Θέμα
Ποινή συνολική, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ποινή, Ληστεία, Οπλοφορία, Πρόσθετοι λόγοι.
Περίληψη:
Ληστεία και παράνομη οπλοφορία. Στοιχεία αδικημάτων. Ελαφρυντικά 84 παρ. 2ε΄ ΠΚ. Αοριστία ισχυρισμού ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε καλή συμπεριφορά μετά την πράξη. Επιμέτρηση ποινής κατά το άρθρο 79 του ΠΚ. Αιτιολογία της περί ποινής αποφάσεως. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου άρ. 10 παρ. 11 του ν. 2168/03 (οπλοφορία αεροβόλου). Συγχώνευση ποινών. Μετατροπή ποινής (που συγχωνεύθηκε) σε χρηματική. Εφόσον κρίθηκε η ποινή βάσης αμετάτρεπτη, δεν μπορούν να μετατραπούν σε χρηματικές ούτε οι συντρέχουσες ποινές. Λόγοι αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των περί μετατροπής διατάξεων και έλλειψη αιτιολογίας λόγω μη μετατροπής της ποινής. Απορρίπτει αίτηση και προσθέτους λόγους.
ΑΡΙΘΜΟΣ 867/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου... και ήδη κρατούμενου στην Κ.Α.Υ.Φ. ... που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Σοφία Βλάχου - Ζουνέλη, περί αναιρέσεως της 2181/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Νοεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 4 Φεβρουαρίου 2009 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1916/2008.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει, να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ , αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μόνο μια φορά, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, και ότι "ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του" (περ.ε). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλει ότι, παρότι ισχυρίστηκε κατά την απολογία του ότι, όπως κατά λέξη αναφέρει, "έκανα 1,5 χρόνο ψυχοθεραπεία, το μυαλό μου πάντα το απασχολώ, είμαι πολύ προσεκτικός", και ότι ο ισχυρισμός του αυτός συνιστά τον από τη διάταξη του άρ. 84 παρ.2ε του ΠΚ αυτοτελή ισχυρισμό, περί καλής αυτού συμπεριφοράς μετά την πράξη του για σχετικά μεγάλο διάστημα και ότι ο ισχυρισμός του αυτός αποδείχθηκε από τα προσκομισθέντα από αυτόν και αναγνωσθέντα έγγραφα, "η προσβαλλομένη δεν αναγνώρισε την ανωτέρω ελαφρυντική περίσταση χωρίς να περιλάβει ουδεμία αιτιολογία". Με αυτό το περιεχόμενο όμως αυτός ο "ισχυρισμός" του κατηγορουμένου δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό για τη αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρ. 84 παρ.2 περ.ε του ΠΚ Τα κατά την απολογία αυτού αφηγητικώς αναφερόμενα περιστατικά, ότι, δηλαδή, έκανε ψυχοθεραπεία, και απασχολεί πάντα το μυαλό του και ότι είναι πολύ προσεκτικός, χωρίς αυτά να συνδέονται με σαφές και ορισμένο αίτημα, δεν θεμελιώνουν τον αναφερόμενο στην αίτηση αυτοτελή ισχυρισμό, στον οποίο, το Δικαστήριο θα είχε την υποχρέωση να απαντήσει και να παραθέσει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουσή του. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του εν λόγω περί ελαφρυντικών ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.
ΙΙ. Κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ, "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα, έλαβε υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητά του, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. Επιπλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικών δεν χρειαζόταν.
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι συντρέχει έλλειψη ειδικής αιτιολογίας στην απόφαση επιμετρήσεως της συνολικής ποινής του αναιρεσείοντος, διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν αν το Δικαστήριο στάθμισε ειδικώς τα περιστατικά που αυτός αναφέρει στην αίτησή του (ψυχαναγκαστικά αίτια της πράξεως κλπ), είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Οι περαιτέρω διαλαμβανόμενες στον αυτόν λόγο αναίρεσης αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι το Δικαστήριο "εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 79 ΠΚ για την επιμέτρηση της ποινής, κρίνοντας ως αδιάφορο για την αιτία της ληστείας το γεγονός της επιστημονικά διαγνωσμένης ψυχικής εξάρτησης μου από τυχερά παίγνια" και ότι "το άρθρο 79 ΠΚ δεν αναφέρεται σε πράξη "αιτιολογημένη" όπως διαλαμβάνει η προσβαλλομένη" και ότι "αντί να θεωρήσει την εξάρτηση μου αδιάφορη κατά τη στάθμευση των όρων του άρθρου 79 ΠΚ, θα έπρεπε να την λάβει υπ' όψη της και να επιμετρήσει και με βάση την μη ύπαρξη ταπεινών αιτίων την ποινή μου", στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Δικαστήριο συνεκτίμησε - και μάλιστα στην περί ενοχής αιτιολογία της αποφάσεως - την ψυχική εξάρτηση του αναιρεσείοντος από τυχερά παίγνια, κρίνοντας, όμως, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα εκτίμησή του, ότι αυτή δεν αιτιολογεί την διάπραξη του εγκλήματος της ληστείας. Ειδικότερα το Δικαστήριο αντικρούοντας τους, κατά την απολογία του κατηγορουμένου, υπερασπιστικούς αυτού ισχυρισμούς, ότι η πράξη της ληστείας υπήρξε απότοκος του πάθους του για τα τυχηρά παίγνια και ιδίως το παίγνιο "στοίχημα", στο οποίο μετά πάθους επιδόθηκε, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει μεγάλα χρέη, προς αντιμετώπιση των οποίων διέπραξε την εν λόγω ληστεία, έκρινε αιτιολογημένα, ότι, όπως κατά λέξη αναφέρει, "δεν μπορεί να αιτιολογηθεί η διάπραξη της παρούσης και της άλλης ως άνω ληστείας, ούτε περαιτέρω μπορεί να επικαλείται την κατάσταση αυτή, στην οποία ο ίδιος οδήγησε τον εαυτό του, για να μειώσει την μεγάλη απαξία της πράξεως που κατά τα άνω τέλεσε, διότι ευχερώς μπορεί να αντιληφθεί κανείς σε ποια άτοπα αποτελέσματα με απρόβλεπτες δυσμενείς συνέπειες, για την περιουσία του θύματος, το δράστη και την κοινωνία γενικότερα, θα οδηγούμεθα, αν ο ευρισκόμενος σε άσχημη οικονομική κατάσταση, έστω και συνεπεία του πάθους για τυχηρά παίγνια, προς αντιμετώπιση των οικονομικών αδιεξόδων ενώπιον των οποίων συνεπεία του πάθους του θα βρισκόταν, ανέπτυσσε παράνομη δραστηριότητα και τελούσε ένοπλες ληστείες, δραστηριότητα η οποία, ενόψει και της ως άνω επαγγελματικής ιδιότητας του έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και απαξία". Οι παραδοχές δε αυτές του Δικαστηρίου, ουδόλως συνιστούν εσφαλμένη ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 79 ΠΚ, ούτε στο μέτρο που τα πιο πάνω λήφθηκαν υπόψη κατά την εκτίμηση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου κατά την εξέταση των αιτίων που οδήγησαν αυτόν στην πράξη του, τον χαρακτήρα και τον βαθμό ανάπτυξης αυτού, τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις, κλπ. κατά τα επιτασσόμενα στη διάταξη του άρθρου 79 παρ.2 του ΚΠΔ, στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη, όπως ρητώς αναφέρεται στο περί ποινής σκεπτικό της αποφάσεως. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 79 του ΠΚ είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2168/1993, όπλα θεωρούνται και τα αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άμυνα και ιδιαίτερα τα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή, μεταξύ των οποίων και κάθε πυροβόλο όπλο (παρ. 1α). Κατά τα άρθρα 10 παρ. 1 και 11, και 13α του Ν. 2168/93, απαγορεύεται να φέρονται όπλα ή άλλα είδη που προβλέπονται στο άρθρο 1 του νόμου αυτού. Ειδικά η οπλοφορία περιστρόφων ή πιστολιών, επιτρέπεται, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 10 του πιο πάνω νόμου , μετά από άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου κατοικίας ή διαμονής του αιτούντος. Οι κατά παράβαση των διατάξεων αυτών φέροντες όπλα τιμωρούνται, σύμφωνα με το άρθρο 13α του ίδιου νόμου "με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 200.000 δραχμών". Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που θεμελιώνει λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο με την προσβαλλόμενη 2181/2008 απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 δ ΠΚ, για την πράξη της ληστείας και της παράνομης οπλοφορίας, (άρθρα 26 27 παρ.1,94 παρ.1, 380 παρ.1 και 10 παρ.1, 13α του ν.2168/93), και το Δικαστήριο του επέβαλε ποινή κάθειρξης έξι ετών για την πρώτη πράξη και φυλάκισης δώδεκα μηνών για την δεύτερη, και καθόρισε συνολική ποινή έξι ετών και έξι μηνών. Ειδικότερα, ως προς την πράξη της οπλοφορίας, η οποία προσβάλλεται με τους εξεταζόμενους λόγους αναίρεσης, το Δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Την 1-12-2005 και περί ώρα 14.20', δηλαδή περί το πέρας του ωραρίου των συναλλαγών των Τραπεζών με τους πελάτες τους, ο κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν από 10ετίας περίπου Δικηγόρος ... και διατηρούσε οργανωμένο Γραφείο στο ..., φορώντας κράνος μοτοσικλετιστή για να μη είναι δυνατή η αναγνώριση του από το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης που κατέγραφε τις κινήσεις των υπαλλήλων και των εισερχομένων στο κατωτέρω τραπεζικό κατάστημα, εισήλθε στο κατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος που βρίσκεται στην ... και επί της ... κρατώντας άγνωστης προέλευσης και κατασκευής όπλο. Αμέσως απευθύνθηκε στον Διευθυντή του Καταστήματος και αφού τον απείλησε με το όπλο που κρατούσε, το οποίο έφερε μαζί του χωρίς την σχετική προς τούτο άδεια, ζήτησε να κλειδώσει την πόρτα για να αποτρέψει την είσοδο πελατών και την έξοδο υπαλλήλων, τον προειδοποίησε δε ότι αν ενεργοποιούσε τον συναγερμό θα κρατούσε όμηρο ένα από τους υπαλλήλους. Στη συνέχεια απευθυνόμενος προς τον υπάλληλο που εξετάσθηκε ως μάρτυρας ... του ζήτησε να τον ακολουθήσει στο εσωτερικό του καταστήματος, όπου, πάντοτε με την απειλή του όπλου, υποχρέωσε τον Διευθυντή να τοποθετήσει τα χρήματα των Ταμείων σε μία τσάντα που για το σκοπό αυτό του έδωσε... . Έτσι, όταν μετά 7 λεπτά άνοιξε το χρηματοκιβώτιο ο Διευθυντής, υπό την απειλή πάντοτε του όπλου τοποθέτησε στην τσάντα άλλες 60.000 €, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσό να ανέλθει σε 67.860 €. Στην συνέχεια απομακρύνθηκε από το κατάστημα, συναποκομίζοντας το προϊόν της πράξεώς του, αφού προηγουμένως απείλησε τους υπαλλήλους με το όπλο του να μη τον ακολουθήσουν, αυτοί δε φοβούμενοι μήπως υλοποιήσει την απειλή του και κάνει χρήση του όπλου, παρέμειναν εντός του καταστήματος... ". Με τις σκέψεις δε αυτές το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα, εκτός από την πράξη της ληστείας και του ότι "στον πιο πάνω τόπο και χρόνο έφερε μαζί του όπλο απαγορευμένο από το νόμο χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής και δη έφερε μαζί του παράνομα το αναφερόμενο στην υπό στοιχείο Α πράξη (δηλαδή της ληστείας) πιστόλι" .Με τις παραδοχές του αυτές, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, της παράνομης οπλοφορίας για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, χωρίς να απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως η αναφορά των επιπλέον στοιχείων που αναφέρει στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων του προς αντίκρουση των αναφερομένων από αυτόν αποδεικτικών μέσων, ότι το όπλο που χρησιμοποιήθηκε στην ληστεία και έφερε παρανόμως ο αναιρεσείων ήταν αεροβόλο και όχι πυροβόλο όπλο (ως προς την πράξη της ληστείας η αιτιολογία της απόφασης δεν προσβάλλεται με λόγο αναίρεσης). Ειδικότερα οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι η αιτιολογία της απόφασης είναι ασαφής και ενδοιαστική, καθόσον "κρίθηκε ένοχος ότι έφερε πιστόλι όπως επί λέξει αναφέρεται στην απόφαση χωρίς μάλιστα να αναφέρεται το είδος του όπλου (πυροβόλο, κυνηγετικό αεροβόλο)", είναι αβάσιμες, αφού, από τις πιο πάνω παραδοχές της απόφασης είναι σαφές ότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το όπλο που έφερε παράνομα ο αναιρεσείων ήταν πυροβόλο όπλο, καθόσον αυτή είναι η έννοια της λέξεως "πιστόλι", την οποία χρησιμοποιεί και ο Ν. 2168/1993, στη διάταξη του άρθρου 10 παρ.6. Άλλωστε και ο ίδιος ο αναιρεσείων δέχεται αυτό, αναφέροντας στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων του ότι "Είναι σαφές από τις διατάξεις που επικαλέστηκε το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ότι με καταδίκασε για οπλοφορία πυροβόλου όπλου". Η αμέσως δε επόμενη αναφορά ότι "αν και από την αναφορά του στα αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν οπλοφορία αεροβόλου όπλου, προκύπτει ότι δέχθηκε οπλοφορία αεροβόλου", απαραδέκτως προβάλλεται, καθόσον με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας της αποφάσεως και εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου (έλλειψη νομίμου βάσεως), πλήττεται απαραδέκτως η ανέλεγκτη περί τα πράγματα εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας. Για τον ίδιο λόγο είναι απορριπτέες, ως απαράδεκτες, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, κατά τις οποίες, λόγω των πιο πάνω - κατ' αυτόν - αντιφάσεων, το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τον καταδίκασε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 περ. α' και 13α του Ν. 2168/93 και όχι αυτές του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ' και 13 β' του ιδίου νόμου και έτσι, όπως ισχυρίζεται, αν "ορθά εφάρμοζε τον νόμο, θα είχε επιβάλει σ' εμένα μικρότερη ποινή από την επιβληθείσα". Ομοίως οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, κατά τις οποίες το Δικαστήριο αντιφατικά δέχθηκε ότι επρόκειτο για πυροβόλο όπλο, ενώ από τις αποδείξεις που αναφέρει προκύπτει ότι επρόκειτο για αεροβόλο όπλο απαραδέκτως προβάλλονται, για τους αυτούς πιο πάνω λόγους. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' του ΚΠΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, του κυρίως δικογράφου της αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του Ν. 2168/1993, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, πρέπει, κατά τα προαναφερθέντα, να απορριφθούν.
ΙV. Από τις διατάξεις των άρθρων 94-97 ΠΚ και 551 ΚΠΔ προκύπτει ότι επί συρροής περισσοτέρων αδικημάτων εκδικασθέντων δια της αυτής αποφάσεως επιβάλλεται να καθορίζεται μία συνολική ποινή μετά την επιβολή της προσήκουσας ποινής σε κάθε ένα από τα αδικήματα για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος. Ο θεσμός της συγχωνεύσεως των μη εκτελεσθεισών ποινών ευνοεί τον καταδικασθέντα, αφού δεν αναγνωρίζεται η συνέκτιση ποινών, αποσκοπεί δε να μειώσει τα δυσμενή αποτελέσματα της διαδοχικής εκτελέσεως των καταγνωσθεισών ποινών για συρρέοντα εγκλήματα.
Συνεπώς, επί εκδικασθέντων περισσοτέρων αδικημάτων και επιβολής χωριστής ποινής για το καθένα από αυτά, είναι υποχρεωτική η προσμέτρηση των επί μέρους ποινών από το δικαστήριο, το οποίο δίκασε τα συρρέοντα αδικήματα και εξέδωσε μία απόφαση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 1240/1982, "σε περίπτωση επιμετρήσεως ή συνεπιμετρήσεως ποινών της ελευθερίας επιβληθεισών ή επιβαλλομένων δια μιάς ή περισσοτέρων αποφάσεων που έχουν μετατραπεί σε χρηματικές ποινές, η τυχόν καθοριζόμενη συνολική ποινή και όταν υπερβαίνει το έτος, ακόμη και αν υπάρχουν αμετάτρεπτες ποινές, μετατρέπεται σε χρηματική, εφόσον η ποινή-βάση έχει μετατραπεί σε χρηματική ποινή. Η μετατροπή της συνολικής ποινής γίνεται σύμφωνα με τους όρους της ποινής-βάσης". Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 82 παρ. 1 και 2 ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν. 2408/1996 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 2721/1999, η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνει το έτος μετατρέπεται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο. Αν η ποινή αυτή είναι μεγαλύτερη από ένα έτος και δεν υπερβαίνει τα δύο μετατρέπεται σε χρηματική, εκτός και αν ο δράστης είναι υπότροπος και το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Τέλος, η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα τρία, μπορεί, με απόφαση του δικαστηρίου ειδικά αιτιολογημένη, να μετατραπεί σε χρηματική, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μετατροπή αρκεί για να αποτρέψει το δράστη από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 1240/1982 τροποποιήθηκε με τα άρθρα 1 παρ. 3 του Ν. 2408/1996 και 13 παρ. 1 του Ν. 2721/99 μόνον ως προς το ύψος της ποινής, η οποία μετατρέπεται (υποχρεωτικώς ή δυνητικώς) σε χρηματική. Κατά τα λοιπά η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 1240/1982 ισχύει και μετά τους ανωτέρω νόμους, δεδομένου ότι κάθε μία από τις ανωτέρω διατάξεις ρυθμίζει διάφορο θέμα χωρίς να υπάρχει αντίθεση μεταξύ τους και η μία να αποκλείει την άλλη. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο με την προσβαλλόμενη 2181/08 απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για τα εγκλήματα της ληστείας και της οπλοφορίας (άρθρο 380 παρ. 1 Π.Κ.) και του επέβαλε ποινή καθείρξεως 5 ετών και έξι μηνών για την πρώτη πράξη της ληστείας και ποινή φυλακίσεως 8 μηνών για την δεύτερη πράξη της οπλοφορίας πυροβόλου όπλου. Ακολούθως προχώρησε σε συγχώνευση των επί μέρους ποινών και επέβαλε συνολική ποινή καθείρξεως 5 ετών και 10 μηνών, επαυξάνοντας τη βασική ποινή των 5 1/2 ετών, κατά 4 μήνες από την συντρέχουσα ποινή των 8 μηνών, που του είχε επιβάλλει για την πράξη της οπλοφορίας. Ο αναιρεσείων με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι το Πενταμελές Εφετείο, καθ' υπέρβαση της εξουσίας του, τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 8 μηνών για παράβαση του Ν. 2168/1993, παραλείποντας όμως να αποφανθεί επί της μετατροπής ή μη της ποινής, παρότι αυτή δεν υπερβαίνει σε διάρκεια το ένα έτος, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 82 παρ. 1 ΠΚ. Επίσης με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης προβάλλει ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 82 παρ.1, 94 επ ΠΚ και 2 παρ.4 του ν.1240/82 το Πενταμελές Εφετείο δεν προέβη στην μετατροπή της ποινής φυλακίσεως των 8 μηνών πριν προβεί σε συγχώνευση αυτής με την βαρύτερη ποινή της καθείρξεως των 5 1/2 ετών. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες καθόσον, αφ' ενός η συγχώνευση είναι, όπως προαναφέρθηκε, υποχρεωτική για το δικαστήριο και, αφ' ετέρου, αφού η ποινή βάσης κρίθηκε ως αμετάτρεπτη ούτε και η συντρέχουσα ποινή των οκτώ μηνών μπορούσε να μετατραπεί σε χρηματική, δεδομένου ότι δεν επιτρέπεται η μετατροπή μέρους μόνον. Οι ρυθμίσεις δε αυτές του νόμου δεν είναι αντίθετες με τον Σύνταγμα (άρ.4 παρ.1) και τις διατάξεις της ΕΣΔΑ (άρ. 4 και 5), όπως αβασίμως ο αναιρεσείων αιτιάται. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Ε και Η του ΚΠΔ προαναφερόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας του Δικαστηρίου και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, διότι δεν μετέτρεψε προ της συγχωνεύσεως την ποινή των οκτώ μηνών, η οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να μετατρέπεται σε χρηματική, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι αιτιάσεις δε του αναιρεσείοντος ότι το Δικαστήριο "έπρεπε υποχρεωτικώς να μετατρέψει σε χρηματική ποινή την ποινή φυλακίσεως, προ της επιμέτρησης συνολικής ποινής", έστω και αν "κατ' αποτέλεσμα η συνολική ποινή θα είναι αμετάτρεπτη", ανεξαρτήτως του αβασίμου αυτών, κατά τα προεκτεθέντα, είναι απορριπτέοι και ως απαράδεκτοι, αφού προβάλλονται χωρίς έννομο συμφέρον. Εξάλλου το Δικαστήριο εφαρμόζοντας τις περί συγχωνεύσεως των ποινών διατάξεις κατά τον προαναφερθέντα τρόπο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικώς τους λόγους για τους οποίους δεν προέβη στην μη επιτρεπτή από το νόμο μετατροπή της πιο πάνω συντρέχουσας ποινή φυλακίσεως, δεδομένου, άλλωστε, ότι ουδέν σχετικό περί μετατροπής της ποινής αυτής αίτημα υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο, ώστε να υποχρεούται το Δικαστήριο να απαντήσει. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ τελευταίος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως, ως προς την μη γενόμενη μετατροπή της εν λόγω ποινής, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
VIII. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει η υπό κρίση αίτηση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι να απορριφθούν, ως αβάσιμοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13/11/2008 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως και τους από 4/2/2009 πρόσθετους λόγους του ... και ήδη κρατουμένου στην Κ.Α.Υ.Φ. ... για αναίρεση της 2181/2008 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και,
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ