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση, ενώ έπρεπε να παύσει οριστικά την κατ' αυτού ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, η ένδικη υπόθεση είχε εισαχθεί, αρχικώς, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο, με την υπ' αριθ. 19066/2010 απόφασή του, την παρέπεμψε στο καθ' ύλην αρμόδιο Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, γιατί τότε, πριν, δηλαδή, από την ως άνω νομοθετική μεταβολή, είχε αυτή κακουργηματικό χαρακτήρα. Οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι είχαν ήδη κληθεί για να παραστούν ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και μάλιστα κατά την αρχική δικάσιμο της 29.5.2009, από την οποία αναβλήθηκε, χωρίς κλήτευσή τους, η υπόθεση για μεταγενέστερη δικάσιμο, πριν παρέλθει πενταετία από το χρόνο τελέσεως της ένδικης πράξεως (19.1.2005). Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η αναστολή της παραγραφής επήλθε έστω και αν οι αναιρεσείοντες κλητεύθηκαν σε καθ' ύλην αναρμόδιο δικαστήριο, το δε Τριμελές Εφετείο, το οποίο προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως χωρίς να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, δεδομένου ότι μέχρι την έκδοση της αποφάσεώς του (27.9.2012) δεν είχε παρέλθει οκταετία, δεν υπερέβη την εξουσία του και οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγος του κυρίου δικογράφου και πρώτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται α) ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται κατά το αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιοδήποτε τρόπο, είτε κατόπιν συμβατικής σχέσεως είτε εξ αιτίας άλλων τυχαίων περιστατικών και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν από το νόμο και δ) δολία προαίρεση του δράστη, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Το έγκλημα αυτό θεωρείται τετελεσμένο αφότου ο δράστης επεχείρησε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη οφειλομένης ενεργείας, με την οποία εξωτερίκευσε τη θέλησή του να ιδιοποιηθεί το ξένο πράγμα παράνομα. Κατά δε το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνη του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής για υπεξαίρεση αποφάσεως δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της.
Στην προκειμένη περίπτωση, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν ια ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της εδρεύουσας στην ... ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΚΥΠΡΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ Α.Ε." και της εδρεύουσας στη Θεσσαλονίκη ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΜΕΚΑΝΕΡ Α.Ε. Τεχνική και Εμπορική Εταιρία Μελετών - Κατασκευών", που εκπροσωπούνταν από τον πρώτο κατηγορούμενο Σ. Δ. Σ. με την ιδιότητά του ως προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνοντος συμβούλου αυτής καταρτίσθηκε σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, την οποία εγγυήθηκαν τόσο ο εν λόγω Σ. Σ. όσο και ο Δ. Α. Λ. με την ιδιότητά του ως αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος της ίδιας εταιρίας. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής οι κατηγορούμενοι ενεργώντας για λογαριασμό της εκπροσωπούμενης από αυτούς εταιρίας έλαβαν στην κατοχή τους μόνο κατά χρήση κινητό εξοπλισμό της ως λόγω μισθώτριας εταιρίας, δηλαδή δύο μεταχειρισμένα φορτηγά αυτοκίνητα συνολικής αξίας 84.040 ευρώ. Τα εν λόγω κινητά πράγματα, των οποίων η αξία είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι δεν απέδωσαν στη μισθώτρια εταιρία, όταν προσκλήθηκαν προς τούτο με την από 11-1-2005 εξώδικη δήλωση - καταγγελία της σύμβασης, με την οποία καταγγέλθηκε η σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης λόγω υπερημερίας περί την καταβολή των μισθωμάτων, αλλά την 19-1-2005 με πρόθεση παρακράτησαν αυτά παρανόμως και τα ενσωμάτωσαν στην περιουσία τους. Επομένως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι του εγκλήματος της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας σε μορφή πλημμελήματος, αφού η συνολική αξία του είναι μικρότερη των 120.000 ευρώ απορριπτόμενου του ισχυρισμού τους περί μερικής εξάλειψης του αξιοποίνου της πράξης τους. ...".
Με αυτά που δέχθηκε, το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που επιβάλλουν οι ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος (άρθρο 93 παρ. 3) και του ΚΠοινΔ (άρθρο 139), αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της πράξεως για την οποία καταδικάσθηκαν οι κατηγορούμενοι, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1 και 45 του ΠΚ. Ειδικότερα και σε σχέση με τις μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων λεκτέα τα εξής: α) Το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αποτελεί μεν επανάληψη του διατακτικού της (το οποίο αποτελεί επανάληψη του κατηγορητηρίου), πλην, ενόψει της πληρότητας του τελευταίου, πληρούται, με την επανάληψή του στο ως άνω σκεπτικό, η απαίτηση αιτιολογήσεως της αποφάσεως. β) Οι αναιρεσείοντες, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, πρόβαλαν τον ισχυρισμό περί μερικής εξαλείψεως του αξιοποίνου, συνιστάμενο στο ότι η μισθώτρια εταιρία είχε καταβάλει στην εκμισθώτρια, για μισθώματα, έξοδα, κ.λπ., το συνολικό ποσό των 43.584,97 ευρώ, στο οποίο περιλαμβανόταν, κατά συμφωνία τους, και τμηματική εξαγορά των φερομένων ως υπεξαιρεθέντων φορτηγών. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αρνητικός της κατηγορίας και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. γ) Σαφώς εκτίθεται στην απόφαση ότι οι αναιρεσείοντες προσκλήθηκαν, με την εξώδικη καταγγελία της συμβάσεως, από την εγκαλούσα εταιρία να αποδώσουν τα φορτηγά, πλην αυτοί τα παρακράτησαν και τα ενσωμάτωσαν στην περιουσία τους, με τον τρόπο δε αυτό τέλεσαν υπεξαίρεση των φορτηγών. δ) Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρονται οι επί μέρους πράξεις, με τις οποίες ο κάθε κατηγορούμενος συνέπραξε στην τέλεση της υπεξαιρέσεως, ενώ αναφέρεται η ιδιότητα του καθενός, με την οποία εκπροσωπούσε τη μισθώτρια εταιρία. ε) Σαφώς αναφέρεται και η αξία των φορτηγών, η οποία χαρακτηρίζεται ως ιδιαιτέρως μεγάλη. στ) Δεν ήταν απαραίτητη η στάθμιση και συγκριτική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος του κυρίου δικογράφου των αιτήσεων και δεύτερος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Η, εμπεριεχόμενη στους ίδιους λόγους, αιτίαση περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (υπ' αριθ. 3538/2005 διαταγής πληρωμής, 282/2007 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, από 13.1.2005 έγγραφα - με μισθώματα παραρτήματος, ανάλυση παγίων παραρτήματος, καρτέλα πελάτη -, μαρτυρικές καταθέσεις) είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 περ. δ του ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και τον Άρειο Πάγο ακόμη και ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, επιφέρει και η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, τρίτο (τελευταίο) λόγο των αιτήσεών τους, πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο, συνισταμένη στο ότι α) το Τριμελές Εφετείο επιλήφθηκε της εκδικάσεως της υποθέσεως, η οποία παραπέμφθηκε ενώπιόν του ως κακουργηματική υπεξαίρεση, χωρίς να έχει, προηγουμένως, ασκηθεί ποινική δίωξη για την πράξη αυτή σε βαθμό κακουργήματος και χωρίς να έχουν απολογηθεί αυτοί ενώπιον Ανακριτή στα πλαίσια τακτικής ανακρίσεως, β) στερήθηκαν του φυσικού δικαστή τους, γιατί η υπόθεση δικάσθηκε από το καθ' ύλην αναρμόδιο Τριμελές Εφετείο, αντί του αρμοδίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, γ) η εκδίκαση της υποθέσεως από το Τριμελές Εφετείο κατέστησε τη θέση τους χειρότερη από αυτή άλλων κατηγορουμένων για το ίδιο έγκλημα, αφού στερήθηκαν το δικαίωμα να ασκήσουν έφεση κατά της αποφάσεως λόγω το αυξημένου ορίου της ποινής για το επιτρεπτό της ασκήσεως εφέσεως κατά αποφάσεων τριμελών εφετείων, όταν καταδικάζουν για πλημμέλημα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί, πέραν των εκτιθεμένων στην πρώτη σκέψη της παρούσας: α) Όπως αναφέρθηκε, η απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, με την οποία η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Τριμελές Εφετείο, επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος και οι αναιρεσείοντες μπορούσαν να ασκήσουν κατ' αυτής έφεση (άρθρο 487 ΚΠοινΔ), την οποία δεν άσκησαν, παρακάμπτεται δε, στην περίπτωση αυτή, το στάδιο της ανακρίσεως έστω και αν πρόκειται για κακούργημα. β) Η αρχή του νόμιμου ή φυσικού δικαστή, που προβλέπεται από το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος δεν αναφέρεται στο δικαστήριο, ως όργανο, αλλά στο δικαστή, ως άτομο. γ) Με δεδομένο ότι ορθώς, κατά τα προεκτεθέντα, η ένδικη υπόθεση κρίθηκε από το Τριμελές Εφετείο, ότι, κατά το άρθρο 79 του ΠΚ, η επιμέτρηση της ποινής μέσα στα όρια, τα οποία διαγράφει ο νόμος, ανήκει στην αποκλειστική και κυριαρχική κρίση του δικάζοντος δικαστηρίου και δεν αποτελεί δικαίωμα του κατηγορουμένου, που του παρέχει ο νόμος, να ζητήσει την επιβολή εφέσιμης ποινής και ότι οι περιορισμοί του νομοθέτη ως προς τα ένδικα μέσα δεν προσκρούουν στα άρθρα 20 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι καταδικάσθηκαν σε μη εφέσιμη ποινή για πλημμέλημα δεν χειροτερεύει τη θέση τους έναντι άλλων που θα καταδικάζονταν στην ίδια ποινή, από κατώτερο, όμως, δικαστήριο, η οποία, επομένως θα υπέκειτο σε έφεση.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι κρινόμενες αιτήσεις και οι πρόσθετοι λόγοι αυτών και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις με αριθμούς εκθέσεων 3 και 4/7 Δεκεμβρίου 2012 αιτήσεις των Δ. Λ. του Α. και Σ. Σ. του Δ., αντιστοίχως, μετά των από 22.2.2013 προσθέτων αυτών λόγων, για αναίρεση της υπ' αριθ. 2420/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία "ΚΥΠΡΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ Α.Ε." από πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Απριλίου 2013.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ