Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής υπεύθυνη δήλωση, Απόπειρα, Συνέργεια, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση.
Περίληψη:
Παραπεμπτικό Βούλευμα. Άμεση συνέργεια σε απάτη κατ' εξακολούθηση τετελεσμένη και σε απόπειρα με ζημία άνω των 73.000€, καθώς επίσης και άμεση συνέργεια σε ψευδή υπεύθυνη δήλωση κατ' εξακολούθηση, από την οποία προκλήθηκε σε άλλον βλάβη που υπερβαίνει το ποσό των 73.000€. Έννοια όρων. Παραπονείται για την απόρριψη της εφέσεως της με το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου, για να δικαστεί για τις παραπάνω αξιόποινες κακουργηματικές πράξεις. Λόγοι της αιτήσεως η έλλειψη αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν. Επίσης, επικαλείται απόλυτη ακυρότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος, για αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος της αναιρεσείουσας, για αυτοπρόσωπη εμφάνιση της στο Συμβούλιο προς υποστήριξη της εφέσεως της. Απορρίπτει ως αβάσιμους λόγους αιτήσεως και αναίρεση.
Αριθμός 1506/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ'Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή και Παναγιώτη Ρουμπή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Μαΐου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση
της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.2608/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2 και
με πολιτικώς ενάγουσα την "ΣΤΕΤ HELLAS ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ Α.Ε.Β.Ε." που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Φεβρουαρίου 2010 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 278/2010. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη, με αριθμό 133/13-4-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Ι. Eισάγω στο Συμβούλιό Σας , σύμφωνα με το ά. 485 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., την 16/4-2-2010 αίτηση αναιρέσεως της Χ1 κατοίκου ..., η οποία ασκήθηκε για λογαριασμό της από τον δικηγόρο Αθηνών Χαρ. Χαραλαμπέα ΔΣΑ 12098 σύμφωνα με την από 2-2-2010 νομότυπη εξουσιοδότηση προς αυτόν που προσκόμισε και προσαρτάται, κατά του 2608/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και εκθέτω τα ακόλουθα:
ΙΙ. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το 1757/2009 βούλευμα του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τους κατηγορουμένους: α) Χ2 για να δικαστεί για εξακολουθητική απάτη τετελεσμένη και σε απόπειρα με ζημιά άνω των 73.000 ευρώ και εξακολουθητική υποβολή ψευδών υπευθύνων δηλώσεων με σκοπό το όφελος και την βλάβη άνω των 73.000 ευρώ και β) Χ για να δικαστεί για άμεση συνέργεια σε εξακολουθητική απάτη τετελεσμένη και σε απόπειρα με ζημιά άνω των 73.000 ευρώ και άμεσης συνέργεια σε εξακολουθητική ψευδή υπεύθυνη δήλωση από την οποία η βλάβη που προκλήθηκε σε άλλον υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ (άρθρα 46 παρ.1β, 94 παρ.1, 98 παρ.1, 386 παρ.1 και 3 του Π. Κ., όπως η παρ 3 του άρθρου 386 αντικ. με το άρθρο 14παρ.4 Ν. 2172/93, και άρθρ.22 παρ.6 εδ.β' ν.1599/1986). Κατά του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος η κατηγορουμένη Χάσκησε την 311/2009 έφεσή της η οποία απορρίφθηκε στην ουσία της με το 2608/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα . Κατά του βουλεύματος αυτού η κατηγορουμένη αυτή άσκησε την 16/4-2-2010 αναίρεση της. Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στον αντίκλητο δικηγόρο της κατηγορουμένης Χ. ... στις 25-1-2010 , όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό της επιμελήτριας της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών ..., και αυτή στις 4-2-1010 εμπρόθεσμα, δηλ. εντός της προβλεπόμενης δεκαήμερης προθεσμίας από την επίδοση (α. 473 παρ. 1 του ΚΠΔ ), άσκησε την παραπάνω αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ... σύμφωνα με την από 2-2-2010 νομότυπη εξουσιοδότησή της προς αυτόν που προσκόμισε και προσαρτάται. Η κατηγορουμένη με την παραπάνω αίτηση αναιρέσεώς της στρέφεται κατά του τελεσιδίκου αυτού βουλεύματος, που την παρέπεμψε για κακουργήματα (α. 482 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ ), και ζητά την εξαφάνισή του: α) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων ( α. 484 παρ. 1 στοιχ. β' και ε' του ΚΠΔ ). Επειδή η αίτηση αναιρέσεως είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και παραδεκτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί στην ουσία της.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. (ΑΠ 1163/2008 ΠΧ 2009.429 , ΑΠ 111/2008 ΠΧ 2008.991, ΑΠ 211/2007 ΠΧ 2008.39, ΑΠ 1636/2006 ΠΧ 2007.734 , ΑΠ 1167/2006 ΠΧ2007.429 Χ. Μυλωνόπουλος Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας σελ.425-517). Η απάτη έχει την μορφή κακουργήματος , σύμφωνα με την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, όταν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ ( ΑΠ 1521/2006 ,ΑΠ 1321/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ). Για την στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή της απάτης απαιτείται : α) ο άμεσος συνεργός να γνωρίζει το εγκληματικό σχέδιο του αυτουργού β) να θέλει να βοηθήσει στην υλοποίησή του β) να βοηθά τον αυτουργό στην πραγμάτωση της απάτης κατά την εκτέλεση και διάρκεια αυτής και γ) χωρίς την δική του συνδρομή η τέλεση της απάτης να μην ήταν με βεβαιότητα δυνατή δηλ. η συμβολή του να ήταν αποφασιστική (ΑΠ 546/2009 ΑΠ 575/2009 στην ιστοσελίδα του ΑΠ 2353/2007, Μυλωνόπουλος ο.π. σελ. 521,522 ). Εξάλλου σύμφωνα με το α. 8 παρ.1 ν. 1599/1986 γεγονότα ή στοιχεία που δεν αποδεικνύονται με δελτίο ταυτότητας ή τα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6, μπορεί να αποδεικνύονται ενώπιον κάθε αρχής ή υπηρεσίας του δημόσιου τομέα με υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερόμενου που συντάσσεται σε ειδικό σφραγιστό χαρτί. Κατά τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.6 του ν. 1599/1986, όπως αντ. με άρθρο 2παρ.13 ν. 2479/1997, όποιος εν γνώσει του δηλώνει ψευδή γεγονότα ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθινά με έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Εάν ο υπαίτιος των πράξεων αυτών σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτο ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. (ΑΠ 19/2008, ΑΠ 60/2007, ΑΠ 1989/2007, ΑΠ 419/1999, AΠ 754/1998). Τα δύο αυτά εγκλήματα (απάτη - ψευδής υπεύθυνη δήλωση ) συρρέουν αληθώς μεταξύ τους επειδή με αυτά προστατεύονται διαφορετικά έννομα αγαθά (ΑΠ 1523/2004 ΠΧ! 2005. 628, ΑΠ 1587/1994 ΠΧ! 1995.1385 ). Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (Ολ. ΑΠ 19/2001 ΠΧ! 2002.402, ΑΠ 1151/2006, ΑΠ 1073/2006, ΑΠ 1560/2002, ΑΠ 1011/2000). Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 2206/2006, ΑΠ 1071/2005, ΑΠ 1464/2003, ΑΠ 2253/2002). Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (Ολ. ΑΠ 1/2002, ΑΠ 510/2002, ΑΠ 259/2006, ΑΠ 535/2002, ΑΠ 1335/95 ).
ΙV. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα, δέχθηκε ότι, από την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας και ειδικότερα των καταθέσεων των μαρτύρων, των εγγράφων που προσκομίστηκαν και περιέχονται σ' αυτή, της απολογίας της κατηγορουμένης και του συγκατηγορουμένου της προκύπτουν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: " Αρχές του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2003, ο Γενικός Δ/ντής του Εμπορικού Τμήματος της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία "STET Ελλάς Τηλεπικοινωνίες Α.Ε.Β.Ε.", που εδρεύει στο ..., Α2 ανέθεσε στον Α1, Δ/ντή του Τμήματος "Καταστήματα Telestet Εμπόριο Μάρκετινγκ και Διαφήμιση" και στον Α3, Δ/ντή του Τμήματος "Διαφήμισης Προϊόντων και Υπηρεσιών" το έργο του σχεδιασμού της μετονομασίας του σήματος της εταιρείας από "TELESTET" σε "TIM". Και τούτο διότι το 81,9 ο/ο της εγκαλούσας εταιρείας ελέγχεται από την εταιρεία με την επωνυμία "ΤΙΜ ιnternational N.V." που εδρεύει στο ..., το δε 100 ο/ο της εταιρείας αυτής ελέγχεται από την εταιρεία με την επωνυμία "Telecom Mobile S.p.A", που έχει ως διακριτικό της τίτλο το ακρωνύμιο "TIM", με έδρα το ..., είναι δε θυγατρική του ομίλου Telecom Italia S.p.A, που έχει την έδρα της στη ..., έχει κατοχυρώσει το ακρωνύμιο "TIM" ως κοινοτικό σήμα από το έτος 1999 και από το Μάρτιο 1996 είχε καταθέσει στο Υπουργείο Εμπορίου, Τμήμα Κατάθεσης Σημάτων τη δήλωση αλλοδαπού σήματος "T.Ι.M.". Οι δύο προαναφερθέντες Διευθυντές της εταιρείας με τρεις υπαλλήλους συγκρότησαν με απόλυτη μυστικότητα δύο ομάδες για την επεξεργασία, οργάνωση και προετοιμασία της επίμαχης μετονομασίας. Ο Α1 συνεργάστηκε με την εκκαλούσα Χ, ο δε Α3 με την Α4 και την Α5, τονίζοντας ότι όφειλαν να τηρούν απόλυτη εχεμύθεια και μυστικότητα σχετικά με το αντικείμενο της εργασίας τους. Περί τα τέλη μηνός Οκτωβρίου 2003 ο Α1 έδωσε εντολή για την επίσπευση των εργασιών και την ηλεκτρονική κατοχύρωση του "TIM" ως ονόματος χώρου (:domaine name). Όμως αρχές Νοεμβρίου 2003 από έλεγχο που διενήργησε η εταιρεία στο δικτυακό τόπο του Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Πληροφορικής του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας που διαχειρίζεται τις ελληνικές ονομασίες χώρου, διαπίστωσε ότι το όνομα χώρου tim.gr είχε αιτηθεί την 31-10-2003 από τον Χ2, άγνωστο πρόσωπο σ' αυτή, με διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου "johndent@otenet.gr" και η ΕΕΤΤ ενέκρινε με απόφαση της την κατοχύρωση του ονόματος αυτού στο ανωτέρω πρόσωπο. Μάλιστα την ίδια ημερομηνία ο ανωτέρω είχε ζητήσει με θετικό αποτέλεσμα την κατοχύρωση και των ακόλουθων ονομάτων χώρου: timhellas.gr, tim-hellas-gr. και τα τρία δε ονόματα του εκχωρήθηκαν και η κατοχύρωση τους έγινε την 10-12-2003. Η εταιρεία αναζήτησε την ύπαρξη διαρροής και οι ομάδες εργασίες κατεύθυναν την προσπάθεια χους σε ανεύρεση άλλης ονομασίας χώρου, ενόψει του επείγοντος χαρακτήρα της ολοκλήρωσης του έργου, καταλήγοντας στο όνομα : tim.com.gr, το οποίο κοινοποίησε στη νομική υπηρεσία την 24-11-2003. Όμως και πάλι μετά από σχετικό έλεγχο διαπίστωσαν ότι το ίδιο πρόσωπο είχε ζητήσει ήδη στις 17.11.2003 την κατοχύρωση του ονόματος αυτού, πλην όμως απερρίφθη την 16-1-2004. Για το λόγο αυτό αποφάσισε η εγκαλούσα εταιρεία να προβεί σε ενδελεχή έρευνα για την αποκάλυψη των στοιχείων του ατόμου που διέρρεε το περιεχόμενο των εναλλακτικών της προτάσεων με την κατοχύρωση των ονομάτων χώρου. Στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι η εκκαλούσα έχοντας συνάψει σχέσεις με τον Χ2, επικοινωνούσε καθημερινά μαζί του κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, ότι την 30.10.2003 διενήργησε 6 κλήσεις προς το κινητό του τηλέφωνο συνολικής διάρκειας περίπου 20 λεπτών, όπως και την ημέρα κατάθεσης .των αιτήσεων από τον Χ2, την 31-10-2003, που διενέργησε τέσσερις κλήσεις συνολικής διάρκειας 453 δευτερολέπτων. Επίσης το χρονικό διάστημα από 1-11-2004 έως 23-1-2004 εξακολουθούσε να επικοινωνεί τηλεφωνικώς, διενεργώντας συνολικώς 248 κλήσεις προς το κινητό του τηλέφωνο. Περαιτέρω από έρευνα που διεξήχθη του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ανήκε στην εγκαλούσα εταιρεία και το χειριζόταν αυστηρά για τη διεκπεραίωση εταιρικών σκοπών η εκκαλούσα, μέλος της επιτροπής μετονομασίας της ως άνω εταιρείας, διαπιστώθηκε καταγραφή σωρείας ηλεκτρονικών επιστολών της, εξήντα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, προς το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του συγκατηγορουμένου της Χ2, ο οποίος επίσης της απέστειλε μηνύματα το χρονικό διάστημα από 20-1-2003 έως 4-12-2003, αντάλλασσαν δε ηλεκτρονικά μηνύματα και το μήνα Ιανουάριο του έτους 2004 (σχετικές οι από 4-2-2004 ένορκες βεβαιώσεις-δηλώσεις του Μ1, ιδιωτικού υπαλλήλου και Α1 ). Από τα ανωτέρω σε συνδυασμό με τα κατατεθέντα, από τους μάρτυρες Μ2, Μ3, Α1, Μ1 και το περιεχόμενο της με αριθμ. πρωτ. ...απόφασης της Ε.E.T.T. προκύπτει ότι η εκκαλούσα, μετέχοντας στην εργασιακή ομάδα που είχε συσταθεί και αναλάβει υπό συνθήκες πλήρους εχεμύθειας και μυστικότητας την οργάνωση και υλοποίηση της μετονομασίας του σήματος της εταιρείας από "TELESTET" σε "TIM" και την εν συνεχεία ηλεκτρονική καταχώρηση του "TIM" ως ονόματος χώρου στο διαδίκτυο, ανακοίνωνε στο συγκατηγορούμενό της Χ2 τα απόρρητα δεδομένα της επιτροπής στην οποία συμμετείχε και τον βοήθησε εξακολουθητικά κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα που ο ανωτέρω υπέβαλε τις αιτήσεις και στη συνέχεια τα απαιτούμενα δικαιολογητικά στην Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, ώστε χωρίς τη συνδρομή της δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση από αυτόν των εγκλημάτων της απάτης κατ' εξακολούθηση, τετελεσμένης και σε απόπειρα εκ της οποίας η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ και της ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης κατ' εξακολούθηση, από την οποία η βλάβη που προκλήθηκε σε άλλον υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, υπό τις περιστάσεις που διαπράχθηκαν. Η ίδια είχε άμεση επαφή με τον Χ2κατά το χρόνο που ενεργούσε ο συγκατηγορούμενός της, ήτοι από 31-10-2003 έως 27-11-2003 και περαιτέρω έως 16-1-2004, παρέχοντας του ακριβείς πληροφορίες, που ήταν απολύτως αναγκαίες κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση των πράξεων του, προκειμένου να επιτύχουν το σκοπό τους, ώστε με ψευδείς υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 ν. 1599/1986, την 10-11-2003 και την 27-11-2003 στο όνομα του αιτούντος, ήτοι ότι η καταχώρηση των ανωτέρω ονομάτων χώρου δεν παραβιάζει δικαιώματα τρίτων, να εξαπατηθεί και να επιχειρηθεί να εξαπατηθεί η αρμόδια Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών, να καταχωρηθούν αλλά και να επιχειρηθεί να καταχωρηθούν χρονικά, πρώτα σ' αυτόν, τα ανωτέρω ονόματα χώρου, με βλάβη της εγκαλούσας δικαιούχου εταιρείας, παρεμποδίζοντας την εταιρεία στη χρήση τους, με σκοπό προσπορίσεως παρανόμου περιουσιακού οφέλους, ζημιώνοντας τη δικαιούχου εταιρεία, σε ποσό που υπερέβαινε τα 73.000 ευρώ. Περαιτέρω προκύπτει ότι τόσο ο Χ2, ο οποίος επί πολλά έτη δραστηριοποιείται μέσω διαδικτύου, διαθέτει δική του ιστοσελίδα εν είδει ηλεκτρονικού περιοδικού και διατηρεί ηλεκτρονική διεύθυνση με όνομα χώρου www.fws.gr, έχοντας πολύ καλή γνώση του διαδικτύου και των συναφών τεχνολογιών, όσο και η εκκαλούσα, πτυχιούχος της ΑΣΟΕ, με μεταπτυχιακό στις οικονομικές και χρηματοοικονομικές επιστήμες, γνώριζαν ότι η αγορά των επίμαχων ονομασιών χώρου, που έσπευσε να κατοχυρώσει ο αιτών, από την εγκαλούσα εταιρεία υπερέβαινε το ποσό των 73.000 ευρώ, συνεπεία της μεγάλης εμπορικής αξίας τους, υπολογιζόμενη κατ" ελάχιστο σε 100.000 ευρώ. Επίσης ότι το μέγεθος της ζημιάς, της εγκαλούσας εταιρείας από τις ενέργειες τους, συνεπεία της σύγχυσης που δημιουργήθηκε στους χρήστες του διαδικτύου το επίμαχο τρίμηνο χρονικό διάστημα έως ότου η ίδια κατοχυρώσει, μέσω νομίμων διαδικασιών, το δικτυακό τόπο, με νέα απόφαση της Ε.Ε.Τ.Τ., ανέρχεται σε 20.000 ευρώ περίπου, οι δε δαπάνες στις οποίες έπρεπε να προβεί για την αλλαγή των συστημάτων της, καρτών, επιστολόχαρτων αλλά και των δικαστικών εξόδων υπερέβαινε το ποσό των 130.000 ευρώ. Αξιοσημείωτο είναι ότι η εκκαλούσα στην απολογία της ενώπιον της Ανακρίτριας αποδέχθηκε ότι αντελήφθη το πρόβλημα που δημιουργήθηκε στην εταιρεία, περιγράφοντας τις συνεπακόλουθες οικονομικές συνέπειες της σύγχυσης των χρηστών του διαδικτύου αλλά και την οικονομική βλάβη της εταιρείας από τις αναγκαστικές αλλαγές στις οποίες έπρεπε να προβεί. Υπό τα ανωτέρω εκτεθέντα, υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής της εκκαλούσας-κατηγορουμένης που επιβάλλουν την παραπομπή της στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, ορθώς δε Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών την παρέπεμψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, που συρρέουν αληθώς.
Συνεπώς, θα πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσία η κρινομένη έφεση και να επιβληθούν στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα σε 220 ευρώ". Το βούλευμα αυτό του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επειδή : α) εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων β) αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που προβλέπουν και τιμωρούν αυτά τα εγκλήματα γ) ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις αυτές, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα ρητώς εκθέτει ότι η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη: α) γνώριζε το εγκληματικό σχέδιο του αυτουργού Χ2, με τον οποίο διατηρούσε στενές προσωπικές σχέσεις , που ήταν να βλάψει την περιουσία της εγκαλούσας εταιρείας σπεύδοντας να κατοχυρώσει στο όνομά του τίτλους που αυτή είχε προγραμματίσει να χρησιμοποιήσει β) ήθελε να τον βοηθήσει στην υλοποίησή του δίνοντας του όλες τις σχετικές πληροφορίες για τα ονόματα που είχαν συζητηθεί και αποφασιστεί στα όργανα της εταιρείας στα οποία συμμετείχε γ) ήθελε με τις πληροφορίες που έδωσε να βλάψει την περιουσία της εγκαλούσας εταιρείας και τελικά την έβλαψε προκαλώντας σ' αυτή ζημιά άνω των 73.000 ευρώ και επιχείρησε να την βλάψει αντίστοιχα δ) ήθελε με τις πληροφορίες που έδωσε να προκαλέσει στην περιουσία της εγκαλούσας εταιρείας ζημιά ανώτερη των 73.000 ευρώ μέσω των ψευδών υπευθύνων δηλώσεων του παραπάνω αυτουργού οι οποίες στηρίχτηκαν σε δικές της αποκλειστικές πληροφορίες που του έδωσε και επιχείρησε να την βλάψει αντίστοιχα και ε) γνώριζε ότι χωρίς την δική της συμβολή ήταν αδύνατη η τέλεση τόσο του εγκλήματος της απάτης όσο και του άλλου εγκλήματος της ψευδούς υπευθύνου δηλώσεως. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η παραπάνω συμπεριφορά της αναιρεσείουσας δεν μπορεί να υπαχθεί στην διάταξη του α. 16 του Ν. 146/1914 επειδή ο αυτουργός που έγινε δέκτης των πληροφοριών της δεν ήταν ανταγωνιστής της εγκαλούσας εταιρείας κινητής τηλεφωνίας . Κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος που προβάλλει αυτή για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που ερμηνεύτηκαν και εφαρμόστηκαν είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Τέλος το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του αιτιολογημένα απέρριψε το αίτημα της αναιρεσείουσας για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του αφού δέχθηκε ότι αυτή με τα μνημονευόμενα σ' αυτό μέσα εξέθεσε επαρκώς τις απόψεις της. Κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος που προβάλλει για απόλυτη ακυρότητα είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί (ΑΠ 960/2006, ΑΠ 2125/2002, ΑΠ 300/2001 ). Με βάση τα δεδομένα αυτά η αίτηση αυτή αναιρέσεως της κατηγορουμένης είναι αβάσιμη και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν σ' αυτή τα δικαστικά έξοδα (α. 583 παρ. 1, όπως αντ. από το α. 55 παρ. 1 του Ν. 3160/2003, σε συνδ. με το α. 3 παρ. 3 του Ν. 773/1977 και την 58553/19/28-6-2006 Α.Υ. Οικονομικών και Δικαιοσύνης ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω:
Α) Να απορριφθεί η 16/4-2-2010 αίτηση αναιρέσεως της Χ κατοίκου ... (Κρατησικλείας 6) κατά του 2608/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
Β) Να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα από 200 ευρώ. Αθήνα 8 Απριλίου 2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κατσιρώδης"
Αφού άκουσε Τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το 1757/2009 βούλευμα του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακούργηματων Αθηνών τους κατηγορουμένους : α) Χ2 για να δικαστεί για εξακολουθητική απάτη τετελεσμένη και σε απόπειρα με ζημιά άνω των 73.000 ευρώ και εξακολουθητική υποβολή ψευδών υπευθύνων δηλώσεων με σκοπό το όφελος και την βλάβη άνω των 73.000 ευρώ και β) Χ για να δικαστεί για άμεση συνεργεία σε εξακολουθητική απάτη τετελεσμένη και σε απόπειρα με ζημιά άνω των 73.000 ευρώ και άμεσης συνεργεία σε εξακολουθητική ψευδή υπεύθυνη δήλωση από την οποία η βλάβη που προκλήθηκε σε άλλον υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ (άρθρα 46 παρ.1β, 94 παρ.1, 98 παρ.1, 386 παρ.1 και 3 του Π. Κ., όπως η παρ 3 του άρθρου 386 αντικ. με το άρθρο 14 παρ.4 Ν. 2172/93, και αρθρ.22 παρ.6 εδ.β' ν.1599/1986).
Ήδη νόμιμα φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό η από 4-2-2010 και με αριθμό 16/2010 ενώπιον του Γραμματέα (Τμήματος Βουλευμάτων) του Εφετείου Αθηνών ασκηθείσα από τη δεύτερη κατηγορουμένη, Χ, αίτηση αναιρέσεως κατά του παραπάνω βουλεύματος και πρέπει να ερευνηθεί.
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1, 3 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, επέρχεται η παραπλάνηση του άλλου προσώπου και γ) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Η απάτη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Ως γεγονότα κατά την έννοια του άρ. 386 Π.Κ. νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν, δηλαδή τα αναγόμενα στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων που αναφέρονται στο παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή πραγματική κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε υπάρχει γεγονός που θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης.
Επίσης από την παρ. 1 του άρθρου 98 του Π.Κ προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία από αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της αποφάσεως για την τέλεση τους και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα. Στην παραπάνω διάταξη, προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999 δεύτερη παράγραφος, σύμφωνα με την οποία η αξία του αντικείμενου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος, που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεψε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως, προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος. Περαιτέρω, σύμφωνα με το α. 8 παρ.1 ν. 1599/1986 γεγονότα ή στοιχεία που δεν αποδεικνύονται με δελτίο ταυτότητας ή τα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6, μπορεί να αποδεικνύονται ενώπιον κάθε αρχής ή υπηρεσίας του δημόσιου τομέα με υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερόμενου που συντάσσεται σε ειδικό σφραγιστό χαρτί. Κατά τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.6 του ν. 1599/1986, όπως αντ.με άρθρο 2παρ.13 ν. 2479/1997, όποιος εν γνώσει του δηλώνει ψευδή γεγονότα ,ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθινά με έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Εάν ο υπαίτιος των πράξεων αυτών σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτο ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ.
Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1β' του Π.Κ., στην οποία ορίζεται ότι, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, συνάγεται ότι άμεσος συνεργός είναι εκείνος, που, με πρόθεση, παρέχει άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά την εκτέλεση και την διάρκεια της κύριας πράξης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, χωρίς αυτή τη συνδρομή, δεν θα ήταν με βεβαιότητα, δυνατή η τέλεση του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που διαπράχθηκε, ενώ ο δόλος του άμεσου συνεργού περιλαμβάνει τη θέληση ή αποδοχή για άμεση υποστήριξη του εκτελούντος την κύρια πράξη και τη γνώση της συγκεκριμένης πράξης, στην οποία παρέχει τη συνδρομή του, καθώς και ότι η τελευταία παρέχεται κατά την εκτέλεση της ίδιους πράξης.
Περαιτέρω έλλείψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. ε ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση ή προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με δικές τους σκέψεις, και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ'αυτό κατ'είδος αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα, των καταθέσεων των μαρτύρων, της απολογίας της κατηγορουμένης και του συγκατηγορουμένου της και των εγγράφων, που προσκομίστηκαν και περιέχονται σ'αυτή, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα κατά πιστή αντιγραφή από την εισαγγελική πρόταση, πραγματικά περιστατικά: Αρχές του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2003, ο Γενικός Δ/ντής του Εμπορικού Τμήματος της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία "SΤΕΤ Ελλάς Τηλεπικοινωνίες Α.Ε.Β.Ε.", που εδρεύει στο ..., Α2 ανέθεσε στο Α1, Δ/ντή του Τμήματος "Καταστήματα Telestet Εμπόριο Μάρκετινγκ και Διαφήμηση" και στον Α3, Δ/ντή του Τμήματος "Διαφήμησης Προϊόντων και Υπηρεσιών" το έργο του σχεδιασμού της μετονομασίας του σήματος της εταιρείας από "ΤΕLESTET" σε "ΤΙΜ". Και τούτο διότι το 81,9 % της εγκαλούσας εταιρείας ελέγχεται από την εταιρεία με την επωνυμία "ΤΙΜ Ιnternational N.V." που εδρεύει στο ..., το δε 100 ο/ο της εταιρείας αυτής ελέγχεται από την εταιρεία με την επωνυμία "Τelecom Mobile S.p.A", που έχει ως διακριτικό της τίτλο το ακρωνύμιο "ΤΙΜ", με έδρα το Τορίνο Ιταλίας, είναι δε θυγατρική του ομίλου Τelecom Italia S.p.A, που έχει την έδρα της στη ..., έχει κατοχυρώσει το ακρωνύμιο "ΤΙΜ" ως κοινοτικό σήμα από το έτος 1999 και από το Μάρτιο 1996 είχε καταθέσει στο Υπουργείο Εμπορίου, Τμήμα Κατάθεσης Σημάτων τη δήλωση αλλοδαπού σήματος "Τ.Ι.Μ.". Οι δύο προαναφερθέντες Διευθυντές της εταιρείας με τρεις υπαλλήλους συγκρότησαν με απόλυτη μυστικότητα δύο ομάδες για την επεξεργασία, οργάνωση και προετοιμασία της επίμαχης μετονομασίας. Ό Α1 συνεργάστηκε με την εκκαλούσα Χ, ο δε Α3 με την Α4 και την Α5, τονίζοντας ότι όφειλαν να τηρούν απόλυτη εχεμύθεια και μυστικότητα σχετικά με το αντικείμενο της εργασίας τους. Περί τα τέλη μηνός Οκτωβρίου 2003 ο Α1 έδωσε εντολή για την επίσπευση των εργασιών και την ηλεκτρονική κατοχύρωση του "ΤΙΜ" ως ονόματος χώρου (:domaine name). Όμως, αρχές Νοεμβρίου 2003, από έλεγχο που διενήργησε η εταιρεία στο δικτυακό τόπο του Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Πληροφορικής του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας που διαχειρίζεται τις ελληνικές ονομασίες χώρου, διαπίστωσε ότι το όνομα χώρου tim.gr είχε αιτηθεί την 31-10-2003 από τον Χ2, άγνωστο πρόσωπο σ' αυτή, με διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου "johndent@οtεnet.gr" και η ΕΕΤΤ ενέκρινε με απόφαση της την κατοχύρωση του ονόματος αυτού στο ανωτέρω πρόσωπο. Μάλιστα την ίδια ημερομηνία ο ανωτέρω είχε ζητήσει με θετικό αποτέλεσμα την κατοχύρωση και των ακόλουθων ονομάτων χώρου: timhellas.gr, tim-hellas.gr και τα τρία δε ονόματα του εκχωρήθηκαν και η κατοχύρωση τους έγινε την 10-12-2003. Η εταιρεία αναζήτησε την ύπαρξη διαρροής και οι ομάδες εργασίες κατεύθυναν την προσπάθεια τους σε ανεύρεση άλλης ονομασίας χώρου, ενόψει του επείγοντος χαρακτήρα της ολοκλήρωσης του έργου, καταλήγοντας στο όνομα : tim.com.gr, το οποίο κοινοποίησε στη νομική υπηρεσία την 24-11-2003. Όμως και πάλι μετά από σχετικό έλεγχο διαπίστωσαν ότι το ίδιο πρόσωπο είχε ζητήσει ήδη στις 17.11.2003 την κατοχύρωση του ονόματος αυτού, πλην όμως απερρίφθη την 16-1-2004. Για το λόγο αυτό αποφάσισε η εγκαλούσα εταιρεία να προβεί σε ενδελεχή έρευνα για την αποκάλυψη των στοιχείων του ατόμου που διέρρεε το περιεχόμενο των εναλλακτικών της προτάσεων με την κατοχύρωση των ονομάτων χώρου.
Στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι η εκκαλούσα έχοντας συνάψει σχέσεις με τον Χ2, επικοινωνούσε καθημερινά μαζί του κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, ότι την 30.10.2003 διενήργησε 6 κλήσεις προς το κινητό του τηλέφωνο συνολικής διάρκειας περίπου 20 λεπτών, όπως και την ημέρα κατάθεσης των αιτήσεων από τον Χ2, την 31-10-2003, που διενέργησε τέσσερις κλήσεις συνολικής διάρκειας 453 δευτερολέπτων. Επίσης το χρονικό διάστημα από 1-11-2004 έως 23-1-2004 εξακολουθούσε να επικοινωνεί τηλεφωνικώς, διενεργώντας συνολικώς 248 κλήσεις προς το κινητό του τηλέφωνο. Περαιτέρω από έρευνα που διεξήχθη του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ανήκε στην εγκαλούσα εταιρεία και το χειριζόταν αυστηρά για τη διεκπεραίωση εταιρικών σκοπών η εκκαλούσα, μέλος της επιτροπής μετονομασίας της ως άνω εταιρείας, διαπιστώθηκε καταγραφή σωρείας ηλεκτρονικών επιστολών της, εξήντα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, προς το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του συγκατηγορουμένου της Χ2, ο οποίος επίσης της απέστειλε μηνύματα το χρονικό διάστημα από 20-1-2003 έως 4-12-2003, αντάλλασσαν δε ηλεκτρονικά μηνύματα και το μήνα Ιανουάριο του έτους 2004 (σχετικές οι από 4-2-2004 ένορκες βεβαιώσεις-δηλώσεις του Μ1, ιδιωτικού υπαλλήλου και Α1 ).
Από τα ανωτέρω σε συνδυασμό με τα κατατεθέντα, από τους μάρτυρες Μ2, Μ3, Α1, Μ1 και το περιεχόμενο της με αριθμ. πρωτ. 308/3-3-2004 απόφασης της Ε.Ε.Τ.Τ. προκύπτει ότι η εκκαλούσα, μετέχοντας στην εργασιακή ομάδα που είχε συσταθεί και αναλάβει υπό συνθήκες πλήρους εχεμύθειας και μυστικότητας την οργάνωση και υλοποίηση της μετονομασίας του σήματος της εταιρείας από "ΤΕLESΤΕΤ" σε "ΤΙΜ" και την εν συνεχεία ηλεκτρονική καταχώρηση του "ΤΙΜ" ως ονόματος χώρου στο διαδίκτυο, ανακοίνωνε στο συγκατηγορούμενό της Χ2 τα απόρρητα δεδομένα της επιτροπής στην οποία συμμετείχε και τον βοήθησε εξακολουθητικά κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα που ο ανωτέρω υπέβαλε τις αιτήσεις και στη συνέχεια τα απαιτούμενα δικαιολογητικά στην Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, ώστε χωρίς τη συνδρομή της δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση από αυτόν των εγκλημάτων της απάτης κατ' εξακολούθηση, τετελεσμένης και σε απόπειρα εκ της οποίας η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ και της ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης κατ' εξακολούθηση, από την οποία η βλάβη που προκλήθηκε σε άλλον υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, υπό τις περιστάσεις που διαπράχθηκαν. Η ίδια είχε άμεση επαφή με τον Χ2 κατά το χρόνο που ενεργούσε ο συγκατηγορούμενός της, ήτοι από 31-10-2003 έως 27-11-2003 και περαιτέρω έως 16-1-2004, παρέχοντας του ακριβείς πληροφορίες, που ήταν απολύτως αναγκαίες κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση των πράξεων του, προκειμένου να επιτύχουν το σκοπό τους, ώστε με ψευδείς υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 ν. 1599/1986, την 10-11-2003 και την 27-11-2003 στο όνομα του αιτούντος, ήτοι ότι η καταχώρηση των ανωτέρω ονομάτων χώρου δεν παραβιάζει δικαιώματα τρίτων, να εξαπατηθεί και να επιχειρηθεί να εξαπατηθεί η αρμόδια Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών, να καταχωρηθούν αλλά και να επιχειρηθεί να καταχωρηθούν χρονικά, πρώτα σ' αυτόν, τα ανωτέρω ονόματα χώρου, με βλάβη της εγκαλούσας δικαιούχου εταιρείας, παρεμποδίζοντας την εταιρεία στη χρήση τους, με σκοπό προσπορίσεως παρανόμου περιουσιακού οφέλους, ζημιώνοντας τη δικαιούχου εταιρεία, σε ποσό που υπερέβαινε τα 73.000 ευρώ.
Περαιτέρω προκύπτει ότι τόσο ο Χ2, ο οποίος επί πολλά έτη δραστηριοποιείται μέσω διαδικτύου, διαθέτει δική του ιστοσελίδα εν είδει ηλεκτρονικού περιοδικού και διατηρεί ηλεκτρονική διεύθυνση με όνομα χώρου www.fws.gr, έχοντας πολύ καλή γνώση του διαδικτύου και των συναφών τεχνολογιών, όσο και η εκκαλούσα, πτυχιούχος της ΑΣΟΕ, με μεταπτυχιακό στις οικονομικές και χρηματοοικονομικές επιστήμες, γνώριζαν ότι η αγορά των επίμαχων ονομασιών χώρου, που έσπευσε να κατοχυρώσει ο αιτών, από την εγκαλούσα εταιρεία υπερέβαινε το ποσό των 73.000 ευρώ, συνεπεία της μεγάλης εμπορικής αξίας τους, υπολογιζόμενη κατ' ελάχιστο σε 100.000 ευρώ. Επίσης ότι το μέγεθος της ζημιάς, της εγκαλούσας εταιρείας από τις ενέργειες τους, συνεπεία της σύγχυσης που δημιουργήθηκε στους χρήστες του διαδικτύου το επίμαχο τρίμηνο χρονικό διάστημα έως ότου η ίδια κατοχυρώσει, μέσω νομίμων διαδικασιών, το δικτυακό τόπο, με νέα απόφαση της Ε.Ε.Τ.Τ., ανέρχεται σε 20.000 ευρώ περίπου, οι δε δαπάνες στις οποίες έπρεπε να προβεί για την αλλαγή των συστημάτων της, καρτών, επιστολόχαρτων αλλά και των δικαστικών εξόδων υπερέβαινε το ποσό των 130.000 ευρώ.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η εκκαλούσα στην απολογία της ενώπιον της Ανακρίτριας αποδέχθηκε ότι αντελήφθη το πρόβλημα που δημιουργήθηκε στην εταιρεία, περιγράφοντας τις συνεπακόλουθες οικονομικές συνέπειες της σύγχυσης των χρηστών του διαδικτύου αλλά και την οικονομική βλάβη της εταιρείας από τις αναγκαστικά αλλαγές στις οποίες έπρεπε να προβεί" Ενόψει αυτών, έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά του μη ασκήσαντος αναίρεση κατηγορουμένου, Χ2, για την αξιόποινη πράξη της εξακολουθητικής απάτης, τετελεσμένης και σε απόπειρα, με ζημιά άνω των 73.000 ευρώ και για εξακολουθητική υποβολή ψευδών υπευθύνων δηλώσεων με σκοπό το όφελος και την βλάβη άνω των 73.000 ευρώ και κατά της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης, Χ, για τις αξιόποινες πράξης της άμεσης συνέργειας σε εξακολουθητική απάτη τετελεσμένη και σε απόπειρα με ζημιά άνω των 73.000 ευρώ και άμεσης συνεργείας σε εξακολουθητική ψευδή υπεύθυνη δήλωση από την οποία η βλάβη που προκλήθηκε σε άλλον υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ πράξεις που φέρεται ότι ως αυτουργός τέλεσε ο πρώτος κατηγορούμενος (άρθρα 46 παρ.1β, 94 παρ.1, 98 παρ.1, 386 παρ.1 και 3 του Π. Κ., όπως η παρ 3 του άρθρου 386 αντικ. με το άρθρο 14παρ.4 Ν. 2172/93, και αρθρ.22 παρ.6 εδ.β' ν.1599/1986).
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, και παρέπεμψε αυτήν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), για να δικαστεί για τις άνω κακουργηματικές πράξεις, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, ως προς την παραπομπή της κατηγορουμένης άνω διάταξη του, διέλαβε σ' αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες παραπέμφθηκε η κατηγορούμενη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ανωτέρω παρατεθείσες, διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το ότι η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη: α) γνώριζε το εγκληματικό σχέδιο του αυτουργού Χ2, με τον οποίο διατηρούσε στενές προσωπικές σχέσεις , που ήταν να βλάψει την περιουσία της εγκαλούσας εταιρείας σπεύδοντας να κατοχυρώσει στο όνομα του τίτλους που αυτή είχε προγραμματίσει να χρησιμοποιήσει, β) ήθελε να τον βοηθήσει στην υλοποίηση του δίνοντάς του όλες τις σχετικές πληροφορίες για τα ονόματα που είχαν συζητηθεί και αποφασιστεί στα όργανα της εταιρείας στα οποία συμμετείχε, γ) ήθελε με τις πληροφορίες που έδωσε να βλάψει την περιουσία της εγκαλούσας εταιρείας και τελικά την έβλαψε προκαλώντας σ' αυτή ζημιά άνω των 73.000 ευρώ υπολογιζόμενη κατ'ελάχιστο όριο σε 100.000 ευρώ και επιχείρησε να την βλάψει αντίστοιχα, δ) ήθελε με τις πληροφορίες που έδωσε να προκαλέσει στην περιουσία της εγκαλούσας εταιρείας ζημιά ανώτερη των 73.000 ευρώ, μέσω των ψευδών υπευθύνων δηλώσεων του παραπάνω αυτουργού οι οποίες στηρίχτηκαν σε δικές της αποκλειστικές πληροφορίες, που του έδωσε και επιχείρησε να την βλάψει αντίστοιχα και ε) γνώριζε ότι χωρίς την δική της συμβολή ήταν αδύνατη η τέλεση τόσο του εγκλήματος της απάτης όσο και του άλλου εγκλήματος της ψευδούς υπευθύνου δηλώσεως. Περαιτέρω, για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή της απάτης απαιτείται : α) ο άμεσος συνεργός να γνωρίζει το εγκληματικό σχέδιο του αυτουργού β) να θέλει να βοηθήσει στην υλοποίηση του γ) να βοηθά τον αυτουργό στην πραγμάτωση της απάτης κατά την εκτέλεση και διάρκεια αυτής και δ) χωρίς την δική του συνδρομή η τέλεση της απάτης να μην ήταν με βεβαιότητα δυνατή δηλ. η συμβολή του να ήταν αποφασιστική. Εξάλλου, η συμπεριφορά της αναιρεσείουσας δεν μπορεί να υπαχθεί στην διάταξη του α. 16 του Ν. 146/1914, επειδή ο αυτουργός, που έγινε δέκτης των πληροφοριών της, δεν ήταν ανταγωνιστής της εγκαλούσας εταιρείας κινητής τηλεφωνίας.
Τέλος το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμα του αιτιολογημένα απέρριψε το αίτημα της αναιρεσείουσας για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του, αφού δέχθηκε ότι αυτή με τα μνημονευόμενα σ' αυτό μέσα εξέθεσε επαρκώς τις απόψεις της. Κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος που προβάλλει για απόλυτη ακυρότητα είναι αβάσιμος και πρέπει να απορρίφθεί.
Επίσης, το Συμβούλιο Εφετών, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση καθενός από τα πιο πάνω εγκλήματα , για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί η αναιρεσείουσα.
Ούτε επίσης εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων.
Κατόπιν αυτών, τα παράπονα που διατυπώνει η αναιρεσείουσα ότι εσφαλμένα με το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έγινε με αυτό δεκτή η έφεση της κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, είναι αβάσιμα. Ακολούθως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα, αλλά και ο από το αυτό άρθρο στοιχ. δ', για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 του αυτού Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι.
Οι λοιπές δε αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση του άνω λόγου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4 Φεβρουαρίου 2010 με αριθμό 16/2010 ενώπιον του Γραμματέα (Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών), αίτηση της Χ, για αναίρεση του υπ'αριθμ.2608/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουλίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Σεπτεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ