Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Έγγραφα, Απόπειρα, Ηθική αυτουργία, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για ψευδορκία μάρτυρα, ηθική αυτουργία σ' αυτήν και απόπειρα απάτης στο δικαστήριο. Στοιχεία εγκλημάτων. Η ψευδής κατάθεση, προκειμένου για αστική διαφορά, πρέπει να αναφέρεται στο αποδεικτέο θέμα. Επαρκώς αιτιολογείται ότι ο αναιρεσείων γνώριζε ότι αυτά που κατέθεσε ήταν ψευδή ως εκ του συναισθηματικού του δεσμού με την αναιρεσείουσα συγκατηγορουμένη του και γιατί όσα κατέθεσε θεμελιώνονταν σε προσωπική του πεποίθηση και δική του πράξη. Προσδιορισμός μέσων και τρόπου, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προκάλεσε στον συγκατηγορούμενό της την απόφαση να τελέσει την ψευδορκία. Ο χρόνος της ηθικής αυτουργίας αρκεί ότι αναφέρεται στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί με το σκεπτικό ενιαίο σύνολο. Επαρκής προσδιορισμός ταυτότητας εγγράφων. Όχι απόλυτη ακυρότητα. Απόρριψη αιτήσεως.
Αριθμός 784/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Παντιώρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Μ. Χ. του Δ. και 2)Κ. Κ. του Γ., κατοίκων ... που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Καπερνάρο, για αναίρεση της υπ'αριθ.335/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ευβοίας.
Το Τριμελές Εφετείο Ευβοίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Φεβρουαρίου 2013 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 239/2013.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 224 παρ. 2 σε συνδ. με παρ. 1 του Π.Κ., όπως η παρ. 1 αντικ. από το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3327/2005, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας αρχής, τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή. Η ψευδής κατάθεση θα πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα, τα οποία, ανεξαρτήτως αν είναι ουσιώδη ή επουσιώδη, έχουν σχέση με την υπόθεση και να αναφέρεται, προκειμένου μεν για αστική διαφορά στο αποδεικτέο θέμα, προκειμένου δε για ποινική δίκη στα στοιχεία του εγκλήματος που αποτελεί το αντικείμενο αυτής ή σε άλλα περιστατικά που συνδέονται αναποσπάστως με τα γεγονότα αυτά Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν αντικειμενικώς α) πρόκληση στον αυτουργό της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως, με συμβουλή, απειλή, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής ή άλλων ανταλλαγμάτων, με πρόκληση ή εκμετάλλευση οιασδήποτε πλάνης, με πειθώ ή φορτικότητα κλπ, αρκεί το μέσο που χρησιμοποιήθηκε να παρήγαγε στον αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη και β) διάπραξη από τον αυτουργό της πράξεως αυτής ή επιχείρηση από αυτόν πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς της, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει α) συνείδηση του ηθικού αυτουργού ότι παρήγαγε στον αυτουργό την ειρημένη απόφαση και β) συνείδηση της ορισμένης πράξεως, στην οποία παρακινεί ο ηθικός αυτουργός. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη. Εκείνος που εξαπατήθηκε δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με αυτόν που ζημιώθηκε. Αποτέλεσμα του τελευταίου είναι ότι απάτη μπορεί να τελεσθεί και με την παραπλάνηση του δικαστηρίου σε πολιτική δίκη, όταν υποβάλλεται σ' αυτό ψευδής ισχυρισμός, υποστηριζόμενος με προσαγωγή εν γνώσει αναληθών αποδεικτικών μέσων, από τα οποία παραπλανάται το δικαστήριο και εκδίδει απόφαση, που συνεπάγεται βλάβη στην περιουσία του αντιδίκου του δράστη. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν, με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών μέσων, εκδίδεται απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη της απάτης και σε βάρος του αντιδίκου του, ενώ είναι σε απόπειρα, όταν, παρά την προσκόμιση των απατηλών στοιχείων, το δικαστήριο δεν εκδίδει τέτοια απόφαση.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Το τελευταίο συμβαίνει και στο έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα, που προβλέπεται από το άρθρο 224§2 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του οποίου απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι τα ενόρκως κατατεθέντα είναι ψευδή. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 335/2012 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Ευβοίας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες τον μεν Κ. Κ. ψευδορκίας μάρτυρα σε βάρος του Χ. Α. και της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "...", την δε Μ. Χ. ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και απόπειρας απάτης επί Δικαστηρίου, πράξεις που τέλεσαν με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τους καταδίκασε τον πρώτο σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών και τη δεύτερη σε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα ως προς αμφοτέρους. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η πρώτη κατηγορουμένη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας την από 9.6.2004 (...) αγωγή, με την οποία επικαλείτο ότι με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής και της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "..." προσλήφθηκε την 1.1.1998 προκειμένου να εργασθεί με την ειδικότητα της βοηθού λογίστριας στην επιχείρηση της ως άνω εταιρίας εμπορίας ιχθύων στην ιχθυόσκαλα Χαλκίδας, εργαζόμενη επί πενθήμερο 8 ώρες ημερησίως, αντί μισθού προβλεπομένου από τις εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας των βοηθών λογιστών απασχολουμένων σ` επιχειρήσεις. Ότι κατά το διάστημα από 1.1.1998 - 4.12.2003, οπότε η ως άνω εταιρία της κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας, παρείχε τις υπηρεσίες στον προεκτιθέμενο χώρο της επιχειρήσεως της εν λόγω εταιρίας πέρα των ως άνω συμφωνηθέντων, από Δευτέρα έως Σάββατο επί 8ωρο και δη από 08.00 πμ έως 14 και από 18 μμ έως 20.00 μμ και κατά την Κυριακή από 08.00 πμ έως 16.00 με αμοιβή κατώτερη της νομίμου και χωρίς να της καταβάλει αμοιβή για την απασχόληση κατά την ημέρα του Σαββάτου και της Κυριακής, αμοιβή για την χορηγηθείσα υπερεργασία και την υπερωριακή απασχόληση, αποζημίωση αδείας, επιδόματα αδείας των ετών 2000 έως 2003, επιδόματα Χριστουγέννων και Πάσχα από 1999 έως 2003 και αποζημίωση απολύσεως και για τις ως άνω αιτίες ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι (εργοδότρια και το ομόρρυθμο μέλος και νόμιμος εκπρόσωπος της ως άνω εταιρίας Χ. Α.) να της καταβάλουν, μετά τον περιορισμό του αιτήματος της αγωγής, το ποσό των 39.204,90 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στην αγωγή. Η αγωγή αυτή συζητήθηκε ... κατά τη δικάσιμο της 14.4.2005, κατά τη συζήτηση αυτή εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας της ενάγουσας (α' κατηγορουμένης) ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος κατέθεσε ότι η ενάγουσα (πρώτη κατηγορουμένη) εργαζόταν ως βοηθός λογιστού στην έδρα της επιχείρησης της εργοδότριας εταιρίας, την εργασία δε αυτή παρείχε υπό τη διεύθυνση και εποπτεία του λογιστού της επιχείρησης και ότι για τα ανωτέρω είχε άμεση αντίληψη διότι ο ίδιος με το αυτοκίνητό του μετέφερε την ενάγουσα (α' κατηγορουμένη) από την οικία της στον ως άνω τόπο εργασίας της και αντίστροφα. Πλην όμως, τα ως άνω κατατιθέμενα από τον εν λόγω κατηγορούμενο είναι ψευδή, διότι ... αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα Μ. Χ. (α' κατηγορουμένη) είχε αναλάβει να συμπληρώνει τις καρτέλες με τα υπόλοιπα οφειλών των πελατών, βάσει των τιμολογίων και των υπολοίπων σημειώσεων, τα οποία προσκόμιζαν στην οικία αυτής (α' κατηγορουμένης) ο Χ. Α. (μηνυτής) και (η) ’. Χ. συνεταίρος στην εργοδότρια εταιρία και αδελφή της πρώτης κατηγορουμένης, τα προσκομιζόμενα δε ως άνω έγγραφα κατήρτιζε η ως άνω ’. Χ. η οποία εργαζόταν στο κατάστημα της επιχείρησης της ως άνω εταιρίας. Έτσι η πρώτη κατηγορουμένη δεν απασχολείτο στην προεκτιθέμενη εταιρία κατά τις ημέρες και ώρες που ανέφερε στην αγωγή της, αλλά παρείχε την προεκτιθέμενη εργασία στην οικία της, σε ώρες και κατά τρόπο που αυτή επέλεγε, μη υποκείμενη σε έλεγχο από το λογιστή της ως άνω εταιρίας κατά την παροχή της προεκτιθέμενης εργασίας της. ... Η ανωτέρω εξάλλου κρίση περί της μη παροχής εργασίας της πρώτης κατηγορουμένης, υπό την ιδιότητα της βοηθού λογιστού, στην ως άνω ετερόρρυθμη εταιρία, επιβεβαιώνεται και από την, ήδη αμετάκλητη, με αριθμ. 94/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ..., και με την οποία έγινε δεκτό ότι η συνδέουσα την ενάγουσα (...) και την ως άνω εταιρία σχέση, ήταν αυτή της συμβάσεως έργου και όχι της εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. ... Επομένως τα κατατιθέμενα από το δεύτερο κατηγορούμενο κατά τη συζήτηση της ως άνω αγωγής ... ήταν ψευδή. Ενόψει δε της στενής σχέσης του με την α' κατηγορουμένης, διατηρούσαν συναισθηματικό δεσμό, ήδη δε έχουν τελέσει γάμο, γνώριζε τον τρόπο με τον οποίο παρείχε η α' κατηγορουμένη τις υπηρεσίες της στην ως άνω ετερόρρυθμη εταιρία εργαζομένη στο σπίτι της και όχι στην έδρα της ως άνω εταιρίας και τα` αντιθέτως κατατεθέντα απ` αυτόν ότι είναι ψευδή. ... Περαιτέρω ... αποδείχθηκε ότι την απόφαση του ως άνω κατηγορουμένου προς εκτέλεση της ως άνω πράξεως προκάλεσε σ` αυτόν η πρώτη των κατηγορουμένων με πειθώ και προτροπές, εκμεταλλευόμενη την προεκτιθέμενη σχέση τους όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο τελευταίος εξετάσθηκε με επιμέλειά της κατά την συζήτηση της προαναφερομένης αγωγής καταθέτοντας περιστατικά τα οποία ήταν πρόσφορα προς απόδειξη των ως άνω αξιώσεών της. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι κατά τη συζήτηση της ως άνω αγωγής επικαλέσθηκε και προσκόμισε τη με αριθμ. .../12.4.2005 ένορκη βεβαίωση του Ι. Ι. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Χαλκίδας, ληφθείσα με επιμέλειά της μετά από νομότυπη κλήτευση των εναγομένων, στην οποία ο ως άνω Ι. Ι. βεβαίωνε ότι είναι πελάτης της ως άνω εταιρίας, επί πολλά έτη, και αγόραζε απ` αυτήν συστηματικά ψάρια, ότι έτσι γνώρισε την εργαζόμενη Μ. Χ. και ότι από την αιτία αυτή γνώριζε ότι εργάσθηκε ως βοηθός λογιστού στην ως άνω έδρα της εταιρίας τις ημέρες και ώρες που αναφέρει στην αγωγή της. Πλην όμως τα ως άνω πραγματικά περιστατικά δεν ήταν αληθή, σύμφωνα με τις προεκτιθέμενες αποδείξεις και επί πλέον ο ως άνω καταθέτων ενόρκως ουδέποτε υπήρξε χονδρέμπορος αλιευμάτων και δεν είχε επισκεφθεί το εταιρικό κατάστημα. Η πρώτη δε κατηγορουμένη μολονότι γνώριζε ότι στην προεκτιθέμενη ένορκη βεβαίωση περιλαμβάνοντο ψευδή γεγονότα προσκόμισε αυτή στο Δικαστήριο ώστε με την παράσταση των ως άνω ψευδών γεγονότων ως αληθινών να το οδηγήσει (Δικαστήριο) σε πεπλανημένη απόφαση προκειμένου να επιτύχει την ικανοποίηση των αγωγικών της αξιώσεων, αν και δεν εδικαιούτο αυτές, πράξη, η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε, όχι με δική της θέληση, αλλά από λόγους ανεξαρτήτους προς αυτήν και συγκεκριμένα διότι το επιληφθέν δικαστήριο, εκτιμώντας τα στοιχεία της δικογραφίας δεν αποδέχθηκε τη βασιμότητα των αγωγικών ισχυρισμών". Στο δε διατακτικό, το οποίο, όπως αναφέρθηκε, αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό και συμπληρώνει αυτό, αναφέρει ότι: "... Στη Χαλκίδα στις 14 Απριλίου 2005, τέλεσαν τις κατωτέρω πράξεις ...: Α) Ο δεύτερος κατηγορούμενος Κ. Κ. ... Β) 1) Η πρώτη κατηγορουμένη Μ. Χ., στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση ...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της ψευδορκίας μάρτυρα, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων Κ. Κ., και της ηθικής αυτουργίας στην ψευδορκία και της απόπειρας απάτης επί δικαστηρίου, για τα οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα Μ. Χ., τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 224 παρ.2 - 1, 386 παρ. 1, 46 παρ. 1α και 42 του ΠΚ. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμες, αφού: α) Επαρκώς αιτιολογείται ότι ο αναιρεσείων Κ. Κ. γνώριζε ότι όσα κατέθεσε ήταν ψευδή, με την παραδοχή όχι μόνο ότι τα γνώριζε ως εκ του συναισθηματικού του δεσμού με την συγκατηγορουμένη του, ο οποίος οδήγησε σε γάμο, αλλά και ότι είχε καταθέσει ότι είχε άμεση αντίληψη γιατί ο ίδιος την μετέφερε, με το αυτοκίνητό του, από την οικία της στον τόπο εργασίας της, η γνώση, δηλαδή, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση του ίδιου του αναιρεσείοντος και σε δική του πράξη, οπότε δεν απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. β) Σαφώς εκτίθεται ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος κατέθεσε ενόρκως επί του αποδεικτέου θέματος, ήτοι επί του αγωγικού ισχυρισμού ότι η συγκατηγορουμένη του απασχολήθηκε στην εγκαλούσα εταιρία με σχέση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως βοηθός λογιστού, ο οποίος δεν ήταν αληθινός, γιατί η σχέση που τη συνέδεε με την εταιρία ήταν αυτή της παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. γ) Στο διατακτικό προσδιορίζεται και ο χρόνος τελέσεως της ηθικής αυτουργίας στην ψευδορκία (14 Απριλίου 2005). δ) Προσδιορίζονται τα μέσα και ο τρόπος, με τον οποίο η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη Μ. Χ. προκάλεσε στο συγκατηγορούμενό της την απόφαση να τελέσει την ένδικη αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα (πειθώ, προτροπές, εκμετάλλευση της σχέσεώς τους), δεν απαιτείτο δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, η παράθεση περαιτέρω περιστατικών. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2 358, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικό μέσο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο, εξάλλου, του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιό έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι- αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενο του (κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ). Διαφορετικά, αν, δηλαδή, η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ακυρότητα.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικάσαν Εφετείο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής των αναιρεσειόντων, περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα: "Η υπ` αριθμ. .../12.4.05 ένορκη βεβαίωση, η υπ` αριθμ. .../2000 ένορκη βεβαίωση, είκοσι επτά (27) φωτ/πίες προχείρων υπολογισμών και η υπ` αριθμ. ../2012 κλήση". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού των εγγράφων αυτών (ενώπιον ποίου συντάχθηκαν οι βεβαιώσεις, ποιος βεβαίωνε ενόρκως και για ποιο ζήτημα, ποιος και ενώπιον ποίου καλείτο με την κλήση, τι αφορούσαν οι υπολογισμοί, κ.λπ.), αφού, με την ανάγνωσή τους, κατέστησαν γνωστά κατά το περιεχόμενό τους στους αναιρεσείοντες, οπότε αυτοί, οι οποίοι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, δεν πρόβαλαν, δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, καμιά αντίρρηση για την ανάγνωση των εγγράφων αυτών, είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο αυτών, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Ως εκ τούτου, το Τριμελές Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη του και τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στο ότι δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα των ως άνω εγγράφων, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 7 Φεβρουαρίου 2013 (με αριθ. πρωτ. 1133/2013) αίτηση των Μ. Χ. του Δ. και Κ. Κ. του Γ., για αναίρεση της υπ` αριθ. 335/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ευβοίας. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Μαΐου 2013.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ