Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βιασμός, Κατηγορίας μεταβολή, Καταλογισμός, Ενδοοικογενειακή βία.
Περίληψη:
Ενδοοικογενειακή βία. Καταδίκη για βιασμό, αιμομιξία και ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη. Σωματική βλάβη ανηλίκου από τον πατέρα του. Λόγοι αναίρεσης: Εσφαλμένη ερμηνεία. Ισχυρισμοί αυτοτελείς. Μειωμένος καταλογισμός – διαταραχή της προσωπικότητας. Αιτιολογημένη απόρριψη αυτού. Μεταβολή κατηγορίας. Δεν αποτελεί μεταβολή κατηγορίας ο περιορισμός από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο του χρονικού διαστήματος τέλεσης του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος και ο ακριβέστερος προσδιορισμός ότι στο βραχύτερο αυτό διάστημα οι παραπάνω πράξεις τελούνταν τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα. Αν η υπόθεση που αναφέρεται σε ορισμένο έγκλημα κρίθηκε και στους δύο βαθμούς ουσιαστικής κρίσης, με το ένδικο μέσο της αίτησης αναίρεσης προσβάλλεται μόνο η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στην οποία έχει ενσωματωθεί εκείνη που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης που ασκήθηκε κατ' αυτής και κάθε λόγος αναίρεσης που πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση είναι απαράδεκτος. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Αριθμός 1558/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου I. S. του J., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στις Φυλακές Γρεβενών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κάνιαρη, για αναίρεση της υπ'αριθ.311/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά.
Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιουλίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 848/2013.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά τιμωρείται με φυλάκιση το πολύ έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Και αν είναι ασήμαντη τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της σωματικής βλάβης συνίσταται στη πρόκληση είτε σωματικής κακώσεως είτε βλάβης της υγείας άλλου, ενώ η βλάβη της υγείας στη διατάραξη των εσωτερικών λειτουργιών.
Περαιτέρω, κατά το άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 3500/2006, Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις, "ενδοοικογενειακή βία θεωρείται η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρ. 6, 7, 8 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299 και 311 του ΠΚ, κατά την παρ. 2 εδ. α' του ίδιου άρθρου οικογένεια θεωρείται η κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους, κατά την παρ. 3 θύμα ενδοοικογενειακής βίας θεωρείται κάθε πρόσωπο της προηγουμένης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος...." Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 "το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδ. α' της παρ. 1 του άρ. 308 ΠΚ, ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδ. β' της παραπάνω διάταξης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Ειδικότερα ποινικοποιείται η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, υπό την έννοια της πρόκλησης από μέλος της οικογένειας σε άλλον σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας, ή εντελώς ελαφράς σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας μετά από συνεχή συμπεριφορά. Η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη διακρίνεται από την απλή σωματική βλάβη του άρθρου 308 Π Κ, ως προς το στοιχείο της τέλεσης εντός του οικογενειακού πλαισίου και για το λόγο αυτό τιμωρείται αυστηρότερα (ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους). Με την παραπάνω διάταξη αντιμετωπίζονται οι μορφές ενδοοικογενειακών σωματικών κακώσεων και, προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα ιδιωνύμου εγκλήματος σωματικών ενδοοικογενειακών κακώσεων, όταν δράστες και παθόντες είναι μέλη της ίδιας οικογένειας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο παρ. 2 του ως άνω νομοθετήματος.
Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική'] έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη, με αριθμό 311/2013, απόφαση του, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, των αξιόποινων πράξεων, α) του βιασμού, κατ' εξακολούθηση, β) της αιμομιξίας, κατ' εξακολούθηση και γ) της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης, κατ' εξακολούθηση και τον καταδίκασε, σε συνολική ποινή καθείρξεως δώδεκα (12) ετών και οκτώ (8) μηνών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν, Πενταμελές Εφετείο μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ήτοι, των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και των εγγράφων που αναγνώστηκαν, και της απολογίας του κατηγορουμένου, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Ο κατηγορούμενος I. S., από τον πρώτο γάμο του, ο οποίος έχει λυθεί με διαζύγιο, απέκτησε δύο (2) θυγατέρες, δηλαδή την A. που γεννήθηκε στην Αλβανία το έτος 1989 και τη S., που επίσης γεννήθηκε στην Αλβανία κατά την 27.10.1991. Ακολούθησε και δεύτερος γάμος του κατηγορουμένου, από τον οποίο απέκτησε ένα ακόμα τέκνο, τη Σ., ηλικίας σήμερα περίπου δώδεκα (12) ετών, που ζεί με τη μητέρα της, αφού, λίγο χρόνο μετά τη γέννησή της, λύθηκε και αυτός ο γάμος του κατηγορουμένου. Κατά το χρόνο που ζούσε στην Αλβανία, ο κατηγορούμενος συγκατοικούσε με την υπέργηρη μητέρα του και την ως άνω θυγατέρα του "S.", της οποίας είχε την επιμέλεια, ενώ την επιμέλεια της μεγαλύτερης αδελφής της είχε αναλάβει η μητέρα της. Μετά το θάνατο της ηλικιωμένης μητέρας του, ο κατηγορούμενος ήλθε στην Ελλάδα μαζί με την ανήλικη θυγατέρα του "S.", κατά το μήνα Αύγουστο 2006, όπου ζούσαν τα αδέλφια του εργαζόμενα, και εγκαταστάθηκε στην περιοχή …σε μισθωμένη οικία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από τις αρχές του έτους 2007, δηλαδή από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2007, εκμεταλλευόμενος ο κατηγορούμενος το γεγονός ότι η μεγαλύτερη θυγατέρα του Α. διέμενε στο …και δεν είχε συχνές επαφές με αυτούς, απομόνωσε την ανήλικη θυγατέρα του (S.), η οποία όμως είχε συμπληρώσει τότε το 15ο έτος της ηλικίας της, δεν την άφησε να φοιτήσει στο σχολείο, και μάλιστα, όταν έφευγε για την εργασία του (οικοδόμος), την κλείδωνε μέσα στο σπίτι, ενώ, όταν έβγαινε για τα καθημερινά ψώνια την ακολουθούσε και επίσης συχνά, χωρίς αιτία της φερόταν βιαίως και τη χτυπούσε με τα χέρια του ή τη ζώνη του σε διάφορα μέρη του σώματός της, προκαλώντας σ'αυτή σωματικές κακώσεις, γνωρίζοντας ότι από την όλη αυτή αυταρχική και βάναυση συμπεριφορά του, ως και την ψυχολογική βία που ασκούσε δι'αυτής στην ως άνω ανήλικη θυγατέρα του (S.), η τελευταία "θα δεχόταν" να υποστεί τις ανίερες πράξεις που σκόπευε να επιχειρήσει σε βάρος της, αλλά και δεν θα τολμούσε να τις αποκαλύψει στην αδελφή της ή τους λοιπούς συγγενείς τους ή να τις καταγγείλει στις αστυνομικές αρχές. Έτσι, από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2007, στον τόπο που αναφέρεται στο διατακτικό και σε ημερομηνίες που δεν προσδιορίστηκαν ειδικότερα, αλλά πάντως μία τουλάχιστον φορά την εβδομάδα, ασκώντας ο κατηγορούμενος, με τον προαναφερόμενο τρόπο, ψυχολογική βία, αλλά και σωματική, όση χρειάζοταν, με τις υπέρτερες σε κάθε περίπτωση σωματικές του δυνάμεις σε βάρος του απομονωμένου, αδύναμου και φοβισμένου παιδιού του (ανήλικης θυγατέρας), οδηγούσε αυτή στο υπνοδωμάτιό του και, αφού της έκλεινε το στόμα με το χέρι του για να μη φωνάζει, επανειλημμένα την εξανάγκαζε να συνουσιάζεται μαζί του, παρά τη θέλησή της, (η οποία δεν μπορούσε να τον αποφύγει και γνώριζε ότι η οποιαδήποτε αντίδρασή της θα οδηγούσε σε περαιτέρω κακοποίησή της), προκειμένου να ικανοποιήσει τη γενετήσια επιθυμία του, ενεργώντας ταυτόχρονα σε βάρος της ανήλικης θυγατέρας του (S.), πέραν του βιασμού, και την αξιόποινη πράξη της αιμομιξίας, καθόσον γνώριζε την υπάρχουσα μεταξύ τους συγγενική σχέση (εξ αίματος α'βαθμού κατ'ευθεία γραμμή). Οι εγκληματικές αυτές ενέργειες του κατηγορουμένου συνεχίζονταν μέχρι και λίγες ημέρες πριν από την 11η Ιουνίου 2010, οπότε η ως άνω παθούσα, μη αντέχοντας άλλο τη νοσηρή και οδυνηρή αυτή κατάσταση, κατέφυγε στο Α.Τ.Καμινίων Πειραιά και υπέβαλε σε βάρος του κατηγορουμένου έγκληση, ενώ ενημέρωσε και την αδελφή της A., η οποία μάλιστα εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και έδειξε να έχει απόλυτη πίστη στα λεγόμενα της παθούσας. Τα αμέσως προηγούμενα περιστατικά, που προκύπτουν από τη σαφή και κατηγορηματική κατάθεση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της παθούσας, αλλά και από την προανακριτική και ανακριτική ένορκη κατάθεση της ίδιας, (-που αναγνώσθηκαν-), για την ειλικρίνεια και αξιοπιστία της οποίας δεν έχει λόγους να αμφιβάλει το παρόν Δικαστήριο, ενισχύονται και από την με ημερομηνία 14.6.2010 ιατροδικαστική έκθεση που αναγνώστηκε, κατά την οποία, παρά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τη διενέργεια της, διαπιστώθηκε "μικρού βαθμού ερυθρότητα στη βάση του δεξιού μικρού χείλους του αιδοίου - παρθενικός υμένας υμενώδους συστάσεως και μεσαίου ύψους, διατηρεί σχετικά ευρύ το άνοιγμα προ του κολεό, φέρει μονήρη ρήξη παλαιάς χρονολογίας συστοίχως της 5ης ώρας, το βάθος της οποίας πλησιάζει το προσθεφυκόν χείλος", και δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης και αδελφών του κατηγορουμένου, οι οποίοι, συμπορευόμενοι με τη θέση του κατηγορουμένου, οι οποίοι, συμπορευόμενοι με τη θέση του κατηγορουμένου, υποθετικά είτε αποδίδουν τις καταγγελίες της παθούσας σε "πιέσεις" που δέχθηκε από τρίτους, προσδοκώντας η ίδια οφέλη από την περιουσία του πατέρα της - κατηγορουμένου, είτε δηλώνουν ότι δεν πιστεύουν την παθούσα. Όμως, πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι, ενώ ο κατηγορούμενος, απολογούμενος στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ισχυρίστηκε ότι οι προαναφερόμενες δύο θυγατέρες του απέβλεπαν σε οικονομικά οφέλη από την περιουσία του, εν τούτοις ο ίδιος στη συνέχεια ανέφερε ότι εκείνες, κατά την τριετία περίπου που κρατείται στη φυλακή, δεν του έχουν ζητήσει κάποια οικονομική βοήθεια. Εξάλλου, το γεγονός ότι η παθούσα κατάγγειλε τις σε βάρος της πράξεις καθυστερημένα, πρέπει να συνεκτιμηθεί με το γεγονός της ανηλικότητάς της, της εν γένει συνθήκες της ζωής της σε ξένη χώρα, όπου ζούσε απομονωμένη, υπό διαρκές καθεστώς φόβου από τη βάναυση συμπεριφορά του κατηγορουμένου, του φόβου επίσης για την αντίδρασή του, αλλά και την αμφιβολία της ως προς την αποδοχή που θα είχε από τους συγγενείς τους, δηλαδή τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα αδέλφια του κατηγορουμένου....Επομένως, ενόψει των όσων προεκτέθηκαν, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των διωκομένων και αποδιδομένων σ'αυτόν πράξεων, δηλαδή "α)του βιασμού κατ'εξακολούθηση, β)της αιμομιξίας κατ'εξακολούθηση [οι οποίες τελούν σε αληθινή συρροή, καθόσον προστατεύουν διαφορετικά έννομα αγαθά, όπως τη γενετήσια ελευθερία και την οικογένεια (ΑΠ 302/2005 και 912/2004 - Ποιν.Χρ.ΝΕ'929 και 423, αντίστοιχα)], και γ)της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης κατ'εξακολούθηση, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας". Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω δικαστήριο στο σκεπτικό, όιέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων, α) του βιασμού κατ' εξακολούθηση β) της αιμομιξίας κατ' εξακολούθηση και γ) της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης κατ' εξακολούθηση, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τις νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 94 παρ.1, 98 308 παρ. 1α, 336 παρ.1, 345 παρ.1β Π.Κ. 1 παρ.1-2α, 6 παρ.1 και 8 του Ν. 3500/2006 τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές και αιτιολογίες και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσεως. Η ειδικότερη αντίθετη αιτίαση του αναιρεσείοντα, περί του ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης, είναι αβάσιμη, διότι τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά από το δικαστήριο, ορθώς αξιολογούμενα, στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αφού κατά τις παραδοχές του σκεπτικού, ο δράστης πατέρας "χωρίς αιτία της φερόταν βιαίως και τη χτυπούσε με τα χέρια του ή τη ζώνη του σε διάφορα μέρη του σώματος της, προκαλώντας σ' αυτή σωματικές κακώσεις", σύμφωνα δε, με όσα στην εν αρχή νομική σκέψη αναφέρθηκαν, το ως άνω έγκλημα της σωματικής βλάβης συνίσταται στην πρόκληση σωματικής κακώσεως, όπως εν προκειμένω. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να εξειδικευθούν οι σωματικές κακώσεις. Οι περαιτέρω, αιτιάσεις, α) περί του ότι ο Ιατροδικαστής που εξέτασε την παθούσα την ημέρα που αυτή προέβη στη καταγγελία των σε βάρος της αξιόποινων πράξεων, δεν αναφέρει στη σχετική έκθεση του για ίχνη σωματικών κακώσεων και β) περί του ότι ουδόλως αποδεικνύεται ότι μεσολάβησε σεξουαλική παρενόχληση ή συνουσία από τον κατηγορούμενο πατέρα της και η διαπίστωση ρήξης του παρθενικού υμένα της που διαπίστωσε ο Ιατροδικαστής είναι συμβατή με τα πραγματικά περιστατικά που η παθούσα αναφέρει ότι έλαβαν χώρα στην Αλβανία με κάποιο συγχωριανό της, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, 2ος , και 3ος, κατ' εκτίμηση, λόγοι αναιρέσεως που πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου, με τις παραπάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Περαιτέρω, μεταβολή της κατηγορίας, η οποία επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. β' και δ' Κ.Π.Δ. και ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν η πράξη για την οποία καταδικάζεται ο κατηγορούμενος, είναι ουσιωδώς διαφορετική, κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις από εκείνη για την οποία έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη ή έχει απαγγελθεί η κατηγορία και έχει εισαχθεί να δικασθεί στο ακροατήριο ο κατηγορούμενος, ώστε κατ' αντικείμενο να αποτελεί έγκλημα. Αντιθέτως δεν υπάρχει τέτοια μεταβολή, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσδιορίζει κατ' άρθρο 371 παρ. 3 Κ.Π.Δ. σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την πράξη, χωρίς να επηρεάζεται η ταυτότητα αυτού ως ιστορικού γεγονότος. Η εξουσία του δικαστηρίου να καθορίσει διαφορετικό χρόνο τέλεσης της πράξεως εμποδίζεται και είναι ανεπίτρεπτη αν τέτοια παραδοχή διαφορετικού χρόνου επιδρά στην παραγραφή ή στο αξιόποινο της πράξεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος, με την υπ' αριθμό 873/2010, απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ήτοι του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς καταδικάστηκε για τις παραπάνω πράξεις α) του βιασμού, κατ' εξακολούθηση, β) της αιμομιξίας, κατ' εξακολούθηση και γ) της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης, κατ' εξακολούθηση, με φερόμενο χρόνο τέλεσης, μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, του διαστήματος από Ιανουάριο του έτους 2005, έως τον Ιούνιο του έτους 2010. Το εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε ως χρόνο τέλεσης των παραπάνω κατ" εξακολούθηση πράξεων, το διάστημα από Ιανουάριο του έτους 2007 έως τον Ιούνιο του έτους 2010 και καθόσον αφορά τις πράξεις του βιασμού, κατ' εξακολούθηση, και της αιμομιξίας, κατ' εξακολούθηση, δέχθηκε ότι αυτές τελέστηκαν μια φορά την εβδομάδα για όλο το παραπάνω διάστημα, Με τις παραδοχές αυτές, δεν προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας ούτε υπερέβη την εξουσία του, το δίκασαν δικαστήριο, αφού αυτό επιτρεπτά, προσδιόρισε ακριβέστερα σύμφωνα με τα πορίσματα της ακροαματικής διαδικασίας, τα περιστατικά που συγκροτούν το χρόνο τέλεσης των ως άνω πράξεων, για τις οποίες περιόρισε κατά δύο έτη το χρόνο τέλεσης αυτών κατά τα εκτεθέντα, χωρίς ο περιορισμός αυτός να επιδρά στην ταυτότητα των πράξεων ή στην παραγραφή τους.
Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με 171 παρ. 1 περ. β' και δ' , και Η' Κ.Π.Δ. lος λόγος αναιρέσεως, κατά το σκέλος του, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα και υπέρβαση εξουσίας, με τις παραπάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 του ΚΠΔ, "όπου ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, το ένδικο μέσο της αίτησης αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης η οποία, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι εάν η υπόθεση που αναφέρεται σε ορισμένο έγκλημα, διήλθε και από τους δύο βαθμούς ουσιαστικής κρίσης, με το ένδικο μέσο της αίτησης αναίρεσης, προσβάλλεται μόνο η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στην οποία έχει ενσωματωθεί εκείνη που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης που ασκήθηκε κατ' αυτής και κάθε λόγος αναίρεσης που πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση, είναι απαράδεκτος.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον αυτό ως άνω, 1° λόγο αναιρέσεως, κατά το έτερο σκέλος του, προβάλλει ακυρότητα της πρωτόδικης, με αριθμό 873/2010, αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, (Κακουργημάτων), γιατί τον καταδίκασε για τέσσερις (4) πράξεις, που τελέστηκαν κατ" εξακολούθηση, εντός ορισμένου διαστήματος, χωρίς να προσδιορίζεται χρονικά εκάστη μερικότερη πράξη των κατ' εξακολούθηση πράξεων. Ο λόγος αυτός, και κατά το σκέλος αυτό, είναι απορριπτέος, κατά τα εκτεθέντα παραπάνω, ως απαράδεκτος, αφού πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση.
Η κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορο του παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή τη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής ή και την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 του ΠΚ.
Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο, για συνδρομή στο πρόσωπο του, κατ" άρθρο 36 ΠΚ μειωμένης ικανότητας για καταλογισμό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης κατά τα άνω απόφασης, ο συνήγορος του κατηγορουμένου με "αυτοτελή ισχυρισμό", που υπέβαλε στο δικαστήριο και ανέπτυξε προφορικά στο ακροατήριο, ισχυρίσθηκε ότι είναι μειωμένης ικανότητος προς καταλογισμό των πράξεων, αφού λόγω πτώσεως του από νεαρής ηλικίας, από μεγάλο ύψος, εμφάνισε απώλεια συνείδησης και μνήμης για μεγάλα διαστήματα και είναι μόνιμα επιληπτικός, μάλιστα η κατάσταση του έχει επιδεινωθεί εκ του λόγου ότι δεν του είχε αρχικά συστηθεί αντιεπιληπτική αγωγή, τις περισσότερες ώρες της ημέρας βρίσκεται σε απώλεια συνείδησης από την επίδραση φαρμάκων, πολλάκις δε έχει αποπειραθεί να αυτοκτονήσει δια απαγχονισμού. Το άνω Δικαστήριο, στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, επί της κύριας ενοχής, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ1 είδος τους αποδεικτικών μέσων, όπως ήδη αναφέρθηκε, δέχθηκε, ανελέγκτως, σε σχέση με τον παραπάνω ισχυρισμό τα ακόλουθα: "Περαιτέρω προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος, από ηλικίας 18 ετών παρουσιάζει επιληπτικές κρίσεις και ψυχοσιόμορφες εκδηλώσεις, πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι εκείνος κατά τους παραπάνω τόπους και χρόνους και εξ αιτίας το3ν άνω κρίσεων είχε μειωμένη ικανότητα για να αντιληφθεί το άδικο των ως άνω πράξεων του, απορριπτόμενου έτσι ως αβασίμου, του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού του δηλαδή περί εφαρμογής στην ερευνώμενη υπόθεση του άρθρου 36 Π.Κ.". Επομένως το δικαστήριο, με πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες απέρριψε ως αβάσιμο τον αυτοτελή ισχυρισμό του, περί συνδρομής στο πρόσωπο του, της ελαττωμένης ικανότητας του προς καταλογισμό, συνεπεία της οποίας είχε μειωθεί σημαντικά η ικανότητα του να αντιληφθεί το άδικο των πράξεων του.
Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, 4ος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων παραπονείται, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθόσον αφορά την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού, περί μειωμένου καταλογισμού, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, κατά το σκέλος του αυτό.
Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσία η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 8-7-2013, υπ' αριθμό έκθεσης 16/2013, αίτηση, του I. S. του J., κρατούμενου στις φυλακές Γρεβενών, για αναίρεση της υπ' αριθμό 311/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ