Θέμα
Πολιτικός ενάγων.
Περίληψη:
Απαράδεκτη αίτηση αναιρέσεως πολιτικώς εναγουσών κατά αποφάσεως γιατί δεν ασκήθηκε κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ήτοι με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που την εξέδωσε (άρθρο 474 παρ. 1 ΚΠΔ), αλλά ασκήθηκε με επίδοση δηλώσεως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που επιτρέπεται μόνο στον κατηγορούμενο που καταδικάστηκε (άρθρο 473 παρ. 2 ΚΠΔ).
ΑΡΙΘΜΟΣ 161/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου-Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειουσών - πολιτικώς εναγουσών, 1. Ε. Χ. του Α., 2. Σ. Χ. του Α. και 3. Δ. χήρας Α. Χ., κατοίκων ..., που δεν παρέστησαν στο συμβούλιο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 709/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Με κατηγορούμενο τον Ε. Τ. του Ν., κάτοικο ... .
Το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείουσες - πολιτικώς ενάγουσες ζητούν τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Μαρτίου 2012 αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 611/2012.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου-Βασιλοπούλου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Παντιώρα με αριθμό 4/11.1.2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Επανεισάγω, κατ' αρθρ. 513§1 εδ. α' σε συνδ. προς αρθρ. 476§1 εδ. α του Κ.Π.Δ., την από 12-3-2012 Δήλωση-Αίτηση αναιρέσεως των: 1) Ε. Χ. του Α., κατοίκου ..., 2) Σ. Χ., θυγατέρας Α. Χ., κατοίκου ...) και 3) Δ. χήρας Α. Χ., κατοίκου ...), κατά της υπ' αριθμ. 709/11 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Κακ/των) Πειραιώς και εκθέτω τα εξής: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 513§1 α και 476§1α Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι, όταν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη. Είναι δε απαράδεκτη (μεταξύ άλλων) η αίτηση αναιρέσεως, όταν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται στο νόμο ή ασκείται κατά αποφάσεως που δεν επιτρέπεται από το νόμο. Οπότε το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο), ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους, απορρίπτει την αναίρεση ως απαράδεκτη, καταδικάζοντας στα έξοδα εκείνον που την άσκησε (Α.Π. 1789/10 Π.Χ. ΞΑ 690). Κατά τη διάταξη του άρθρου 468§1 του Κ.Π.Δ. ο πολιτικώς ενάγων μπορεί να προσβάλλει την απόφαση με το ένδικο μέσο που του χορηγεί ο νόμος, α) αν ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε (σε οποιαδήποτε ποινή), μόνο σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις του για αποζημίωση, όταν είτε του επιδικάστηκε αυτή, είτε απορρίφθηκε η αγωγή του, επειδή δεν στηριζόταν στο νόμο, β) αν ο κατηγορούμενος αθωωθεί, μόνο στην περίπτωση που έχει καταδικασθεί σε αποζημίωση και στα έξοδα (αρ. 71) ή που η πολιτική αγωγή έχει απορριφθεί επειδή δεν στηριζόταν στο νόμο και μόνο ως προς αυτά τα κεφάλαια. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρ. 488 Κ.Π.Δ., στον πολιτικώς ενάγοντα επιτρέπεται έφεση εναντίον της καταδικαστικής απόφασης, αλλά μόνο κατά του μέρος που απέρριψε την αγωγή του επειδή δεν στηρίζεται στο νόμο ή του επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση ή αποζημίωση, αν το ποσό που ζητήθηκε συνολικά, σε κάθε περίπτωση υπερβαίνει: α) το ποσό των 100 ευρώ, αν η έφεση προσβάλλει απόφαση του Πταισματοδικείου- β) το ποσό των 250 ευρώ, αν προσβάλλει απόφαση του μονομελούς πλημμελειοδικείου ή του μονομελούς δικαστηρίου ανηλίκων- γ) το ποσό των 500 ευρώ, αν προσβάλλει απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ή του Τριμελούς δικαστηρίου των ανηλίκων. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρ. 504§1 εδ. α' και 505 Κ.Π.Δ., όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναιρέσεως κατά καταδικαστικής αποφάσεως επιτρέπεται στον πολιτικώς ενάγοντα μόνο κατά της αποφάσεως που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως και μόνο όμως για το τμήμα της που επιδικάζει σ' αυτόν αποζημίωση ή ικανοποίηση ή απορρίπτει την αγωγή του, επειδή δεν στηρίζεται στο νόμο. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 506 Κ.Π.Δ. την αναίρεση αθωωτικής αποφάσεως μπορεί να ζητήσει ο μηνυτής ή εκείνος που άσκησε την έγκληση αν καταδικάστηκε σε αποζημίωση και στα έξοδα, όχι δε και ο πολιτικώς ενάγων λόγω της ιδιότητας του αυτής. Εξάλλου, ο πολιτικώς ενάγων ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 505 περ. γ' Κ.Π.Δ. δικαιούται να ζητήσει την αναίρεση της αποφάσεως μόνο για το τμήμα της που επιδικάζει σ' αυτόν αποζημίωση ή ικανοποίηση ή απορρίπτει την αγωγή του επειδή δεν στηρίζεται στο νόμο, οφείλει να ασκήσει αυτήν κατά τον υπό της διατάξεως του άρθρου 474§1 του Κ.Π.Δ. οριζόμενο τρόπο, γιατί ο άλλος τρόπος, με επίδοση δηλώσεως στον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου χορηγήθηκε προσθέτως από το νόμο αποκλειστικά και μόνο στον κατηγορούμενο που καταδικάστηκε.
Συνεπώς η υπό του πολιτικώς ενάγοντος ασκούμενη αίτηση αναιρέσεως με επίδοση σχετικής δηλώσεως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι κατά τη διάταξη του άρθρου 476§1 Κ.Π.Δ. απαράδεκτη (Α.Π. 402/88 Π.Χ. ΛΗ.535, ΑΠ 1801/86 Π.Χ. ΛΖ'.298). Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι πολιτικώς ενάγουσες άσκησαν την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, για υπέρβαση εξουσίας, συνισταμένης στο ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα να παρασταθούν ως πολιτικώς ενάγουσες κατά των κατηγορουμένων στην κρινόμενη υπόθεση. Όμως, η προκειμένη αναίρεση δεν ασκήθηκε με δήλωσή τους ενώπιον του γραμματέως του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου, κατ' αρ. 474§1 του Κ.Π.Δ., αλλά με δήλωση επιδοθείσα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12-3-2012, κατ' αρ. 473§2 του Κ.Π.Δ., η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, αναφέρεται σε αναίρεση που ασκείται μόνον από τον καταδικασθέντα κατηγορούμενο. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως των πολιτικώς εναγουσών, πρέπει, κατ' άρ. 476§1 Κ.Π.Δ., να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στις αναιρεσείουσες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 12-3-2012 αίτηση αναιρέσεως των: 1) Ε. Χ. του Α., 2) Σ. Χ., θυγατέρας του Α. Χ. και 3) Δ. χήρας Α. Χ., κατοίκων ..., κατά της υπ' αρ. 709/11 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακ/των) Πειραιώς. Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στις ανωτέρω αναιρεσείουσες. Ευάγγελος Ε. Παντιώρας".
Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος των αναιρεσειουσών,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 18 του αρθρ. 2 του ν. 2408/1996, "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκηση του, ..., το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητο του για να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της εισαγγελίας με οποιοδήποτε μέσο (και προφορικώς και τηλεφωνικώς) στην αναγραφόμενη στο ένδικο μέσο διεύθυνση και σημειώνει τούτο στο φάκελο της δικογραφίας". Περαιτέρω, ο πολιτικώς ενάγων, οφείλει να ασκήσει την αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως (εφόσον δικαιούται να ασκήσει το ένδικο αυτό μέσο κατά τις κείμενες διατάξεις), κατά τον από τη διάταξη του άρθρου 474 παρ.1 του ΚΠοινΔ οριζόμενο τρόπο (με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση κ.λπ.), γιατί ο άλλος τρόπος, με επίδοση δηλώσεως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρ. 473 παρ. 2 ΚΠοινΔ), χορηγήθηκε προσθέτως από το νόμο αποκλειστικά και μόνο στον κατηγορούμενο που καταδικάστηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που επιτρεπτώς επισκοπούνται, εμφανίσθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιώς, κατά τη συνεδρίασή του της 24-6-2011, α) η αναιρεσείουσα Ε. Χ., η οποία δήλωσε ότι "ως κληρονόμος του Α. Χ. παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα για την υποστήριξη της κατηγορίας κατά του πρώτου των κατηγορουμένου λόγω της ηθικής βλάβης που προκάλεσε στον υπ' αυτής ως άνω κληρονομηθέντα η κρινόμενη πράξη της απόπειρας εκβιάσεώς του" και ότι "παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα δι' εαυτήν και μόνον προς υποστήριξη της κατηγορίας λόγω της ηθικής βλάβης που της προκάλεσαν οι αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους αξιόποινες πράξεις της ληστείας και της απόπειρας εκβιάσεώς της" και ο δικηγόρος Αθηνών Δημήτριος Μπράμης, ο οποίος αφού δήλωσε στο Δικαστήριο ότι εκπροσωπεί τις αναιρεσείουσες Δ. χήρα Α. Χ. και Σ. Χ. του Α., δυνάμει εξουσιοδοτήσεως αυτών, δήλωσε περαιτέρω ότι "οι ανωτέρω υπ' αυτού εκπροσωπούμενες, ως κληρονόμοι και αυτές του ήδη θανόντος Α. Χ., παρίστανται ως πολιτικώς ενάγουσες για την υποστήριξη της κατηγορίας κατά πρώτου των κατηγορουμένων λόγω της ηθικής βλάβης, που προκάλεσε στον υπ' αυτών κληρονομηθέντα η κρινόμενη πράξη της απόπειρας εκβιάσεως". Το Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Πειραιώς, με την υπ' αριθμ. 709/11 απόφασή του, αφού απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα των αναιρεσειουσών για παράστασή τους ως πολιτικώς εναγουσών μόνο προς υποστήριξη της κατηγορίας και διέταξε την αποβολή της πολιτικής αγωγής, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο Ε. Τ. για απόπειρα εκβιάσεως κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, ανασταλείσα, ενώ κήρυξε αθώους τους λοιπούς. Κατά της αποφάσεως αυτής, οι ανωτέρω άσκησαν την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, για υπέρβαση εξουσίας, συνισταμένη στο ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα να παρασταθούν ως πολιτικώς ενάγουσες κατά των κατηγορουμένων στην κρινόμενη υπόθεση. Όμως, η αίτηση αυτή ασκήθηκε όχι κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ήτοι με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12.3.2012.
Επομένως, η κρινόμενη αίτηση είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, απαράδεκτη, ως ασκηθείσα χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις για την άσκηση της. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει, μετά και την ειδοποίηση του αντικλήτου των αναιρεσειουσών, κατά την επί του φακέλου σχετική σημείωση της αρμοδίας γραμματέως, να απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1, 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 10 Μαρτίου 2012 (με αριθ. πρωτ. 2039/2012) αίτηση των Ε. Χ. του Α., Σ. Χ. του Α. και Δ. χήρας Α. Χ., περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 709/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιώς. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ για την καθεμιά.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Ιανουαρίου 2013.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 31 Ιανουαρίου 2013.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ