Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2324 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ψευδής ιατρική πιστοποίηση.




Περίληψη:
Έκδοση ψευδών ιατρικών πιστοποιητικών κατ' εξακολούθηση, προς απόκτηση διπλώματος οδηγήσεως αυτοκινήτου. Λόγοι αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα και έλλειψη αιτιολογίας. Μετά την ισχύ του Ν. 3160/03, η ένορκη διοικητική εξέταση εξομοιούται προς προκαταρκτική εξέταση. Δεν μπορούν να εξεταστούν ως μάρτυρες οι διενεργήσαντες αυτή. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2324/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2, που παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χαράλαμπο Μωραΐτη, περί αναιρέσεως της 620/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Ιουλίου 2008 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1686/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 620/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κάθε αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος εκδόσεως ψευδών ιατρικών πιστοποιητικών κατ' εξακολούθηση, και σε καθέναν από αυτούς επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη, τα εξής: "Οι κατηγορούμενοι ιατροί, Χ2 (άνευ ειδικότητος) και Χ1(οφθλμίατρος) στην ..., στα πλαίσια συμβάσεώς τους με το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών ως αρμοδίων για την εξέταση υποψηφίων οδηγών, εξέδωσαν τα από ... πιστοποιητικά υγείας της Π1 και τα από ... πιστοποιητικά υγείας του Π2 αμφοτέρων υποψηφίων οδηγών, στα οποία πιστοποιούσαν ότι εξήτασαν στο ιατρείο τους (στις ...) τα εν λόγω πρόσωπα και θεωρούν αυτά ικανά για την μετατροπή αδείας οδηγήσεώς τους, ενώ στην πραγματικότητα οι ανωτέρω υποψήφιοι οδηγοί, μόνιμοι κάτοικοι περιοχών (...και ..., αντιστοίχως) εκτός της γεωγραφικής περιφερείας (Ανατολική Αττική) των συμβληθέντων με το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών κατηγορουμένων ιατρών, ουδέποτε εξητάσθησαν υπό των τελευταίων, τα εν λόγω δε πιστοποιητικά προορίζοντο για την έκδοση διπλωμάτων οδηγήσεως. Η κρίση αυτή στηρίζεται α) στην ένορκη επ' ακροατηρίου κατάθεση του μάρτυρος κατηγορητηρίου Π2 (ενός εκ των ανωτέρω υποψηφίων οδηγών), ο οποίος, μεταξύ άλλων, λέγει "Δεν εξετάστηκα,...,Ποτέ δεν έμεινα στην ,...,Ποτέ δεν πήγα στο Ιατρείο του Χ1" (σελ. 7 πρακτικών), β) στην νομίμως αναγνωσθείσα έκθεση των Ε1 και Ε2, επιθεωρητού και βοηθού επιθεωρητρίας, αντιστοίχως, του ΣΕΥΥΠ (Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας Πρόνοιας), στην οποίαν αναφέρεται ρητώς ότι "ο οφθαλμίατρος κ. Χ1 και ο ιατρός Χ2 εξέδωσαν τα πιστοποιητικά υγείας στους αναφερόμενους (Π1 και Π2) οδηγούς χωρίς να προβούν στην απαραίτητη ιατρική εξέταση αυτών". Οι καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως αναφέρονται κυρίως στο ποιόν των κατηγορουμένων ιατρών, χωρίς να εισφέρουν στην ουσία της υποθέσεως, τέλος, οι κατηγορούμενοι απολογούμενοι αρνούνται την κατηγορία, λέγουν δε ειδικότερα ότι "Ο συγκεκριμένος Π2 γνώριζε Ελληνικά" (Χ2, σελ. 13 πρακτικών) και "Ήρθε ο Π2 στο Ιατρείο μου" (Χ1, σελ. 14 πρακτικών), πλην όμως διαψεύδονται από τον ίδιο τον φερόμενο ως εξετασθέντα, ο οποίος, ως ήδη αναφέρθηκε, λέγει "Δεν εξετάστηκα,...,Ποτέ δεν έμεινα στην ,...,Ποτέ δεν πήγα στο Ιατρείο του Χ1". Κατόπιν αυτών, απορριπτομένου ως αβασίμου του ισχυρισμού των κατηγορουμένων περί μη λήψεως υπ' όψιν της καταθέσεως του εξετασθέντος μάρτυρος κατηγορητηρίου Π2, καθόσον η κρίση του Δικαστηρίου δεν στηρίζεται αποκλειστικά σε αυτήν (βλ. άρθρο 211Α ΚΠΔ), αλλά και στην προδιαληφθείσα έκθεση των Ε1 και Ε2, επιθεωρητού και βοηθού επιθεωρητρίας, αντιστοίχως, του ΣΕΥΥΠ, οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της αποδιδόμενης εις βάρος τους αξιοποίνου πράξεως (εκδόσεως ψευδών ιατρικών πιστοποιήσεων, κατ' εξακολούθηση, άρθρ. 98, 221 §1 εδ.α' ΠΚ), κατά το διατακτικό".
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας αφού απέρριψε τον προεκτεθέντα ισχυρισμό των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων, κήρυξε αυτούς ενόχους της αξιόποινης πράξεως της εκδόσεως ψευδών ιατρικών πιστοποιητικών κατ' εξακολούθηση και ειδικότερα, του ότι: "Στην ...., με περισσότερες πράξεις τους, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με την ιδιότητα του ιατρού, εν γνώσει τους εξέδωσαν ψευδείς ιατρικές πιστοποιήσεις, προοριζόμενες να παρέχουν πίστη σε δημόσια αρχή και συγκεκριμένα με την ιδιότητα, ο μεν πρώτος, του ιατρού χωρίς ειδικότητα, ο δε δεύτερος του οφθαλμίατρου, στα πλαίσια σύμβασής τους με το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών, από το 1996 έως 31-12-2002, αρμοδίων για την εξέταση υποψηφίων οδηγών, εξέδωσαν το από .... πιστοποιητικό υγείας της Π1 και το από ... πιστοποιητικό υγείας του Π2, αμφοτέρων υποψηφίων οδηγών, στα οποία πιστοποιούσαν ότι εξέτασαν στο ιατρείο τους τα ανωτέρω πρόσωπα και θεωρούν αυτά ικανά, για τη μετατροπή άδειας οδήγησής τους, ενώ στην πραγματικότητα, οι παραπάνω υποψήφιοι οδηγοί, οι οποίοι άλλωστε δεν ήταν κάτοικοι της περιφέρειας, για την οποία ίσχυε η σύμβαση των κατηγορουμένων με το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών, ουδέποτε εξετάστηκαν από τους κατηγορουμένους ιατρούς. Η έκδοση δε των ψευδών αυτών ιατρικών πιστοποιητικών, προορίζονταν για την έκδοση διπλωμάτων οδήγησης". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε κάθε αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98, 221 §1α' ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 620/2008 του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Π2, καθώς και τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, ..., ... και ..., οι οποίοι, όπως προκύπτει από τα αυτά πρακτικά, εξετάσθηκαν ενόρκως στο ίδιο ακροατήριο.
Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: 1) το δικάσαν Δικαστήριο για να καταλήξει στην καταδικαστική για τους κατηγουρούμενους κρίση του, ανέγνωσε και έλαβε υπόψη του, εκτός άλλων εγγράφων, και τις από α) 25-1-05 και β) 6-4-05 εκθέσεις των επιθεωρητών ΣΕΥΥΠ, οι οποίες, μετά την ισχύ του Ν.3160/03 εξομοιώνονται με προκαταρκτική εξέταση και στις οποίες εμπεριέχεται η ένορκη κατάθεση της μάρτυρα,Π1. κατά την προδικασία. Ότι την κατάθεση αυτή το Εφετείο ανέγνωσε, παρά την προς τούτο εναντίωσή τους, έλαβε δε υπόψη και βασίστηκε σε αυτή (κατάθεση) που λήφθηκε κατά την προδικασία της απούσας στο ακροατήριο αυτό άνω μάρτυρα και έτσι, δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να ασκήσουν τα από το άρθρο 365 §1 ΚΠΔ παρεχόμενα δικαιώματά τους, να υποβάλουν στη μάρτυρα αυτή ερωτήσεις. Και ότι δημιουργήθηκε έτσι ακυρότητα από το άρθρο 171 §δ' ΚΠΔ και η προσβαλλόμενη απόφαση κατέστη αναιρετέα κατά το άρθρο 510 §1 στοιχ.Α' του αυτού Κώδικα, για απόλυτη ακυρότητα και 2) η ίδια απόφαση είναι επίσης αναιρετέα και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το αυτό άρθρο και παράγραφο στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε στην κατάθεση ενώπιον του ακροατηρίου του δικάσαντος Δικαστηρίου, του μάρτυρα Π2, καθώς και στην έκθεση των Ε1 και Ε2, Επιθεωρητή και βοηθού Επιθεωρητή αντίστοιχα του ΣΕΥΥΠ, η οποία (έκθεση) στηρίζεται στις άνω μαρτυρικές καταθέσεις, που δόθηκαν στην προδικασία, κατά παράβαση του άρθρου 211Α' του ΚΠΔ. Όμως, αφενός ουδεμία ακυρότητα στο ακροατήριο δημιουργήθηκε από την ανάγνωση των πιο πάνω εκθέσεων ΕΔΕ, αφετέρου, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι υπάρχει πλήρης και σαφής για τα ανωτέρω απορριπτική αιτιολογία στο σχετικό για παράβαση της διατάξεως του ΚΠΔ 211Α', του άρθρου 6 παρ. 3δ' της ΕΣΔΑ και του άρθρου 14 παρ. 3ε' του "Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα" (Ν.2462/97), ισχυρισμό των αναιρεσειόντων από το δικάσαν Εφετείο και είναι η παρακάτω: "τα ψευδή ιατρικά πιστοποιητικά με ημερομηνία ... και ... που φέρεται ότι εξέδωσαν ψευδώς οι κατηγορούμενοι για τον Π2 (και Π1 αντιστοίχως), χωρίς να τους εξετάσουν, θεωρούνται η προκληθείσα θεμελιωτική βασική πράξη, επί της οποίας ερείδεται η μεταγενέστερη κατοχή και χρήση των πλαστών αδειών οδήγησης από τον συγκατηγορούμενο ούτως Π2 (και Π1) αντιστοίχως".
Κατά συνέπεια, ούτε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας υπάρχει, ούτε έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που απαιτείται, υπάρχει στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Εξάλλου, μετά την ισχύ του Ν.3160/03, η ένορκη διοικητική εξέταση εξομοιούται προς την προκαταρκτική εξέταση και συνεπώς δεν μπορούν να αξιοποιηθούν αποδεικτικώς σε βάρος του κατηγορουμένου μαρτυρικές καταθέσεις τούτου, ληφθείσες κατά την ένορκη διοικητική εξέταση (Ολ.ΑΠ 1/04). Παράλληλα, στην απαγόρευση της εξετάσεως ως μαρτύρων, που θεσπίζεται από τη διάταξη της ΚΠΔ 211Α' περ.α' περιλαμβάνονται, χωρίς αμφιβολία και οι διενεργήσαντες ένορκη διοικητική εξέταση, αφού και εδώ συντρέχει ο λόγος της ενδεχόμενης προκαταλήψεως για τον κατηγορούμενο εκείνων που άσκησαν ανακριτικά καθήκοντα. Όμως, όπως προκύπτει από τα αυτά πρακτικά, τα διενεργήσαντα την εν λόγω ΕΔΕ (δηλ. τη ΣΕΥΥΠ) άνω πρόσωπα, δεν εξετάστηκαν ως μάρτυρες στην κρινόμενη υπόθεση. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' και Δ' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της απόλυτης ακυρότητας της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αντίστοιχα, αλλά και ο, αυτεπαγγέλτως κατά την ΚΠΔ 511, εφόσον παρίσταται ο αναιρεσείων και κρίθηκαν παραδεκτοί οι άνω λόγοι, εξεταζόμενος της περ.Ε' της αυτής διατάξεως του ΚΠΔ, λόγος, της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθεί κάθε αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 §1).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15 Ιουλίου 2008 (υπ' αριθμ. πρωτ. 6270/08, ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου), αίτηση των: 1) Χ1 και 2) Χ2, για αναίρεση της με αριθμό 620/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Και
Καταδικάζει κάθε αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Νοεμβρίου 2009.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή