Θέμα
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο.
Περίληψη:
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. μετά την αντικατάσταση με άρθρο 34 παρ. 2 του Ν. 3230/2004 της παρ. 7 του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, δεν υπάρχει πλέον ειδική ρύθμιση ως προς το θέμα της παραγραφής του αδικήματος του άρθρου 25 Ν.1882/1990 και συνεπώς ισχύουν οι κοινές περί του χρόνου τελέσεως και περί του χρόνου έναρξης της παραγραφής των εγκλημάτων διάταξης των άρθρων 111, 112 και 113 του ΠΚ. Με την πάροδο τετραμήνου από τους χρόνους τελέσεως των αδικημάτων, οι οποίοι, προκειμένου για εφάπαξ καταβλητέα χρέη, είναι αυτοί που κατέστησαν αυτά ληξιπρόθεσμα και απαιτητά, αρχίζει ο χρόνος της παραγραφής, και επέρχεται με τη συμπλήρωση οκταετίας (μαζί με την αναστολή), μέχρι την εκδίκαση της υποθέσεως. Αβάσιμα το δικάσαν δικαστήριο, απέρριψε τον νόμιμα υποβληθέντα, πρωτόδικα αυτοτελή ισχυρισμό, περί παραγραφής της πλημμεληματικής μη καταβολής χρεών. Αναιρεί κατά το μέρος αυτό την προσβαλλομένη απόφαση και παύει για τα χρέη αυτά οριστικά την ποινική δίωξη. Για τα λοιπά χρέη που καθένα, αλλά και στο σύνολό τους, είναι μικρότερα του ποσού των 10.000 ΕΥΡΩ και είναι ανέληκτα, αναιρεί επίσης την απόφαση και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1052/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Λαλούση, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητής, Ανδρέα Ξένο και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2011, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Π. Π. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Μέντη, περί αναιρέσεως της 16486/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Απριλίου 2011 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 581/2011.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναίρεσης να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη και να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 86 του Ν. 2362/1995, περί Δημοσίου Λογιστικού κλπ, "καμμία χρηματική απαίτηση του Δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς είσπραξη ως δημόσιο έσοδο στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ή το αρμόδιο Τελωνείο. Ο κανόνας αυτός δεν αλλοιώνεται από την τυχόν βραδεία βεβαίωση (παρ.1). Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη (παρ.2)." Κατά το άρθρο 19 παρ.6 του Ν. 1968/1991, "Στο άρθρο 25 του Ν. 1882/1990, μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής κλπ, προστίθεται παράγραφος 7, που έχει ως εξής: Οι αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται από το άρθρο αυτό υπάγονται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου".
Κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Ν. 1882/1990 όπως αντικ. με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιούμενα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή, προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, σε καθυστέρηση πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται, ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους, και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως, κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού, ανάλογα με το είδος του οφειλομένου χρέους και το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Με τη διάταξη αυτή προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις ενάρξεως της ποινικής ευθύνης από τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, ήτοι αυτή της μη καταβολής του χρέους που η εξόφλησή του έχει ρυθμισθεί σε δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσεως και εκείνη της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Έτσι για την καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές απαιτούνται διαφορετικά στοιχεία για τη συγκρότηση της αντίστοιχης αξιόποινης πράξεως.
Κατά την παρ.7 του ιδίου ως άνω άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997, ορίζεται ότι "ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος συμπληρώνεται μετά την παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση".
Τέλος, με την παρ.2 του ιδίου άρθρου 34 του Ν. 3220/ 2004, η παράγραφος 7 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, αντικαθίσταται ως εξής: "7. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής." Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι διαχωρίζεται σαφώς η παραγραφή της οφειλής και των χρεών των φορολογουμένων προς το Δημόσιο από την παραγραφή του ως άνω σε βαθμό πλημμελήματος διωκόμενου ειδικού αδικήματος καθυστέρησης καταβολής των βεβαιωμένων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο. Ενώ κατά την παρ.7 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικ. με το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997, οριζόταν ότι ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος συμπληρώνεται μετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής (εδάφ. α) και η υποβολή της αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση (εδάφ. β), με την τελευταία αντικατάσταση της παραγράφου αυτής 7, με το προπαρατεθέν άρθρο 34 παρ.2 του Ν. 3220/2004, το παραπάνω πρώτο εδάφιο περί έναρξης παραγραφής του αδικήματος μετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής, απαλείφθηκε εντελώς, στο δε δεύτερο εδάφιο προστέθηκε η φράση "Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής." Με τη νέα αυτή διάταξη δεν υπάρχει πλέον ειδική ρύθμιση, ως προς το θέμα της παραγραφής του αδικήματος του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 και συνεπώς ισχύουν οι κοινές περί του χρόνου τελέσεως και περί του χρόνου έναρξης της παραγραφής των εγκλημάτων διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του ΠΚ, ενώ δε μπορεί να γίνε, λόγος για από παραδρομή απάλειψη του ανωτέρω πρώτου εδαφίου, το δε άρθρο 86 του Ν. 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού κλπ, διαλαμβάνει μόνον περί παραγραφής των χρηματικών απαιτήσεων του Δημοσίου και όχι περί παραγραφής του αδικήματος της καθυστέρησης καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο (Ολ.ΑΠ 2/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ως προς τα με στοιχεία 1, 2, 3 και 4 του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του χρέη, τα οποία ήταν καταβλητέα εφάπαξ και τα οποία ανέρχονται στα ποσά των 107,85 ευρώ, 894,94 ευρώ, 84.728,36 ευρώ και 87.406,81 ευρώ αντίστοιχα, ότι αυτά βεβαιώθηκαν την 28-3-2002, την 11-4-2002, την 11-5-2002 και 5ην 5-8-2002 αντίστοιχα και κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά την 30-4-2002, την 31-5-2002, την 28-6-2002 και 30-8-2002 αντίστοιχα. Επομένως και σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, χρόνος τελέσεως του εγκλήματος, σχετικά με τα χρέη αυτά, είναι η 31-8-2002 για το υπό στοιχείο 1 χρέος των 107,85 ευρώ, η 31-9-2002 για το υπό στοιχείο 2 χρέος των 894,94 ευρώ, η 28-10-2002 για το υπό στοιχείο 3 χρέος των 84.728,36 ευρώ και η 30-12-2002 για το υπό στοιχείο 4 χρέος των 87.406,81 ευρώ. Όμως, από τους χρόνους τελέσεως των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων μέχρι την ημεροχρονολογία εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως (2-3-2011), παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας, με αποτέλεσμα να απαλειφθεί το αξιόποινο των εν λόγω τεσσάρων (4) επιμέρους αξιοποίνων πράξεων του εξακολουθούντος εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, λόγω παραγραφής. Το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί παραγραφής αναφορικά με τα ως άνω με στοιχεία 1, 2, 3 και 4 χρέη, που υπέβαλλε εγγράφως με καταχώρησή του στα πρακτικά και ανέπτυξε προφορικά δια του εκπροσωπήσαντος πληρεξουσίου δικηγόρου του. Έτσι όμως κρίνοντας, σχετικά με τα άνω χρέη και δεν έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, για τα χρέη αυτά, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις περί παραγραφής ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 ΠΚ. Κατόπιν αυτών, πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέρος της αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά λόγω παραγραφής η ποινική δίωξη που ασκήθηκε για τα χρέη αυτά. Περαιτέρω, με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2523/11-9-1997 αντικαταστάθηκε το ως άνω άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 και, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του ποσού, το οποίο, όταν οφείλεται, καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής του και έτσι οι πράξεις που προηγουμένως ήταν αξιόποινες καθίστανται πλέον ανέγκλητες, αν το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής δεν υπερβαίνει το όριο του 1.000.000 δρχ. προκειμένου για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα 2.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Επομένως, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997 εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ, ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος (χρόνος καταβολής) δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ο νόμος ως βεβαίωση χρεών εννοεί εκείνη που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Εξάλλου, με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ, 1 του Ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της ΔΟΥ ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α1, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ.
Με τη νέα αυτή αντικατάσταση: 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία, αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξης του, ο οποίος είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους (παρακρατούμενοι, επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους, για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες και συνεπώς για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογές τους εφαρμόζονται, εφόσον είναι ευμενέστερες, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης κα< θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης οι προγενέστερες διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσης τους. Επομένως, εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για πράξεις που είχαν τελεσθεί κατά την ισχύ του Ν. 2523/1997 και αφορούσαν μη καταβολή χρεών μικρότερων εκείνων, που ορίζονται κατά περίπτωση με το νόμο αυτό, πρέπει να κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος.
Στην προκειμένη περίπτωση, και σε σχέση με τα υπό στοιχεία 5, 6, 7, 8, 9 και 10 του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως χρέη, τα οποία ήταν καταβλητέα εφάπαξ, ανερχόμενα στα ποσά των 442,99 ευρώ, 800,14 ευρώ, 370,19 ευρώ, 16,55 ευρώ, 337,33 ευρώ και 364,25 ευρώ, αντίστοιχα και συνολικά στο ποσό των 2.332,55 ευρώ, το οποίο (ποσό) είναι μικρότερα από τα τασσόμενο με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 34§1 Ν. 3220/2004, όριο των 10.000 ευρώ, έχει αποτέλεσμα όλες οι παραπάνω μερικότερες πράξεις της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο, να καθίστανται πλέον ανέγκλητες και μη αξιόποινες. Έτσι, το δικαστήριο που δίκασε και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, καταδικάζοντας τον αναιρεσείοντα για τις πράξεις αυτές, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 23§1 Ν. 2523/1997 και 34§1 Ν. 3220/2004. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο συναφής λόγος της αιτήσεως, να αναιρεθεί και κατά το τμήμα της αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση και, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 518§1 ΚΠΔ, να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, σχετικά με τα χρέη αυτά.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί στο σύνολό της την προσβαλλόμενη απόφαση με αριθμό 16.486/2011 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Παύει οριστικά λόγω παραγραφής την ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την πράξη της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο, κατ' εξακολούθηση, σχετικά με τα ακόλουθα χρέη: 1) το χρέος των 107,85 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την υπ' αριθμ. 2910/28-3-2002 πράξη της ΔΟΥ Αχαρνών, 2) το χρέος των 894,94 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την υπ' αριθμ. 3282/11-4-2002 πράξη της ΔΟΥ Αχαρνών, 3) το χρέος των 84.728,36 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την υπ' αριθμ. 4099/15-5-2002 πράξη της ΔΟΥ Αχαρνών και 4) το χρέος των 87.406,81 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την υπ' αριθμ. 6256/5-8-2002 πράξη της ΔΟΥ Αχαρνών.
Κηρύσσει αθώο τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, Π. Π. του Α., κάτοικο ... της πράξεως της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση, σχετικά με τα ακόλουθα χρέη: 1) το χρέος των 442,99 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την υπ' αριθμ. 8256/29-10-2002 πράξη της ΔΟΥ Αχαρνών, 2) το χρέος των 800,14 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την υπ' αριθμ. 9315/5-12-2002 πράξη της ΔΟΥ Αχαρνών, 3) το χρέος των 370,19 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την υπ' αριθμ. 46472/19-9-2003 πράξη της ΔΟΥ Αχαρνών και 4) το χρέος των 16,55 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την υπ' αριθμ. 607/30-1-2004 πράξη της ΔΟΥ Αχαρνών, 5) το χρέος των 337,73 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την υπ' αριθμ. 1976/29-3-2003 πράξη της ΔΟΥ Αχαρνών και 6) το χρέος των 364,95 ευρώ, που βεβαιώθηκε με την υπ' αριθμ. 5744/27-9-2004 πράξη της ΔΟΥ Αχαρνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιανουαρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Σεπτεμβρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ