Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1429 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση συκοφαντική, Έγκληση.




Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση φυσικού προσώπου. Άρθρα 362-363 ΠΚ. Έννοια δόλου (ΑΠ 2121/2008, 73/2002). Απορριπτέοι ως αβάσιμοι, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, διότι αιτιολογείται επαρκώς το μη αληθές των διαδοθέντων και η γνώση του κατηγορουμένου ως προς την αναλήθεια των επίμαχων συκοφαντικών ισχυρισμών και αναφέρεται από ποία πραγματικά περιστατικά συνάγεται η γνώση αυτή και αιτιολογημένα απορρίπτεται αυτοτελής ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι ο εγκαλών δεν είναι παθών μη δικαιούμενος σε έγκληση και ότι η έγκληση ασκήθηκε εκπρόθεσμα μετά το τρίμηνο του άρθρου 117 ΚΠΔ.




Αριθμός 1429/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ζευκιλή, περί αναιρέσεως της 157/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα το Μάρκο ΛΙΑΜΟ του Γεωργίου, κάτοικο Θεσσαλονίκης, που δεν παρέστη.

Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Ιουλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στο δικόγραφο των από 2 Φεβρουαρίου 2009 προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1370/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 362 του ΠΚ "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή". Κατά το άρθρο 363 ΠΚ, "Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Αν δεν αποδεικνύεται ότι το δυσφημιστικό γεγονός είναι ψευδές, καταλειπομένων αμφιβολιών περί της αληθείας ή αναληθείας αυτού, δεν θεμελιώνεται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως. Κατά τη διάταξη αυτή, ως γεγονός θεωρείται κάθε συγκεκριμένο συμβάν του εξωτερικού κόσμου, παρελθόν ή παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συμπεριφορά ή συγκεκριμένη σχέση που αναφέρεται στο παρελθόν ή το παρόν και υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Τέλος δε και ο χαρακτηρισμός και η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως, είναι αξιόποινος, μόνον όταν συνδέονται ή σχετίζονται με γεγονότα, ώστε, με την σύνδεση και σχέση τους με αυτά, ουσιαστικά να προσδιορίζουν την έκταση της ποσοτικής και ποιοτικής βαρύτητάς τους. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως κατά τα ανωτέρω επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, άμεσος δηλαδή δόλος, πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς και να εκτίθενται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δικαιολογούν τη γνώση και από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Περαιτέρω, για την ύπαρξη της άνω αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στις αποφάσεις που αναφέρονται στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής ή και το εκπρόθεσμο της εγκλήσεως. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως.
Εξάλλου, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας, αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη, που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο της ουσίας, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε στο αιτιολογικό του τα εξής: "ΕΠΕΙΔΗ από τη χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, την απολογία του κατηγορουμένους στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής. Ο κατηγορούμενος στη ..., την 11.11.2002, ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων για τον εγκαλούντα Ψ γεγονότα ψευδή που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη αυτού, ενώ τελούσε εν γνώσει του ψεύδους. Πιο συγκεκριμένα συνέταξε και κατέθεσε την 1-11-2002 στον Γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης, την υπ' αριθμ. καταθ. 64/2002 αίτηση αναίρεσης, κατά της υπ' αριθμ. 2806/19-20.9.2002 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, δυνάμει της οποίας κηρύχθηκε ένοχος για την σε βάρος της συζύγου του εγκαλούντος Ω, αξιόποινη πράξη της καταχρήσεως σε ασέλγεια και καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως 2 ετών, με την οποία -αίτηση αναιρέσεως- ισχυρίσθηκε ψευδώς, ενώπιον των δικαστικών υπαλλήλων της Γραμματείας του Εφετείου Θεσσαλονίκης και των Αρεοπαγιτών και του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, που έλαβαν γνώση της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως, για τον εγκαλούντα Ψ ότι η σύζυγος του ΑΑ κατεμήνυσε τον κατηγορούμενο ότι τέλεσε σε βάρος της την αξιόποινη πράξη της καταχρήσεως σε ασέλγεια, προκειμένου να πετύχει την πρόσληψη του συζύγου της - εγκαλούντος στο Μουσικό Γυμνάσιο - Λύκειο ..., αναφέροντας επί λέξει τα εξής: "... το σχέδιο τους πέτυχε τον σκοπό του, γιατί εγώ έφυγα από το σχολείο ... ο σύζυγος της κυρίας προσελήφθη στο σχολείο ... δεν έχω καμία σχέση με την ιστορία της εγκαλούσας που έγινε εκ των υστέρων για να με πλήξει υπηρεσιακώς: και να "τακτοποιηθεί" ο σύζυγός της, όπερ επέτυχε και μάλιστα στο διττό στόχο ... και ο σύζυγος της προσελήφθη ως υπάλληλος στο σχολείο. Η προβολή των ισχυρισμών αυτών ομού μετά της "τακτοποίησης" του συζύγου ...". Έπραξε δε τούτο ο κατηγορούμενος ενώ γνώριζε ότι τα ανωτέρω γεγονότα που ισχυρίσθηκε και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, ήταν ψευδή, αφού η αλήθεια ήταν ότι η καταγγελία της συζύγου του εγκαλούντος ήταν αληθής και δεν έγινε με στόχο να προσληφθεί στο ανωτέρω σχολικό συγκρότημα ο εκκαλών, ο οποίος ουδεμία εργασιακή σχέση έχει με το σχολείο αυτό, τυγχάνει δε διοικητικός Διευθυντής του Μακεδονικού Ωδείου. Όλα τα προαναφερθέντα λόγω της ιδιότητάς του (υψηλόβαθμος και έμπειρος εκπαιδευτικός που εκτελούσε καθήκοντα διευθυντή σ' αυτό το σχολείο) τα γνώριζε ο κατηγορούμενος, δηλαδή είχε πλήρη γνώση της αναλήθειας των γεγονότων που ισχυρίσθηκε (ΑΠ 819|2006 δημ. Νόμος) πλην όμως παρά ταύτα συμπεριέλαβε στην πιο πάνω αίτηση αναίρεσης τα εν λόγω ψευδή γεγονότα, αποκλειστικά στα πλαίσια της ανεπιτυχούς προσπάθειας του αφενός μεν για να αποσείσει τις ποινικές ευθύνες του σχετικά με το ανωτέρω αποδιδόμενο σ' αυτόν έγκλημα της κατάχρησης σε ασέλγεια , αφετέρου δε να απαξιώσει και περαιτέρω να αποδυναμώσει το περιεχόμενο της σχετικής έγκλησης της συζύγου του εγκαλούντος. Μάλιστα τα προαναφερθέντα ψευδή γεγονότα ήταν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του τελευταίου και περαιτέρω ήταν ικανά να πλήξουν την εν λόγω προσωπικότητα του, καθώς και το κύρος του στον επιστημονικό κύκλο των συναδέλφων του, αφού κατέστησαν γνωστά και σ' αυτόν. Περαιτέρω ο προβληθείς ισχυρισμός από τον κατηγορούμενο περί του ότι ο εγκαλών υπέβαλε την έγκληση μετά την παρέλευση του τριμήνου από το χρόνο γνώσης της τέλεσης της πράξης που έλαβε χώρα στις 9-6-2003 κρίνεται αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Και τούτο γιατί προέκυψε ότι το περιεχόμενο του επίδικου εγγράφου περιήλθε σε γνώση του εγκαλούντος περίπου στα τέλη Νοεμβρίου του 2003 , μετά από σχετική πληροφόρηση από το ΒΒ, δικηγόρο Αθηνών, συνήγορο της συζύγου του, και ακολούθως αυτός υπέβαλε την έγκληση του στις 23-1-2004 δηλαδή πριν από την παρέλευση τριμήνου από το χρόνο γνώσης της τέλεσης της επίδικης πράξης, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 του ΠΚ και όχι μετά την πάροδο αυτής, όπως αβάσιμα διατείνεται ο κατηγορούμενος (ΑΠ 966|2006 δημ Νόμος). Επομένως με βάση τα αποδειχθέντα ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης".
Στη συνέχεια το ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο συκοφαντικής δυσφημήσεως και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 5 ευρώ την ημέρα. Με βάση αυτά που αναπτύχθηκαν στην οικεία πιο πάνω νομική σκέψη και τις άνω παραδοχές στο αιτιολογικό του, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27, 118, 362, 363, 368 του ΠΚ που εφάρμοσε. Ειδικότερα, σε σχέση με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, στην προσβαλλόμενη απόφαση: α) αναφέρονται με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, τα ψευδή πραγματικά περιστατικά που διέδωσε ο κατηγορούμενος εκπαιδευτικός ενώπιον τρίτων σε βάρος του εγκαλούντος, με την κατάθεση στον Γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης την 1-11-2002 αιτήσεως αναιρέσεως καταδικαστικής αυτού για κατάχρηση σε ασέλγεια της συζύγου του εγκαλούντος αποφάσεως, στον επιστημονικό κύκλο των συναδέλφων του, ότι τα διαδοθέντα γεγονότα δεν ήταν αληθή και ήταν πρόσφορα και ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη και το κύρος του εγκαλούντος και ότι γνώριζε ο κατηγορούμενος ότι ήταν ψευδή και η καταγγελία σε βάρος του από τη σύζυγο του εγκαλούντος αληθής, β) αναφέρεται ότι παθών είναι ο υποβαλών την έγκληση νυν εγκαλών Ψ και όχι μόνον η μη εγκαλούσα σύζυγος του τελευταίου ΑΑ, αφού δέχεται ότι τα διαδοθέντα ψεύδη και δη "ότι η άνω σύζυγος του εγκαλούντος καταμήνυσε τον κατηγορούμενο ότι τέλεσε σε βάρος της την αξιόποινη πράξη της καταχρήσεως σε ασέλγεια, προκειμένου να πετύχει την πρόσληψη του συζύγου της - εγκαλούντος στο Μουσικό Γυμνάσιο- Λύκειο ..., το σχέδιό τους πέτυχε τον σκοπό του, γιατί εγώ έφυγα από το σχολείο ... ο σύζυγος της κυρίας προσελήφθη στο σχολείο ... δεν έχω καμία σχέση με την ιστορία της εγκαλούσας που έγινε εκ των υστέρων για να με πλήξει υπηρεσιακώς και να τακτοποιηθεί ο σύζυγός της, όπερ πέτυχε ...", σαφώς πλήττουν αντικειμενικά την τιμή και την υπόληψη και του εγκαλούντος συζύγου, αφού τον φέρει να συμμετέχει σε σχέδιο για τακτοποίησή του και πρόσληψή του στο εν λόγω σχολείο με την ιστορία της καταμηνύσεως του κατηγορουμένου, για κατάχρηση σε ασέλγεια σε βάρος της άνω συζύγου του εγκαλούντος, γ) αναφέρεται ότι η έγκληση υποβλήθηκε στις 23-1-2004 εμπρόθεσμα, κατ'άρθρον 117 του ΚΠοινΔ, εντός του τριμήνου από της γνώσεως, αφού ο εγκαλών έλαβε το πρώτον γνώση του εγγράφου της αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου και των περιεχομένων σε αυτήν δυσφημιστικών περιστατικών στα τέλη Νοεμβρίου του 2003, μετά από σχετική πληροφόρησή του από το συνήγορο της σε εκείνη τη δίκη εγκαλούσας συζύγου του και όχι στις 9-6-2003, που επιδόθηκε στη σύζυγο η κλήση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για τη συζήτηση της αναιρέσεως και όχι η ίδια η αίτηση αναιρέσεως και δ) δεν υπάρχει καμία ασάφεια ή αντίφαση μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού, που αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ενιαίο σύνολο και η προσβαλλόμενη απόφαση δε στερείται νόμιμης βάσεως. Επομένως, όλοι οι συναφείς λόγοι αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και οι πρόσθετοι λόγοι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως με εκ πλαγίου παράβαση, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως μετά των προσθέτων λόγων αυτής, να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 44/29-7-2008 αίτηση αναιρέσεως μετά των από 2-2-2009 προσθέτων λόγων αυτής, του Χ κατά της με αριθμό 157/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή