Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παραβίαση απορρήτου προφορικής συνομιλίας, Παραβίαση απορρήτου επικοινωνιών.
Περίληψη:
Παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας. Λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Για το τετελεσμένο της πράξεως απαιτείται η συντέλεση της παγιδεύσεως ή καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπο παρέμβαση του δράστη στην τηλεφωνική σύνδεση άλλου, χωρίς τη συγκατάθεσή του, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω και η πραγμάτωση του σκοπού του δράστη να πληροφορηθεί ή να μαγνητοφωνήσει το περιεχόμενο της τηλεφωνικής συνδιαλέξεως. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 2270/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Ανδρέα Δουλγεράκη και Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Βαλσαμίδη, για αναίρεση της 8500/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 350/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 370 Α παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, που προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1291/1982, "όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή με σκοπό να πληροφορηθεί ή μαγνητοφωνήσει το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων τιμωρείται με φυλάκιση. Η χρησιμοποίηση από το δράστη των πληροφοριών ή μαγνητοταινιών, που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο και τιμωρούμενο από αυτή έγκλημα της παραβιάσεως των τηλεφωνημάτων δύναται να πραγματοποιηθεί με παγίδευση ή με παρέμβαση σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή κατά οποιοδήποτε τρόπο γενόμενη, η δε γνώση του περιεχόμενου της τηλεφωνικής συνδιαλέξεως ή μαγνητοφώνηση αυτής να γίνεται κατά τρόπο αθέμιτο, δηλαδή χωρίς σχετικό δικαίωμα του δράστη, παρεχόμενο από τη διάταξη νόμου ή τη συναίνεση εκείνου που ομιλεί. Στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού περιλαμβάνεται υπαλλακτικώς η "παγίδευση ή η με οποιοδήποτε άλλο τρόπο παρέμβαση" του δράστη. Ως "παγίδευση" νοείται ή χρησιμοποίηση τεχνικού ακουστικού μέσου σε άμεση επαφή με την τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή, ενώ ο δεύτερος τρόπος πραγματώσεως της εγκληματικής συμπεριφοράς περιλαμβάνει κάθε άλλη προσβολή της τηλεφωνικής επικοινωνίας, που δεν απαιτεί κατ' ανάγκη άμεση επαφή του τεχνικού ακουστικού μέσου με τη σύνδεση ή συσκευή. Υποκειμενικώς απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι πρόκειται για συνδιάλεξη μεταξύ τρίτων και τη θέληση της παγιδεύσεως ή επεμβάσεως σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή, με σκοπό να πληροφορηθεί ο δράστης το περιεχόμενο της συνομιλίας ή να το μαγνητοφωνήσει. Το έγκλημα είναι τελειωμένο από τη στιγμή που θα συντελεστεί η παγίδευση ή η κατά οποιοδήποτε τρόπο παρέμβαση του δράστη και δεν απαιτείται και η πραγμάτωση του σκοπού του. Το αθέμιτο της παγιδεύσεως ή της παρεμβάσεως προκύπτει από την παγίδευση ή την παρέμβαση, αν δε ο δράστης προβάλλει το θεμιτό αυτής, όπως στην περίπτωση συναινέσεως των τηλεφωνικώς συνδιαλεγόμενων ή νόμιμης επεμβάσεως του, κατά διάταξη νόμου, οφείλει να αποδείξει τον ισχυρισμό του αυτό, που αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα. Και η μαγνητοφώνηση συνομιλίας αποτελεί μορφή της πληροφορήσεως του δράστη για την τηλεφωνική συνδιάλεξη τρίτων, αφού και αυτή τελικά καταλήγει στην "ακρόαση" της συνομιλίας τούτων, η οποία "ακρόαση" αποδίδεται στην ως άνω διάταξη με τον όρο "πληροφόρηση". Εξάλλου, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, που απαιτούν τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και που έχει σαν συνέπεια την δημιουργία λόγου αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν στην απόφαση δεν περιέχονται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόστηκε, στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχτηκε, ότι προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας που τα περιέχει και του διατακτικού της αποφάσεως, ώστε να μην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης 8500/2007 αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχτηκε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ' αυτή αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχτηκαν κατά την ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ στο ..., στις 16.12.2004, κατελήφθη στη συμβολή των οδών ..., να έχει ανοίξει το ΚΑΦΑΟ του ΟΤΕ και να έχει συνδέσει στο κεντρικό καλώδιο 37, το οποίο αντιστοιχεί στην τηλεφωνική σύνδεση ..., που ανήκει στην ενάγουσα Ψ, στη διεύθυνση..., ένα καλώδιο με βύσμα για μαγνητόφωνο, με σκοπό να συνδέσει ένα μαγνητόφωνο μάρκας ..., καθώς επίσης και στο κεντρικό καλώδιο 82, που αντιστοιχεί στην τηλεφωνική σύνδεση ..., που ανήκει στη ... και χρησιμοποιείται αποκλειστικά από τους ενοικιαστές της -εγκαλούντες ... και ..., να έχει συνδεδεμένο με βύσμα και μαγνητόφωνο με κασέτα σε λειτουργία, με σκοπό να μαγνητοφωνεί και να πληροφορεί το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων αυτών με τρίτους. Όταν ο ανωτέρω κατηγορούμενος διαπίστωσε ότι έγινε αντιληπτός, έφυγε, κλείνοντας το ΚΑΦΑΟ. Εντοπίσθηκε από αστυνομικούς της Αμέσου Δράσεως, μετά από υπόδειξη του .... Στην κατοχή του και συγκεκριμένα εντός τσάντας ανευρέθηκαν και κατασχέθηκαν καλώδια, εργαλεία, ακουστικό τ/φ με πληκτρολόγιο μετά καλωδίων και βυσμάτων, αντικλείδι (πασπαρτού) ΚΑΦΑΟ. Μετά από τηλεφώνημα στο Κέντρο της ΑΔ για σταθμευμένη δίκυκλη μοτοσυκλέτα, στην ... 58 β', μετέβησαν αστυνομικοί της ΑΔ, όπου βρήκαν την υπ' αριθμ. ... δίκυκλη μοτοσυκλέτα, ιδιοκτησίας του κατηγορουμένου και εντός κράνους, που ήταν τοποθετημένο πάνω σ' αυτή, ανευρέθη πλαστική σακούλα, που περιείχε μαγνητόφωνο, με εντοιχισμένο ασύρματο με κασέτα εντός αυτού και κασέτες κασετοφώνου. Τα παραπάνω ενισχύονται από τις καταθέσεις του ..., αστυνομικού και του ..., τεχνικού υπαλλήλου του ΟΤΕ και των από 16.12.2004 εκθέσεων παραδόσεως και κατασχέσεως. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι επεδίωκε την παγίδευση του τηλεφώνου του ... κρίνεται αβάσιμος καθόσον και ο ίδιος εθεάθη στο χώρο του ΚΑΦΑΟ και τα αντικείμενα που βρέθηκαν αμέσως στο χώρο του ΚΑΦΑΟ και τα αντικείμενα που βρέθηκαν αμέσως μετά στο χώρο του κατανεμητή στην τσάντα του και στο κράνος που δείχνουν την τέλεση από αυτόν της αξιόποινης πράξης, για την οποία κατηγορείται". Ακολούθως, το δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών με τριετή αναστολή. Με αυτά που δέχτηκε το δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς, επίσης, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε και την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη, για το τετελεσμένο της πράξεως απαιτείται η συντέλεση της παγιδεύσεως ή καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπο παρέμβαση του δράστη στην τηλεφωνική σύνδεση άλλου, χωρίς τη συγκατάθεση του, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω και η πραγμάτωση του σκοπού του δράστη να πληροφορηθεί ή να μαγνητοφωνήσει το περιεχόμενο της τηλεφωνικής συνδιαλέξεως. Επομένως, οι σχετικοί περί του αντιθέτου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι, για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και συγκεκριμένα ότι έπρεπε να εφαρμοσθούν οι περί απόπειρας διατάξεις του Ποινικού Κώδικα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και η αναίρεση στο σύνολό της, καθόσον οι λοιπές αιτιάσεις αναφέρονται στην ουσιαστική κρίση και εκτίμηση των αποδείξεων που εκφεύγουν από τον αναιρετικό έλεγχο, ο δε αναιρεσείων να καταδικαστεί στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Απορρίπτει την 41/11 Φεβρουαρίου 2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της 8500/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι ευρώ (220 €)
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουλίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Νοεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ