Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 887 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Παράβαση καθήκοντος.




Περίληψη:
Παράβαση καθήκοντος. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Πραγματικά περιστατικά. Αντιδήμαρχος έδωσε εντολή στα αρμόδια όργανα να μεταφερθεί εκτός των ορίων του Δήμου προωθητικό μηχάνημα (εκσκαφέας) του Δήμου, προκειμένου να κατεδαφίσει μανδρότοιχο ιδιοκτησίας της πολιτικώς ενάγουσας, με σκοπό να τη βλάψει και να ωφελήσει τον θείο του ιδιοκτήτη ομόρου ακινήτου με τον οποίο η εγκαλούσα είχε διαμάχες ως προς το όριο του ακινήτου. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Υπέρβαση εξουσίας λόγω παραδοχής της πολιτικής αγωγής Ο αμέσως ζημιωθείς από την πράξη ή παράλειψη, χαρακτηριζόμενη ως ποινικό αδίκημα, που τέλεσαν τα αιρετά όργανα των Ο.Τ.Α, κατά την άσκηση της εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων σε βάρος αυτών, προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνον, αφού το δικαίωμα αυτό είναι αυτοτελές και διακεκριμένο και ανήκει στον αμέσως εκ του αδικήματος παθόντα. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.




Αριθμός 887/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Τακτικού Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Νικόλαου Ζαΐρη), Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Μαρία Βασιλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Γεωργίου Αδαμόπουλου) και Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαΐου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σταύρου Μαντακιοζίδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Π. Κ. του Γ., κατοίκου ... που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Στάθη, για αναίρεση της υπ'αριθ.5032/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ζ. Ν., για υποστ.Κατηγ., κάτοικο ... που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Απόστολο Φέστα.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιουλίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 867/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 259 του ΠΚ, "υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη". Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει την προστασία της ομαλής και απρόσκοπτης διεξαγωγής της δημόσιας υπηρεσίας για το γενικότερο συμφέρον, συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, ενεργητικό υποκείμενο του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α' και 263α του ίδιου Κώδικα, απαιτούνται α) παράβαση από τον υπάλληλο του υπηρεσιακού του καθήκοντος, όπως αυτό καθορίζεται από το νόμο ή διοικητική πράξη ή από ιδιαίτερες κατά νόμο οδηγίες της Προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του, β) δόλος του δράστη που περιέχεται στη βούλησή του να παραβεί το καθήκον του και γ) σκοπός του δράστη, επιπλέον, να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, χωρίς όμως να απαιτείται για την πραγμάτωση του εγκλήματος και η επίτευξη του σκοπού αυτού.Το άρθρο 13 Π.Κ. ορίζει ότι "υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου προσώπου δημοσίου δικαίου". Το άρθρο 263α ΠΚ επεκτείνει την υπαλληλική ιδιότητα στους δημάρχους ή προέδρους κοινοτήτων και όσους υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα κα με οποιαδήποτε ιδιότητα σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Εντεύθεν, ο Αντιδήμαρχος, θεωρείται υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13α και 263α ΠΚ για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 259 ΠΚ.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής για παράβαση καθήκοντος αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ` αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την υπ` αριθμό 5032/2012, προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Αθηνών, που την εξέδωσε, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, της παραβάσεως καθήκοντος, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου (άρθρο 84 παρ.2 α Π.Κ.) και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, ήτοι, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας , υπεράσπισης, την απολογία του κατηγορουμένου και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "η εγκαλούσα πολιτικώς ενάγουσα Ζ. Ν. είναι κυρία ενός άρτιου και οικοδομήσιμου αγροτεμαχίου που βρίσκεται στην περιοχή "..." του Δήμου ... εκτάσεως 3.684,05 τμ. στη δυτική και βορειοδυτική πλευρά του οποίου υπάρχει μανδρότοιχος από σκυρόδεμα και πλινθοδομή πλάτους 0,50 μέτρων, ύψους 1μ. και μήκους 121,61 μ. τον οποίο η ιδιοκτήτρια αυτού - μηνύτρια είχε κατασκευάσει περιμετρικά του ακινήτου της, προκειμένου να το περιφράξει. Περαιτέρω προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος υπό την ιδιότητά του ως υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α του ΠΚ και συγκεκριμένα, ως αντιδήμαρχος του Δήμου Μάνδρας Αττικής παρέβη με πρόθεση τα καθήκοντά του που προβλέπονται από το νόμο, με σκοπό να προσπορίσει σε άλλον παράνομο όφελος και να βλάψει την εγκαλούσα - πολιτικώς ενάγουσα. Ειδικότερα στις 4-8-2004 κατά παράβαση των καθηκόντων του ως αντιδημάρχου Μάνδρας που στα καθήκοντά του ενέπιπτε, εκτός των άλλων, και η εύρυθμη λειτουργία της τεχνικής υπηρεσίας του εν λόγω Δήμου και η χρήση των μηχανημάτων αυτών προς όφελος αποκλειστικά και μόνον των δημοτών του, ο κατηγορούμενος έδωσε έντολή στον προϊστάμενο της παραπάνω τεχνικής υπηρεσίας και σε αγνώστων στοιχείων άνδρα που δεν ανήκε στο τεχνικό προσωπικό αυτής, να μεταφέρει ο τελευταίος το υπ'αριθμ. … προωθητικό μηχάνημα (φορτωτή - εσκαφέα) του παραπάνω Δήμου, εκτός των ορίων του τελευταίου, κάτι που γνώριζε ο κατηγορούμενος ότι δεν επιτρέπετο από τις σχετικές διατάξεις που διέπουν την λειτουργία των μηχανημάτων της σχετικής υπηρεσίας, και στη συνέχεια προέβη στην κατεδάφιση του παραπάνω μανδρότοιχου του προπεριγραφέντος ακινήτου της εγκαλούσας, με σκοπό να βλάψει την τελευταία και να προσπορίσει παράνομο όφελος στον θείο του Χ. Ν., που ήταν ιδιοκτήτης ομόρου με αυτό της εγκαλούσας ακινήτου, με τον οποίο αυτή βρισκόταν σε αντιδικία σχετικά με την οριοθέτηση των συνόρων των δύο ακινήτων". Ακολούθως, κατά το διατακτικό της ανωτέρω αποφάσεως, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος του ότι: "Στην ... στις 04/08/2004, ως υπάλληλος, με πρόθεση παρέβη τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει σε άλλον παράνομο όφελος και να βλάψει άλλον. Ειδικότερα, κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ως αντιδήμαρχος του Δήμου Μάνδρας Αττικής στις αρμοδιότητες του οποίου περιλαμβάνεται και η εύρυθμη λειτουργία της τεχνικής υπηρεσίας του ανωτέρω Δήμου, ενεργώντας κατά παράβαση του προσδιοριζόμενου από το νόμο και ενυπάρχαντος στην φύση της υπηρεσίας του καθήκοντος για την χρήση των μηχανημάτων και της εν γένει περιουσίας του Δήμου προς όφελος των πολιτών του Δήμου Μάνδρας, έδωσε εντολή στα αρμόδια όργανα (Προϊστάμενο της Τεχνικής Υπηρεσίας και τον χειριστή του παρακάτω μηχανήματος (εκσκαφέας - φορτωτής) και συγκεκριμένα στην ... στην θέση "...", όπου βρίσκεται ακίνητο ιδιοκτησίας της εγκαλούσης, Ζ. Ν. και αφού εγκατέστησε σ'αυτό χειριστή άσχετο με το τεχνικό προσωπικό του Δήμου Μάνδρας - αγνώστων λοιπών στοιχείων - να κατεδαφιστεί με το παραπάνω μηχάνημα τμήμα μανδρότοιχοι εκ μπετόν και λιθοδομής πλάτους 0,50 μ. και ύψους 1,00 μ', που είχε ανεγερθεί περιμετρικά επί του ανωτέρω ακινήτου προς περίφραξη τούτου, με σκοπό να βλάψει την εγκαλούσα αλλά και να προσπορίσει παράνομο όφελος στον θείο του Χ. Ν., ιδιοκτήτη όμορου ακινήτου με το επίδικο, με τον οποίο η εγκαλούσα είχε δικαστικές διαμάχες λόγω αμφιβολιών ως προς την οριοθέτηση των συνόρων τους". Με τις παραδοχές αυτές, το δικάσαν σε δεύτερο βαθμό Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην εν λόγω απόφαση, την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που ανωτέρω αναπτύχθηκε, αφού εκθέτει σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείσθηκε για τη συνδρομή τους και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ, την οποία ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, παρατίθεται στην απόφαση ότι α) ο αναιρεσείων, ως Αντιδήμαρχος του Δήμου Μάνδρας Αττικής, είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου με την έννοια του άρθρου 13 περ. α' του ΠΚ, β) αυτός παραβίασε το υπηρεσιακό του καθήκον, το οποίο ενυπήρχε στη φύση της υπηρεσίας του και στις ανατεθείσες σε αυτόν αρμοδιότητες, για εύρυθμη λειτουργία της τεχνικής υπηρεσίας του Δήμου και για χρήση των μηχανημάτων του Δήμου, προς όφελος των πολιτών του Δήμου, με το να δώσει εντολή στα αρμόδια όργανα (Προϊστάμενο της Τεχνικής Υπηρεσίας και χειριστή του μηχανήματος), εκσκαφέας του Δήμου να μεταφερθεί εκτός των ορίων του Δήμου προκειμένου να κατεδαφίσει μανδρότοιχο ιδιοκτησίας της εγκαλούσας, παρά το γεγονός ότι η χρήση των μηχανημάτων του Δήμου, γίνεται προς όφελος αποκλειστικά και μόνο των πολιτών του δήμου και περαιτέρω εγκατέστησε στον εκσκαφέα χειριστή πρόσωπο άσχετο με το τεχνικό προσωπικό του Δήμου, το οποίο και κατεδάφισε τμήμα μανδροτοίχου ακινήτου της εγκαλούσας, γ) ενήργησε με πρόθεση, αλλά και με σκοπό να βλάψει την εγκαλούσα στην οποία ανήκε ο μανδρότοιχος που κατεδαφίστηκε αλλά και να προσπορίσει, παράνομο περιουσιακό όφελος, στο θείο του Χ. Ν., ιδιοκτήτη ομόρου ακινήτου με το επίδικο, με τον οποίο η εγκαλούσα είχε δικαστικές διενέξεις ως προς την οριοθέτηση των ορίων των δύο ακινήτων. Οι ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντα, ότι χωρίς αιτιολογία το εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, δέχθηκε, α) το ότι το ως άνω μηχάνημα που χρησιμοποιήθηκε, ανήκε στο Δήμο, υιοθετώντας την κατάθεση της μάρτυρος Α. Α., χωρίς αξιολόγηση των καταθέσεων των λοιπών μαρτύρων, Χ. Ν. και Ν. Α., και β) ότι αυτός είχε την ιδιότητα του Αντιδημάρχου στον παραπάνω Δήμο, ενώ από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν (αρ.31 και 38) σε συνδυασμό με την απολογία του, δεν προέκυπτε η ιδιότητα αυτή, είναι απαράδεκτες καθόσον υπό την επίφαση της έλλειψη αιτιολογίας, πλήττεται, η περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, υπό στοιχεία A1, A3 και Δ' λόγοι αναιρέσεως, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι Α1 και Α3 και της εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ο Δ' λόγος της κρινόμενης αιτήσεως.
Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ.2 Π.Κ., αφού η παραδοχή της οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις κατά το άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ. θεωρούνται, μεταξύ άλλων και, η από το εδάφιο ε' της ως άνω παραγράφου του ιδίου άρθρου ελαφρυντική περίσταση ότι "ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ο αναιρεσείων, κατέθεσε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του εγγράφως, εκτός από τον ισχυρισμό για την αναγνώριση σ` αυτόν της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 § 2 α' Π.Κ, τον οποίο το δικαστήριο έκανε δεκτό, και τον παρακάτω ισχυρισμό, για την αναγνώριση σ` αυτόν της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 § 2 ε' Π.Κ. τον οποίο ανέπτυξε και προφορικώς και ο οποίος, για τη θεμελίωσή του, έχει το ακόλουθο περιεχόμενο: "από τότε που έγινε η πράξη για την οποία κατηγορείται και μέχρι σήμερα πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα (μεγαλύτερο των οκτώ ετών), κατά την διαδρομή του οποίου συμπεριφέρθηκε άψογα. Μάλιστα, κατά την διάρκεια του διαστήματος αυτού, συνέχισε την εργασία του, ενώ παράλληλα εξακολούθησε και την ενασχόληση του με τα κοινά, τόσο ως Δημοτικός Σύμβουλος όσο και ως Αντιδήμαρχος από τον Ιανουάριο του έτους 2011, επιδεικνύοντας πάντοτε προθυμία και εργατικότητα απέναντι στους συμπολίτες του και στους συνανθρώπους του εν γένει και μην έχοντας δημιουργήσει κανένα πρόβλημα, οιασδήποτε φύσεως σε τρίτο". Υπό το εκτεθέν περιεχόμενο, ο παραπάνω αυτοτελής ισχυρισμός, ήταν απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, αφού γίνεται επίκληση μη επαρκών περιστατικών για τη θεμελίωση του, καθόσον για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα και απαιτείται, εκτός από το μεγάλο σχετικό διάστημα, η συνδρομή και άλλων περιστατικών, δηλωτικών της ποιότητας του ήθους του δράστη, της κοινωνικής προδιαθέσεώς του και της αρμονικής διαβίωσής του μετά την πράξη.
Συνεπώς το Τριμελές Εφετείο, δεν είχε υποχρέωσή να απαντήσει στον ως άνω ισχυρισμό, αφού αυτός δεν προτάθηκε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, σύμφωνα με όσα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, αναφέρθηκαν. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ', υπό στοιχείο Α2 λόγος αναίρεσης με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σχετικά με την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171παρ.2 του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, η οποία δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Α' του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, η οποία λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, συνεπάγεται και η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο. Η παράσταση αυτή είναι παράνομη, όταν στο πρόσωπο εκείνου που δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, δεν συντρέχουν οι όροι της ενεργητικής νομιμοποίησης του για την άσκηση πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία του ίδιου Κώδικα, ως προς τον τρόπο και το χρόνο άσκησης και υποβολής της πολιτικής αγωγής. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 183 παρ. 1 του Π.Δ.410/1995 "οι δήμαρχοι, οι αντιδήμαρχοι, τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου κ.λ.π. οφείλουν να αποζημιώσουν το Δήμο ή την Κοινότητα για κάθε θετική ζημία που προξένησαν εις βάρος της περιουσίας τους από δόλο ή βαριά αμέλεια". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 3 του Ν. 2800/2000 κατά την αληθή έννοια του άρθρου 183 του Π.Δ. 410/1995 "Περί δημοτικού και κοινοτικού Κώδικα", αλλά και της διάταξης του άρθρου 141 του ν. 3463/2006 και 232 του ν. 3852/2010, "η αστική ευθύνη των οργάνων των πρωτοβαθμίων Ο.Τ.Α. που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, περιορίζεται μόνο στην υποχρέωση προς αποζημίωση των οικείων νομικών προσώπων, για κάθε θετική ζημία που προξενήθηκε εις βάρος της περιουσίας τούτων από δόλο ή βαριά αμέλειά τους, δεν υπέχουν δε ατομική ευθύνη τα ίδια όργανα, προς αποζημίωση τρίτων". Τέλος, με το άρθρο 64 παρ. 2 του ΚΠΔ, ορίζεται ότι, με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 89 παρ. 1, όταν από διάταξη νόμου η υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, περιορίζεται αποκλειστικώς σε τρίτο αστικώς υπεύθυνο, ο κατά το άρθρο 63 νομιμοποιούμενος σε άσκηση πολιτικής αγωγής, μπορεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων, κατά του κατηγορουμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνον. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ο αμέσως ζημιωθείς από την πράξη ή παράλειψη, χαρακτηριζόμενη ως ποινικό αδίκημα, (παράβαση καθήκοντος), που τέλεσαν τα ανωτέρω αιρετά όργανα των Ο.Τ.Α, κατά την άσκηση της εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων σε βάρος αυτών, προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνον, αφού τα όργανα αυτά δεν ευθύνονται προσωπικά για την προκληθείσα ζημία σε τρίτο, το δικαίωμα δε αυτό είναι αυτοτελές και διακεκριμένο εκείνου του ΟΤΑ και ανήκει στον αμέσως εκ του αδικήματος παθόντα. (ΑΠ 356/2010, Α.Π.925/2009). Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, η εγκαλούσα Ζ. Ν., παραδεκτά και νόμιμα, με βάση τις παραπάνω διατάξεις, παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγουσα, μόνο για τη στήριξη της κατηγορίας της παράβασης καθήκοντος, ως αμέσως παθούσα εκ του αδικήματος, που φέρεται ότι τέλεσε ο κατηγορούμενος. Ορθά επομένως, το εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, απέρριψε την ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής, αφού η εγκαλούσα νομιμοποιείτο ενεργητικά, να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα στην δευτεροβάθμια δίκη προς υποστήριξη της κατηγορίας και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' εδ. γ' ΚΠΔ, σχετικός Γ' λόγος αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, περί υπέρβασης εξουσίας, από την παραδοχή της πολιτικής αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, (από παραδρομή, στο αναιρετήριο, κατά την αρίθμηση των λόγων αναίρεσης δεν αναφέρεται λόγος υπό το στοιχείο Β' παρά μόνο Α1, Α2, Α3, Γ και Δ) πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ως αβάσιμη, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας Πολιτικώς ενάγουσας

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16-7-2012 υπ` αριθμό πρωτ. 5188/18-7-2012 αίτηση του Π. Κ. του Γ., κατοίκου ... οδός ... περί αναιρέσεως της υπ` αριθ. 5032/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας Πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Ιουνίου 2013.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή