Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1325 / 2015    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ψευδής ανώμοτη κατάθεση.




Περίληψη:
Βάσιμοι οι εκ του 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης, διότι το Δικαστήριο περιορίσθηκε στην αναφορά εκ μέρους του κατηγορουμένου απλής γνώσης του ψεύδους των καταγγελθέντων, αλλά δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν τόσο την ανωτέρω γνώση, ενώ δεν συνάγεται από καμία παραδοχή ότι δέχθηκε πως είχεν ο κατηγορούμενος προσωπική αντίληψη και γνώση ότι τα υπ'αυτού κατατεθέντα ήταν ψευδή, οπότε και δεν θα απαιτείτο περαιτέρω αιτιολογία για τον άμεσο δόλο.





Αριθμός 1325/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Τ. του Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστάθιο Πουλαράκη, για αναίρεση της υπ’ αριθ.70/...4 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Κ. του Δ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο Λαμίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Οκτωβρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1140/2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 225 παρ. 1 περ. α του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρ. 1 του ν. 3327/2005 και ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της ένδικης αξιόποινης πράξεως(2008), "με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος, όταν εξετάζεται χωρίς όρκο ως διάδικος ή μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια" ενώ κατά την παρ. 2α του ίδιου άρθρου, "με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή με χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, σε κάθε άλλη περίπτωση, όταν εξετάζεται από κάποια άλλη αρχή ή από εξουσιοδοτημένο όργανό της ή όταν αναφέρεται σ’ αυτήν εκθέτει εν γνώσει του ψέματα....." Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης απαιτείται: α) ο διάδικος ή ο μάρτυρας να καταθέσει χωρίς όρκο ενώπιον αρχής που είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Το τελευταίο συμβαίνει και στο έγκλημα της ψευδούς ανώμοτης καταθέσεως, που προβλέπεται από το άρθρο 225 παρ. 2 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του οποίου απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει, όπως προαναφέρθηκε, τη γνώση ότι τα χωρίς όρκο κατατεθέντα είναι ψευδή. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 70/2014, απόφαση του, το Τριμελές Εφετείο Λαμίας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο, τον αναιρεσείοντα, της αξιόποινης πράξεως της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 α του ΠΚ, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν κατά πιστή μεταφορά τα εξής: "Επειδή από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα και την μαρτυρία της μάρτυρος του κατηγορητηρίου, που εξετάσθηκε ένορκα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης, διότι στην από 14.1.2008 αναφορά του κατά των εγκαλούντων βεβαίωσε ανωμοτί ψευδώς (εν γνώσει του ψεύδους) τα αναφερόμενα στο διατακτικό γεγονότα. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί ένοχος, όπως στο διατακτικό, αλλά μετ’ ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ.". Ακολούθως κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: ""στη ... την 14.01.2008, με πρόθεση αναφερόμενος στην αρχή εν γνώσει του εξέθεσε ψέματα και συγκεκριμένα στον παραπάνω τόπο και χρόνο υπέβαλε ενώπιον της Δ/νσης ΧΟΠ της Ν.Α Βοιωτίας την υπ’ αριθμ. .../14.1.2008 έγγραφη αναφορά του με την οποία κατήγγειλε τους εγκαλούντες Δ. Κ. και Γ. Κ., ότι ως ιδιοκτήτες γειτονικού οικοπέδου στην περιοχή ..., κατά παράβαση της οικοδομικής τους αδείας επεκτάθηκαν κατά ένα (1) μέτρο εντός της υφισταμένης ιδιωτικής οδού με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υλοποιηθεί το πλάτος των 4,00 μ της ιδιωτικής αυτής οδού, ενώ γνώριζε ότι αυτό ήταν ψευδές και ότι οι εγκαλούντες ουδεμία οικοδομική εργασία εξετέλεσαν εντός της υφισταμένης ιδιωτικής οδού ούτε και επεξέτειναν με οποιοδήποτε οποιονδήποτε τρόπο την ιδιοκτησία τους σε βάρος της πιο πάνω ιδιωτικής οδού".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο μεν αιτιολογικό περιέχει εντελώς τυπική αιτιολογία και παραπέμπει στο διατακτικό, στο δε διατακτικό, που παραδεκτά συμπληρώνει το αιτιολογικό, αναφέρεται απλώς για την ψευδή ανώμοτη κατάθεση, ότι ο κατηγορούμενος εν γώσει του κατέθεσε ψέμματα στη Δνση ΧΟΠ/ΝΑ Βοιωτίας με την υποβολή της με αρ. .../14-1-2008 έγγραφης αναφοράς του, στην οποία κατήγγειλεν ψευδώς ότι οι εγκαλούντες, ως ιδιοκτήτες γειτονικού οικοπέδου, κατά παράβαση της οικοδομικής αδείας τους, επεκτάθηκαν κατά ένα μέτρο εντός της υφισταμένης εκεί ιδιωτικής οδού, ενώ γνώριζε ότι αυτό που κατήγγειλεν ήταν ψευδές και ότι οι εγκαλούντες ουδεμία οικοδομική εργασία εκτέλεσαν εντός της υφισταμένης οδού, ούτε και επεξέτειναν την ιδιοκτησίας τους σε βάρος της πιο πάνω ιδιωτικής οδού. Ήτοι, σε σχέση με τη συνδρομή των υποκειμενικών στοιχείων του ως άνω εγκλήματος, το Δικαστήριο περιορίσθηκε στην αναφορά εκ μέρους του κατηγορουμένου απλής γνώσης του ψεύδους των καταγγελθέντων, αλλά δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν τόσο την ανωτέρω γνώση όσο και το σκοπό του κατηγορουμένου να διωχθούν ποινικά οι εγκαλούντες, ενώ δεν συνάγεται από καμία παραδοχή ότι δέχθηκε πως είχεν ο κατηγορούμενος προσωπική αντίληψη και γνώση ότι τα υπ’ αυτού κατατεθέντα ήταν ψευδή, οπότε και δεν θα απαιτείτο περαιτέρω αιτιολογία για τον άμεσο δόλο.
Επομένως ως προς τη συνδρομή των υποκειμενικών στοιχείων του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, το Δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας και ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, είναι βάσιμος.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 66 παρ.1 του ΚΠΔ, ορίζεται ότι "η πολιτική αγωγή, που έχει ασκηθεί σε πολιτικό δικαστήριο, μπορεί να εισαχθεί στο ποινικό δικαστήριο, αν δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση με την πολιτική διαδικασία, κατά δε το άρθρο 68 παρ. 2 ΚΠΔ ορίζεται ότι "κατ’ εξαίρεση, εκείνος που κατά τον αστικό κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να υποβάλλει την απαίτηση του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 63, 64, 65 και 68 του ΚΠΔ, των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, καθώς και εκείνες των άρθρων 321 έως 324 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αποκλείεται η εισαγωγή της πολιτικής αγωγής για χρη΅ατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ΅όνο εφόσον αυτή ασκήθηκε ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου και εκδόθηκε για αυτή οριστική απόφαση, εκτός εάν ο δικαιούχος επιφυλάχθηκε να ζητήσει ΅έρος της απαιτήσεώς του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. Εφόσον υπάρχει τέτοια επιφύλαξη, ΅ε το δικόγραφο της αρχικής αγωγής ή ΅ετά ΅ερικό περιορισ΅ό της αγωγής, είναι αδιάφορο εάν το πολιτικό δικαστήριο απέρριψε τη σχετική αγωγή του ή επιδίκασε ολόκληρο το αιτηθέν ποσό ή ΅έρος αυτού αφού για το ΅έρος της απαίτησης του δικαιούχου αυτής, το οποίο λόγω της γενό΅ενης επιφυλάξεώς του δεν εισήχθη στο πολιτικό δικαστήριο, δεν έχει εκδοθεί απόφαση αυτού, έστω και αν, πριν ή μετά την δήλωση της ως πολιτικώς ενάγοντος παράστασής του στο ποινικό δικαστήριο, εκδόθηκε οριστική ή και τελεσίδικη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, (ΑΠ 173/2015, 534/2012, 1157/2011). Ήτοι στην περίπτωση, κατά την οποία ο δικαιούχος από αδικοπραξία χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης άσκησε ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου αγωγή, με την οποία ζήτησε να του επιδικασθεί το μεγαλύτερο μέρος της απαίτησής του αυτής, επιφυλαχθείς να εισαγάγει και ένα μέρος της στο ποινικό δικαστήριο, είναι παραδεκτή η εις το τελευταίο παράσταση του δικαιούχου, ως πολιτικώς ενάγοντος, για το μέρος της απαίτησής του, το οποίο δεν εισήχθη στο πολιτικό δικαστήριο, έστω και αν, πριν ή μετά την δήλωση της ως πολιτικώς ενάγοντος παράστασής του στο ποινικό δικαστήριο, εκδόθηκε οριστική ή και τελεσίδικη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, με την οποία τούτο, κρίνοντας επί του καταχθέντος ενώπιόν του μέρους της απαίτησης αυτής και τελώντας εν γνώσει, ότι μέρος της αξίωσης αυτής θα εισαγόταν στο ποινικό δικαστήριο, επιδίκασε, είτε ολόκληρο το αιτηθέν ποσό, είτε μικρότερο του αιτηθέντος ή απέρριψε την αγωγή, αφού, για το μέρος της απαίτησης του δικαιούχου αυτής, το οποίο, εξαιτίας της γενομένης επιφυλάξεως, δεν εισήχθη στο πολιτικό δικαστήριο, δεν έχει εκδοθεί απόφαση του τελευταίου (ΑΠ 2258/2004). Αν όμως η αγωγή ασκήθηκε χωρίς να γίνει η κατά τα άνω επιφύλαξη, και επ’ αυτής είχε εκδοθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου και παρά ταύτα ο δικαιούχος χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, παραστάθηκε ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα (171 παρ. 2 ΚΠΔ), που ιδρύει το λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, μόνον αν προβληθεί αντίρρηση ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για το λόγο αυτό ή αν από τα τεθέντα υπόψη του δικαστηρίου περιστατικά προκύπτει ότι η παράσταση δεν ήταν νόμιμη, αφού άλλως το Δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει και να λάβει υπόψη στοιχεία που καθιστούν παράνομη την παράσταση εφόσον αυτά δεν προκύπτουν από τη διαδικασία (Ολ. ΑΠ 1282/1992). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως αλλά και των διαδικαστικών εγγράφων της υποθέσεως, που επισκοπούνται επιτρεπτώς για τις ανάγκες αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι οι πολιτικώς ενάγοντες Γ. Κ. και Δ. Κ. άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λειβαδιάς την από 25-10-2008 αναγνωσθείσα στο ακροατήριο αγωγή τους, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εναγόμενος και νυν αναιρεσείων κατηγορούμενος να τους καταβάλει το ποσό των 50.000 ευρώ σε καθένα, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την ανωτέρω αξιόποινη πράξη και αδικοπραξία του κατηγορουμένου, δίχως στην αγωγή αυτή να γίνεται οποιαδήποτε επιφύλαξη ποσού ή αναφορά σε ποσό 30 ευρώ, για το οποίο παρέστησαν αυτοί ως πολιτικώς ενάγοντες για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής τους βλάβης στο πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο που παρέστησαν, ποσό το οποίο και τους επιδικάστηκε, ενώ στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επανέλαβε την παράσταση πολιτικής αγωγής ο από αυτούς πολιτικώς ενάγων Γ. Κ., ζητώντας να του καταβάλει ο κατηγορούμενος ποσό 30 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, με τη ρητή επιφύλαξη να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά του στα πολιτικά δικαστήρια. Κατά της παράστασης αυτής ο εκκαλών κατηγορούμενος, πρόβαλε αντιρρήσεις και ζήτησε την αποβολή της πολιτικής αυτής αγωγής, για το λόγο ότι οι πολιτικώς ενάγοντες άσκησαν την αστική τους αυτή αξίωση αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λειβαδιάς, ζητώντας 50.000 ευρώ ο καθένας, χωρίς στην αγωγή αυτή να γίνει οιαδήποτε επιφύλαξη για κάποιο ποσό, ώστε να το διεκδικήσουν στο ποινικό δικαστήριο. Από τα πρακτικά του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προκύπτει ότι οι αντιρρήσεις αυτές του κατηγορουμένου, απορρίφθηκαν με την τυπική αιτιολογία, ότι "ο προβαλλόμενος λόγος αποβολής της πολιτικής αγωγής δεν είναι νόμιμος", ενώ ο συνήγορος υπερασπίσεως, ουδέν σχετικό αντέλεξε, ούτε ισχυρίστηκε ότι εκδόθηκε ήδη οριστική απόφαση, ούτε προκύπτει αν εκδόθηκε και ποία απόφαση επί της ανωτέρω αγωγής από το Μονομελές Πρωτοδικείο Λειβαδιάς. Ήτοι δεν τέθηκαν υπόψη του ποινικού Δικαστηρίου από τον αντιλέγοντα κατηγορούμενο τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, της τυχόν εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της αγωγής αυτής, ώστε να προκύπτει ότι η παράσταση πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο δεν ήταν νόμιμη Επομένως, σύμφωνα με τα πραναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, αφού η πολιτική αγωγή ασκήθηκε μεν στο πολιτικό δικαστήριο χωρίς καμία επιφύλαξη, αλλά δεν προκύπτει και έκδοση οριστικής απόφασης επ’ αυτής, δεν τίθεται ζήτημα παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με το δεύτερο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, ο οποίος και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά και ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθ. 519 του ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αριθ. 70/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Και.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Δεκεμβρίου 2015.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή