Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπέρβαση εξουσίας, Δόλος, Πλημμύρας πρόκληση.
Περίληψη:
Πλημμύρα κατ’ εξακολούθηση, με ενδεχόμενο δόλο, με κίνδυνο για άνθρωπο. Έννοια πλημμύρας με πρόθεση και δη με ενδεχόμενο δόλο 1. Είναι βάσιμος ο από το άρθρο 484 παρ. 1ζ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, διότι το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το παρεμπίπτον με αριθμό 76/2007 βούλευμά του, που δέχθηκε τυπικά την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας για το εν λόγω αδίκημα πλημμύρας με ενδεχόμενο δόλο και με κίνδυνο για άνθρωπο, κατ’ εξακολούθηση και για τις τέσσερις περιπτώσεις πλημμυρών και στη συνέχεια, που με το με αριθμό 188/2008 βούλευμά του, δέχθηκε την ίδια έφεση κατ’ ουσία και παρέπεμψε σε δίκη τους 41 κατηγορουμένους, μεταξύ των οποίων και τους 38 αναιρεσείοντες και για τις τέσσερις περιπτώσεις πλημμυρών και όχι μόνο για την πλημμύρα της 8-7-2002, υπερέβη θετικά την εξουσία του. Τούτο διότι, αφού είχε χωρίσει απαλλαγή των κατηγορουμένων και για τις τέσσερις ως άνω περιπτώσεις πλημμυρών, σε βαθμό κακουργήματος, με την εν λόγω έφεση της πολιτικώς ενάγουσας, μεταβιβάστηκε η υπόθεση μόνον για τη μία περίπτωση πλημμύρας της 8-7-2002, ότε και μόνον είχε, κατά τη δηλωθείσα πολιτική αγωγή, κινδυνεύσει η ζωή αυτής και όχι και για τις τρεις επιγενόμενες χρονικά τρεις πλημμύρες, στις οποίες αυτή δεν είχεν εμπλακεί και δε συνδέονται αιτιωδώς με τη σε βάρος της πράξη, μη νομιμοποιούμενη σε άσκηση πολιτικής αγωγής και εφέσεως και επομένως το Συμβούλιο Εφετών είχε δικαιοδοσία να ερευνήσει μόνο το εκκληθέν κεφάλαιο του πρωτοδίκου βουλεύματος, καθόσον αφορούσε την πλημμύρα της 8-7-2002, όχι δε και τις άλλες τρεις πλημμύρες. 2. Βάσιμος ο από το άρθρο 484 παρ. 1 δ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως όλων των 38 αναιρεσειόντων και για την πλημμύρα της 8-7-2002, γιατί υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι το Συμβούλιο στο αιτιολογικό του, δεν αναφέρεται στα μη γενόμενα δεκτά αντίθετα συμπεράσματα της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης δύο τεχνικών και στις εκθέσεις δύο διορισθέντων τεχνικών συμβούλων και ουδόλως αντικρούει αυτά, προσέτι, ουδόλως αιτιολογείται στο προσβαλλόμενο βούλευμα και το βουλητικό στοιχείο του προβλεφθέντος από τους κατηγορούμενους εγκληματικού αποτελέσματος και δεν αρκεί μόνο η παρατιθέμενη γνώση του κινδύνου επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλά προαπαιτείται και η διαπίστωση ότι και οι 41 τον αριθμό συνυπαίτιοι κατηγορούμενοι κατά τη κρίσιμη χρονική στιγμή των γενομένων τεσσάρων πλημμυρών, δεν απώθησαν από τη συνείδησή τους την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος, που προέβλεψαν και εντεύθεν συμβιβάστηκαν με αυτό ή και το επιδοκίμασαν, δηλαδή αποδέχθηκαν το αποτέλεσμα και δη τον ορατό κίνδυνο πλημμυρών και τον από αυτές κίνδυνο πνιγμού ανθρώπων, όπως της πεζής πολιτικώς ενάγουσας, που κινδύνευσε η ζωή της από παράσυρση των υδάτων του υπερχειλίσαντος Κηφισού ποταμού κατά την 8-7-2002. Ουδόλως δε εκτίθενται πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία διαπιστώθηκε, ότι οι υπαίτιοι κατά τη κρίσιμη χρονική στιγμή της προβλέψεως του άνω αποτελέσματος των πλημμυρών, δεν απώθησαν από τη συνείδησή τους την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος, που προέβλεψαν και εντεύθεν ότι συμβιβάστηκαν με αυτό ή και το επιδοκίμασαν αποδεχθέντες την επέλευσή του. Αναιρεί εν μέρει. Παραπέμπει.
Αριθμός 921/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ4, 2) Χ2, 3) Χ10, 4) Χ41, 5) Χ42, 6) Χ40, 7) Χ31, 8) Χ32, 9) Χ33, 10) Χ36, 11) Χ37, 12) Χ3, 13) Χ7, 14) Χ35, 15) Χ34, 16) Χ39, 17) Χ38, 18) Χ9, 19) Χ16, 20) Χ21, 21) Χ12, 22) Χ18, 23) Χ13, 24) Χ17, 25) Χ20, 26) Χ15, 27) Χ14 28) Χ19 , 29) Χ23, 30) Χ1, 31) Χ30, 32) Χ27, 33) Χ26, 34) Χ28, 35) Χ29, 36) Χ25, 37) Χ22 και 38) Χ5, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 188/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς.
Με συγκατηγορουμένους τους: 1) Χ8, 2) Χ11 και 3) Χ6 και με πολιτικώς ενάγουσα τη Ψ1.
Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 22 Ιουλίου 2008, 23 Ιουλίου 2008, 25 Ιουλίου 2008, 29 Ιουλίου 2008, 30 Ιουλίου 2008, 31 Ιουλίου 2008, 1 Αυγούστου 2008, 4 Αυγούστου 2008 και 3 Σεπτεμβρίου 2008, αιτήσεις τους αναιρέσεως (συν. 38), αντίστοιχα, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1449/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη με αριθμό 539/24.11.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω κατ'άρθρ. 485 § 1 Κ.Π.Δ. τις υπ'αριθμ. 8/22-7-08, 9/22-7-08, 10/23-7-08, 11/23-7-08, 12/23-7-08, 13/23-7-08, 14/23-7-08, 15/23-7-08, 16/23-7-08, 17/23-7-08, 18/23-7-08, 19/23-7-08, 20/23-7-08, 21/25-7-08, 22/25-7-08, 23/25-7-08, 24/25-7-08, 25/29-7-08, 26/30-7-08, 27/30-7-08, 28/30-7-08, 29/30-7-08, 30/30-7-08, 31/30-7-08, 32/30-7-08, 33/30-7-08, 34/30-7-08, 35/30-7-08, 36/30-7-08, 37/31-7-08, 38/1-8-08, 39/1-8-08, 40/1-8-08, 41/1-8-08, 42/1-8-08, 43/4-8-08, 44/4-8-08 και 45/3-9-08, αντιστοίχως, αιτήσεις αναιρέσεως των: 1) Χ4, 2) Χ2, 3) Χ10, 4) Χ41, 5) Χ42, 6) Χ40, 7) Χ31, 8) Χ32, 9) Χ33, 10) Χ36, 11) Χ37, 12) Χ3, 13) Χ7, 14) Χ35 15) Χ34, 16) Χ39, 17) Χ38, 18) Χ9, 19) Χ16, 20) Χ21, 21) Χ12, 22) Χ18, 23) Χ13, 24) Χ17, 25) Χ20, 26) Χ15, κατοίκου .... (κατά την άσκηση της αναίρεσης) και ήδη ...., 27) Χ14 , 28) Χ19, 29) Χ23, 30) Χ1, 31) Χ30, 32) Χ27, 33) Χ26, 34) Χ28, 35) Χ29, 36) Χ25, 37) Χ22 και 38) Χ5 κατά του υπ'αριθμ. 188/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά και εκθέτω τ'ακόλουθα.
Α) Το Συμβούλιο Πλημ/κών Πειραιά, με το υπ'αριθμ. 837/2006 βούλευμά του, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία εναντίον των παραπάνω αναιρεσειόντων και άλλων, για τις αξιόποινες πράξεις της πλημμύρας από πρόθεση ( με ενδεχόμενο δόλο) κατ'εξακολούθηση από την οποία μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και κίνδυνος για άνθρωπο και της διακεκριμένης περιπτώσεως (απρόκλητης) φθοράς, με ενδεχόμενο δόλο, κατ'εξακολούθηση, τις οποίες φέρονται ότι τέλεσαν στον '...., στο .... και στο ....., την 8-7-2002, την 18-8-2002, την 3-9-2002 και την 7-11-2002.
Κατά του παραπάνω (837/2006) βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, ασκήθηκαν οι υπ'αριθμ. 63,64,65/2006 εφέσεις των πολιτικώς εναγόντων α) του Δήμου Μοσχάτου Αττικής, β) της Ψ1 και γ) του Ψ2.
Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, ενώπιον του οποίου ήχθησαν οι παραπάνω εφέσεις, με το υπ'αριθμ. 76/2007 βούλευμά του, 1ον) απέρριψε τις υπ'αριθμ. 63 και 65/2006 εφέσεις των πολιτικώς εναγόντων, Δήμου Μοσχάτου και Ψ2 αντιστοίχως, καθώς και την υπ'αριθμ 64/2006 έφεσή της πολιτικώς εναγούσης Ψ1, κατά το μέρος που αφορά τις κατηγορίες της πλημμύρας κατ'εξακολούθηση, με ενδεχόμενο δόλο, από την οποία δύνανται να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και της απρόκλητης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας κατ'εξακολούθηση, με ενδεχόμενο δόλο και 2ον) δέχθηκε τύποις την υπ'αριθμ. 64/2006 έφεση της Ψ1, καθ'ό μέρος αφορά την κατηγορία της πλημμύρας κατ'εξακολούθηση, με ενδεχόμενο δόλο, από την οποία δύναται να προκύψει κίνδυνος ανθρώπου και διέταξε περαιτέρω ανάκριση από τον Ανακριτή του ΣΤ' Τμ. Πλημ/κών Πειραιά.
Μετά το πέρας και της συμπληρωματικής ανάκρισης η υπόθεση ήχθη και πάλι ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, το οποίο, με το προσβαλλόμενο, υπ'αριθμ. 188/2008 βούλευμά του, κατά πλειοψηφία, κάνει δεκτή, εν μέρει, την έφεση της Ψ1, εξαφανίζει το υπ'αριθμ. 837/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιά κατά το μέρος που αφορά την κατηγορία της πλημμύρας από ενδεχόμενο δόλο, κατ'εξακολούθηση, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος σε άνθρωπο και παραπέμπει, μεταξύ άλλων και τους παραπάνω αναιρεσείοντες, στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πειραιά, για την παραπάνω πράξη.
Β) Οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως ασκήθηκαν εμπρόθεσμα και νομότυπα από πρόσωπα δικαιούμενα προς τούτο και κατά βουλεύματος το οποίο υπόκειται σε αναίρεση, σύμφωνα με τα άρθρα 473 § 1, 474 και 482 § § 1,3 του Κ.Π.Δ., με τις προαναφερθείσες δηλώσεις στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Πειραιά, τις οποίες υπέβαλαν οι υπ'αριθμ. 3, 12, 13,18, 30 και 38 αναφερόμενοι παραπάνω αναιρεσείοντες αυτοπροσώπως οι δε λοιποί δια των εχόντων ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα δικηγόρων τους.
Γ) Με τις κρινόμενες αιτήσεις προβάλλονται οι εξής λόγοι αναίρεσης:
1ον) Η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρ. 484 § ιδ' του Κ.Π.Δ.). Ο λόγος αυτός προβάλλεται με όλες τις κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης.
2ον) Η υπέρβαση εξουσίας (άρθρ. 484 § ι στ' του Κ.Π.Δ.)Ο λόγος αυτός προβάλλεται με όλες, πλην των υπ'αριθμ. 25/29-7-08, 37/31-7-08, 38/1-8-08, 39/1-8-08, 40/1-8-08, 41/1-8-08, 42/1-8-08, 43/4-8-08, 44/4-8-08 και 45/3-9-08, τις κρινόμενες αιτήσεις.
3ον) Η παραβίαση δεδικασμένου (άρθρ. 484 § 1 γ' του Κ.Π.Δ.
Ο λόγος αυτός προβάλλεται με τις αιτήσεις υπ'αριθμ. 8,9,11 έως και 18/2008.
4ον) Η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρ.484 § 1 β'του Κ.Π.Δ.).
Ο λόγος αυτός προβάλλεται με τις υπ'αριθμ. 10,19,20,25,37,38,39,40,41,42,43,44 και 45/2008 αιτήσεις.
Δ) 1. 'Ελλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, που απαιτείται κατ'άρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη η οποία αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για την πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη.
Από το άρθρ. 178 του Κ.Π.Δ., το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη ως αποδεικτικό μέσο, αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσης του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις.
Η πραγματογνωμοσύνη αυτή, κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης, που καθιερώνεται από το άρθρ. 177 ΠΚ εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστή, με την έννοια ότι δεν δεσμεύεται απ'αυτή, οφείλει όμως, όταν δεν αποδέχεται, τα προκύπτοντα απ'αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα προκύπτοντα περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. (ΑΠ 1258/2006 Ποιν. Χρ. ΝΖ'440ΑΠ 268/2006 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ'814).
'Όταν πρόκειται για αδίκημα τελεσθέν με ενδεχόμενο και όχι με απλό δόλο, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο δόλο και να αιτιολογείται ιδιαίτερα η ύπαρξή του και ειδικότερα τόσο το στοιχείο της πρόβλεψης του εγκληματικού αποτελέσματος, όσο και το στοιχείο της αποδοχής του, χωρίς εκ του βαθμού της πιθανότητας με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα να τεκμαίρεται και η αποδοχή του ή να καθίσταται περιττή η απόδειξή της (Ολ. ΑΠ 8/2005, ΑΠ 1101/2006 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ' 413).
2. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του και τέτοια περίπτωση υπάρχει ασφαλώς όταν επιλήφθηκε κατ'έφεση κεφαλαίου που δεν είχε μεταβιβαστεί σ'αυτό με την έφεση.
(Μπουρόπουλος Ερμ. Κ.Π.Δ. άρθρ. 510, άρθρ. 502, Α.Π. 781/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ' 110).
3. Παραβίαση του δεδικασμένου μπορεί να προκύπτει από προηγούμενο αμετάκλητο βούλευμα ή απόφαση, όταν δηλαδή το βούλευμα παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, ενώ με προγενέστερο βούλευμα ή απόφαση κρίθηκε αμετακλήτως ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή αθωώθηκε ή καταδικάστηκε ή η ποινική δίωξη κατ'αυτού έπαυσε οριστικά (σχετ. αιτ. 'Εκθ. Κ.Π.Δ. 624).
Ο ισχυρισμός περί δεδικασμένου είναι αυτοτελής (Α.Π. 451/1987 Ποιν. Χρ. ΛΖ' 449) και πρέπει να έχει προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας άλλως η προβοή του για πρώτη φορά στον 'Αρειο Πάγο είναι απαράδεκτη (Α.Π. 1024/96 Ποιν. Χρ. ΜΖ' 1298).
4. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε (Ολ. ΑΠ 9/2001 Ποιν. Χρ. ΝΑ'788).
Ε) Από την πλειοψηφία του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά έγιναν δεκτά τα εξής: από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε τόσο από την προανάκριση όσο και από την κυρία ανάκριση (τόσο από το πρώτο στάδιο αυτής όσο και από το περαιτέρω στάδιο της) και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τη διαταχθείσα πραγματογνωμοσύνη, τις τεχνικές εκθέσεις και τις απολογίες των κατηγορουμένων προέκυψαν τα εξής: κατ' αρχήν είναι γνωστό ότι η λεκάνη απορροής του ποταμού Κηφισού έχει έκταση 370 τετρ.χιλ/τρα και αποτελεί το μεγαλύτερο αποδέκτη ομβρίων υδάτων που συνδέουν το υδρογραφικό δίκτυο του λεκανοπεδίου με τη θάλασσα. Το μείζον έργο της συνολικής διευθετήσεως του ποταμού Κηφισού καταμερίσθηκε διαχρονικά στα εξής επί μέρους έργα:
1) Διευθέτηση Κηφισού από Χ.Θ. 0+000 έως Χ.Θ. 0+200: δημοπράτηση 1983 - περαίωση Δεκ. 1986 με ανάδοχο την εταιρεία " ΑΚΤΩΡ ΑΕ".
2) Εθνική οδός No 1- τμήμα από Τρεις Γέφυρες μέχρι Μεταμόρφωση: δημοπράτηση 1988 - περαίωση 1993 με ανάδοχο την "Κ/Ξ ΤΕΧΝΟΔΟΜΗ ΑΤΕ".
3) Εθνική οδός No 1- τμήμα από Λένορμαν μέχρι Τρεις Γέφυρες: δημοπράτηση 1995 - περαίωση 1999 με ανάδοχο την "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΔΟΜΙΚΗ ΑΕ".
4) Εθνική οδός No 1- τμήμα από Λ. Καβάλας μέχρι Λένορμαν: δημοπράτηση Αύγουστος 1995 - περαίωση Οκτώβριος 2000 με ανάδοχο την "Κ/Ξ ΤΕΓΚ ΑΕ".
5) Εθνική Οδός No 1 - τμήμα από κόμβο Π. Ράλλη μέχρι κόμβο Λ. Καβάλας: δημοπράτηση 1998 -περαίωση Δεκέμβριος 2000, με ανάδοχο την " ΠΑΝΤΕΧΝΙΚΗ ΑΕ".
6) Λεωφόρος Κηφισού από Χ.Θ. 0+700 μέχρι Χ.Θ. 1+400: δημοπράτηση Νοέμβριος 2000 με ανάδοχο την εταιρεία "ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ Ανώνυμη Τεχνική Εταιρεία", που εδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής και υπέγραψε το εργολαβικό στις 23-2-2001.
7) Λεωφόρος Κηφισού από Χ.Θ. 0+000 μέχρι Χ.Θ. 0+700: δημοπράτηση Μάρτιος 2001 με ανάδοχο την εταιρεία "Βιομηχανικά Τεχνικά Έργα [ΒΙΟΤΕΡ] Ανώνυμος Εταιρεία", που εδρεύει στην Αθήνα και υπέγραψε το εργολαβικό στις 15-6-2001 και 8) Λεωφόρος Κηφισού από Χ.Θ. 1+400 μέχρι Χ.Θ. 3+060: δημοπράτηση Μάρτιος 2001 με ανάδοχο την εταιρεία "ΑΚΤΩΡ Ανώνυμη Τεχνική Εταιρεία", που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής και υπέγραψε το εργολαβικό στις 14-6-2001.
Το υπ' αριθμ. 1 έργο αποτελεί το τμήμα Α και είναι το πρώτο που κατασκευάσθηκε από το 1984 έως το 1986. Τα υπ' αριθμ, 2, 3, 4, 5 έργα αποτελούν το τμήμα Β, το οποίο κατασκευάσθηκε από το 1989 έως και το 2000. Τα υπ' αριθμ. 6, 7 και 8 έργα αποτελούν το τμήμα Γ, το οποίο και αποτελεί το πραγματικό αντικείμενο της εν λόγω δικογραφίας, και το οποίο περαιώθηκε το 2004, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του έτους εκείνου. Η πρώτη από τις τρεις εταιρείες, όπως προαναφέρθηκε, εκτελούσε από το έτος 2001 εργασίες μεταξύ των χιλιομετρικών θέσεων 0+000 και 0+700 (δηλ. από τις εκβολές προς τα ανάντη) του ποταμού, η δεύτερη μεταξύ των χιλιομετρικών θέσεων 0+700 και 1+400 και η τρίτη μεταξύ των χιλιομετρικών θέσεων 1+400 και 3+060. Στο χώρο της εργολαβίας της δεύτερης εταιρείας βρίσκονταν (εκτός των άλλων) οι γέφυρες ΗΣΑΠ και οδού Πειραιώς, και στο χώρο της εργολαβίας της τρίτης οι γέφυρες Αγίου Ιωάννη Ρέντη, ΟΣΕ και οδού Αγίας Άννης (βλ. σχετικό σχεδιάγραμμα). Την εποπτεία της εκτελέσεως των έργων, από την πλευρά του Δημοσίου, ασκούσε η Ειδική Υπηρεσία Δημοσίων Έργων για τη μελέτη και κατασκευή Ειδικών Συγκοινωνιακών Έργων του λεκανοπεδίου Αττικής (ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ), της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του ΥΠΕΧΩΔΕ. Την 8η Ιουλίου 2002, την 18η Αυγούστου 2002, την 3η Σεπτεμβρίου 2002 και την 7η Νοεμβρίου 2002 λόγω ισχυρότατων βροχοπτώσεων τα ύδατα του ποταμού Κηφισού εξήλθαν της κοίτης του και πλημμύρισαν περιοχές του Αγίου Ιωάννη Ρέντη, του Μοσχάτου και του Νέου Φαλήρου Αττικής, με αποτέλεσμα να κινδυνέψει η ζωή και η υγεία ανθρώπων και να υποστούν ζημίες οι περιουσίες τους. Μεταξύ των ανθρώπων που κινδύνεψε η ζωή τους, κατά την πλημμύρα της 8-7-2002, κινδύνευσε και η ζωή της εκκαλούσας Ψ1, η οποία, καθ' ην στιγμή βάδιζε στην οδό Φαληρέως στο Νέο Φάληρο, παρ' ολίγον να παρασυρθεί από τα νερά του ποταμού, που παρέσυραν ό,τι συναντούσαν στο πέρασμα τους. Από την ίδια πλημμύρα υπέστη καθίζηση και η πυλωτή της πολυκατοικίας, στην οποία διέμενε η ανωτέρω με τον σύζυγο της Ψ2 και καταστράφηκε το αυτοκίνητο της. Κατά την παθούσα και το σύζυγο της η υπερχείλιση του ποταμού στο Ν. Φάληρο οφείλεται στην ύπαρξη όγκων χώματος εντός της κοίτης του, προερχομένων από τις εκεί πραγματοποιηθείσες εκσκαφές και εργασίες, σε συνδυασμό με τον κακό προγραμματισμό της κατασκευής του όλου έργου (δηλ. από τις πηγές προς τις εκβολές του ποταμού), την έλλειψη αντιπλημμυρικών έργων (μεταλλικών πετασμάτων) και την ύπαρξη των παλαιών γεφυρών επί της κοίτης του ποταμού. Κατά τις καταθέσεις άλλων μαρτύρων, η υπερχείλιση ήταν συνέπεια της ανυπαρξίας μέτρων, ασφαλείας εκ μέρους των τεχνικών εταιρειών και συγκεκριμένα της ελλείψεως μεταλλικών πετασμάτων, της υπάρξεως όγκων χώματος (μπαζών) εντός της κοίτης, της κατασκευής δύο (ή περισσοτέρων) χωμάτινων κεκλιμένων επιπέδων (ραμπών) εντός της κοίτης και βάθρων στηρίξεως γεφυρών κλπ. Ειδικότερα οι ανάδοχοι εταιρείες, προς στήριξη της υπερυψωμένης λεωφόρου, κατασκεύαζαν εντός της κοίτης βάθρα από ενισχυμένο σκυρόδεμα (μεσόβαθρα) με ανάλογη θεμελίωση, τα οποία, μετά τις πλημμύρες, αποφασίστηκε -εν συνεννοήσει με την επιβλέπουσα υπηρεσία- να μην κατασκευαστούν και ό,τι είχε ήδη κατασκευαστεί να καθαιρεθεί. Εν σχέσει με τον κακό προγραμματισμό του έργου, θέμα για το οποίο ανέκυψε ανάγκη διενέργειας συμπληρωματικής κυρίας ανακρίσεως, από τα υπάρχοντα στη δικογραφία στοιχεία προκύπτει ότι, και αν ακόμη ήταν δυνατός ο προσδιορισμός συγκεκριμένων προσώπων υπευθύνων γι' αυτό, οι πρώτες δημοπρατήσεις και κατασκευές, που προσδιόρισαν ουσιαστικά την πορεία κατασκευής του όλου έργου της αναδιευθετήσεως, εκβαθύνσεως και καλύψεως της κοίτης του ποταμού Κηφισού από τη Μεταμόρφωση μέχρι τη Φαληρική παραλία, άρχισαν το έτος 1983 και περαιώθηκαν το 1986 (διευθέτηση ΧΘ 0+000 έως ΧΘ 0+200) και το επόμενο έργο (δημοπράτηση του τμήματος από Μεταμόρφωση έως τον ανισόπεδο κόμβο Τριών Γεφυρών) δημοπρατήθηκε το έτος 1988 και άρχισε να εκτελείται το έτος 1989. Έκτοτε έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαπενταετίας και σύμφωνα με το άρθρο 111 § 2β του ΠΚ, εφόσον το διωκόμενο έγκλημα είναι κακούργημα και δεν τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη αλλά με πρόσκαιρη κάθειρξη (ΠΚ 52 § 3, 268 περ. β), το αξιόποινο αυτού έχει εξαλειφθεί με παραγραφή.
Συνεπώς ορθά ο Ανακριτής δεν απήγγειλε κατηγορία κατά κάποιου προσώπου, αφού τούτο θα προσέκρουε στη διάταξη του άρθρου 247 ΚΠΔ ("ο ανακριτής δικαιούται να μην εκτελέσει την παραγγελία του εισαγγελέα [και επομένως να μην απαγγείλει κατηγορία] όταν ... παραγράφηκε το αξιόποινο της πράξης..."), πράγμα άλλωστε για το οποίο είχε ληφθεί σχετική πρόνοια στο παρεμπίπτον βούλευμα του Συμβουλίου τούτου ("να απαγγελθεί κατά των υπευθύνων η κατηγορία της πλημμύρας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής"). Ανεξαρτήτως όμως τούτου αξίζει να λεχθεί ότι, όπως προέκυψε από τις από 1-11-2007 καταθέσεις των Μ1 , πρώην προϊσταμένου Μελετών της ΔΜΕΟ και Μ2 πρώην Δ/ντή Υπηρεσίας Οδικών Έργων, το όλο έργο αντιμετωπίστηκε αρχικά ως συγκοινωνιακό για να λύσει οξύτατα κυκλοφοριακά προβλήματα πέριξ της ποτάμιας κοίτης και η κατασκευή του ήταν καθαρά έργο πολιτικού προγραμματισμού. Ο εκάστοτε δηλ. Υπουργός ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. ενεργούσε ύστερα από απόφαση της Κυβερνητικής Επιτροπής και αφού προηγουμένως είχε εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση και την έγκριση από την (τότε) Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα για τη σκοπιμότητα του κάθε επιμέρους έργου. Έτσι εκδίδονταν η ΣΑΕ από το Υπουργείο Συντονισμού για την εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων και με βάση αυτή γίνονταν η δημοπράτηση του συγκεκριμένου έργου. Δεν μπορεί λοιπόν να λεχθεί ότι υπήρξε συνολικός προγραμματισμός του όλου έργου, καθώς και της αναθέσεως των μελετών και του ελέγχου αυτών και να αναζητηθούν ευθύνες από συγκεκριμένα πρόσωπα.
V. Περαιτέρω, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας του Συμβουλίου, όσον αφορά τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος για το οποίο οι εφεσίβλητοι κατηγορούνται, προέκυψαν τα εξής: οι κατηγορούμενοι, που είναι αφ' ενός δημόσιοι υπάλληλοι και αφ' ετέρου στελέχη ή υπεύθυνοι εργοταξίου ή εργοδηγοί ή διευθύνοντες σύμβουλοι ή μέλη του Δ.Σ. των ανωτέρω αναδόχων εταιρειών, κατά την εκτέλεση του έργου της κατασκευής λεωφόρου ταχείας κυκλοφορίας κατά μήκος του ποταμού, με παράλληλη διαμόρφωση της κοίτης αυτού, προέβησαν σε διάφορες πράξεις ή παραλείψεις, με τις οποίες μείωσαν την παροχετευτικότητα του ποταμού και προκάλεσαν την υπερχείλιση του στις περιοχές Ν. Φαλήρου, Αγ. Ιωάννου Ρέντη και Μοσχάτου κατ' αρχήν στις 8-7-2002 με ανεξέλεγκτη ροή υδάτων έξω της κοίτης του, σε σημείο να ανέλθει η στάθμη του ύδατος κατά περιοχές από 0,70 μ. έως και 2 μέτρα. Η πλημμύρα αυτή επαναλήφθηκε στις 18-8-2002, 3-9-2002 και 7-11-2002, μπορούσε δε από αυτήν να προκύψει κοινός κίνδυνος σε άνθρωπο, όπως και πράγματι προέκυψε μεταξύ άλλων στη Ψ1. Αναλυτικά οι ιδιότητες και οι αρμοδιότητες των κατηγορουμένων κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ήταν οι ακόλουθες: 1) ο Χ1 ήταν προϊστάμενος της Ειδικής Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων για τη μελέτη και κατασκευή Ειδικών Συγκοινωνιακών Έργων του λεκανοπεδίου Αττικής της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του ΥΠΕΧΩΔΕ (ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ), 2) ο Χ2 ήταν προϊστάμενος του τμήματος κατασκευής έργων της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ, 3) ο Χ3 ήταν ο επιβλέπων μηχανικός της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ στο τμήμα του έργου από την ΧΘ 1+400 έως την ΧΘ 3+060 και από την 30ή Οκτωβρίου 2002 και στο τμήμα του έργου από τη ΧΘ 0+700 μέχρι τη ΧΘ 1+400, 4)ο Χ4 ήταν επιβλέπων μηχανικός της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ στο τμήμα του έργου από τη ΧΘ 0+000 έως τη ΧΘ 0+700 και από τη ΧΘ 0+700 έως τη ΧΘ 1+400, 5)ο Χ5 ήταν βοηθός επιβλέποντος μηχανικού της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ στο τμήμα του έργου από τη ΧΘ 0+700 έως τη ΧΘ 1+400 μέχρι τη 15η Οκτωβρίου 2002, 6) ο Χ6 ήταν βοηθός επιβλέποντος μηχανικού της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ στο τμήμα του έργου από τη Χ.Θ.0+700 έως τη Χ.Θ. 1+400, 7) ο Χ7 ήταν βοηθός επιβλέποντος μηχανικού της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ στο τμήμα του έργου από τη Χ.Θ. 1+400 έως τη Χ.Θ.3+060 και κατά το διάστημα από την 30ή Οκτωβρίου 2002 μέχρι την 17η Νοεμβρίου 2002 και στο τμήμα από τη Χ.Θ.0+700 έως τη Χ.Θ. 1+400, 8)ο Χ8 ήταν βοηθός επιβλέποντος μηχανικού της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ στο τμήμα του έργου από τη ΧΘ 1+400 έως τη ΧΘ 3+060, 9) ο Χ9 ήταν βοηθός επιβλέποντος μηχανικού της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ στο τμήμα του έργου από τη ΧΘ 0+000 μέχρι τη ΧΘ 0+700, 10) ο Χ10 ήταν βοηθός επιβλέποντος μηχανικού της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ στο τμήμα του έργου από τη ΧΘ 0+000 μέχρι τη ΧΘ 0+700, 11) η Χ11 ήταν βοηθός επιβλέποντος μηχανικού της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ στο τμήμα του έργου από τη ΧΘ 0+000 μέχρι τη ΧΘ 0+700, 12) ο Χ12 ήταν διευθύνων σύμβουλος και γενικός διευθυντής της εταιρείας με την επωνυμία "ΒΙΟΤΕΡ ΑΕ" (εργολάβου του έργου από τη ΧΘ 0+000 μέχρι τη ΧΘ 0+700), 13) ο Χ13 πολιτικός μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως διευθυντής του αμέσως ανωτέρω έργου, 14) ο Χ14 πολιτικός μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως διευθυντής του εργοταξίου του αμέσως ανωτέρω έργου, 15) η Χ15, πολιτικός μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως υπεύθυνη ποιοτικού ελέγχου των υλικών του αμέσως ανωτέρω έργου και υπεύθυνη εργαστηρίου, 16) ο Χ16, μεταλλειολόγος μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως υπεύθυνος συντάξεως των λογαριασμών του αμέσως ανωτέρω έργου, 17) ο Χ17 τεχνολόγος πολιτικός μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρία ως υπεύθυνος για τη σύνταξη των επιμετρήσεων του αμέσως ανωτέρω έργου, 18) ο Χ18 τοπογράφος μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως υπεύθυνος για τη σύνταξη ταχυμετρικών και χωροσταθμικών δελτίων και επιμετρήσεων, 19) ο Χ19 πολιτικός μηχανικός έργων υποδομής, εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως υπεύθυνος για τη σύνταξη των επιμετρήσεων του αμέσως ανωτέρω έργου, 20) ο Χ20 εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως εργοδηγός, 21) ο Χ21 εργαζόταν στην άνω εταιρεία επίσης ως εργοδηγός, 22) ο Χ22, πολιτικός μηχανικός, ήταν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της άνω εταιρείας, 23) ο Χ23, πολιτικός μηχανικός, ήταν αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της άνω εταιρείας, 24) ο Χ24, συνταξιούχος υπάλληλος της Τράπεζας της Ελλάδος, ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της άνω εταιρείας (ο κατηγορούμενος αυτός ήδη απεβίωσε), 25) ο Χ25, πολιτικός μηχανικός, ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και νόμιμος εκπρόσωπος της άνω εταιρείας, 26) ο Χ26 τοπογράφος μηχανικός, ήταν διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία "Ευκλείδης ΑΕ" (εργολάβου του έργου διευθετήσεως της κοίτης του ποταμού Κηφισού από τη ΧΘ 0+700 έως τη ΧΘ 1+400), 27) ο Χ27, πολιτικός μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως υπεύθυνος για την εκτέλεση του ανωτέρω έργου (εργοταξιάρχης), 28) ο Χ28 πολιτικός μηχανικός, ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "Πολυτεχνική ΑΕ", υπεργολάβου της εταιρείας με την επωνυμία "Ευκλείδης ΑΕ" και κατασκευάστριας της υπερυψωμένης γέφυρας του Κηφισού και της γέφυρας Πειραιώς και αναπληρωτής εργοταξιάρχης της τελευταίας εταιρείας, 29) ο Χ29, πολιτικός μηχανικός, ήταν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας με την επωνυμία "Ευκλείδης ΑΕ" μέχρι την 27η-8ου-2002 (ημερομηνία δημοσιεύσεως στην Εφημ. της Κυβ/σεως του από 4-7-2002 πρακτικού του ΔΣ της εταιρείας που έκανε δεκτή την παραίτηση του), 30) ο Χ30, πολιτικός μηχανικός, ήταν μέλος (αντιπρόεδρος) του Διοικητικού Συμβουλίου της άνω εταιρείας μέχρι την 27η-8ου-2002 και στη συνέχεια πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της, 31) ο Χ31 μεταλλειολόγος μηχανικός, ήταν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και γενικός διευθυντής της εταιρείας με την επωνυμία "ΑΚΤΩΡ ΑΕ" (εργολάβου του έργου αναδιευθετήσεως της κοίτης του Κηφισού από τη ΧΘ 1+400 μέχρι τη ΧΘ 3+060), 32) ο Χ32 πολιτικός μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως υπεύθυνος του εργοταξίου της άνω εταιρείας κατά την εκτέλεση του αννοτέρω έργου, 33) ο Χ33 τοπογράφος μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως αναπληρωτής υπεύθυνος του εργοταξίου της άνω εταιρείας κατά την εκτέλεση του ανωτέρω έργου, 34) ο Χ34,πολιτικός μηχα νικός, εργαζόταν στην άνω εταιρία κατά την εκτέλεση του ανωτέρω έργου ως υπεύθυνος για την κατασκευή των γεφυρών, 35) ο Χ35 πολιτικός μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρεία κατά την εκτέλεση του ανωτέρω έργου ως υπεύθυνος για την εκτέλεση των χωματουργικών εργασιών και των πασσαλοεμπήξεων του έργου, 36) ο Χ36, εργαζόταν στην άνω εταιρεία κατά την κατασκευή του ανωτέρω έργου ως εργοδηγός, 37) ο Χ37 εργαζόταν στην άνω εταιρεία κατά την κατασκευή του ανωτέρω έργου ως εργοδηγός, 38) ο Χ38 εργαζόταν στην άνω εταιρεία κατά την κατασκευή του ανωτέρω έργου ως εργοδηγός, 39) ο Χ39 εργαζόταν στην άνω εταιρεία κατά την κατασκευή του ανωτέρω έργου ως εργοδηγός, 40) ο Χ40, αρχιτέκτονας, ήταν διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της άνω εταιρείας, 41) η Χ41, αρχιτέκτονας, ήταν αντιπρόεδρος του ΔΣ της άνω εταιρείας και νόμιμος εκπρόσωπος αυτής και 42) ο Χ42, αρχιτέκτονας, ήταν αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και νόμιμος εκπρόσωπος της άνω εταιρείας. Οι πιο πάνω ανάδοχοι εταιρείες είχαν εκ του νόμου (Π.Δ. 609/1985) υποχρέωση να τηρήσουν ορισμένα μέτρα, ώστε να εξασφαλιστεί ότι με την εκτέλεση του έργου, από το οποίο ήταν δυνατόν να επέλθει βλάβη, δεν θα επήρχετο τελικώς τέτοια βλάβη. Ο νομοθέτης δηλ., εφαρμόζοντας την αρχή της προλήψεως τέτοιου κινδύνου, θέσπισε κανόνες με τους οποίους, στα πλαίσια της άρτιας εκτελέσεως ενός έργου, επιβάλλεται η εκ των προτέρων ασφαλής εκτίμηση των στοιχείων και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του σχεδιαζόμενου έργου, ούτως ώστε να παρασχεθεί στα αρμόδια όργανα η δυνατότητα να εκτιμήσουν ότι από την κατασκευή και τη θέση του σε λειτουργία δεν θα προκληθεί τελικώς βλάβη. Παρά ταύτα, κατά την κατασκευή των προαναφερόμενων έργων δεν τηρήθηκαν ούτε οι κανόνες της τεχνικής ούτε και τα, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και της καλής πίστεως, προσιδιάζοντα στην αρμόδια υπηρεσία του ΥΠΕΧΩΔΕ ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις. Ειδικότερα, η υπηρεσία αυτή αρχικά μεν δέχτηκε, με έγκριση των υποβληθεισών σχετικών μελετών, ότι ήταν αναγκαία η κατασκευή μεσοβάθρων στηρίξεως της υπερυψωμένης λεωφόρου, τα οποία στη συνέχεια κατασκεύασαν οι ανάδοχοι εταιρείες, μετά όμως τις κατ' επανάληψη σημειωθείσες πλημμύρες, τα μεσόβαθρα αυτά καταργήθηκαν με προβαλλόμενη αιτιολογία: "την ελαχιστοποίηση του κινδύνου πλημμύρων λόγω της εκδήλωσης απρόβλεπτων, έντονων και συχνών ακραίων καιρικών φαινομένων". Από το γεγονός αυτό της (μεταγενέστερης) καταργήσεως των μεσοβάθρων -εν όψει μάλιστα του ότι για τη θεμελίωση και ανέγερση αυτών οι ανάδοχοι εταιρείες είχαν καθαιρέσει σε πολλά σημεία τμήματα του παλαιού πρανούς και προέβησαν σε επιχωματώσεις της κοίτης για δάπεδα εργασίας και για κατασκευή κεκλιμένων επιπέδων ("ράμπες"), με συνέπεια τη μείωση της υφιστάμενης προ της ενάρξεως των εργασιών παροχετευτικότητας του ποταμού- συνάγεται άμεσα το συμπέρασμα ότι για το σχεδιασμό του εκτελούμενου έργου δεν είχαν τηρηθεί οι ουσιώδεις τεχνικές προδιαγραφές και συγκεκριμένα δεν έγιναν οι απαιτούμενοι υδραυλικοί υπολογισμοί, ώστε με τη μελέτη των συνθηκών πλημμύρας και της πλημμυρικής παροχής να υπολογιστεί η παροχετευτικότητα του ποταμού και το ασφαλές ή μη της εκτελέσεως του έργου. Και ενώ για το σχεδιασμό του έργου, όσον αφορά το υδραυλικό μέρος αυτού, δεν υπήρχαν οι αναγκαίες πληροφορίες που κατ' ελάχιστο έπρεπε να περιληφθούν στη σχετική μελέτη, η εποπτεύουσα το έργο αρχή, δηλ. οι ένδεκα (11) πρώτοι κατηγορούμενοι με την ιδιότητα τους ως στελέχη της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ, έχοντες και ειδικές γνώσεις, δεν ενήργησαν ως όφειλαν, αλλά αδιαφόρησαν για το αποτέλεσμα της πράξεως τους, το οποίο πάντως προέβλεψαν και αποδέχθηκαν (πρβλ. ΠΚ 27 § 1). Ειδικότερα στους άνω κατηγορουμένους ήταν γνωστά: 1) η εμφάνιση μεγάλων παροχών ύδατος στον Κηφισό από τις λεκάνες απορροής του Λεκανοπεδίου που τον επηρεάζουν σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων, 2) η υφιστάμενη κατάσταση της δομήσεως στην περιοχή του Φαληρικού όρμου, δηλαδή ο εγκλωβισμός των χαμηλών περιοχών Αγ. Ιωάννου Ρέντη, Νέου Φαλήρου, Μοσχάτου και Καλλιθέας σε επίπεδο χαμηλότερο από τη διαμορφωμένη όχθη του Κηφισού, 3) η μειωμένη παροχετευτική ικανότητα του Κηφισού στα σημεία των αναφερομένων στην προηγούμενη σκέψη γεφυρών, στα προαναφερθέντα σημεία θεμελιώσεως και ανεγέρσεως των μεσοβάθρων [εξαιτίας των εκτενών επιχωματώσεων της κοίτης για την δημιουργία τεχνητών δαπέδων εργασίας] και στα σημεία κατασκευής κεκλιμένων επιπέδων εργασίας ("ράμπες") [εξαιτίας του ότι προκειμένου να καταστεί εφικτή η πρόσβαση των βαρέων οχημάτων στην κοίτη καθαιρέθηκαν τμήματα της παλαιάς όχθης, με συνέπεια το ύψος του πλαγίου τμήματος της κοίτης να υποβιβαστεί στο ύψος των παρακείμενων οδών, δηλ. χαμηλότερα]. Και ενώ αυτοί είχαν υπόψη τους τα άνω δεδομένα, όχι μόνο δεν φρόντισαν να διατηρηθεί η ήδη απομειωμένη κοίτη ελεύθερη από μπάζα και κάθε είδους φερτά υλικά, αλλ' ούτε και έλαβαν τα αναγκαία αντιπλημμυρικά μέτρα για προστασία της μείζονος περιοχής από τον ενδεχόμενο κίνδυνο πλημμύρων. Συγκεκριμένα το ότι δεν φρόντιζαν για τον καθαρισμό της κοίτης συνάγεται από τα προσκομισθέντα έγγραφα του Δήμου Μοσχάτου προς την εποπτεύουσα αρχή, με τα οποία εζητείτο επιμόνως και επειγόντως η λήψη των ενδεικνυόμενων μέτρων για τον καθαρισμό της κοίτης. Σημειωτέον ότι ο εν λόγω Δήμος, μετά την πρώτη πλημμύρα, κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αίτηση κατά του Ελληνικού Δημοσίου και των αναδόχων εταιρειών περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων προς αποτροπή του επικειμένου κινδύνου επαναλήψεως της πλημμύρας, που έγινε δεκτή με την υπ' αριθμ. 7163/30-9-2002 απόφαση του και υποχρεώθηκαν οι εν λόγω εταιρείες, επί των οποίων το Δημόσιο είναι υποχρεωμένο να ασκεί εποπτεία και έλεγχο, να απομακρύνουν καθημερινά όλα τα προϊόντα εκσκαφών καθώς και τα πάσης φύσεως φερτά υλικά από την κοίτη του ποταμού, όπως επίσης τις επιχωματώσεις, εκτός από τις αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών και μόνο για τον αναγκαίο χρόνο. Όσον αφορά τη δεύτερη παράλειψη (μη λήψη αντιπλημμυρικών μέτρων) και μετά την πλημμύρα της 8ης-7ου-2002 η μόνη σχετική -αλλά τελείως ανεπαρκής- ενέργεια συνίστατο στην τοποθέτηση μερικών σάκκων άμμου σε ορισμένα σημεία του όλου μήκους του έργου. Το ότι καμία άλλη ενέργεια δεν υπήρξε συνάγεται από το γεγονός ότι, μετά και τη δεύτερη πλημμύρα, άρχισε το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου 2002, κατόπιν γραπτής εντολής της άνω επιβλέπουσας υπηρεσίας προς τις άνω εταιρείες, η κατασκευή προστατευτικών τοιχωμάτων για την αύξηση παροχής του ποταμού καθ' όλο το μήκος του εκτελουμένου έργου. Οι παραλείψεις φυσικά αυτές δεν αφορούν μόνο τα στελέχη της επιβλέπουσας υπηρεσίας ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ, αλλά και τους λοιπούς κατηγορουμένους, στελέχη των αναδόχων εταιρειών, οι οποίοι ως εκ των γνώσεων και της εμπειρίας τους ήταν σε θέση να προβλέψουν την πιθανότητα πλημμύρας αλλά δεν έδειξαν ενδιαφέρον να άρουν την επικίνδυνη κατάσταση και να αποτρέψουν τον κίνδυνο, αποδεχόμενοι (τουλάχιστον) ψυχικά το ενδεχόμενο αυτό. Ως αποτέλεσμα των παραλείψεων αυτών, στην περιοχή τουλάχιστον του Ν. Φαλήρου [που ενδιαφέρει και την πολιτικώς ενάγουσα-εκκαλούσα], κατά τη βροχόπτωση της 8-7-2002 η μεγάλη πίεση των υδάτων προκάλεσε την κατάρρευση της παλαιάς όχθης στο ύψος της οδού Μετσόβου, καθώς είχαν αφαιρεθεί τα από πεντηκονταετίας προστατευτικά αναχώματα, ενώ παράλληλα το υπάρχον στο ίδιο σημείο κεκλιμένο επίπεδο ("ράμπα") δημιούργησε τυρβώδη ροή και διευκόλυνε την άνοδο αυτών ώστε να κατακλύσουν την περιοχή. Κατά συνέπεια, εφόσον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και θα πρέπει κατά την πλειοψηφήσασα άποψη να γίνει δεκτή η έφεση της εκκαλούσας κατά το σκέλος που κρίθηκε παραδεκτή, να εξαφανιστεί το εκκαλούμενο βούλευμα όσον αφορά τους ανωτέρω 42 κατηγορουμένους και να παραπεμφθούν αυτοί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 309 § 1 στοιχ. ε' και 313 Κ.Π.Δ, ενώπιον του ενταύθα Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ' ύλη (αφού δεν υπάρχει πρόβλεψη για εξαιρετική δικαιοδοσία του Εφετείου, βλ. μελέτη Μανωλεδάκη. Κατά την άποψη του μειοψηφήσαντος μέλους του Συμβουλίου η έφεση θα έπρεπε να απορριφθεί και κατά το ανωτέρω σκέλος της (όσον αφορά τους αναφερόμενους στη σκέψη V κατηγορουμένους) ως ουσία αβάσιμη για τους εξής λόγους: Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 268 περ. β ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλημμύρας, από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο απαιτούνται: α) με πράξη ή παράλειψη πρόκληση πλημμύρας, με ενδεχόμενο κοινό κίνδυνο σε ανθρώπους, δηλαδή κίνδυνο, που αφορά ευρύτερο κύκλο ανθρώπων ανεπίδεκτων προσδιορισμού κατ' έκταση εκ των προτέρων, που σημαίνει ότι δεν απαιτείται μεν ειδικότερος καθορισμός των προσώπων που κινδύνευσαν από την πλημμύρα, χρειάζεται όμως η συνδρομή περιστατικών ικανών να δικαιολογήσουν τη δυνατότητα κινδύνου με την έννοια που προαναφέρθηκε (ΑΠ 91/2006 Α' δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 79/2006 Α' δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 76/1996 ΠΧρ 1996:1441), β) πρόθεση του δράστη να προκαλέσει πλημμύρα με τη μορφή του άμεσου ή του ενδεχόμενου δόλου και γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και του αποτελέσματος, που υπονοείται ότι πρέπει να υπάρχει σε κάθε έγκλημα (βλ. π.χ. ΑΠ 2143/2006 Α'\ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 969/2006 ΠοινΔικ 2007:531), δηλ. όταν ο δράστης προκάλεσε μόνος του ή προκάλεσε και αυτός το επελθόν αποτέλεσμα. Τέτοια υφίσταται, κατά την κρατούσα στην επιστήμη και τη νομολογία θεωρία του ισοδυνάμου των όρων, στα μεν εγκλήματα ενέργειας, όταν η ενέργεια αποτελεί όρο του αποτελέσματος (υπό την έννοια ότι αυτό δεν θα επερχόταν χωρίς την ενέργεια του δράστη), στα δε εγκλήματα παραλείψεως όταν, εφόσον θεωρηθεί η παραλειφθείσα πράξη ως ενεργηθείσα, το αποτέλεσμα με βεβαιότητα ή με πιθανότητα που εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, θα είχε αποτραπεί (βλ. και ΣυμβΕφΑιγ 48/1992 ΠΧρ 1993:58, επίσης Ανδρουλάκη, "Ποινικό Δίκαιο" Γεν. Μέρος σ. 198, Χωραφά "Ποινικό Δίκαιο" έκδ. 9η σ. 116-117). Στην προκειμένη περίπτωση από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε από την προανάκριση και την κυρία ανάκριση (και κυρίως από την από Ιουνίου 2003 έκθεση πραγματογνωμοσύνης των νομίμως ορισθέντων πραγματογνωμόνων Π1 και Π2 προέκυψαν τα εξής: Αναμφισβήτητα, η κοίτη του ποταμού Κηφισού στο τμήμα Γ, την εκτέλεση των έργων του οποίου είχαν αναλάβει το έτος 2001 οι ανάδοχες εταιρείες, πριν από την εγκατάσταση αυτών είχε δυνατότητα παροχετεύσεως κατά μέσον όρο 350 κυβ. μέτρων/δευτ., αν και κατά υποτμήματα η παροχετευτικότητά του πρακτικά ήταν μικρότερη, λόγω υπάρξεως γεφυρών, όπως π.χ. στο υποτμήμα μεταξύ των γεφυρών ΗΣΑΠ και οδού Πειραιώς που ήταν 250 κ.μ./δευτ. Από τα στοιχεία που αντλήθηκαν εκ μέρους των πραγμ/νων από το βροχομετρικό σταθμό του λόφου "Νυμφών" του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, όπου τηρούνται στοιχεία για τις βροχοπτώσεις από το έτος 1896 και μετά (επαρκή για την κατάδειξη της σπανιότητας ή μη των υπό έρευνα βροχοπτώσεων), η ένταση της βροχής την 8η Ιουλίου 2002 ανερχόταν σε 45,48 χιλιοστά ανά ώρα, την 18η Αυγούστου 2002 σε 25,93, την 3η Σεπτεμβρίου 2002 σε 15,71 και την 7η Νοεμβρίου 2002 σε 19,22 χιλιοστά ανά ώρα, αντίστοιχα. Η ποσότητα της βροχής που έπεσε την 8η.7.2002 ανήλθε σε 90,95 χιλιοστά και η διάρκεια της ήταν 2 ώρες, την 18η.8.2002 ανήλθε σε 51,85 χιλιοστά και η διάρκεια της ήταν επίσης 2 ώρες, την 3η.9.2002 ανήλθε σε 47,13 χιλιοστά και η διάρκεια της ήταν 3 ώρες, και την 7η.11.2002 ανήλθε σε 57,67 χιλιοστά και η διάρκεια της ήταν επίσης 3 ώρες. Προκειμένου να εκτιμηθεί η επίδραση των βροχοπτώσεων στο εκτελούμενο έργο και συγκεκριμένα ο προσδιορισμός της περιόδου επαναφοράς τους, οι πραγματογνώμονες βασίσθηκαν στην υδραυλική μελέτη με τον τίτλο "Οριστική μελέτη αναδιευθετήσεως Κηφισού μεταξύ ΧΘ 0+710 και 1+400" που έχει υποβληθεί τον Ιούνιο του 1988 από τις εταιρείες "Υδραυλική ΑΕ" και "Υδροτεχνική ΕΠΕ", εκπροσωπούμενες από τους πολιτικούς μηχανικούς .... και ...., αντίστοιχα, στην υπηρεσία Αντιπλημμυρικών Έργων της Δνσης Μελετών της ΕΥΔΑΠ και ειδικότερα στο τεύχος των υδραυλικών υπολογισμών. Στο ανωτέρω τεύχος παρατίθενται οι εξισώσεις προσδιορισμού των όμβριων καμπυλών της συνολικής λεκάνης απορροής του Κηφισού. Οι καμπύλες αυτές συσχετίζουν την μέση ένταση μίας βροχόπτωσης με τη διάρκεια της και με τη περίοδο επαναφοράς της και εξαρτώνται από κάποιες σταθερές. Στον πίνακα της μελέτης επιλύονται αριθμητικά οι ανωτέρω εξισώσεις για περιόδους επαναφοράς ίσες με 10, 20, 50 και 150 έτη. Από τη συσχέτιση των μεγεθών των βροχοπτώσεων του 2002, όπως αναφέρονται παραπάνω και από τα στοιχεία του πίνακα της μελέτης του 1988 με τις όμβριες καμπύλες, οι πραγματογνώμονες κατέληξαν στα εξής σημαντικά για τον εντοπισμό των αιτίων των πλημμύρων συμπεράσματα:
Α) Η βροχόπτωση της 8-7-2002 με μέση ένταση 45,48 mm ανά ώρα και διάρκεια μόλις 2 ωρών, έχει περίοδο επαναφοράς 150 ετών, εντασσόμενη στην κατηγορία των εξαιρετικά σπάνιων φαινομένων (Αλλά και η μελέτη εκτίμησης της παροχής της πλημμύρας της 8ης Ιουλίου 2002, που συντάχθηκε από την εταιρεία ".... ΕΠΕ" για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η καταιγίδα της ημέρας αυτής κατατάσσεται στα φαινόμενα πολύ μεγάλης σπανιότητας).
Β) Η βροχόπτωση της 18-8-2002 έχει περίοδο επαναφοράς 20 ετών.
Γ) Η βροχόπτωση της 3-9-2002 έχει περίοδο επαναφοράς 10 ετών και Δ) η βροχόπτωση της 7-11-2002 έχει περίοδο επαναφοράς 20 ετών.
Σημειωτέον, ότι ο σχεδιασμός της περαιωμένης κοίτης του ποταμού, σύμφωνα με την οριστική μελέτη του 1988 έχει γίνει προκειμένου να ανταπεξέλθει οριακά σε βροχόπτωση περιόδου επαναφοράς εικοσαετίας (σελ. 54, 55 πραγματογνωμοσύνης). Με βάση τις ανωτέρω διαπιστώσεις και ειδικότερα βασιζόμενοι στον πίνακα συσχέτισης περιόδων επαναφοράς με τις πλημμυρικές παροχές του ποταμού της μελέτης του 1988, οι πραγματογνώμονες κατέληξαν στο περαιτέρω συμπέρασμα ότι: Κατά τη διάρκεια των ανωτέρω τεσσάρων βροχοπτώσεων στο υπό κατασκευή τμήμα του ποταμού Κηφισού, η κοίτη του φέρεται να καταπονήθηκε: 1) την 8η.7ου.2002 με 1996 κ.μ. νερού ανά δευτερόλεπτο, 2) την 18η.8ου.2002 με 1391 κ.μ./δευτ., 3) την 3η.9ου.2002 με 1008 κ.μ./δευτ. και 4) την 7η.11ου.2002 με 1391 κ.μ./δευτ. Λαμβανομένου όμως υπόψη του γεγονότος ότι η κάθε βροχόπτωση δεν έχει την ίδια ένταση και την ίδια ώρα ενάρξεως σε κάθε περιοχή της λεκάνης απορροής, οι παροχές ομβρίων υδάτων στο υπό κατασκευή τμήμα της κοίτης του Κηφισού κατά τη διάρκεια των ανωτέρω τεσσάρων βροχοπτώσεων, πρέπει να ανήλθαν σε ποσά μικρότερα των ανωτέρω, αλλά πάντως μεγαλύτερα των 1200, 700, 500 και 700 κ.μ./δευτ., αντίστοιχα. Δυνατότητα παροχετεύσεως τέτοιων ποσοτήτων δεν είχε ο Κηφισός κατά το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του έτους 2002, αφού οι εργασίες στο τελευταίο τμήμα του αποσκοπούσαν να αποκτήσει μέγιστη δυνατότητα παροχετεύσεως 1400 κυβ.μ./δευτ. Η ανωτέρω διαπίστωση των πραγματογνωμόνων επιρρωνύεται και από το ερευνητικό πρόγραμμα που εκπόνησε ο τεχνικός σύμβουλος των κατηγορουμένων, Π4, διευθυντής του Α' Εργαστηρίου Υδραυλικής στην Πολυτεχνική σχολή του ΔΠΘ με θέμα "μελέτη συνθηκών πλημμύρων Κηφισού ποταμού". Προκειμένου δηλ. να πραγματοποιηθεί το πρόγραμμα αυτό, κατασκευάσθηκε υπό κλίμακα ακριβές ομοίωμα του τμήματος Γ του ποταμού, στο οποίο εφαρμόστηκαν οι πλημμυρικές παροχές, τις δε φάσεις υλοποίησης του προγράμματος παρακολούθησαν και οι πραγματογνώμονες. Σύμφωνα με την έκθεση του τεχνικού συμβούλου, η παροχετευτικότητα της διαμορφούμενης με τα υπό εκτέλεση έργα κοίτης ήταν σαφώς μεγαλύτερη από την αντίστοιχη της προ των εργασιών τοιαύτης, το μέγεθος όμως της παροχής ύδατος που διοχετεύονταν στον ποταμό κατά τη διάρκεια των πλημμύρων υπερέβαινε κατά πολύ τη χωρητικότητα του ποταμού στο υπό εξέταση τμήμα. Το ερευνητικό αυτό πρόγραμμα υπολογίζει ότι οι ποσότητες ύδατος που δέχτηκε το ποτάμι στο εν λόγω τμήμα ήταν, για τη βροχόπτωση της όγδοης Ιουλίου, 1301 κυβ. μέτρα/δευΤ., για τις βροχοπτώσεις της 18ης Αυγούστου, της 3ης Σεπτεμβρίου και της 7ης Νοεμβρίου 842, 896 και 674 κυβ.μέτρα/δευτ., αντίστοιχα, δηλαδή πολύ μεγαλύτερες από την παροχετευτική δυνατότητα του ποταμού. Οι αριθμοί αυτοί βέβαια είναι μεγαλύτεροι από αυτούς που υπολόγισαν οι πραγματογνώμονες και αναφέρθηκαν πιο πάνω, αλλά σημασία έχει ότι -σε κάθε περίπτωση- οι παροχές που δέχτηκε ο ποταμός στο τμήμα Γ ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες από την παροχετευτική δυνατότητα που είχε κατά το χρόνο των βροχοπτώσεων. Οι πραγματογνώμονες μάλιστα έχουν εντάξει το πρόγραμμα αυτό στην πραγματογνωμοσύνη τους λόγω της αρτιότητας της διαδικασίας που ακολουθήθηκε στη μαθηματική προσομοίωση και της ακρίβειας με την οποία κατασκευάστηκε το ομοίωμα και της ταυτότητας των αποτελεσμάτων της προσομοίωσης και του ομοιώματος. Αλλά και η προαναφερόμενη μελέτη εκτίμησης της παροχής της πλημμύρας της 8ης Ιουλίου 2002, που συντάχθηκε στις 9-8-2002 από την εταιρεία "..... ΕΠΕ" εκτιμά ότι η παροχή αιχμής της εν λόγω πλημμύρας, κατάντη της συμβολής του ποταμού Κηφισού με το ρέμα του Προφήτη Δανιήλ (που εμπίπτει στο τμήμα Γ), ήταν της τάξεως των 800 κυβ.μ./δευτ.
Κατά την υπόψη όμως χρονική περίοδο είχε ολοκληρωθεί και τεθεί σε πλήρη υδραυλική λειτουργία το τμήμα Β του ποταμού (από Μεταμόρφωση έως τη ΧΘ 3+060) προς τα ανάντη με παροχετευτική ικανότητα έως και 1000 κυβ.μέτρα/δευτ.
Συνεπώς, σύμφωνα και με την έκθεση των πραγματογνωμόνων (σ. 62), είναι βέβαιο ότι, εάν είχαν παρουσιαστεί σε χρόνο πριν από την έναρξη των εργασιών στο τμήμα Γ του ποταμού βροχοπτώσεις ιδίων εντάσεων με τις ερευνώμενες, θα προκαλούνταν πάλι πλημμύρες ίσων ή και μεγαλύτερων ακόμη επιζήμιων συνεπειών, λόγω αδυναμίας του τμήματος αυτού προς παραλαβή των υδάτινων όγκων από το τμήμα Β. Με δεδομένο λοιπόν την επιμέρους κατασκευή των τμημάτων του ποταμού Κηφισού από το έτος 1984 έως το 2004 καταλήγουν οι πραγματογνώμονες ότι η χρονική μετατόπιση της εκτέλεσης του υπό εξέταση τμήματος Γ στο τέλος του χρονοδιαγράμματος κατασκευής του όλου έργου είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία "εμφράγματος" μήκους τριών χιλιομέτρων, δηλαδή του 22% του όλου μήκους του ποταμού, τη στιγμή που το τμήμα αυτό κάλυπτε την περιοχή με τις πλέον αυξημένες απαιτήσεις παροχετευτικότητας. Υπήρξε δηλαδή από την αρχή σφάλμα στην πορεία κατασκευής του έργου [στο συμπέρασμα αυτό συμφωνούν όλοι, δηλαδή οι πραγματογνώμονες, οι τεχνικοί σύμβουλοι και το TEE], πράγμα το οποίο αποτελεί και τη βασική αιτία των πλημμύρων που επισυνέβηκαν.
Τα αίτια λοιπόν που προκάλεσαν τις πλημμύρες ήταν: α) οι ισχυρές βροχοπτώσεις με μεγάλο μέγεθος και χαρακτήρα καταιγίδας, οι οποίες προκάλεσαν παροχή ύδατος υπερβαίνουσα κατά πολύ τη χωρητικότητα του Κηφισού στο υπό εξέταση Γ τμήμα και β) ο λανθασμένος προγραμματισμός του συνολικού έργου αναδιευθέτησης του Κηφισού, ο οποίος δημιούργησε "έμφραγμα" μήκους τριών χιλιομέτρων στο τμήμα Γ πριν από την εκβολή του ποταμού,[εκεί δηλαδή όπου απαιτείται η πλέον διευρυμένη κοίτη], ενώ παράλληλα είχαν τεθεί όλα τα ανάντη τμήματα και τα συνοδεύοντα αυτά έργα σε πλήρη υδραυλική λειτουργία. Αυτοί ήταν και οι μόνοι όροι που προκάλεσαν το αποτέλεσμα των πλημμύρων, οι οποίοι όροι όμως δεν μπορούν να συνδεθούν με τη συμπεριφορά των κατηγορουμένων, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι η επιβλέπουσα υπηρεσία ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ του ΥΠΕΧΩΔΕ (την οποία στελεχώνουν οι 11 πρώτοι κατηγορούμενοι) συστάθηκε μόλις τον Ιούνιο του 2000 με αποκλειστική αρμοδιότητα τη δημοπράτηση των έργων του τμήματος Γ και την επίβλεψη των σχετικών εργασιών. Αφού λοιπόν η επέλευση των επιζήμιων συνεπειών σε κάθε περίπτωση δεν θα είχε αποτραπεί, δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς των κατηγορουμένων και του αποτελέσματος (της πλημμύρας).
ΣΤ). 1. Τα όσα διαλαμβάνονται στην από Ιουνίου του 2003 έκθεση πραγματογνωμοσύνης των νομίμως ορισθέντων πραγματογνωμόνων Π1 και Π2, για την οποία γίνεται λόγος στο σκεπτικό της μειοψηφίας, όπως παραπάνω αναφέρεται, δεν έγιναν δεκτά από την πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, όπως προκύπτει από την αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος. Δεν αιτιολογείται όμως η αντίθετη προς τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα της πραγματογνωμοσύνης δικανική κρίση και ουδόλως παρατίθενται αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία να αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της εκφρασθείσης ως άνω γνώμης τους. Υπάρχει, κατά τούτο, έλλειψη αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος, σύμφωνα και με όσα παραπάνω (στοιχ. Δ'1) εκτίθενται και θα πρέπει αυτό να αναιρεθεί.
Ο παραπέρα ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και για το ότι η παραπάνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης δεν αναφέρεται καν και δεν αξιολογείται στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, είναι αβάσιμος καθ'ότι στηρίζεται σε λανθασμένη προϋπόθεση αφού η έκθεση αυτή ρητά και ειδικά αναφέρεται- μνημονεύεται στα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπ'όψη για το σχηματισμό της παραπεμπτικής κρίσης της πλειοψηφίας του Συμβουλίου Εφετών (βλ. φύλλο 19, δεύτερη σελ. του βουλεύματος).
Αβάσιμος επίσης είναι ο ισχυρισμός για έλλειψη αιτιολογίας όσο αφορά την παραπομπή των κατηγορουμένων εκείνων οι οποίοι μετείχαν στις εργασίες που εκτελούνταν σε άλλα επί μέρους τμήματα του όλου έργου, πλην εκείνου του τμήματος του Νέου Φαλήρου, σημείο όπου προέκυψε κίνδυνος για τη ζωή της πολιτικώς ενάγουσας Ψ1, αφού το Συμβούλιο, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, αλλά και με πλήρη επί του συγκεκριμένου ζητήματος αιτιολογία, έκανε δεκτό ότι για να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα της πλημμύρας της 8-7-2002, συνέτρεξαν, συνέτειναν και συνέκλιναν οι πλημμελείς συμπεριφορές (ενέργειες και παραλείψεις) που σημειώθηκαν σε όλη την έκταση του εκτελούμενου έργου της διευθέτησης του ποταμού Κηφισού στο σύνολό του. Αβάσιμος τέλος τυγχάνει και ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την παροδοχή συνδρομής ενδεχόμενου δόλου, αφού από την επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού και τη συνολική εκτίμησή τους προκύπτει η ύπαρξη επαρκούς αιτιολογίας για το ζήτημα αυτό.
2. Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου καθορίζεται από τα αντικείμενα στα οποία αναφέρονται οι λόγοι του ενδίκου μέσου και περιορίζεται μόνο στο μέρος κατά το οποίο προσβλήθηκε το βούλευμα ή η απόφαση (Αιτ. 'Εκθ. Σχ. Κ.Π.Δ. σελ. 147, Ζησιάδης Ποιν. Δικ. Τόμος σελ. 191). Ισχύει κατά βάση εδώ η αρχή "τόσο μεταβιβάζεται, όσο προσβάλλεται" η οποία στην έφεση είναι γνωστή με τη λατινική έκφραση "tantum devolutum guantum appelatum" και προκειμένου περί βουλεύματος βρίσκει το νομοθετικό της έρεισμα στο άρθρ. 474 § 2 Κ.Π.Δ.
Σύμφωνα με όσα έχουν ήδη παραπάνω αναφερθεί (βλ. στοιχ. Α'), η υπ'αριθμ. 64/2006 έφεση της πολιτικώς ενάγουσας Ψ1, κατά του υπ'αριθ.837/2006 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιά, αφορούσε μόνο την πλημμύρα της 8-7-2002, πράξη για την οποία είχε δηλωθεί από μέρους της παράσταση πολιτικής αγωγής και όχι τις επιγενόμενες πλημμύρες, οι οποίες δεν συνδέονται αιτιωδώς με τη σε βάρος της πράξη από τις οποίες ουδαμού αναφέρει ότι κινδύνευσε η ζωή της και για τις οποίες δεν άσκησε ούτε θα μπορούσε να ασκήσει έφεση, νομίμως και βασίμως. Κατά συνέπεια το Συμβούλιο Εφετών, που με το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 188/2008 και το συμπροσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 76/2008 παρεμπίπτον-προδικαστικό βούλευμά του έκανε δεκτή την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας για πλημμύρα με ενδεχόμενο δόλο κατ'εξακολούθηση , δηλαδή και για τις -4- μερικότερες πράξεις πλημμύρας και όχι μόνο για την πλημμύρα της 8-7-2002, μοναδική πράξη από την οποία μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για τη ζωή της εγκαλούσας, και η οποία (πράξη) μόνη είχε εκκληθεί, υπερέβη θετικά την εξουσία του και για το λόγο αυτό τα ως άνω βουλεύματα είναι αναιρετέα (βλ. και παραπάνω στοιχ. Δ' 2).
3. Είναι αβάσιμος ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως για παραβίαση δεδικασμένου, αφού το υπ'αριθμ. 837/2006 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά δεν έχει καταστεί αμετάκλητο σε όλες του τις διατάξεις και το επικαλούμενο, με την υπ'αριθμ. 8/2008 αίτηση αναίρεσης, πιστοποιητικό του αρμόδιου γραμματέα ότι μέχρι την 26-3-2008 δεν είχε ασκηθεί αναίρεση κατά του υπ'αριθμ. 76/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, δεν μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετο συμπέρασμα, καθ'ότι το βούλευμα αυτό (76/2007), ως παρεμπίπτον και προδικαστικό, κατά το ενδιαφέρον εδώ μέρος του, συμπροσβάλλεται με το υπ'αριθμ. 188/2008 οριστικό βούλευμα, όπως και παραπάνω έχει αναφερθεί (βλ. στοιχ. ΣΤ' 2).
4. Αβάσιμος τέλος είναι και ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης και συγκεκριμένα των άρθρ. 268 περ. β' και 27 § ιβ Π.Κ..
Σημειώνεται ότι δεν υπάρχει ούτε εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, με τη μορφή, δηλαδή, της έλλειψης νόμιμης βάσης, αφού η έλλειψη αιτιολογίας που επισημάνθηκε παραπάνω (στοιχ. ΣΤ' 1), δεν συνίσταται σε αντιφάσεις, λογικά κενά ή ασάφειες, αλλά αποκλειστικά και μόνο στη μη αιτιολόγηση της αντίθεσης της δικανικής κρίσης προς τα αντίθετα συμπεράσματα της πραγματογνωμοσύνης.
Ζ) Με βάση τα προεκτεθέντα θα πρέπει:
1ον) Να αναιρεθούν το προσβαλλόμενο, υπ'αριθμ. 188/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά και το συμπροσβαλλόμενο με αυτό παρεμπίπτον, υπ'αριθμ. 76/2007 βούλευμα του ίδιου συμβουλίου για τους προβλεπόμενους στο άρθρ. 484 § 1 εδ. δ' και στ' Κ.Π.Δ. λόγους, απορριπτομένων των λοιπών προβαλλόμενων λόγων αναίρεσης.
2ον) Να απορριφθεί το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου Σας, που υποβάλλουν οι αναιρεσείοντες Χ10, Χ3, Χ7, Χ1 και Χ9, καθ'ότι το αίτημα είναι αόριστο, αφού δεν προσδιορίζει τα σημεία του προσβαλλόμενου βουλεύματος που έχουν ανάγκη προφορικής ανάπτυξης από τους κατηγορουμένους αυτούς (ΑΠ 1068/2003) και σε κάθε περίπτωση οι αναιρεσείοντες έχουν διεξοδικά αναπτύξει στις σχετικές αιτήσεις αναίρεσης τους προβαλλόμενους λόγους και αιτιάσεις τους (ΑΠ 278/2002).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
α) Να αναιρεθούν το υπ'αριθμ. 188/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά και το παρεμπίπτον αυτού υπ'αριθμ. 76/2007 βούλευμα του ίδιου Συμβουλίου και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, χωρίς συμμετοχή των ίδιων δικαστών.
β) Να απορριφθούν οι αιτήσεις των αναιρεσειόντων Χ10, Χ3, Χ7, Χ1 και Χ9, για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου Σας.
Αθήνα 17 Οκτωβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Παναγιώτης Ε. Νικολούδης"
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το αρ. 484 παρ. 1 περ. ζ του ΚΠοινΔ λόγος για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι και η υπέρβαση εξουσίας. Υπάρχει δε υπέρβαση εξουσίας και όταν το δικαστικό συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία, την οποίαν έχει μεν γενικώς, δεν συντρέχουν όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση οι απαιτούμενες κατά το νόμο προϋποθέσεις για την άσκησή της. Το τελευταίο συμβαίνει όταν το Συμβούλιο Εφετών εξετάζει κατ' ουσίαν την υπόθεση και αποφαίνεται μετά από έφεση κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, που είναι απαράδεκτη, κατά το άρθρο 476 ΚΠοινΔ. Στη περίπτωση του λόγου αυτού ο Άρειος Πάγος εξετάζει κάθε στοιχείο της δικογραφίας για να κρίνει τη βασιμότητα της αναιρέσεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 480 παρ. 1, 2 και 479 παρ. 1 περ. Δ του ΚΠοινΔ, ο πολιτικώς ενάγων έχει το δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών στις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα και αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, υπό την προϋπόθεση ότι ο πολιτικώς ενάγων, προ της εκδόσεως του βουλεύματος τούτου, έχοντας δικαίωμα να ασκήσει πολιτική αγωγή, δήλωσε ότι παρίσταται με την ιδιότητα του αυτήν και δεν έχει αποβληθεί από τη ποινική διαδικασία (άρθρα 82-88).
Συνεπώς, ο μη δικαιούμενος σε δήλωση παραστάσεώς του ως πολιτικώς ενάγων, δεν μπορεί παραδεκτώς να ασκήσει έφεση κατά βουλεύματος. Τέλος, κατά τα άρθρα 470, 473 παρ. 1 και 474 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου καθορίζεται από τα αντικείμενα στα οποία αναφέρονται οι λόγοι του ενδίκου μέσου και περιορίζεται μόνο στο μέρος κατά το οποίο προσβλήθηκε το βούλευμα ή η απόφαση.
Στη προκείμενη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Δυνάμει του με αριθ. 837/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, το εν λόγω Συμβούλιο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος των 41 κατηγορουμένων, για το αδίκημα της πλημμύρας κατ'εξακολούθηση με ενδεχόμενο δόλο, για τέσσερις περιπτώσεις πλημμύρας, της 8-7-2002, 18-8-2002, 3-9-2002 και 7-11-2002, από τις οποίες πλημμύρες μπορούσε να προκύψει κίνδυνος ανθρώπου(κακούργημα- άρθρο 268 περ. β ΠΚ) και κίνδυνος ξένων πραγμάτων, καθώς και για το αδίκημα της απρόκλητης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας κατ'εξακολούθηση. Η φερομένη ως παθούσα πεζή, ως υποστάσα κίνδυνο για τη ζωή της από παράσυρσή της από τα ύδατα της μίας από τις παραπάνω πλημμύρας, της 8-7-2002, έχουσα δηλώσει νομότυπα παράσταση πολιτικής αγωγής για την ως άνω περίπτωση κινδύνου της ζωής της, την 30-1-2003 ενώπιον της Ανακρίτριας, παραδεκτά άσκησε τη με αριθ. 64/2006 έφεση κατά του παραπάνω απαλλακτικού βουλεύματος, όπως έφεση άσκησαν και οι πολιτικώς ενάγοντες Δήμος Μοσχάτου και ο Ψ2. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς με το συμπροσβαλλόμενο με αριθ. 76/2007 βούλευμά του, απέρριψε και τις τρεις ως άνω εφέσεις των πολιτικώς εναγόντων, πλην μόνο δέχθηκε τυπικά την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας Ψ1, κατά το μέρος που αφορούσε την κακουργηματική κατηγορία της πλημμύρας κατ'εξακολούθηση και για τις 4 περιπτώσεις πλημμύρας, με ενδεχόμενο δόλο και με κίνδυνο ανθρώπου και διέταξε περαιτέρω κυρία ανάκριση. Περατωθείσης δε και της συμπληρωματικής κυρίας ανακρίσεως, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, κατά πλειοψηφία, δέχθηκε κατ'ουσίαν την ως άνω έφεση της πολιτικώς ενάγουσας, εξαφάνισε το πρωτόδικο απαλλακτικό ως άνω βούλευμα και παρέπεμψε τους 41 κατηγορουμένους στο ακροατήριο του ΜΟΔ Πειραιώς, για να δικασθούν για την άνω μόνο κακουργηματική πράξη πλημμύρας κατ'εξακολούθηση, δηλαδή και για τις τέσσερις περιπτώσεις πλημμύρας. Όμως, αφού είχε χωρήσει απαλλαγή των κατηγορουμένων και για τις τέσσερις ως άνω περιπτώσεις πλημμυρών, σε βαθμό κακουργήματος, με την εν λόγω έφεση της πολιτικώς ενάγουσας, σύμφωνα με αυτά που προεκτέθηκαν, μεταβιβάστηκε η υπόθεση μόνο για τη μία περίπτωση πλημμύρας της 8-7-2002, ότε και μόνον είχε, κατά τη δηλωθείσα πολιτική αγωγή, κινδυνεύσει η ζωή αυτής, και όχι και για τις τρεις επιγενόμενες χρονικά πλημμύρες, στις οποίες αυτή δεν είχεν εμπλακεί και δε συνδέονται αιτιωδώς με τη σε βάρος της πράξη, μη νομιμοποιούμενη σε άσκηση πολιτικής αγωγής και εφέσεως, και επομένως το Συμβούλιο Εφετών είχε δικαιοδοσία να ερευνήσει μόνο το εκκληθέν κεφάλαιο του πρωτοδίκου βουλεύματος, καθόσον αφορούσε την πλημμύρα της 8-7-2002, όχι δε και τις άλλες τρεις πλημμύρες. Επομένως το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το παρεμπίπτον με αριθ. 76/2007 βούλευμά του, που δέχθηκε τυπικά την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας για το εν λόγω αδίκημα κατ'εξακολούθηση και για τις τέσσερις περιπτώσεις πλημμυρών και στη συνέχεια, που με το με αριθ. 188/2008 βούλευμά του, δέχθηκε την ίδια έφεση κατ'ουσία και παρέπεμψε σε δίκη τους 41 κατηγορουμένους, μεταξύ των οποίων και τους 38 αναιρεσείοντες, και για τις τέσσερις περιπτώσεις πλημμυρών και όχι μόνο για την πλημμύρα της 8-7-2002, υπερέβη θετικά την εξουσία του. Άρα, είναι βάσιμος ο συναφής από το αρ. 484 παρ. 1ζ ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και πρέπει να αναιρεθούν εν μέρει τα προσβαλλόμενα βουλεύματα, κατά τις διατάξεις τους που αφορούν την παραδοχή, τυπικά και ουσιαστικά της εφέσεως της πολιτικώς ενάγουσας Ψ1, ως προς την κατηγορία, που αφορά τις τρεις περιπτώσεις πλημμυρών της 18-8-2002, 3-9-2002 και 7-11-2002, ενώ ως προς την περίπτωση της κατηγορίας της πλημμύρας της 8-7-2002, για την οποία παραδεκτά επιλήφθηκε και αποφάνθηκε το Συμβούλιο, πρέπει να λεχθούν περαιτέρω τα εξής.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 268 ΠΚ, ορίζεται, ότι όποιος με πρόθεση προξενεί πλημμύρα τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 269 ΠΚ, ορίζεται ότι όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξης του άρθρου 268 τιμωρείται με φυλάκιση. Επίσης το άρθρο 28 ΠΚ ορίζει ότι "από αμέλεια πράττει, όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε, ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν".
Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση, σε βαθμό κακουργήματος, του εγκλήματος της πλημμύρας με πρόθεση, από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, απαιτούνται: α) με πράξη ή παράλειψη πρόκληση πλημμύρας, με ενδεχόμενο κοινό κίνδυνο που να αφορά ευρύτερο κύκλο ανθρώπων ανεπίδεκτων προσδιορισμού κατ'έκταση εκ των προτέρων, β) πρόθεση του δράστη να προκαλέσει πλημμύρα, με τη μορφή του άμεσου ή του ενδεχόμενου δόλου και γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και του αποτελέσματος. Για τη θεμελίωση του αδικήματος της πλημμύρας από αμέλεια απαιτείται, εκτός των άλλων, ως ουσιώδες στοιχείο ο ενδεχόμενος κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή ανθρώπους, δηλαδή κίνδυνος που αφορά ευρύτερο κύκλο εννόμων αγαθών, ανεπίδεκτων προσδιορισμού κατ' έκταση εκ των προτέρων, που σημαίνει ότι δεν απαιτείται μεν ειδικός προσδιορισμός των προσώπων ή πραγμάτων που κινδύνευσαν από την πλημμύρα χρειάζεται όμως η συνδρομή γεγονότων ή περιστατικών ικανών να δικαιολογήσουν τη δυνατότητα κοινού κινδύνου με την έννοια που αναφέρθηκε. Η αμέλεια του δράστη μπορεί να συνίσταται σε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, οπότε, πρέπει, για τη στοιχειοθέτηση της δια παραλείψεως τελέσεως του πιο πάνω αδικήματος να υπάρχει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 15 ΠΚ, ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του δράστη να παρεμποδίσει την επέλευση του αξιοποίνου αποτελέσματος.
Το παραπάνω έγκλημα της πλημμύρας, μπορεί να τελεσθεί και από περισσότερους από ένα δράστη κατά συναυτουργία, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, το οποίο ορίζει ότι "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτουν τα εξής: Το άνω σε βαθμό κακουργήματος έγκλημα της πλημμύρας από πρόθεση προϋποθέτει, αντικειμενικά μεν την πρόκληση πλημμύρας, με θετική ενέργεια ή και ακόμη με την παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο και υποκειμενικά δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο, που συνίσταται, ο μεν άμεσος στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή, της προκλήσεως πλημμύρας και του από αυτήν κινδύνου για άνθρωπο, ο δε ενδεχόμενος, στην αποδοχή του ενδεχομένου αποτελέσματος της πλημμύρας και του από αυτήν κινδύνου για τη ζωή σε άνθρωπο. Η διάταξη του άνω άρθρου 28 ΠΚ διακρίνει δύο είδη αμέλειας: α) τη μη συνειδητή αμέλεια, όπου ο δράστης δεν προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα, ενώ θα μπορούσε να το προβλέψει και να το αποφύγει, αν κατέβαλε την οριζόμενη από το νόμο προσοχή και β) την ενσυνείδητη αμέλεια, όπου ο δράστης προβλέπει, ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να προέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά το αποκρούει και ενεργεί γιατί πιστεύει ότι δεν θα επέλθει. Ειδικότερα όμως, επί ενδεχόμενου δόλου, ο υπαίτιος δεν θέλει μεν ούτε επιδιώκει το εγκληματικό αποτέλεσμα, το προβλέπει όμως ως ενδεχόμενη συνέπεια της ενέργειας ή παραλείψεώς του και το αποδέχεται. Η αποδοχή ειδικότερα του εγκληματικού αποτελέσματος, αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πεποίθηση (πίστη) ή την ελπίδα ή την ευχή αποφυγής του (μη επελεύσεώς του), η οποία πεποίθηση, ελπίδα ή ευχή αποτελεί κατά το άρθρο 28 του ΠΚ στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του ενδεχόμενου δόλου και της ενσυνείδητης αμέλειας, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό και των δύο τούτων στοιχείο. Η συνδρομή του στοιχείου της αποδοχής είναι ζήτημα αποδείξεως και δεν προκαθορίζεται από τον βαθμό της πιθανότητας με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, ούτε από τη διαπίστωση ότι ο δράστης, μολονότι προείδε τούτο ως δυνατό, προχώρησε στην πράξη του, δίχως να λάβει υπόψη του μία τέτοια προειδοποίηση, δεδομένου ότι η έννοια του δόλου συντίθεται από το γνωστικό και το βουλητικό στοιχείο του προβλεφθέντος εγκληματικού αποτελέσματος και τα δύο αυτά στοιχεία είναι στενά συνδεδεμένα και ισότιμα μεταξύ τους, οπότε δεν αρκεί μόνο η γνώση του υψηλού κινδύνου επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλά προσαπαιτείται και η διαπίστωση ότι ο υπαίτιος κατά τη κρίσιμη χρονική στιγμή δεν απώθησε από τη συνείδησή του την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος, που προέβλεψε και εντεύθεν συμβιβάστηκε με αυτό ή και το επιδοκίμασε. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από το περιστατικά που αναφέρονται σε αυτή. Όταν όμως, πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο δόλο και να αιτιολογείται ιδιαίτερα η ύπαρξή του και ειδικότερα τόσο το στοιχείο της πρόβλεψης του εγκληματικού αποτελέσματος όσο και το στοιχείο της αποδοχής του, χωρίς εκ του βαθμού της πιθανότητας με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, να τεκμαίρεται και η αποδοχή του ή να καθίσταται περιττή η απόδειξη αυτής.
Εξάλλου, από το άρθρο 178 του ΚΠοινΔ, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη ως αποδεικτικό μέσο, αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις, όπως στην περίπτωση τεχνικής πραγματογνωμοσύνης για τη διαπίστωση των αιτίων μιας πλημμύρας. Η τεχνική αυτή πραγματογνωμοσύνη ειδικών επιστημόνων αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως των δικαστών, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις, αλλά πάντοτε εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 του ίδιου Κώδικα, υπό την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, οφείλει όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτή συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους και να αντικρούει τα τυχόν αντίθετα πορίσματα αυτών. Η απλή γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση, εν αναφορά με γεγονότα που τίθενται υπόψη τους, δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο στο άρθρο 178 του ΚΠοινΔ αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ΚΠοινΔ, με την συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, ανακριτή ή το Δικαστικό Συμβούλιο, λαμβάνεται όμως υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο και συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις, για τη διαμόρφωση της κρίσεώς του, ως έγγραφο.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα παρακάτω. Το με αριθ. 837/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία εναντίον, πλην άλλων τριών προσώπων και των 38 κατηγορουμένων αναιρεσειόντων, για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες είχαν διωχθεί ποινικά και δη, α) της πλημμύρας από πρόθεση(με ενδεχόμενο δόλο) κατ'εξακολούθηση, από την οποία πλημμύρα μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και κίνδυνος για άνθρωπο και β) της διακεκριμένης φθοράς (απρόκλητης)με ενδεχόμενο δόλο, κατ'εξακολούθηση, τις οποίες εφέροντο ότι τέλεσαν στον ....,στο ..... και το ......, την 8-7-2002, την 18-8-2002, την 3-9-2002 και την 7-11-2002. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, ενώπιον του οποίου εισήχθη η υπόθεση, όπως προαναφέρθηκε, κατόπιν εφέσεων ασκηθεισών από τους τρεις πολιτικώς ενάγοντες, α) Δήμο Μοσχάτου, β) Ψ2 και γ) Ψ1, απέρριψε τις άνω εφέσεις των δύο ως άνω πρώτων πολιτικώς εναγόντων και την έφεση της Ψ1, κατά το μέρος που αφορούσαν τις πράξεις της πλημμύρας κατ'εξακολούθηση με ενδεχόμενο δόλο, από την οποίαν μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και της απρόκλητης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και δέχθηκε την έφεση της άνω Ψ1, κατά το μέρος που αφορούσε την κατηγορία της πλημμύρας κατ'εξακολούθηση, με ενδεχόμενο δόλο, από την οποίαν μπορούσε να προκύψει κίνδυνος σε άνθρωπο και διέταξε περαιτέρω ανάκριση από τον Ανακριτή του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Μετά το πέρας και της διενεργηθείσας συμπληρωματικής κυρίας ανακρίσεως, η υπόθεση εισήχθη και πάλιν στο Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, το οποίο με το προσβαλλόμενο με αριθ. 188/2008 βούλευμά του, δέχθηκε εν μέρει, κατά πλειοψηφία, την άνω έφεση της πολιτικώς ενάγουσας Ψ1, εξαφάνισε το με αριθ. 837/2006 πρωτόδικο βούλευμα, κατά το μέρος που αφορούσε την κατηγορία της πλημμύρας κατ'εξακολούθηση, με ενδεχόμενο δόλο, από την οποίαν πλημμύρα μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος σε άνθρωπο και παρέπεμψε, μεταξύ άλλων τριών και τους 38 αναιρεσείοντες, στο ακροατήριο του ΜΟΔ Πειραιώς, για να δικασθούν για την εν λόγω κακουργηματική πράξη της πλημμύρας. Η απαγγελθείσα κατά των κατηγορουμένων κατηγορία, για την οποία και παραπέπονται σε δίκη οι αναιρεσείοντες, αναφερόμενη αναλυτικά στο προσβαλλόμεο βούλευμα, έχει συνοπτικά και ειδικότερα ως εξής: 1) Οι πρώτος τούτων έως και ενδέκατος, ως υπάλληλοι της Ειδικής Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του ΥΠΕΧΩΔΕ, που ως εκπρόσωπος του κυρίου του έργου Δημοσίου, της μελέτης και επίβλεψης της κατασκευής του έργου κατασκευής της Λεωφόρου Κηφισού, Τμήματα από Χ/Θ Ο + 000 έως Χ/Θ 3 + 060, 2) Οι δωδέκατος έως και εικοστός πέμπτος των αναιρεσειόντων, ως Διευθυντές του έργου, επιβλέποντες, εργοδηγοί κλπ της εταιρείας "ΒΙΟΤΕΡ Α.Ε.", που είχε αναλάβει ως ανάδοχος την κατασκευή της Λεωφόρου Κηφισού από τη Χ/Θ Ο + 000 έως και 0 + 700, 3) Οι εικοστός έκτος έως και τριακοστός πρώτος των αναιρεσειόντων, ως μέλη του ΔΣ, υπεύθυνοι του έργου, επιβλέποντες, εργοδηγοί κλπ της εταιρείας " ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΑΤΕ", που είχε αναλάβει ως ανάδοχος την κατασκευή της Λεωφόρου από τη Χ/Θ Ο + 700 έως Χ/Θ 1 + 400, και 4) οι τριακοστός πρώτος και λοιποί επόμενοι κατηγορούμενοι, ως μέλη του ΔΣ, υπεύθυνοι του έργου, επιβλέποντες, εργοδηγοί κλπ της εταιρείας "ΑΚΤΩΡ Α.Ε.", που είχε αναλάβει το υπόλοιπο τμήμα της Λεωφόρου από Χ/Θ 1+ 400 έως Χ/Θ 3+ 060, με τις αναφερθείσες ιδιότητές τους αντίστοιχα, κατά την εκτέλεση του άνω μεγάλου έργου κατά μήκος της Λεωφόρου Κηφισού, με ανακατασκευή, διαμόρφωση κοίτης του ποταμού, με διάφορες ενέργειες και παραλείψεις όλων τούτων των συμμετόχων, χωρίς να δώσουν τη δέουσα προσοχή και χωρίς να λάβουν τα αναγκαία τεχνικά έργα, με ενδεχόμενο δόλο, αφού προέβλεψαν και αποδέχθηκαν το πιθανό και επελθόν αποτέλεσμα, μείωσαν υπερβολικά τη διατομή του ποταμού και την παροχευτικότητά του προς τη θάλασσα και έτσι με τα όμβρια ύδατα που επέπεσαν και συσσωρεύθηκαν στις εκβολές του ποταμού, επήλθεν υπερχείλιση και προξένησαν πλημμύρες στις 8-7-2002, 18-8-2002, 3-9-2002 και 7-11-2002, στις περιοχές του Ν. Φαλήρου Πειραιώς, Αγίου Ιωάννη Ρέντη και Μοσχάτου, όπου το ύψος των υδάτων ανήλθε από 0, 70 μ. έως 2μ. και προέκυψε κίνδυνος πνιγμού ανθρώπων, όπως της πολιτικώς ενάγουσας Ψ1, στις 8-7-2002. Το Συμβούλιο Εφετών, μη αποδεχθέν την Εισαγγελική πρόταση για απόρριψη όλων των εφέσεων και επικύρωση του πρωτοδίκου απαλλακτικού βουλεύματος, με το εν λόγω βούλευμά του, στο αιτιολογικό του, δέχθηκε, ότι από τα λεπτομερώς κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψαν, κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη των μελών του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε τόσο από την προανάκριση όσο και από την κυρία ανάκριση (τόσο από το πρώτο στάδιο αυτής όσο και από το περαιτέρω στάδιό της) και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τη διαταχθείσα πραγματογνωμοσύνη, τις τεχνικές εκθέσεις και τις απολογίες των κατηγορουμένων προέκυψαν τα εξής: κατ' αρχήν είναι γνωστό ότι η λεκάνη απορροής του ποταμού Κηφισού έχει έκταση 370 τετρ. χιλ/τρα και αποτελεί το μεγαλύτερο αποδέκτη ομβρίων υδάτων που συνδέουν το υδρογραφικό δίκτυο του λεκανοπεδίου με τη θάλασσα. Το μείζον έργο της συνολικής διευθετήσεως του ποταμού Κηφισού καταμερίσθηκε διαχρονικά στα εξής επί μέρους έργα: 1) Διευθέτηση Κηφισού από Χ.Θ. 0+000 έως Χ.Θ. 0+200: δημοπράτηση 1983 - περαίωση Δεκ. 1986 με ανάδοχο την εταιρεία "ΑΚΤΩΡ ΑΕ". 2) Εθνική οδός No 1- τμήμα από Τρεις Γέφυρες μέχρι Μεταμόρφωση: δημοπράτηση 1988 - περαίωση 1993 με ανάδοχο την "Κ/Ξ ΤΕΧΝΟΔΟΜΗ ΑΤΕ". 3) Εθνική οδός No 1- τμήμα από Λένορμαν μέχρι Τρεις Γέφυρες: δημοπράτηση 1995 - περαίωση 1999 με ανάδοχο την "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΔΟΜΙΚΗ ΑΕ". 4)
Εθνική οδός No 1- τμήμα από Λ. Καβάλας μέχρι Λένορμαν: δημοπράτηση Αύγουστος 1995 - περαίωση Οκτώβριος 2000 με ανάδοχο την "Κ/Ξ ΤΕΓΚ ΑΕ". 5) Εθνική οδός Νο 1- Τμήμα από κόμβο Π. Ράλλη μέχρι κόμβο Λ. Καβάλας: δημοπράτηση 1998 -περαίωση Δεκέμβριος 2000, με ανάδοχο την "ΠΑΝΤΕΧΝΙΚΗ ΑΕ". 6) Λεωφόρος Κηφισού από Χ.Θ. 0+700 μέχρι Χ.Θ. 1+400: δημοπράτηση Νοέμβριος 2000 με ανάδοχο την εταιρεία "ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ Ανώνυμη Τεχνική Εταιρεία", που εδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής και υπέγραψε το εργολαβικό στις 23-2-2001. 7) Λεωφόρος Κηφισού από Χ.Θ. 0+000 μέχρι Χ.Θ. 0+700: δημοπράτηση Μάρτιος 2001 με ανάδοχο την εταιρεία "Βιομηχανικά Τεχνικά Έργα [ΒΙΟΤΕΡ] Ανώνυμος Εταιρεία", που εδρεύει στην Αθήνα και υπέγραψε το εργολαβικό στις 15-6-2001 και 8) Λεωφόρος Κηφισού από Χ.Θ. 1+400 μέχρι Χ.Θ. 3+060: δημοπράτηση Μάρτιος 2001 με ανάδοχο την εταιρεία "ΑΚΤΩΡ Ανώνυμη Τεχνική Εταιρεία", που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής και υπέγραψε το εργολαβικό στις 14-6-2001. Το υπ' αριθμ. 1 έργο αποτελεί το τμήμα Α και είναι το πρώτο που κατασκευάσθηκε από το 1984 έως το 1986. Τα υπ' αριθμ. 2, 3, 4, 5 έργα αποτελούν το τμήμα Β, το οποίο κατασκευάσθηκε από το 1989 έως και το 2000. Τα υπ' αριθμ. 6, 7 και 8 έργα αποτελούν το τμήμα Γ, το οποίο και αποτελεί το πραγματικό αντικείμενο της εν λόγω δικογραφίας, και το οποίο περαιώθηκε το 2004, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του έτους εκείνου. Η πρώτη από τις τρεις εταιρείες, όπως προαναφέρθηκε, εκτελούσε από το έτος 2001 εργασίες μεταξύ των χιλιομετρικών θέσεων 0+000 και 0+700 (δηλ. από τις εκβολές προς τα ανάντη) του ποταμού, η δεύτερη μεταξύ των χιλιομετρικών θέσεων 0+700 και 1+400 και η τρίτη μεταξύ των χιλιομετρικών θέσεων 1+400 και 3+060. Στο χώρο της εργολαβίας της δεύτερης εταιρείας βρίσκονταν (εκτός των άλλων) οι γέφυρες ΗΣΑΠ και οδού Πειραιώς, και στο χώρο της εργολαβίας της τρίτης οι γέφυρες Αγίου Ιωάννη Ρέντη, ΟΣΕ και οδού Αγίας Άννης (βλ. σχετικό σχεδιάγραμμα). Την εποπτεία της εκτελέσεως των έργων, από την πλευρά του Δημοσίου, ασκούσε η Ειδική Υπηρεσία Δημοσίων Έργων για τη μελέτη και κατασκευή Ειδικών Συγκοινωνιακών Έργων του λεκανοπεδίου Αττικής (ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ), της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του ΥΠΕΧΩΔΕ. Την 8η Ιουλίου 2002, την 18η Αυγούστου 2002, την 3η Σεπτεμβρίου 2002 και την 7η Νοεμβρίου 2002 λόγω ισχυρότατων βροχοπτώσεων τα ύδατα του ποταμού Κηφισού εξήλθαν της κοίτης του και πλημμύρισαν περιοχές του Αγίου Ιωάννη Ρέντη, του Μοσχάτου και του Νέου Φαλήρου Αττικής, με αποτέλεσμα να κινδυνέψει η ζωή και η υγεία ανθρώπων και να υποστούν ζημίες οι περιουσίες τους. Μεταξύ των ανθρώπων που κινδύνεψε η ζωή τους, κατά την πλημμύρα της 8-7-2002, κινδύνευσε και η ζωή της εκκαλούσας Ψ1, η οποία, καθ' ην στιγμή βάδιζε στην οδό Φαληρέως στο Νέο Φάληρο, παρ' ολίγον να παρασυρθεί από τα νερά του ποταμού, που παρέσυραν ό,τι συναντούσαν στο πέρασμα τους. Από την ίδια πλημμύρα υπέστη καθίζηση και η πυλωτή της πολυκατοικίας, στην οποία διέμενε η ανωτέρω με τον σύζυγο της Ψ2 και καταστράφηκε το αυτοκίνητο της. Κατά την παθούσα και το σύζυγο της η υπερχείλιση του ποταμού στο Ν. Φάληρο οφείλεται στην ύπαρξη όγκων χώματος εντός της κοίτης του, προερχομένων από τις εκεί πραγματοποιηθείσες εκσκαφές και εργασίες, σε συνδυασμό με τον κακό προγραμματισμό της κατασκευής του όλου έργου (δηλ. από τις πηγές προς τις εκβολές του ποταμού), την έλλειψη αντιπλημμυρικών έργων (μεταλλικών πετασμάτων) και την ύπαρξη των παλαιών γεφυρών επί της κοίτης του ποταμού. Κατά τις καταθέσεις άλλων μαρτύρων, η υπερχείλιση ήταν συνέπεια της ανυπαρξίας μέτρων, ασφαλείας εκ μέρους των τεχνικών εταιρειών και συγκεκριμένα της ελλείψεως μεταλλικών πετασμάτων, της υπάρξεως όγκων χώματος (μπάζων) εντός της κοίτης, της κατασκευής δύο (ή περισσοτέρων) χωμάτινων κεκλιμένων επιπέδων (ραμπών) εντός της κοίτης και βάθρων στηρίξεως γεφυρών κλπ. Ειδικότερα οι ανάδοχοι εταιρείες, προς στήριξη της υπερυψωμένης λεωφόρου, κατασκεύαζαν εντός της κοίτης βάθρα από ενισχυμένο σκυρόδεμα (μεσόβαθρα) με ανάλογη θεμελίωση, τα οποία, μετά τις πλημμύρες, αποφασίστηκε -εν συνεννοήσει με την επιβλέπουσα υπηρεσία- να μην κατασκευαστούν και ό,τι είχε ήδη κατασκευαστεί να καθαιρεθεί. Εν σχέσει με τον κακό προγραμματισμό του έργου, θέμα για το οποίο ανέκυψε ανάγκη διενέργειας συμπληρωματικής κυρίας ανακρίσεως, από τα υπάρχοντα στη δικογραφία στοιχεία προκύπτει ότι, και αν ακόμη ήταν δυνατός ο προσδιορισμός συγκεκριμένων προσώπων υπευθύνων γι' αυτό, οι πρώτες δημοπρατήσεις και κατασκευές, που προσδιόρισαν ουσιαστικά την πορεία κατασκευής του όλου έργου της αναδιευθετήσεως, εκβαθύνσεως και καλύψεως της κοίτης του ποταμού Κηφισού από τη Μεταμόρφωση μέχρι τη Φαληρική παραλία, άρχισαν το έτος 1983 και περαιώθηκαν το 1986 (διευθέτηση ΧΘ 0+000 έως ΧΘ 0+200) και το επόμενο έργο (δημοπράτηση του τμήματος από Μεταμόρφωση έως τον ανισόπεδο κόμβο Τριών Γεφυρών) δημοπρατήθηκε το έτος 1988 και άρχισε να εκτελείται το έτος 1989. Έκτοτε έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαπενταετίας και σύμφωνα με το άρθρο 111 § 2β του ΠΚ, εφόσον το διωκόμενο έγκλημα είναι κακούργημα και δεν τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη αλλά με πρόσκαιρη κάθειρξη (ΠΚ 52 § 3, 268 περ. β), το αξιόποινο αυτού έχει εξαλειφθεί με παραγραφή.
Συνεπώς ορθά ο Ανακριτής δεν απήγγειλε κατηγορία κατά κάποιου προσώπου, αφού τούτο θα προσέκρουε στη διάταξη του άρθρου 247 ΚΠΔ ("ο ανακριτής δικαιούται να μην εκτελέσει την παραγγελία του εισαγγελέα [και επομένως να μην απαγγείλει κατηγορία] όταν ... παραγράφηκε το αξιόποινο της πράξης..."), πράγμα άλλωστε για το οποίο είχε ληφθεί σχετική πρόνοια στο παρεμπίπτον βούλευμα του Συμβουλίου τούτου ("να απαγγελθεί κατά των υπευθύνων η κατηγορία της πλημμύρας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής"). Ανεξαρτήτως όμως τούτου αξίζει να λεχθεί ότι, όπως προέκυψε από τις από 1-11-2007 καταθέσεις των Μ1, πρώην προϊσταμένου Μελετών της ΔΜΕΟ και Μ2, πρώην Δ/ντή Υπηρεσίας Οδικών Έργων, το όλο έργο αντιμετωπίστηκε αρχικά ως συγκοινωνιακό για να λύσει οξύτατα κυκλοφοριακά προβλήματα πέριξ της ποτάμιας κοίτης και η κατασκευή του ήταν καθαρά έργο πολιτικού προγραμματισμού. Ο εκάστοτε δηλ. Υπουργός ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. ενεργούσε ύστερα από απόφαση της Κυβερνητικής Επιτροπής και αφού προηγουμένως είχε εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση και την έγκριση από την (τότε) Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα για τη σκοπιμότητα του κάθε επιμέρους έργου. Έτσι εκδίδονταν η ΣΑΕ από το Υπουργείο Συντονισμού για την εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων και με βάση αυτή γίνονταν η δημοπράτηση του συγκεκριμένου έργου. Δεν μπορεί λοιπόν να λεχθεί ότι υπήρξε συνολικός προγραμματισμός του όλου έργου, καθώς και της αναθέσεως των μελετών και του ελέγχου αυτών και να αναζητηθούν ευθύνες από συγκεκριμένα πρόσωπα. Περαιτέρω, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας του Συμβουλίου, όσον αφορά τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος για το οποίο οι εφεσίβλητοι κατηγορούνται, προέκυψαν τα εξής: οι κατηγορούμενοι, που είναι αφ' ενός δημόσιοι υπάλληλοι και αφ' ετέρου στελέχη ή υπεύθυνοι εργοταξίου ή εργοδηγοί ή διευθύνοντες σύμβουλοι ή μέλη του Δ.Σ. των ανωτέρω αναδόχων εταιρειών, κατά την εκτέλεση του έργου της κατασκευής λεωφόρου ταχείας κυκλοφορίας κατά μήκος του ποταμού, με παράλληλη διαμόρφωση της κοίτης αυτού, προέβησαν σε διάφορες πράξεις ή παραλείψεις, με τις οποίες μείωσαν την παροχετευτικότητα του ποταμού και προκάλεσαν την υπερχείλιση του στις περιοχές Ν. Φαλήρου, Αγ. Ιωάννου Ρέντη και Μοσχάτου κατ' αρχήν στις 8-7-2002 με ανεξέλεγκτη ροή υδάτων έξω της κοίτης του, σε σημείο να ανέλθει η στάθμη του ύδατος κατά περιοχές από 0,70 μ. έως και 2 μέτρα. Η πλημμύρα αυτή επαναλήφθηκε στις 18-8-2002, 3-9-2002 και 7-11-2002, μπορούσε δε από αυτήν να προκύψει κοινός κίνδυνος σε άνθρωπο, όπως και πράγματι προέκυψε μεταξύ άλλων στη Ψ1. Αναλυτικά οι ιδιότητες και οι αρμοδιότητες των κατηγορουμένων κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ήταν οι ακόλουθες: 1) ο Χ1 ήταν προϊστάμενος της Ειδικής Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων για τη μελέτη και κατασκευή Ειδικών Συγκοινωνιακών Έργων του λεκανοπεδίου Αττικής της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του ΥΠΕΧΩΔΕ (ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ), 2) ο Χ2 ήταν προϊστάμενος του τμήματος κατασκευής έργων της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ, 3) ο Χ3 ήταν ο επιβλέπων μηχανικός της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ στο τμήμα του έργου από την ΧΘ 1+400 έως την ΧΘ 3+060 και από την 30ή Οκτωβρίου 2002 και στο τμήμα του έργου από τη ΧΘ 0+700 μέχρι τη ΧΘ 1+400, 4) ο Χ4 ήταν επιβλέπων μηχανικός της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ στο τμήμα του έργου από τη ΧΘ 0+000 έως τη ΧΘ 0+700 και από τη ΧΘ 0+700 έως τη ΧΘ 1+400, 5) ο Χ5 ήταν βοηθός επιβλέποντος μηχανικού της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ στο τμήμα του έργου από τη ΧΘ 0+700 έως τη ΧΘ 1+400 μέχρι τη 15η Οκτωβρίου 2002, 6) ο Χ6 ήταν βοηθός επιβλέποντος μηχανικού της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ στο τμήμα του έργου από τη Χ.Θ. 0+700 έως τη Χ.Θ. 1+400, 7) ο Χ7 ήταν βοηθός επιβλέποντος μηχανικού της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ στο τμήμα του έργου από τη Χ.Θ. 1+400 έως τη Χ.Θ. 3+060 και κατά το διάστημα από την 30ή Οκτωβρίου 2002 μέχρι την 17η Νοεμβρίου 2002 και στο τμήμα από τη Χ.Θ. 0+700 έως τη Χ.Θ. 1+400, 8) ο Χ8 ήταν βοηθός επιβλέποντος μηχανικού της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ στο τμήμα του έργου από τη ΧΘ 1+400 έως τη ΧΘ 3+060, 9) ο Χ9 ήταν βοηθός επιβλέποντος μηχανικού της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ στο τμήμα του έργου από τη ΧΘ 0+000 μέχρι τη ΧΘ 0+700, 10) ο Χ10 ήταν βοηθός επιβλέποντος μηχανικού της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ στο τμήμα του έργου από τη ΧΘ 0+000 μέχρι τη ΧΘ 0+700, 11) η Χ11 ήταν βοηθός επιβλέποντος μηχανικού της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ στο τμήμα του έργου από τη ΧΘ 0+000 μέχρι τη ΧΘ 0+700, 12) ο Χ12 ήταν διευθύνων σύμβουλος και γενικός διευθυντής της εταιρείας με την επωνυμία "ΒΙΟΤΕΡ ΑΕ" (εργολάβου του έργου από τη ΧΘ 0+000 μέχρι τη ΧΘ 0+700), 13) ο Χ13 πολιτικός μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως διευθυντής του αμέσως ανωτέρω έργου, 14) ο Χ14, πολιτικός μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως διευθυντής του εργοταξίου του αμέσως ανωτέρω έργου, 15) η Χ15, πολιτικός μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως υπεύθυνη ποιοτικού ελέγχου των υλικών του αμέσως ανωτέρω έργου και υπεύθυνη εργαστηρίου, 16) ο Χ16 μεταλλειολόγος μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως υπεύθυνος συντάξεως των λογαριασμών του αμέσως ανωτέρω έργου, 17) ο Χ17, τεχνολόγος πολιτικός μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρία ως υπεύθυνος για τη σύνταξη των επιμετρήσεων του αμέσως ανωτέρω έργου, 18) ο Χ18 τοπογράφος μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως υπεύθυνος για τη σύνταξη ταχυμετρικών και χωροσταθμικών δελτίων και επιμετρήσεων, 19) ο Χ19, πολιτικός μηχανικός έργων υποδομής, εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως υπεύθυνος για τη σύνταξη των επιμετρήσεων του αμέσως ανωτέρω έργου, 20) ο Χ20 εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως εργοδηγός, 21) ο Χ21 εργαζόταν στην άνω εταιρεία επίσης ως εργοδηγός, 22) ο Χ22, πολιτικός μηχανικός, ήταν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της άνω εταιρείας, 23) ο Χ23, πολιτικός μηχανικός, ήταν αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της άνω εταιρείας, 24) ο Χ24, συνταξιούχος υπάλληλος της Τράπεζας της Ελλάδος, ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της άνω εταιρείας (ο κατηγορούμενος αυτός ήδη απεβίωσε), 25) ο Χ25, πολιτικός μηχανικός, ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και νόμιμος εκπρόσωπος της άνω εταιρείας, 26) ο Χ26 τοπογράφος μηχανικός, ήταν διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία "Ευκλείδης ΑΕ" (εργολάβου του έργου διευθετήσεως της κοίτης του ποταμού Κηφισού από τη ΧΘ 0+700 έως τη ΧΘ 1+400), 27) ο Χ27 πολιτικός μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως υπεύθυνος για την εκτέλεση του ανωτέρω έργου (εργοταξιάρχης), 28) ο Χ28 πολιτικός μηχανικός, ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "Πολυτεχνική ΑΕ", υπεργολάβου της εταιρείας με την επωνυμία "Ευκλείδης ΑΕ" και κατασκευάστριας της υπερυψωμένης γέφυρας του Κηφισού και της γέφυρας Πειραιώς και αναπληρωτής εργοταξιάρχης της τελευταίας εταιρείας, 29) ο Χ29, πολιτικός μηχανικός, ήταν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας με την επωνυμία "Ευκλείδης ΑΕ" μέχρι την 27η-8ου-2002 (ημερομηνία δημοσιεύσεως στην Εφημ. της Κυβ/σεως του από 4-7-2002 πρακτικού του ΔΣ της εταιρείας που έκανε δεκτή την παραίτηση του), 30) ο Χ30, πολιτικός μηχανικός, ήταν μέλος (αντιπρόεδρος) του Διοικητικού Συμβουλίου της άνω εταιρείας μέχρι την 27η-8ου-2002 και στη συνέχεια πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της, 31) ο Χ31 μεταλλειολόγος μηχανικός, ήταν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και γενικός διευθυντής της εταιρείας με την επωνυμία "ΑΚΤΩΡ ΑΕ" (εργολάβου του έργου αναδιευθετήσεως της κοίτης του Κηφισού από τη ΧΘ 1+400 μέχρι τη ΧΘ 3+060), 32) ο Χ32 πολιτικός μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως υπεύθυνος του εργοταξίου της άνω εταιρείας κατά την εκτέλεση του ανωτέρω έργου, 33) ο Χ33, τοπογράφος μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρεία ως αναπληρωτής υπεύθυνος του εργοταξίου της άνω εταιρείας κατά την εκτέλεση του ανωτέρω έργου, 34) ο Χ34, πολιτικός μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρία κατά την εκτέλεση του ανωτέρω έργου ως υπεύθυνος για την κατασκευή των γεφυρών, 35) ο Χ35, πολιτικός μηχανικός, εργαζόταν στην άνω εταιρεία κατά την εκτέλεση του ανωτέρω έργου ως υπεύθυνος για την εκτέλεση των χωματουργικών εργασιών και των πασσαλοεμπήξεων του έργου, 36) ο Χ36 εργαζόταν στην άνω εταιρεία κατά την κατασκευή του ανωτέρω έργου ως εργοδηγός, 37) ο Χ37, εργαζόταν στην άνω εταιρεία κατά την κατασκευή του ανωτέρω έργου ως εργοδηγός, 38) ο Χ38 εργαζόταν στην άνω εταιρεία κατά την κατασκευή του ανωτέρω έργου ως εργοδηγός, 39) ο Χ39 εργαζόταν στην άνω εταιρεία κατά την κατασκευή του ανωτέρω έργου ως εργοδηγός, 40) ο Χ40, αρχιτέκτονας, ήταν διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της άνω εταιρείας, 41) η Χ41, αρχιτέκτονας, ήταν αντιπρόεδρος του ΔΣ της άνω εταιρείας και νόμιμος εκπρόσωπος αυτής και 42) ο Χ42, αρχιτέκτονας, ήταν αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και νόμιμος εκπρόσωπος της άνω εταιρείας. Οι πιο πάνω ανάδοχοι εταιρείες είχαν εκ του νόμου (Π.Δ. 609/1985) υποχρέωση να τηρήσουν ορισμένα μέτρα, ώστε να εξασφαλιστεί ότι με την εκτέλεση του έργου, από το οποίο ήταν δυνατόν να επέλθει βλάβη, δεν θα επήρχετο τελικώς τέτοια βλάβη. Ο νομοθέτης δηλαδή εφαρμόζοντας την αρχή της προλήψεως τέτοιου κινδύνου, θέσπισε κανόνες με τους οποίους, στα πλαίσια της άρτιας εκτελέσεως ενός έργου, επιβάλλεται η εκ των προτέρων ασφαλής εκτίμηση των στοιχείων και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του σχεδιαζόμενου έργου, ούτως ώστε να παρασχεθεί στα αρμόδια όργανα η δυνατότητα να εκτιμήσουν ότι από την κατασκευή και τη θέση του σε λειτουργία δεν θα προκληθεί τελικώς βλάβη. Παρά ταύτα, κατά την κατασκευή των προαναφερόμενων έργων δεν τηρήθηκαν ούτε οι κανόνες της τεχνικής ούτε και τα, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και της καλής πίστεως, προσιδιάζοντα στην αρμόδια υπηρεσία του ΥΠΕΧΩΔΕ ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις. Ειδικότερα, η υπηρεσία αυτή αρχικά μεν δέχτηκε, με έγκριση των υποβληθεισών σχετικών μελετών, ότι ήταν αναγκαία η κατασκευή μεσοβάθρων στηρίξεως της υπερυψωμένης λεωφόρου, τα οποία στη συνέχεια κατασκεύασαν οι ανάδοχοι εταιρείες, μετά όμως τις κατ' επανάληψη σημειωθείσες πλημμύρες, τα μεσόβαθρα αυτά καταργήθηκαν με προβαλλόμενη αιτιολογία: "την ελαχιστοποίηση του κινδύνου πλημμύρων λόγω της εκδήλωσης απρόβλεπτων, έντονων και συχνών ακραίων καιρικών φαινομένων". Από το γεγονός αυτό της (μεταγενέστερης) καταργήσεως των μεσοβάθρων -εν όψει μάλιστα του ότι για τη θεμελίωση και ανέγερση αυτών οι ανάδοχοι εταιρείες είχαν καθαιρέσει σε πολλά σημεία τμήματα του παλαιού πρανούς και προέβησαν σε επιχωματώσεις της κοίτης για δάπεδα εργασίας και για κατασκευή κεκλιμένων επιπέδων ("ράμπες"), με συνέπεια τη μείωση της υφιστάμενης προ της ενάρξεως των εργασιών παροχετευτικότητας του ποταμού- συνάγεται άμεσα το συμπέρασμα ότι για το σχεδιασμό του εκτελούμενού έργου δεν είχαν τηρηθεί οι ουσιώδεις τεχνικές προδιαγραφές και συγκεκριμένα δεν έγιναν οι απαιτούμενοι υδραυλικοί υπολογισμοί, ώστε με τη μελέτη των συνθηκών πλημμύρας και της πλημμυρικής παροχής να υπολογιστεί η παροχετευτικότητα του ποταμού και το ασφαλές ή μη της εκτελέσεως του έργου. Και ενώ για το σχεδιασμό του έργου, όσον αφορά το υδραυλικό μέρος αυτού, δεν υπήρχαν οι αναγκαίες πληροφορίες που κατ' ελάχιστο έπρεπε να περιληφθούν στη σχετική μελέτη, η εποπτεύουσα το έργο αρχή, δηλαδή ένδεκα (11) πρώτοι κατηγορούμενοι με την ιδιότητα τους ως στελέχη της ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ, έχοντες και ειδικές γνώσεις, δεν ενήργησαν ως όφειλαν, αλλά αδιαφόρησαν για το αποτέλεσμα της πράξεως τους, το οποίο πάντως προέβλεψαν και αποδέχθηκαν (πρβλ. ΠΚ 27 § 1). Ειδικότερα στους άνω κατηγορουμένους ήταν γνωστά: 1) η εμφάνιση μεγάλων παροχών ύδατος στον Κηφισό από τις λεκάνες απορροής του Λεκανοπεδίου που τον επηρεάζουν σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων, 2) η υφιστάμενη κατάσταση της δομήσεως στην περιοχή του Φαληρικού όρμου, δηλαδή ο εγκλωβισμός των χαμηλών περιοχών Αγ. Ιωάννου Ρέντη, Νέου Φαλήρου, Μοσχάτου και Καλλιθέας σε επίπεδο χαμηλότερο από τη διαμορφωμένη όχθη του Κηφισού, 3) η μειωμένη παροχετευτική ικανότητα του Κηφισού στα σημεία των αναφερομένων στην προηγούμενη σκέψη γεφυρών, στα προαναφερθέντα σημεία θεμελιώσεως και ανεγέρσεως των μεσοβάθρων [εξαιτίας των εκτενών επιχωματώσεων της κοίτης για την δημιουργία τεχνητών δαπέδων εργασίας] και στα σημεία κατασκευής κεκλιμένων επιπέδων εργασίας ("ράμπες") [εξαιτίας του ότι προκειμένου να καταστεί εφικτή η πρόσβαση των βαρέων οχημάτων στην κοίτη καθαιρέθηκαν τμήματα της παλαιάς όχθης, με συνέπεια το ύψος του πλαγίου τμήματος της κοίτης να υποβιβαστεί στο ύψος των παρακείμενων οδών, δηλ. χαμηλότερα]. Και ενώ αυτοί είχαν υπόψη τους τα άνω δεδομένα, όχι μόνο δεν φρόντισαν να διατηρηθεί η ήδη απομειωμένη κοίτη ελεύθερη από μπάζα και κάθε είδους φερτά υλικά, αλλ' ούτε και έλαβαν τα αναγκαία αντιπλημμυρικά μέτρα για προστασία της μείζονος περιοχής από τον ενδεχόμενο κίνδυνο πλημμύρων. Συγκεκριμένα το ότι δεν φρόντιζαν για τον καθαρισμό της κοίτης συνάγεται από τα προσκομισθέντα έγγραφα του Δήμου Μοσχάτου προς την εποπτεύουσα αρχή, με τα οποία εζητείτο επιμόνως και επειγόντως η λήψη των ενδεικνυόμενων μέτρων για τον καθαρισμό της κοίτης. Σημειωτέον ότι ο εν λόγω Δήμος, μετά την πρώτη πλημμύρα, κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αίτηση κατά του Ελληνικού Δημοσίου και των αναδόχων εταιρειών περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων προς αποτροπή του επικειμένου κινδύνου επαναλήψεως της πλημμύρας, που έγινε δεκτή με την υπ' αριθμ. 7163/30-9-2002 απόφαση του και υποχρεώθηκαν οι εν λόγω εταιρείες, επί των οποίων το Δημόσιο είναι υποχρεωμένο να ασκεί εποπτεία και έλεγχο, να απομακρύνουν καθημερινά όλα τα προϊόντα εκσκαφών καθώς και τα πάσης φύσεως φερτά υλικά από την κοίτη του ποταμού, όπως επίσης τις επιχωματώσεις, εκτός από τις αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών και μόνο για τον αναγκαίο χρόνο. Όσον αφορά τη δεύτερη παράλειψη (μη λήψη αντιπλημμυρικών μέτρων) και μετά την πλημμύρα της 8ης-7ου-2002 η μόνη σχετική -αλλά τελείως ανεπαρκής- ενέργεια συνίστατο στην τοποθέτηση μερικών σάκκων άμμου σε ορισμένα σημεία του όλου μήκους του έργου. Το ότι καμία άλλη ενέργεια δεν υπήρξε συνάγεται από το γεγονός ότι, μετά και τη δεύτερη πλημμύρα, άρχισε το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου 2002, κατόπιν γραπτής εντολής της άνω επιβλέπουσας υπηρεσίας προς τις άνω εταιρείες, η κατασκευή προστατευτικών τοιχωμάτων για την αύξηση παροχής του ποταμού καθ' όλο το μήκος του εκτελουμένου έργου. Οι παραλείψεις φυσικά αυτές δεν αφορούν μόνο τα στελέχη της επιβλέπουσας υπηρεσίας ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ, αλλά και τους λοιπούς κατηγορουμένους, στελέχη των αναδόχων εταιρειών, οι οποίοι ως εκ των γνώσεων και της εμπειρίας τους ήταν σε θέση να προβλέψουν την πιθανότητα πλημμύρας αλλά δεν έδειξαν ενδιαφέρον να άρουν την επικίνδυνη κατάσταση και να αποτρέψουν τον κίνδυνο, αποδεχόμενοι (τουλάχιστον) ψυχικά το ενδεχόμενο αυτό. Ως αποτέλεσμα των παραλείψεων αυτών, στην περιοχή τουλάχιστον του Ν. Φαλήρου [που ενδιαφέρει και την πολιτικώς ενάγουσα-εκκαλούσα], κατά τη βροχόπτωση της 8-7-2002 η μεγάλη πίεση των υδάτων προκάλεσε την κατάρρευση της παλαιάς όχθης στο ύψος της οδού Μετσόβου, καθώς είχαν αφαιρεθεί τα από πεντηκονταετίας προστατευτικά αναχώματα, ενώ παράλληλα το υπάρχον στο ίδιο σημείο κεκλιμένο επίπεδο ("ράμπα") δημιούργησε τυρβώδη ροή και διευκόλυνε την άνοδο αυτών ώστε να κατακλύσουν την περιοχή. Κατά συνέπεια, εφόσον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και θα πρέπει κατά την πλειοψηφήσασα άποψη να γίνει δεκτή η έφεση της εκκαλούσας κατά το σκέλος που κρίθηκε παραδεκτή, να εξαφανιστεί το εκκαλούμενο βούλευμα όσον αφορά τους ανωτέρω 42 κατηγορουμένους και να παραπεμφθούν αυτοί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 309 § 1 στοιχ. ε' και 313 Κ.Π.Δ., ενώπιον του ενταύθα Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ' ύλη (αφού δεν υπάρχει πρόβλεψη για εξαιρετική δικαιοδοσία του Εφετείου, βλ. μελέτη Μανωλεδάκη, Υπεράσπιση 1993 σ. 132, Γρ. Παπαγεωργίου, Δικαστήρια Κακουργημάτων, σ. 234) και κατά τόπο [άρθρα 1 στοιχ. δ', 8 § 1 εδάφ. α', 109 εδάφ. α', 119 § 1 και 122 § 1 ΚΠΔ], για να δικαστούν για την προαναφερόμενη πράξη, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14 § 1, 16, 17, 18, 26 § 1, 27 § 1, 45, 51, 52, 60, 79, 98, 268 περ. β' Π.Κ.".
Όμως, από την επισκοπούμενη από Ιουνίου 2003 έκθεση πραγματογνωμοσύνης των υπό του Ανακριτή Πειραιώς διορισθέντων πραγματογνωμόνων Π1 και Π2, πολιτικών μηχανικών, προκύπτει ότι αυτοί καταλήγουν στα εξής συμπεράσματα σχετικά με τις εν λόγω πλημμύρες. Η εργοταξιακή κοίτη είχε μεγαλύτερη παροχευτικότητα κατά τη διάρκεια των πλημμυρών από την αρχική προ των έργων κοίτη του Κηφισού ποταμού, δηλαδή προ της εγκαταστάσεως και επεμβάσεως των αναδόχων εταιρειών στο τμήμα Γ του υπόψη έργου και τούτο διότι οι κατασκευάστριες εταιρείες, προ πάσης άλλης εργασίας, προέβησαν στην κατασκευή τοιχίων με οπλισμένο σκυρόδεμα στα όρια της διευρυμένης κοίτης και σε κατασκευή τοιχίων υπερύψωσης σε τμήματα της παλαιάς κοίτης (σελ. 62 επ.) Η κοίτη του ποταμού καθαριζόταν τακτικά από τα φερτά υλική, ενώ τα προϊόντα καθαιρέσεων και εκσκαφών απομακρύνονταν αυθημερόν Θα πρέπει να αποκλεισθεί η περίπτωση μείωσης του εμβαδού των διατομών της κοίτης ως συνέπεια φερτών υλικών ή προϊόντων εκσκαφής. (σελ.64). Περαιτέρω, στα συμπεράσματα εκτενώς η πραγματογνωμοσύνη αυτή, όπως και οι εκθέσεις των διορισθέντων τεχνικών συμβούλων, Π3 και καθηγητή Υδραυλικών Έργων Π4 , αναφέρονται στα αίτια της πλημμύρας, στα ακραία καιρικά φαινόμενα, ότι η μακροπρόθεσμη αιτία των πλημμυρών είναι ο απαράδεκτος, από τεχνικής απόψεως προγραμματισμός του συνολικού έργου αναδιευθετήσεως του Κηφισού, ότι η Υπηρεσία ΕΥΔΕ/ΕΣΕΑ του ΥΠΕΧΩΔΕ, στην οποία ανήκουν οι πρώτοι 11 κατηγορούμενοι υπάλληλοι του ΥΠΕΧΩΔΕ, συστάθηκε το 2000 και ουδεμία σχέση έχει με τον προγραμματισμό του όλου έργου, ότι η κατασκευή των τριών εργολαβιών συμφωνούσε με τα προβλεπόμενα στις μελέτες, ότι λήφθηκαν όλα τα κατά τις συμβατικές υποχρεώσεις των αναδόχων και κατά τη νομοθεσία των Δημοσίων Έργων προβλεπόμενα μέτρα ασφαλείας, ότι τα έργα του τμήματος Γ, όχι μόνο δεν προκάλεσαν, αλλά τουναντίον συνέβαλαν στη μείωση των συνεπειών των πλημμυρών και τελικά ότι οι πλημμύρες οφείλονται σε έλλειψη γενικότερου συντονισμού και μακροπρόθεσμης προοπτικής του συνολικού έργου αναδιευθέτησης του ποταμού Κηφισού (σελ. 71 επ.). Τα παραπάνω αιτιολογημένα συμπεράσματα των εκθέσεων αυτών, δεν έγιναν δεκτά από την πλειοψηφία του Συμβουλίου Εφετών. Στο αιτιολογικό όμως ουδόλως γίνεται αναφορά στις άνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών συμβούλων, αλλ'ούτε και αντικρούεται ή αιτιολογείται η αντίθετη προς τις παραπάνω διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα των ειδικών επιστημόνων- πραγματογνωμόνων δικανική κρίση και ουδόλως παρατίθενται αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποκλείουν στα οποία στηρίζονται οι πραγματογνώμονες. Προσθέτως, ουδόλως αιτιολογείται στο προσβαλλόμενο βούλευμα και το βουλητικό στοιχείο του προβλεφθέντος από τους κατηγορούμενους εγκληματικού αποτελέσματος και δεν αρκεί μόνο η παρατιθέμενη γνώση του κινδύνου επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλά προσαπαιτείται και η διαπίστωση ότι και οι 41 τον αριθμό συνυπαίτιοι κατηγορούμενοι κατά τη κρίσιμη χρονική στιγμή των γενομένων τεσσάρων πλημμυρών, και δη της γενόμενης την 8-7-2002 που ερευνάται, δεν απώθησαν από τη συνείδησή τους την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος, που όλοι προέβλεψαν και εντεύθεν όλοι συμβιβάστηκαν με αυτό ή και το επιδοκίμασαν, δηλαδή αποδέχθηκαν το αποτέλεσμα και δη τον ορατό κίνδυνο πλημμύρας και τον από αυτή κίνδυνο πνιγμού ανθρώπων, όπως της πεζής πολιτικώς ενάγουσας Ψ1, που κινδύνευσε η ζωή της από παράσυρση των υδάτων του υπερχειλίσαντος Κηφισού ποταμού κατά την 8-7-2002. Ουδόλως δε εκτίθενται πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία διαπιστώθηκε από το Συμβούλιο, ότι οι υπαίτιοι κατά τη κρίσιμη χρονική στιγμή της προβλέψεως του άνω αποτελέσματος των πλημμύρας, δεν απώθησαν από τη συνείδησή τους την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος, που προέβλεψαν και εντεύθεν ότι συμβιβάστηκαν με αυτό ή και το επιδοκίμασαν αποδεχθέντες την επέλευσή του . Επομένως, κατά το βάσιμο από το άρθρο 484 παρ. 1 δ του ΚΠοινΔ σχετικό λόγο αναιρέσεως όλων των αναιρεσειόντων, υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και πρέπει, να γίνουν δεκτές οι κρινόμενες 38 αιτήσεις αναιρέσεως, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο με αριθ. 188/2008 βούλευμα και το παρεμπίπτον με αριθ. 76/2007 του ιδίου Συμβουλίου, και για την περίπτωση της πλημμύρας της 8-7-2002 και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). Μετά ταύτα, παρέλκει η εξέταση του υποβληθέντος αιτήματος ορισμένων (πέντε) από τους αναιρεσείοντες, για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο Συμβούλιο τούτο για παροχή διευκρινίσεων.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 469 ΚΠοινΔ, αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με τον νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνον σε αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους. Στην προκείμενη υπόθεση, εφόσον κατά παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως των 38 κατηγορουμένων, αναιρείται το προσβαλλόμενο βούλευμα για υπέρβαση εξουσίας και για έλλειψη αιτιολογίας, ήτοι για λόγο που δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο πρόσωπό τους, πρέπει να ωφεληθούν και να έχει η αναίρεση αυτών επεκτατικό αποτέλεσμα και για τους λοιπούς τρεις παραπεμπομένους συγκατηγορουμένους τους για την ίδια πράξη, που δεν άσκησαν αναίρεση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει το με αριθ. 76/2007 παρεμπίπτον βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και το με αριθ. 188/2008 παραπεμπτικό βούλευμα αυτού, κατά το μέρος που το πρώτο από αυτά έκρινε τυπικά παραδεκτή την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας Ψ1, για την κατηγορία των τριών πλημμυρών της 18-8-2002, 3-9-2002 και 7-11-2002 και διέταξε περαιτέρω ανάκριση και για αυτές και το δεύτερο βούλευμα, κατά το μέρος που δέχθηκε την έφεση της ανωτέρω πολιτικώς ενάγουσας κατ'ουσίαν και παρέπεμψε και για τις τέσσερις πλημμύρες, κατ'εξακολούθηση, σε βαθμό κακουργήματος, όλους και τους σαράντα ένα τον αριθμό κατηγορουμένους. Και.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, κατά τα παραπάνω, στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Μαρτίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2009.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ