Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Εφέσεως απαράδεκτο, Δικαστηρίου σύνθεση.
Περίληψη:
Έφεση. Απόρριψη αυτής ως εκπρόθεσμης, χωρίς επίκληση λόγου ανώτερης βίας. Αίτηση αναίρεσης κατά της απορριψάσης την έφεση απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας. Απόρριψη της αίτησης αναίρεσης για το λόγο αυτό και περί απολύτου ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω κακής σύνθεσης του Δικαστηρίου της ουσίας. Πότε καλύπτεται η τοιαύτη ακυρότητα. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 1451/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ίνεγλη, για αναίρεση της 14149/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2082/2007.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε ν απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από το άρθρο 17 υπό στοιχ. Β του ν. 1756/1988, που περιλαμβάνει τον κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και καταστάσεως δικαστικών λειτουργών ορίζονται στην παρ. 1 "σε όσα πρωτοδικεία και εφετεία προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε τουλάχιστον δικαστών και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση" και στην παρ. 3 "ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ' αρχαιότητα και με αριθμητικής σειρά τα ονόματα.... στην εισαγγελία εφετών α)...β) όλων των αντεισαγγελέων από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των υπόλοιπων τριμελών εφετείων", ενώ στην παρ. 4 "με βάση τους άνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου συγκροτηθούν όλα τα δικαστήρια του μηνός....". Τέλος, στην παρ. 10 ορίζεται "Η μη τήρηση των διατάξεων των παρ. 2 έως και 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υποθέσεως". Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, μ την αιτίαση ότι δεν αναφέρεται στην απόφαση ότι η σύνθεση του δικαστηρίου προήλθε από κλήρωση, που έγινε σύμφωνα με τον Οργανισμό των Δικαστηρίων, με αποτέλεσμα η παράλειψη αυτή να δημιουργεί θέμα κακής συνθέσεως του δικάσαντος δικαστηρίου και κατά συνέπεια λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό προς το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ. Όμως, εκτός από το ότι δεν υπάρχει υποχρέωση να αναγράφεται στην απόφαση, ότι η σύνθεση του δικαστηρίου προήλθε από κλήρωση και επομένως δεν ιδρύεται οποιοσδήποτε λόγος αναιρέσεως, η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 17 παρ. 2 έως και 8 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δε προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υποθέσεως. Τέτοια όμως πρόταση δεν επικαλείται ο αναιρεσείων, ούτε από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικνύεται ότι προβλήθηκε. Επομένως, ως άνω σχετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη εισαγγελική ή αστυνομική αρχή, και στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς αυτόν γίνεται ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. δ προσώπων, προς το δήμαρχο ή αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος, της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων, που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 ΚΠοινΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλωθεί στην αρμόδια εισαγγελική αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Όταν δε το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως ή βουλεύματος επιτρέπεται αναίρεση (476 παρ. 1 και 2 ΚΠοινΔ). Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα, η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως, ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει, να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, αν απηγγέλθη απόντος αυτού, το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τούτου ή μνεία κατά τα άρθρα 154 παρ. 1, 156 και 61 παρ. 1 ΚΠοινΔ στοιχείων εγκυρότητας της επιδόσεως, εκτός εάν προβάλλεται δια της εφέσεως λόγος ακυρότητας της επιδόσεως, ή ανωτέρας βίας, εκ της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία, οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στην απορριπτική του λόγου τούτου κρίση του δικαστηρίου. Μεταξύ των λόγων ακυρότητας τα επιδόσεως, οι οποίοι, πρέπει, να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και η επίδοση ως αγνώστου διαμονής, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι, δηλαδή ο εκκαλών-κατηγορούμενος είχε γνωστή διαμονή. Επίσης, πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος ανώτερης βίας, εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, στην έννοια όμως της οποίας δεν εμπίπτει ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επίδοσης ως αγνώστου διαμονής και εντεύθεν μη γνώση από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλουμένης απόφασης, γιατί στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος μάχεται κατά του κύρους της επίδοσης και δεν επικαλείται λόγο ανώτερης βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης άσκησης της εφέσεώς του. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 14149/2007 απόφασή του, απέρριψε ως εκπρόθεσμη την 1671/5-6-2007 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 23202/1999 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία εκείνος είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 1.500 δραχμές ημερησίως και σε χρηματική ποινή 1.000.000 δραχμών, για έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση (άρθρα 98 του ΠΚ και 79 του ν. 5960/1933), με την ακόλουθη αιτιολογία: "Η απόφαση εκδόθηκε με απόντα τον κατηγορούμενο, που κλητεύθηκε ως άγνωστης διαμονής. Η εν λόγω απόφαση, όπως προκύπτει από το αναγνωσθέν στο ακροατήριο, από 17-3-2000 αποδεικτικό επίδοσης απόφασης κατηγορουμένου άγνωστης διαμονής της ..., Επιμελήτριας Δικ. Εισαγγελίας Θεσσαλονίκης, επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 17-3-2000, δια τοιχοκολλήσεως στην έδρα του Δήμου Θεσσαλονίκης, σαν σε κατηγορούμενο άγνωστης διαμονής, αφού αναζητήθηκε στην τελευταία γνωστή κατοικία του στην οδό ... του Θ' ΑΤΘ αρ. 8. Ο εκκαλών ασκεί την υπό κρίση έφεση στις 5-6-2007, όπως προκύπτει από την ανάγνωση στο ακροατήριο της σχετικής έκθεσης ασκήσεως εφέσεως, δηλαδή μετά την παρέλευση των δέκα ημερών από την ως άνω ημερομηνία επιδόσεως της εκκαλουμένης απόφασης. Από δε την κατάθεση της μάρτυρος που εξετάσθηκε στο ακροατήριο και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, δεν αποδείχθηκε ότι η εκπρόθεσμη άσκησή της οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, ώστε να συγχωρηθεί το εκπρόθεσμο. Ειδικότερα, ο εκκαλών υποστηρίζει, για να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της έφεσής του, ότι ουδέποτε, μέχρι τις 4-5-2007 (που την πληροφορήθηκε από την Αστυνομία), έλαβε γνώση τόσο του κλητηρίου θεσπίσματος όσο και της εκκαλουμένης απόφασης και ήταν γνωστής διαμονής από το 1990 μέχρι και σήμερα, διαμένοντας στην οδό ... πρώην ..., στους .... Όμως, όπως προκύπτει από την εκτίμηση των αποδείξεων, ο εκκαλών-κατηγορούμενος ορθώς αναζητήθηκε (πριν την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης ως άγνωστης διαμονής) στην οδό ...., που ήταν η τελευταία γνωστή του διεύθυνση. Τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα -κατηγορούμενο, για τα οποία καταθέτει και η μάρτυράς του, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος είχε γνωστή διεύθυνση στην οδό ... κατά το χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης (και του κλητηρίου θεσπίσματος), δεν κρίνονται πειστικά, παρά τα έγγραφα που προσκομίζει ο εκκαλών, αλλά, κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν αποδεικνύεται ότι η παραπάνω διεύθυνση του εκκαλούντος ήταν γνωστή, κατά το χρόνο επίδοσης της απόφασης στην Εισαγγελική αρχή που παρήγγειλε την επίδοση. Και τούτο διότι τα παραπάνω έγγραφα μόνον το από 9-5-2001 υπηρεσιακό σημείωμα Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, η από 19-3-2002 Διάταξη Εισαγγελέα Πλημ/κών Θεσσαλονίκης, το με αρ. 11953/2002 απόσπασμα - απόφαση του Τριμ. Πλημ. Θεσ/νίκης και η από 6-05-1999 κλήση από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης αποτελούν έγγραφα από τα οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι η διεύθυνσή του ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Θεσσαλονίκης, πλην όμως δεν αφορούν το κρίσιμο έτος της επίδοσης της εκκαλουμένης (2000), ενώ τα λοιπά αφορούν σχέσεις του κατηγορουμένου με τρίτους, έστω και αν αναφέρονται στο παραπάνω έτος. Μετά απ' όλα αυτά πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, να διαταχθεί η εκτέλεση της εκκαλουμένης (αρ. 476 παρ. 1 και 3 ΚΠοινΔ) και να καταδικασθεί ο εκκαλών στα έξοδα, κατ' άρθρο 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ".
Από την υπ' αριθμ. 1671/5-6-2007 έκθεση εφέσεως, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, κατά την έρευνα του παραδεκτού και του βασίμου των λόγων αναιρέσεως, προκύπτει ότι ο εκκαλών, προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς του, είχε προβάλει με αυτή, επί λέξει τα εξής: "Ασκεί σήμερα την έφεση καθόσον ουδέποτε έλαβε γνώση τόσο του κλητηρίου θεσπίσματος όσο και της απόφασης και ήταν γνωστής διαμονής από το έτος 1990 μέχρι και 'σημερα στην οδό ...πριν ... - ... Έλαβε γνώση της αποφάσεως 4-5-2007 από την Αστυνομία". Κατά την εκδίκαση της εφέσεώς του ο ήδη αναιρεσείων σε σχετική ερώτηση του Προέδρου για το εκπρόθεσμο της τότε κρινόμενης εφέσεως του, είπε "ότι για την αιτιολόγηση της εκπροθέσμου ασκήσεως της ενδίκου εφέσεως προτείνω να εξετασθεί ως μάρτυρας η Μ1 σύζυγος Χ1". Με όσα εξέθεσε ο κατηγορούμενος στην πιο πάνω 1671/2007 έφεσή του προβάλλει ακυρότητα της επίδοσης ως αγνώστου διαμονής και όχι λόγους ανώτερης βίας για τους οποίους απώλεσε την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως, στους οποίους βεβαίως δεν εμπίπτει, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο ισχυρισμός για ακυρότητα επιδόσεως ως αγνώστου διαμονής και εκ τούτου μη γνώση από αυτόν της εκκαλούμενης αποφάσεως. Δεν ανέφερε όμως ο αναιρεσείων στην έφεσή του αν η τελευταία κατοικία του κατά το χρόνο της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, ήτοι στις 17-3-2000 (βλ. σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελήτριας Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης....) ήταν γνωστή στην Εισαγγελική αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση. Το ίδιο συνέβη και ενώπιον του ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, όταν κατά την εξέταση του εμπροθέσμου της εφέσεώς του ο κατηγορούμενος περιορίσθηκε να εκθέσει τα πιο πάνω αναφερόμενα. Για πρώτη φορά γίνεται αναφορά ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο ο κατηγορούμενος είχε γνωστή κατοικία στην οδό .... (πρώην ..) στους ... και ότι τούτο ήταν γνωστό στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και όχι ότι το είχε καταστήσει ο ίδιος γνωστό στην εν λόγω Εισαγγελική αρχή, κατά την κατάθεση της εξετασθείσης μάρτυρα συζύγου του Μ1. Εξάλλου στην πιο πάνω αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρεται, με πληρότητα και σαφήνεια, μεταξύ άλλων, τόσο η χρονολογία της επιδόσεως της εκκαλουμένης υπ' αριθμ. 23202/4-5-1999 ερήμην καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, στις 17-3-2000, η οποία προκύπτει από το προαναφερόμενο αποδεικτικό επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας ..., που βρίσκεται στη δικογραφία, όσο και η ημερομηνία ασκήσεως της εφέσεως στις 5-6-2007, δηλαδή μετά την πάροδο πλέον των έξι (6) ετών της νόμιμης προθεσμίας και, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να αναφέρει στο έγγραφο της έφεσης σαφή λόγο που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Δεν υποχρεούταν το Δικαστήριο να διαλάβει αιτιολογία για την εγκυρότητα της επίδοσης ως αγνώστου διαμονής, την οποία παρά ταύτα εκ περισσού αναφέρει (λόγω της μη ανεύρεσής του στην τελευταία γνωστή στην Εισαγγελική αρχή κατοικία του στην οδό ....του ΘΑΤΘ αρ. ...), ή τους λόγους ανώτερης βίας για τους οποίους ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς του, αφού ο προαναφερόμενος και στην έφεση διαλαμβανόμενος ισχυρισμός του, χωρίς αναφορά ότι αυτός είχε κατά το χρόνο της εν λόγω επιδόσεως ειδικώς προσδιοριζόμενη γνωστή διαμονή, η οποία ήταν γνωστή στην Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ήταν εντελώς αόριστος και απαράδεκτος. Εφόσον δε στον ισχυρισμό αυτό δεν διαλαμβανόταν και επίκληση λόγων ανώτερης βίας (αφού η αναφορά και μόνο ότι δεν έλαβε γνώση της επιδόσεως δεν συνιστά ανώτερη βία), δεν ήταν αναγκαία η αιτιολογία και επί του ζητήματος αυτού. Ως εκ περισσού δε εξετάσθηκε στο ακροατήριο μάρτυρας επί του ζητήματος αυτού και το Δικαστήριο διέλαβε στο σκεπτικό του την επιπλέον παραδοχή ότι δεν προέκυψε λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος για την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως.
Συνεπώς, με όσα δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επομένως ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30 Νοεμβρίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 14149/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ