Θέμα
Βεβαίωση ένορκη, Δικηγορική αμοιβή, Αποδείξεων εκτίμηση.
Περίληψη:
Ένορκες βεβαιώσεις, δεν προκύπτει ούτε αμέσως ούτε εμμέσως ότι έχουν ληφθεί υπ' όψη από το εφετείο. Αναιρεί για παραβίαση ΚΠολΔ 559 αρ. 11 περ. γ΄.
Αριθμός 2258/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 12η Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Γ. Κ. του Δ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Ντζούφα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Μ. Π. του Σ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Ελένης Παπαδάκη, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-1-2008 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 255/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3037/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 6-10-2010 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 31-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπ' όψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη. Το δικαστήριο της ουσίας έχει την ευχέρεια να μνημονεύει ειδικώς ή και να εξαίρει ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας αυτών. Εκ τούτου, δεν έπεται ότι αγνοούνται κάποια άλλα αποδεικτικά μέσα, αρκεί από το όλο περιεχόμενο της απόφασης να καθίσταται αδίστακτα βέβαιο ότι έχουν συνεκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το αποδεικτικό μέσο, το οποίο προβάλλεται ως μη ληφθέν υπ' όψη, απέβλεπε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, στην απόδειξη πραγματικού γεγονότος που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, διότι μόνο ένα τέτοιο γεγονός καθίσταται αντικείμενο αποδείξεως και δημιουργεί στο δικαστήριο της ουσίας την υποχρέωση να αξιολογήσει τα αποδεικτικά μέσα που ο διάδικος επικαλείται και προσκομίζει προς απόδειξή του (ΟλΑΠ 14/2005 και 2/2008). Εξ άλλου, από τη διάταξη του άρθρου 671 παρ.1 εδ. δ' ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η ένορκη βεβαίωση στον ειρηνοδίκη ή στο συμβολαιογράφο αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, διαφορετικό από τους μάρτυρες και τα έγγραφα. Γι' αυτό, όταν προσκομίζεται ένορκη βεβαίωση στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, πρέπει να αναφέρεται ειδικά στην απόφαση ότι αυτή αφ' ενός έχει δοθεί ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου και αφ' ετέρου έχει ληφθεί υπ' όψη από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1009/2010, ΑΠ 605/2001).
2. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο, προς συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπ' όψη και αξιολόγησε, εκτός από την κατάθεση του μάρτυρα του εναγομένου και την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος στο ακροατήριο, "όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται με τις προτάσεις τους [...] είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή εξ αυτών δικαστικών τεκμηρίων" και ουδέν έτερο. Περί ενόρκων βεβαιώσεων δεν γίνεται μνεία. Όπως, όμως, προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεων του αναιρεσείοντος (εναγόμενου και εφεσίβλητου) ενώπιον του Εφετείου, αυτός είχε επικαλεσθεί τις ..., ... και .../15-5-2008 ένορκες βεβαιώσεις των Β. Τ., Θ. Κ. και Κ. Γ., αντιστοίχως, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Σεβαστής Ξυνοτρούλια, που είχαν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αναιρεσίβλητου (ενάγοντος και εκκαλούντος), για την πιστοποίηση της οποίας ο αναιρεσείων επικαλούνταν την 1188Γ'/13-5-2010 έκθεση επιδόσεως του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή ... . Από κανένα σημείο της προσβαλλόμενης απόφασης, λοιπόν, δεν προκύπτει ότι λήφθηκαν υπ' όψη και αξιολογήθηκαν οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες έπρεπε να μνημονεύονται ειδικώς, διότι δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των αποδεικτικών εγγράφων. Και ακόμη, ούτε από τις εν γένει παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας προκύπτει, ακόμη και εμμέσως, ότι συνεκτιμήθηκε το περιεχόμενό τους, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, επρόκειτο να συμβάλει στην απόδειξη ουσιωδών περιστατικών που θα οδηγούσαν στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της συμβάσεως, που είχε καταρτισθεί και λειτουργήσει μεταξύ των διαδίκων, ως εργολαβίας δίκης (αμειβόμενης μόνο σε περίπτωση αίσιας έκβασης για τον εντολέα) και όχι ως δικηγορικής εντολής αμειβόμενης σύμφωνα με τα ελάχιστα όρια αμοιβών του κώδικα των δικηγόρων (ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της δίκης για τον εντολέα). Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η ως άνω παράλειψη και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
3. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 3037/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για περαιτέρω κρίση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.- Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο να πληρώσει στον αναιρεσείοντα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Δεκεμβρίου 2013. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 30η Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ