Θέμα
Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Νόμος επιεικέστερος, Αναίρεση μερική, Εξακολουθούν έγκλημα.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για φοροδιαφυγή. Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, άρθρο 25 § 1 Ν. 1882/1990, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 23 § 1 Ν. 2523/1997 και 34 Ν. 3220/2004). Έφεση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Παραδοχή λόγου αναιρέσεως για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικού ποινικού νόμου, εκ της μη εφαρμογής της επιεικέστερης ρύθμισης του άρθρου 23 § 1 Ν. 2523/1997, για μερικότερες εκ του κατ' εξακολούθησιν εγκλήματος πράξεις. Αναιρεί εν μέρει. Αθώος ο κατηγορούμενος για μερικότερες πράξεις. Παραπέμπει για επιμέτρηση ποινής.
Αριθμός 1377/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Βασίλειο Φράγγο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παντελή Φουρφουλάκη, περί αναιρέσεως της 1698/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Νοεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1605/09.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 και 498 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ένδικου μέσου της έφεσης πρέπει καταρχήν να περιέχει ορισμένο λόγο, όπως η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση του εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ.3, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ.19β του Ν. 2408/1996, "η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθ. 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από τη διατύπωση αυτή η αξιούμενη αιτιολόγηση της έφεσης που ασκείται από τον εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου αυτού μέσου και αξιώνει από τον εισαγγελέα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων της έφεσης, δηλαδή, πρέπει να εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Μόνη δε η παράθεση στην έκθεση έφεσης των αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ενοχή του κατηγορουμένου και εντεύθεν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν αρκεί κατά το νόμο για την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης, εφόσον δεν αντικρούει με συλλογισμούς και σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά μέσα την κρίση του δικαστηρίου περί της αθωότητος του κατηγορουμένου. Αν η έφεση δεν έχει τέτοια αιτιολογία και παρά ταύτα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την κρίνει παραδεκτή και εξετάζοντας την ουσία της υπόθεσης κατάληγε στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση με την υπ' αριθ. 1668/2009 απόφαση το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνης κηρύχθηκε αθώος ο ήδη αναιρεσείων-κατηγορούμενος για την πράξη της φοροδιαφυγής κατ' εξακολούθησιν (παράβαση 25 1γ του Ν. 1882/1990). Κατά της αθωωτικής αυτής αποφάσεως, άσκησε έφεση ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρεθύμνης, την οποία δέχθηκε τυπικά το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνης που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, το οποίο στη συνέχεια αφού εξέτασε την ουσία της υποθέσεως κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο με την προσβαλλόμενη 1698/2009 απόφασή του, για την άνω πράξη και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών. Στην έκθεση που συντάχθηκε για την ανωτέρω έφεση στον αρμόδιο γραμματέα του Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνης, με αριθμό 127/13-4-2009, την οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την έρευνα του προβαλλόμενου με την αίτηση λόγου αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ αναφέρεται ότι ο εν λόγω Εισαγγελέας ασκεί έφεση "επειδή το Δικαστήριο δεν εκτίμησε σωστά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και τον κήρυξε αθώο για την ανωτέρω πράξη. Ειδικότερα από το προανακριτικό υλικό, αλλά και την στο ακροατήριο εξέταση του μάρτυρα και ανάγνωση των εγγράφων, αποδείχθηκε ότι ο ως άνω κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από την 1-11-2003μέχρι και την 1-9-2007 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος ενώ ήταν νόμιμος εκπρόσωπος (διευθύνων σύμβουλος) της εδρεύουσας στο ... εταιρίας με την επωνυμία "Χ-Ζ ΑΕ" καθυστέρησε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών την καταβολή χρεών της ως άνω εταιρίας προς το Δημόσιο συνολικού ύψους 144.806,45 ευρώ τα οποία ήταν βεβαιωμένα στη ΔΟΥ .... Περαιτέρω προέκυψε ότι ο ως άνω κατηγορούμενος κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης με την υπ' αριθμόν 4/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου, η οποία όρισε ως ημέρα παύσης πληρωμών την 20-8-2003. Από τα παραπάνω προκύψαντα γεγονότα το Δικαστήριο έπρεπε να αχθεί σε καταδικαστική απόφαση σε βάρος του Χ τουλάχιστον με τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ. Παρά ταύτα τον αθώωσε για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της παράβασης του άρθρου 25 § 1 α ν. 1882/1990 κατ' εξακολούθηση ως ισχύει μολονότι θεμελιώθηκε η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω αδικήματος". Έτσι όπως διατυπώθηκε η έφεση αυτή, ενόψει και του λόγου απαλλαγής του κατηγορουμένου με την πρωτόδικη απόφαση, η οποία, όπως από την επισκόπησή της προκύπτει, δέχθηκε έλλειψη δόλου του κατηγορουμένου, με την αιτιολογία ότι αυτός κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως πριν από το χρόνο βεβαίωσης των άνω χρεών, περιέχει την απαιτούμενη για το παραδεκτό της, κατά τη διάταξη του άρθρου 486 § 3 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του προβαλλομένου λόγου της, αφού εκτίθεται σ' αυτήν η συγκεκριμένη περί την εκτίμηση των αποδείξεων πλημμέλεια της εκκαλούμενης αθωωτικής αποφάσεως και προσδιορίζονται οι λόγοι, για τους οποίους το πρωτοβάθμιο δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένο, κατά τον εκκαλούντα Εισαγγελέα, πόρισμα και στην απαλλαγή του κατηγορουμένου. Επομένως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνης, με το να κρίνει τυπικά δεκτή την ανωτέρω έφεση και να επιληφθεί, στη συνέχεια, της κατ' ουσίαν έρευνάς της, δεν υπερέβη την εξουσία του, ο δε περί του αντιθέτου, έκτου άρθρου 510 § 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Ν. 1882/1990, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή, προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, σε καθυστέρηση πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται, ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους, και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως, κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της Ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού, ανάλογα με το είδος του οφειλομένου χρέους και το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Με τη διάταξη αυτή προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις ενάρξεως της ποινικής ευθύνης από τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, ήτοι αυτή της μη καταβολής του χρέους που η εξόφληση του έχει ρυθμισθεί σε δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσεως και εκείνη της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Ετσι για την καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές απαιτούνται διαφορετικά στοιχεία για τη συγκρότηση της αντίστοιχης αξιόποινης πράξεως. Περαιτέρω, με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2.523/11-9-1997 αντικαταστάθηκε το ως άνω άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 και, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του ποσού, το οποίο, όταν οφείλεται, καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής του και έτσι οι πράξεις που προηγουμένως ήταν αξιόποινες καθίστανται πλέον ανέγκλητες, αν το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής δεν υπερβαίνει το όριο του 1.000.000 δρχ. προκειμένου για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτάμενους φόρους και τα 2.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Επομένως, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 του Ν. 2.523/1997 εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ, ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος (χρόνος) δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ο νόμος ως βεβαίωση χρεών εννοεί εκείνη που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Επιπροσθέτως, είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται στην καταδικαστική απόφαση, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, αν πρόκειται για παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή αν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, αφού για την καθεμία από τις ως άνω δύο κατηγορίες, αφενός μεν προβλέπεται διαφορετικό ύψος ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση καταβολής του χρέους, αφετέρου δε απειλείται διαφορετικό πλαίσιο ποινής. Τέλος, με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Με το ανωτέρω άρθρο 34 του Ν. 3220/2004, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του τελευταίου, επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις και βελτιωθείς, όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού: 1) Το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς τον χρόνο διάπραξης του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτάμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση εξοφλήσεως ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου το συνολικό ποσό του χρέους, είναι δυσμενέστερες και συνεπώς για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους, πρέπει να εφαρμοσθούν ως ευμενέστερες οι προγενέστερες διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεώς τους. Αντιθέτως, όταν το χρέος ή τα περισσότερα χρέη είναι καταβλητέα εφάπαξ και αφορούν πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη εφαρμογής του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, υπερβαίνει δε το καθένα από αυτά το τασσόμενο με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2.523/1997, κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη (1.000.000 δρχ. προκειμένου περί παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων φόρων και 2.000.000 δρχ. προκειμένου περί λοιπών φόρων και χρεών γενικά), ενώ συγχρόνως υπερβαίνουν τα ίδια χρέη συνολικά το ποσό των 10.000 ευρώ, είναι οι διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004 ευμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου και τυγχάνουν εφαρμογής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, καθόσον αυξάνεται με αυτές το όριο της ποινικής ευθύνης του οφειλέτη στο ποσό των 10.000 ευρώ και ορίζεται ως χρόνος ενάρξεως της ποινικής ευθύνης του η παρέλευση τετραμήνου και όχι διμήνου από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία πρέπει να καταβληθεί το χρέος, ενώ συγχρόνως αυξάνονται και τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠολΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε ή υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Επίσης, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοίχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνης, που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, που στήριξε στα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος "στο ... κατά το χρονικό διάστημα από την 1-11-2003 μέχρι και την 1-9-2007 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, καθυστέρησε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών την καταβολή των κατωτέρω-βεβαιωμένων σε δημόσια οικονομική υπηρεσία-χρεών του προς το Δημόσιο συνολικού ύψους- συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων - μεγαλύτερου των 10.000 ευρώ, και συγκεκριμένα καθυστέρησε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, την καταβολή των αναφερομένων στον κατωτέρω πίνακα χρεών του προς το Δημόσιο συνολικού ύψους 144.806,45 ευρώ, τα οποία ήταν βεβαιωμένα στην ΔΟΥ ..., τα οποία αναφέρονται αναλυτικά στο διατακτικό". Στη συνέχεια το Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε τον κατηγορούμενο ήδη αναιρεσείοντα, ένοχο για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, κατά παράβαση του άρθρου 25 § 1 Ν.1882/90, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 34 Ν. 3220/2004 ήτοι ότι "στο ... κατά το χρονικό διάστημα από την 1-11-2003 μέχρι και την 1-9-2007, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, καθυστέρησε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών την καταβολή των κατωτέρω -βεβαιωμένων σε δημόσια οικονομική υπηρεσία-χρεών του προς το Δημόσιο, συνολικού ύψους -συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων- μεγαλύτερου των 10.000 ευρώ, και συγκεκριμένα καθυστέρησε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών την καταβολή των αναφερομένων στον κατωτέρω με αριθμ. 17/2008 πίνακα της Δ.Ο.Υ. ... χρεών του προς το Δημόσιο, συνολικού ύψους 144.806,45 ευρώ, τα οποία ήταν βεβαιωμένα στην Δ.Ο.Υ. .... Ειδικότερα, ηθελημένα δεν κατέβαλε: 1) στις 07-03-2003 το ποσό των 41.187,40 ευρώ, μαζί με τις προσαυξήσεις, βεβαιωθέν από τη ΔΟΥ ..., μολονότι ήταν καταβλητέο σε 12 μηνιαίες δόσεις, 2) στις 07-03-2003 το ποσό των 45.561,28 ευρώ, μαζί με τις προσαυξήσεις, βεβαιωθέν από τη ΔΟΥ ...υ, μολονότι ήταν καταβλητέο σε 12 μηνιαίες δόσεις, 3) στις 07-03-2003 το ποσό των 56.222,54 ευρώ, μαζί με τις προσαυξήσεις, βεβαιωθέν από τη ΔΟΥ ..., μολονότι ήταν καταβλητέο σε 12μηνιαίες δόσεις, 4) στις 07-03-2003 το ποσό των 326,24 ευρώ μαζί με τις προσαυξήσεις, βεβαιωθέν από τη ΔΟΥ ..., μολονότι ήταν καταβλητέο σε 6 μηνιαίες δόσεις, 5) στις 07-03-2003, το ποσό των 326,24 ευρώ μαζί με τις προσαυξήσεις, βεβαιωθέν από τη ΔΟΥ ..., μολονότι ήταν καταβλητέο σε 6 μηνιαίες δόσεις, 6) στις 07-03-2003 το ποσό των 326,2,4 ευρώ μαζί με τις προσαυξήσεις, βεβαιωθέν από τη ΔΟΥ ..., μολονότι ήταν καταβλητέο σε 6 μηνιαίες δόσεις, 7) στις 20-01-2004, το ποσό των 299,36 ευρώ μαζί με τις προσαυξήσεις, βεβαιωθέν από τη ΔΟΥ ..., μολονότι η λήξη του χρόνου της εφάπαξ καταβολής του ήταν στις 27-02-2004, 8) στις 20-01-2004 το ποσό των 207,53 ευρώ, βεβαιωθέν από τη ΔΟΥ ..., μολονότι η λήξη του χρόνου της εφάπαξ καταβολής του ήταν στις 27-02-2004 και 9) στις 01-03-2007, το ποσό των 349,62 ευρώ μαζί με τις προσαυξήσεις, βεβαιωθέν από τη ΔΟΥ ..., μολονότι η λήξη του χρόνου της εφάπαξ καταβολής του, ήταν στις 30-4-2007, ήτοι συνολικά το ποσό των 144.806,45 ευρώ, το οποίο, όπως προκύπτει και από τον συνημμένο πίνακα χρεών της ΔΟΥ ... (αριθ. ειδ. Βιβλίου 17/2008) που συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής της υπ' αριθμό ... μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της ως άνω ΔΟΥ και αφορούν βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο".
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνης, το οποίο δίκασε ως εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τις υπό στοιχεία 1,2,3,7,8 και 9 επί μέρους πράξεις του πιο πάνω κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1,27, 98 ΠΚ 25 § 1,7, 8 του Ν. 1882/1990 όπως η παράγραφος 1 ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 34 § 1 Ν. 3220/2004 τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Οι αντίθετες ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες για τους εξής λόγους: α) κατά το άρθρο 34 Ν. 3220/2004 οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής, κατά οφειλέτη, ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξαρτήτως του είδους του χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρρηπτόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κτλ), και συνεπώς δεν απαιτείτο να προσδιορισθεί το είδος των φόρων ή χρεών κτλ. Β) Όσον αφορά την αιτίαση ότι ενεφυλοχώρησαν ασάφειες και αντιφάσεις στην προσβαλλόμενη απόφαση διότι, ενώ το δικαστήριο στην αρχή του σκεπτικού και διατακτικού δέχεται ως χρόνο τελέσεως του εξακολουθούντος εγκλήματος από 1-11-2003 έως 1-9-2007 στις μερικότερες πράξεις που διαλαμβάνονται στο διατακτικό, δέχεται, ως εναρκτήρια ημερομηνία καταβολής των επί μέρους κονδυλίων των 7-3-2003 και καταληκτική της τελευταίας την 1-3-2007 πρέπει να απορριφθεί διότι ο χρόνος συμπληρώσεως του τετραμήνου, οπότε αρχίζει η ποινική ευθύνη του αναιρεσείοντος στην πρώτη πράξη είναι η 8-7-2003 (7-3-2003 και 4 μήνες) ενώ η αναγραφείσα στην αρχή του σκεπτικού και διατακτικού ημερομηνία 1-11-2003 ως ημέρα ενάρξεως της ποινικής ευθύνης του αναιρεσείοντος, αντί της 8-7-2003, προδήλως εκ παραδρομής ετέθη, η οποία όμως δεν επηρεάζει το χρόνο παραγραφής της πράξεως, προς δε η τελευταία καταληκτική ημερομηνία είναι η 1-9-2007, αφού, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η λήξη του χρόνου της τελευταίας εφάπαξ καταβολής ήταν η 30-4-2007. Επομένως ο δεύτερος κατά το ένα σκέλος του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', κατ' εκτίμησιν, και Ε' του ΚΠοινΔ λόγος της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ως προς τις ως άνω επί μέρους πράξεις είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Όμως, οι με τα στοιχεία, 4, 5 και 6 ως άνω αναφερόμενες επί μέρους πράξεις του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος της καθυστέρησης καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, είναι πράξεις που φέρεται ότι τελέσθηκαν υπό την ισχύ του νόμου 2523/1997 (την 7-3-2003) και αφορούσαν χρέη ύψους 326,24 ευρώ εκάστη, δηλαδή ποσών μικροτέρων εκείνων, των οποίων η μη καταβολή ορίζεται ως αξιόποινη με τον άνω νόμο. Επομένως, το δικαστήριο, το οποίο εφήρμοσε τις δυσμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1, 2 το Ν. 3220/2004, λαμβάνοντας υπόψη ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επί μέρους χρέους, σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες στην προκείμενη περίπτωση επιεικέστερες αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 23 το Ν. 2523/1997, εσφαλμένα εφήρμοσε τις ουσιαστικές αυτές ποινικές διατάξεις, και συνεπώς, είναι βάσιμος ο δεύτερος κατά το έτερο σκέλος του, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως. Συνακόλουθα, πρέπει να αναιρεθεί κατά τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί αθώος, κατ' άρθρο 518 § 1 ΚΠοινΔ ο κατηγορούμενος για τις πράξεις αυτές. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 § 2, 358, 364 και 369 ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 § 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, όταν το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη για το σχηματισμό της κρίσεως του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο, εξάλλου, του εγγράφου που αναγνώσθηκε δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία, εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε, Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενο του (κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ. Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως αναγνωσθέν στο ακροατήριο έγγραφο, το οποίο έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, αναφέρεται, μεταξύ άλλων και το υπό τον αριθμό 5 "απόσπασμα της 369/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης". Ο κατ' αυτόν τον τρόπο προσδιορισμός του άνω εγγράφου είναι επαρκής και δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι αυτό το έγγραφο αναγνώσθηκε, ο δε κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να υποβάλλει τις επ' αυτού παρατηρήσεις και απόψεις του. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, τέταρτος λόγος της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο με την ειδικότερη αιτίαση ότι καταλείπεται αμφιβολία για το εάν αναγνώσθηκε, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τα δια του αυτού λόγου προβαλλόμενα, ότι το συγκεκριμένο έγγραφο φέρεται στα πρακτικά της δίκης, με τον αριθμό 5, μεταξύ των εγγράφων που αναγνώσθηκαν και "αναφέρονται στο τέλος του κατηγορητηρίου και του εισαγωγικού της έφεσης", μολονότι αυτό δεν αποτελούσε αναγνωστέο έγγραφο ούτε του κατηγορητηρίου, ούτε του εισαγωγικού της έφεσης, ούτε της πρωτόδικης αποφάσεως, είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού κρίσιμο σχετικώς είναι το ότι το εν λόγω έγγραφο αναγνώσθηκε, η δε παράθεσή του στα πρακτικά μεταξύ των ως άνω εγγράφων, οφειλόμενη σε προφανή παραδρομή, δεν δημιουργεί, αντιθέτως προς τα υπό του αναιρεσείοντος υποστηριζόμενα, οποιαδήποτε ασάφεια ή λογικό κενό. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού έχει αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων για τις ανωτέρω και στο διατακτικό αναφερόμενες πράξεις, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και ως προς την επιμέτρηση της ποινής αφού για τον καθορισμό αυτής, ελήφθησαν υπόψη και οι μερικότερες άνω πράξεις, όπως και ως προς την επιβολή συνολικής εκτιτέας ποινής, εκ των ποινών που επιβλήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση και την υπ' αριθ. 1705/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνης, παρελκούσης της έρευνας του τρίτου λόγου της ένδικης αίτησης περί απόλυτης ακυρότητος στο ακροατήριο με την ειδικότερη αιτίαση ότι κατά τον καθορισμό της συνολικής εκτιτέας ποινής δεν εδόθη, μετά την πρόταση του Εισαγγελέως, ο λόγος στο συνήγορο του κατηγορουμένου και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα επιμέτρηση της ποινής και τον καθορισμό συνολικής εκτιτέας ποινής, στο ίδιο Δικαστήριο, ενόψει του ότι η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει κατά το σκεπτικό την υπ' αριθμ. 1698/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνης.
Κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο Χ, κάτοικο ... για το ότι στο ..., καθυστέρησε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών την καταβολή των εξής χρεών προς το Δημόσιο τα οποία ήταν βεβαιωμένα στη ΔΟΥ ... ήτοι ηθελημένα δεν κατέβαλε:
α) στις 7-3-2003 το ποσό των 326,24 ευρώ μαζί με τις προσαυξήσεις, βεβαιωθέν από τη ΔΟΥ ..., καταβλητέο σε 6 μηνιαίες δόσεις,
β) στις 7-3-2003, το ποσό των 326,24 ευρώ μαζί με τις προσαυξήσεις, βεβαιωθέν από τη ΔΟΥ ..., καταβλητέο σε 6 μηνιαίες δόσεις
γ) στις 7-3-2003 το ποσό των 326,24 ευρώ μαζί με τις προσαυξήσεις, βεβαιωθέν από τη ΔΟΥ ..., καταβλητέο σε 6 μηνιαίες δόσεις, φερόμενα στον υπ' αριθ. 17/2008 πίνακα χρεών της ΔΟΥ ... υπό τους αριθμούς 4, 5 και 6.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την υπ' αριθ. 1/12-11-2009 αίτηση του Χ, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1698/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνης.
Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, για νέα επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα με την άνω απόφαση, όπως και τον καθορισμό νέας συνολικής εκτιτέας ποινής εκ της επιβληθησομένης και αυτής που επεβλήθη με την υπ' αριθ. 1705/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2010. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιουλίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ