Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1833 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Δυσφήμηση συκοφαντική.




Περίληψη:
Στοιχειοθέτηση εγκλήματος συκοφαντικής δυσφήμησης. Καταδικαστική απόφαση. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Αυτοτελείς ισχυρισμοί περί εφαρμογής των άρθρων 20 και 367 § 1 ΠΚ. Μη νόμιμος ο δεύτερος και αόριστος ο 1ος. Απόρριψη των λόγων αναίρεσης και της αίτησης αναίρεσης στο σύνολό της.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1833/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και την Γραμματέα Πελαγία Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Π. Π. του Σ., κατοίκου …ς, που δεν παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ό. Π., περί αναιρέσεως της 7822/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Α. Σ. του Α., κάτοικο Αθηνών, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Οκτωβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1511/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγ-γελέα, που πρότεινε να απορριφθούν η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 19-10-2009 αίτηση του Π. Π. του Σ., κατοίκου …, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 7822/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. Μαζί της θα συνεξετασθούν οι από 17-9-2010 πρόσθετοι επ' αυτής λόγοι οποίοι ασκήθηκαν παραδεκτά με ιδιαίτερο δικόγραφο (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ. συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται ο δράστης να ισχυρισθεί ενώπιον τρίτου ή να διαδώσει για κάποιον άλλο γεγονός, το οποίο αντικειμενικά εκτιμώμενο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη αυτού του άλλου. Ακόμη απαιτείται το γεγονός στο οποίο αναφέρεται ο παραπάνω ισχυρισμός ή η διάδοση να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος, απαιτείται άμεσος δόλος συνιστάμενος στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον τρίτου, του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η τέλεση της πράξης εν γνώσει ορισμένων περιστατικών, άμεσος δηλαδή δόλος από μέρους του υπαιτίου, όπως και στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών που τη δικαιολογούν. Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ' δεν αποτελούν άδικη πράξη οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση των νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο συμφέρον. Η διάταξη όμως αυτή με την οποία κατ' αρχήν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της κατ' άρθρο 361 Π.Κ. εξυβριστικής είτε της κατ' άρθρο 362 Π.Κ. δυσφημιστικής εκδήλωσης, δεν εφαρμόζεται όταν οι παραπάνω εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 δηλαδή της συκοφαντικής δυσφήμησης (αρθρ. 367 παρ. 2 Π.Κ.). Υφίσταται δε η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εάν ο σχετικός με το ψευδές αυτό γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική του πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων σχετικών με τη γνώση περιστατικών. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Επίσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη που παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 7822/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Μεταξύ της Ό. Π., δικηγόρου και θυγατέρας του κατηγορουμένου, που είναι ήδη συνταξιούχος δικηγόρος, και του Δ. Δ., του οποίου πληρεξούσιος δικηγόρος ήταν ο μηνυτής Α. Σ. από ετών υφίσταται αντιδικία σχετικά με ένα μίσθιο κατάστημα ευρισκόμενο επί της οδού …. Το κατάστημα αυτό, το οποίο η Ό. Π. είχε αγοράσει από τον κατηγορούμενο-πατέρα της δυνάμει του υπ' αριθμ. …/3-4-2000 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελευθερίας Βασιλακοπούλου, ήταν από το έτος 1985 εκμισθωμένο στον Δ. Δ. για εμπορία ανταλλακτικών αυτοκινήτων και αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο της κληρονομιάς της αποβιώσασας το έτος 1987 Α. Γ.. Εκκαθαριστής της κληρονομίας αυτής ήταν ο κατηγορούμενος, ο οποίος είχε διοριστεί με την υπ' αριθ. 6323/1997 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Στο πλαίσιο της ως άνω αντιδικίας η Ό. Π., επικαλούμενη κυριότητα στο ως άνω κατάστημα δυνάμει του προαναφερθέντος αγοραπωλητηρίου συμβολαίου άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 3-3-2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούσε να της αποδοθεί η νομή του καταστήματος. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή με την υπ' αριθμ. 3129/2003 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία και κατέστη τελεσίδικη, αφού η έφεση που άσκησε κατ' αυτής ο Δ. Δ. απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 428/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η επισπευδόμενη όμως εκτέλεση της ως άνω απόφασης ακυρώθηκε με την έκδοση της υπ' αριθ. 1858/2004 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Μετά την έκδοση της τελευταίας αυτής απόφασης και ενόψει του ότι η αντιδικία σχετικά με το μίσθιο κατάστημα είχε εξελιχθεί πλέον σε προσωπική αντιπαράθεση μεταξύ των τότε εμπλεκομένων δικηγόρων κατηγορουμένου και μηνυτή, με υποβολή εκατέρωθεν μηνύσεων και αγωγών, ο κατηγορούμενος τότε δικηγόρος Π. Π. υπέβαλε ενώπιον του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών την από 7-5-2004 αναφορά του στην οποία μεταξύ άλλων εκθέτει τα εξής: "Κύριε Πρόεδρε Σας παρακαλώ να παρέμβετε επί προσωπικού θέματος στον δικηγόρο Αθηνών Α. Σ.... Να του συστήσετε να σταματήσει τον άδικο και εκβιαστικό δικαστικό πόλεμο εναντίον μου και εναντίον της κόρης μου Ό. Π. δικηγόρου... Ο πελάτης του κατακρατεί το κατάστημα, βγάζουμε αποφάσεις τις οποίες ο Σ. τα καταφέρνει να ανακαλεί την εκτέλεση και μας εκβιάζει. Δεν θέλω να μείνω σε λεπτομέρειες για το τεράστιο ηθικό θέμα που μας έχουν δημιουργήσει. Η Προϊσταμένη του Ειρηνοδικείου που έλαβε γνώση των τελευταίων του ενεργειών μας συνέστησε να προσφύγουμε με αναφορά μας στον Υπουργό Δικαιοσύνης και δι' όσα συμβαίνουν εκεί...". Με την αναφορά αυτή ο κατηγορούμενος επεδίωξε να αφήσει αιχμές κατά του προσώπου του μηνυτή ότι ο τελευταίος ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της ως άνω υπ' αριθ. 1858/2004 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών προβαίνοντας σε αθέμιτους επηρεασμούς της Δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα τόσο αυτός όσο και η θυγατέρα του αντιμετωπίζουν έναν άδικο και εκβιαστικό δικαστικό πόλεμο. Όλοι οι παραπάνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, των οποίων γνώση έλαβαν ο Πρόεδρος του Δ.Σ.Α. και τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου αυτού, μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, αφού ο τελευταίος εμφανίζεται ως δικηγόρος, χωρίς ηθικούς φραγμούς, ο οποίος για να πετύχει την έκδοση ευνοϊκών υπέρ του πελάτη του αποφάσεων δεν διστάζει να καταφύγει σε αθέμιτους επηρεασμούς της Δικαιοσύνης, τις οποίες αποφάσεις χρησιμοποιεί στη συνέχεια για να εκβιάζει τους αντιδίκους του. Επίσης αποδείχθηκε ότι όλοι οι παραπάνω ισχυρισμοί και αιτιάσεις του κατηγορουμένου ήταν ψευδείς, καθόσον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν επιβεβαιώνονται τα διαλαμβανόμενα στην άνω από 7-5-2004 αναφορά του. Ο κατηγορούμενος τελούσε σε πλήρη γνώση ότι όλοι οι αναφερόμενοι στην αναφορά του ισχυρισμοί ήταν ψευδείς, καθόσον ως άμεσα εμπλεκόμενος στην αντιδικία γνώριζε όλα τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και συνακόλουθα γνώριζε τόσο την έλλειψη αθέμιτου επηρεασμού εκ μέρους του μηνυτή στην έκδοση της ως άνω υπ' αριθμ. 1858/2004 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών όσο και την ανυπαρξία εκβιασμού εκ μέρους του τελευταίου. Επομένως, εφόσον αποδείχθηκαν όλα τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος του κατηγορουμένου και ενόψει του ότι ο εγκαλών υπέβαλε εμπροθέσμως στις 15-6-2004 την έγκλησή του, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος όπως κατηγορείται αναγνωριζομένης όμως σ' αυτόν της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 § 2 α' Π.Κ., καθόσον έως το χρόνο που τέλεσε το έγκλημα έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή". Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης και του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία έτη. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 84 παρ. 2 εδ.α' και 363-362 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως, τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος και τις δικαστικές αποφάσεις που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου και προσκομίσθηκαν στο Δικαστήριο αυτό (υπ' αρ. 963/2010 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε επί συναφούς διαφοράς μεταξύ των διαδίκων της προκειμένης δίκης). Ειδικώτερα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, στην προσβαλλόμενη απόφαση παρατίθενται τα γεγονότα, τα οποία είναι ψευδή και συκοφαντικά και ποια είναι τα αληθή, αιτιολογεί δε το Δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, με την έκθεση στο σκεπτικό των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας, του κατηγορουμένου για την αναλήθεια των άνω γεγονότων, τα οποία και διέδωσε ενώπιον τρίτων. Εξάλλου, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που με το πρόσχημα της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση πλήττουν εμμέσως και συγκεκαλυμμένα την ανέλεγκτη αναιρετική περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι εκ τούτου απορριπτέες και απαράδεκτες. Περαιτέρω, το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει για τη μη εφαρμογή των άρθρων 20 και 367 ΠΚ, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος δεν υπέβαλε σαφώς και ορισμένα τέτοιους ισχυρισμούς, εκτός του ότι δεν χωρεί άρση του αδίκου της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης επί δυσμενών κρίσεων και εκφράσεων για την επαγγελματική εργασία κάποιου προσώπου (άρθρο 367 παρ. 2 του ΠΚ) και εντεύθεν οι σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που προβάλλει με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Συνακόλουθα, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του Κ.Ποιν.Δ. λόγοι αναιρέσεως, που προβάλλει ο αναιρεσείων με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και τον πρώτο αυτών και με το μοναδικό πρόσθετο λόγο της και με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 363 του ΠΚ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος παραδεκτός αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και ο επ' αυτής πρόσθετος λόγος και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Ποιν.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 19 Οκτωβρίου 2009 αίτηση με τον από 17 Σεπτεμβρίου 2010 πρόσθετο επ' αυτής λόγο του Π. Π. του Σ., κατοίκου Καλλιθέας Αττικής, για αναίρεσης της υπ' αριθμ. 7822/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2010.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Νοεμβρίου 2010.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή