Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1898 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Τραπεζική επιταγή, Αναρμοδιότητα.




Περίληψη:
Έκδοση ακάλυπτης επιταγής, Λόγοι αναιρέσεως: 1) Υπέρβαση εξουσίας. Αν η κατά τόπον αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου δεν προταθεί από κάποιο διάδικο ή από τον εισαγγελέα ή δεν γίνει αντιληπτή, καλύπτεται. 2) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Απορρίπτεται η αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1898/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αρκουμάνη, περί αναιρέσεως της 214/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Ορεστιάδας.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ARGOHELLAS A.E. - ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ", που εδρεύει στις Καστανιές Ορεστιάδας, που εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν παραστάθηκε.

Το Τριμελές Πλημ/κείο Ορεστιάδας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1435/2007.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από την διάταξη του άρθρου 126 παρ. 1 και 2 τού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με την οποία θεσμοθετείται η ένσταση της κατά τόπον αναρμοδιότητας, προκύπτει ότι η ένσταση αυτή επιβάλλεται να προτείνεται στο δικαστήριο του πρώτου βαθμού, αλλά για την ταυτότητα του νομικού λόγου και στο δικαστήριο που δικάζει την έφεση, μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, από τον ενδιαφερόμενο ή τον Εισαγγελέα, λαμβάνεται δε υπ' όψη και αυτεπαγγέλτως, διότι άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτη, αφού θεωρείται ότι έχει καλυφθεί κατά τα άρθρα 173 και 174 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, η προβαλλόμενη με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως κατά τόπον αναρμοδιότητα του δικάσαντος σε πρώτο βαθμό Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ορεστιάδας και σε δεύτερο βαθμό Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ορεστιάδας, δεν προβλήθηκε έστω ενώπιον του τελευταίου τούτου, μετά την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως και την άσκηση της ένδικης εφέσεως, και δη μέχρι της ενάρξεως της επ' ακροατηρίου αποδεικτικής διαδικασίας, και συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' τού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περί υπερβάσεως εξουσίας πρώτος λόγος της αναιρέσεως, είναι απαράδεκτος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς καιν αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της αποφάσεως (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτήν, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, εφόσον το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενο του με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη των άρθρων 170 παρ. 2, 171 παρ. 1 εδ. δ', 352, 501 παρ. 1 και 510 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προκύπτει ότι η παραδοχή ή μη του αιτήματος του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, απόκειται στην κυριαρχική και ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου, το οποίο, αν υποβληθεί τέτοιο αίτημα, οφείλει να απαντήσει σ' αυτό, διότι άλλως δημιουργείται λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως από τα άρθρα 170 παρ. 2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ίδιου Κώδικα. Για την απόρριψη του αιτήματος αυτού, μέχρι μεν την ισχύ (4.6.1996) του Νόμου 2408/1996, που με το άρθρο του 2 παρ. 5 συμπλήρωσε το άρθρο 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να διαλάβει στην απόφαση του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, μετά δε την ισχύ τού νόμου αυτού, ο οποίος (συμπληρώνοντας το άρθρο 139 ΚΠΔ) ρητώς όρισε ότι αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως τού εάν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, το δικαστήριο, προκειμένου να απορρίψει ως αβάσιμο το αίτημα αυτό, οφείλει να διαλάβει στην απόφαση του την κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι διαφορετικά δημιουργείται λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ως άνω Κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, στα οποία είναι ενσωματωμένη και η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ορεστιάδας από τον δικηγόρο Ορεστιάδας Χρήστο Ποτίδη, κατά τη συνεδρίαση του της 8ης Μαΐου 2007, προς υποστήριξη της εφέσεως του κατά της 603/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ορεστιάδας, που τον είχε καταδικάσει σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, η οποία μετετράπη σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ ημερησίως για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, ζήτησε, διά του ως άνω εκπροσώπου - συνηγόρου του, την αναβολή της δίκης, προκειμένου να εξοφληθεί η ένδικη επιταγή, μέχρι την ημέρα που θα προσδιορισθεί η νέα δικάσιμος. Το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε το παραπάνω αίτημα του, με την εξής αιτιολογία: "Επειδή, το αίτημα του συνηγόρου τού εκκαλούντος - κατηγορουμένου περί αναβολής τής δίκης, κατ' άρθρο 352 ΚΠΔ, προκειμένου κατά το μεσολαβούν χρονικό διάστημα να εξοφλήσει ο εκκαλών - κατηγορούμενος την επίδικη επιταγή, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον ήδη έχει αναβληθεί η δίκη (στον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας), αιτήσει τού εκκαλούντος - κατηγορουμένου, από την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 6.2.2007 για την παρούσα δικάσιμο, όπως προκύπτει από τη με αριθμό 63/2007 αναβλητική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, χωρίς ο εκκαλών να προβεί στην καταβολή τού ποσού τής επιταγής, άλλωστε ο εκπρόσωπος της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας, εξεταζόμενος ανωμοτί, δήλωσε ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος μέχρι τώρα καμία επικοινωνία δεν είχε μαζί τους, ούτε έδειξε κάποιο ενδιαφέρον σχετικά με τη ρύθμιση της εν λόγω οφειλής του". Η αιτιολογία αυτή είναι η απαιτούμενη και για την προκειμένη παρεμπίπτουσα απόφαση από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη, διότι το Δικαστήριο απάντησε στο αίτημα του κατηγορουμένου με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, εκθέτοντας ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος είχε ζητήσει και στο παρελθόν για τον ίδιο λόγο αναβολή δεν προέβη σε καμία καταβολή, επιδεικνύοντας αδιαφορία για την οφειλή του. Ακολούθως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ορεστιάδας, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 214/2007 απόφαση του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, και μετά από αξιολόγηση των αναφερόμενων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: " ...Ο εκκαλών - κατηγορούμενος, στην ..., στις ..., εξέδωσε τη με αριθμό ... επιταγή, ποσού 4.500 ευρώ, σε χρέωση του με αριθμό ... τραπεζικού λογαριασμού του, που τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ. πληρωτέα σε διαταγή του Ε1. Την ανωτέρω επιταγή ο Ε1 τη μεταβίβασε με οπισθογράφηση στην εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΑGRO - ΗΕLLAS Α.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ & ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ", η οποία εδρεύει στις Καστανιές Έβρου και εκπροσωπείται νόμιμα, ενώ στις 31.5.2005, η εγκαλούσα εμφάνισε εμπρόθεσμα την επίδικη επιταγή προς πληρωμή στο κατάστημα της πληρώτριας τράπεζας στην ...., πλην όμως αυτή (η επιταγή) δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό τού εκδότη εκκαλούντος - κατηγορουμένου και σφραγίστηκε. Την προαναφερόμενη επιταγή εξέδωσε ο εκκαλών -κατηγορούμενος, γνωρίζοντας ότι δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια στον ως άνω λογαριασμό του κατά το χρόνο εκδόσεως της και δεν θα υπήρχαν τέτοια κεφάλαια κατά το χρόνο πληρωμής της. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά η αποδιδόμενη στον εκκαλούντα - κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη και επομένως πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος". Με τις παραδοχές του αυτές, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ορεστιάδας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάσθηκε ο εν λόγω αναιρεσείων κατηγορούμενος σε ποινή φυλακίσεως τριών μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί μία τριετία, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τών άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. Π.Κ. και 79 του ν. 5960/1933, όπως αυτές ισχύουν, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως και ως προς τα δύο του σκέλη, ήτοι α) ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής και β) ως προς την κήρυξη του αναιρεσείοντος ενόχου, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.
ΕΠΕΙΔΗ, μετά από όλα αυτά, και ενόψει τού ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν πλήττεται και με άλλους λόγους αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και ο αναιρεσείων να καταδικαστεί στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19 Ιουλίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του ... κατά της 214/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ορεστιάδας. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Οκτωβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή