Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Υπέρβαση εξουσίας, Αναίρεση μερική, Ποινής αναστολή, Πλάνη, Φορολογία πλοίου.
Περίληψη:
Απορριπτέος ως αβάσιμος ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ για χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί συγγνωστής νομικής πλάνης (άρθρ. 31 § 2 ΠΚ). Έννοια τελευταίας (ΑΠ 143/2009). Αιτιολογία αποφάσεως. Πότε ειδική και εμπεριστατωμένη. Πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Έννοια αυτών. Αποτελεί και η συγγνωστή νομική πλάνη. Ανάγκη προβολής των παραδεκτώς και ορισμένως (ΑΠ 2/2009 και 200/2008). Φορολογία πλοίων κατά Ν. 27/1975. Προϋπόθεση αυτό να φέρει ελληνική σημαία. Μεταβίβαση του πλοίου σε αλλοδαπό με σύμβαση ή πλειστηριασμό. Η υποχρέωση για καταβολή φόρου υπάρχει μέχρι την μεταγραφή της μεταβιβαστικής πράξεως ή της εκθέσεως πλειστηριασμού στο νηολόγιο και την διαγραφή του πλοίου απ' αυτό. Λόγος για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας Ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί συγγνωστής νομικής πλάνης. Αοριστία ισχυρισμού. Όχι υποχρέωση αιτιολογήσεως απορριπτικής αυτού διατάξεως. Απόρριψη λόγου αναιρέσεως. Αυτεπάγγελτη έρευνα λόγου περί υπερβάσεως εξουσίας (άρθρ. 510 §1 Η΄ ΚΠΔ), διότι το δικαστήριο μετέτρεψε την ποινή προς 4,40 € την ημέρα χωρίς να ερευνήσει τις προϋποθέσεις αναστολής αυτής (ΑΠ 5/2009, 568/2008). Δεκτός λόγος που εξετάζεται αυτεπάγγελτα (511 ΚΠΔ). Αναιρεί κατά το μέρος αυτό. Παραπέμπει κατά το μέρος αυτό.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2038/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Σεπτεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Ηρειώτη, περί αναιρέσεως της ΒΤ4753/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιά. Το Τριμελές Πλημ/κείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Οκτωβρίου 2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1756/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 ΠΚ, προκύπτει ότι, για να μη καταλογιστεί η πράξη στον δράστη, λόγω συγγνωστής νομικής πλάνης, απαιτείται να συντρέχει πεπλανημένη πίστη αυτού για το δικαίωμά του να εκτελέσει την πράξη και άγνοια του αδίκου χαρακτήρα της, τον οποίο δεν μπορούσε να γνωρίζει, οποιαδήποτε και να κατέβαλλε επιμέλεια και προσπάθεια, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων του. Στην περίπτωση της συγγνωστής νομικής πλάνης, σε αντίθεση με την περίπτωση της πραγματικής πλάνης, η πράξη δεν μπορεί να αποδοθεί στον δράστη ούτε εξ αμελείας. Περίπτωση νομικής πλάνης για τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως συντρέχει και όταν ο δράστης κατά πλάνη με τα γνωστά σε αυτόν περιστατικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως σχηματίζει αντίληψη που περιέχει πλάνη αναφορικά με τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως και με πίστη στην αντίληψή του αυτή ενεργεί. Η πλάνη του αυτή είναι συγγνωστή, όχι μόνον όταν αγνοεί, αλλά και όταν με τις πνευματικές και επαγγελματικές ικανότητές του και την προσπάθεια που έπρεπε να καταβάλλει για να πληροφορηθεί το επιτρεπτό της πράξεως, δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της. Το τελευταίο συμβαίνει όταν ο δράστης ευλόγως πίστεψε ότι μπορούσε να προβεί στην πράξη του από σφαλερή ερμηνεία ή αντίληψη διατάξεων άλλων εκτός του ποινικού δικαίου από τις οποίες παρασύρθηκε. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους και χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Αυτοτελής ισχυρισμός με την ανωτέρω έννοια είναι και εκείνος περί συγγνωστής νομικής πλάνης. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προτείνονται παραδεκτώς και κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση τους και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού, με τον οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία. 2. Στο άρθρο 1 του Ν. 27/1975 περί φορολογίας πλοίων, επιβολής εισφοράς κ.λ.π. (ΦΕΚ Α` 77) ορίζονται τα εξής: "1. Επιβάλλεται κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου φόρος και εισφορά επί των υπό ελληνικήν σημαίαν πλοίων" (βαρύνοντες, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ιδίου νόμου, τους πλοιοκτήτες τους εγγεγραμμένους στο οικείο νηολόγιο κατά την πρώτη ημέρα κάθε ημερολογιακού έτους). "2. Διά τους σκοπούς του παρόντος νόμου τα πλοία λογίζονται υπό ελληνικήν σημαίαν από της νηολογήσεώς των εις ελληνικόν λιμένα ... μέχρι του χρόνου καθ` ον λαμβάνει χώραν το επιβάλλον την διαγραφήν του εκ του νηολογίου γεγονός. 3. ... "Τέτοιο γεγονός αποτελεί, μεταξύ άλλων, κατά το άρθρο 18 παρ. 1 περ. α` του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (Ν.Δ.187/1973, ΦΕΚ Α` 261), η απώλεια της ελληνικής εθνικότητος, η οποία επέρχεται, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όταν εκλείψουν οι κατά το άρθρο 5 αυτού όροι για την απόκτησή της όταν δηλαδή το πλοίο πάψει να ανήκει κατά ποσοστό υπερβαίνον το 50% σε Έλληνες υπηκόους ή σε ελληνικά νομικά πρόσωπα, των οποίων τα κεφάλαια ανήκουν σε Έλληνες υπηκόους κατά το αυτό ποσοστό. Εξ άλλου, κατά μεν το άρθρο 6 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (Ν.3816/1958, ΦΕΚ Α` 32), επί συμβατικής μεταβιβάσεως της κυριότητος πλοίου δεν αρκεί για τη μεταβίβαση μόνη η κατάρτιση της σχετικής συμβάσεως, αλλ` απαιτείται και καταχώρισή της στο νηολόγιο, κατά δε το άρθρο 8 του αυτού Κώδικα, το οποίο ορίζει ότι κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι περί μεταγραπτέων πράξεων επί ακινήτων διατάξεις των άρθρων 1192 κ.επ. του Αστικού Κώδικα, αντίστοιχη καταχώριση στο νηολόγιο, ως αναγκαίο στοιχείο για τη μεταβίβαση της κυριότητος πλοίου, απαιτείται, μεταξύ άλλων, και προκειμένου περί της προβλεπομένης στην τελευταία ως άνω διάταξη (ΑΚ 1192) κατακυρώσεως της κυριότητος σε δημόσιο πλειστηριασμό, καταχωριζομένης, στην περίπτωση αυτή, στο νηολόγιο περιλήψεως της οικείας κατακυρωτικής εκθέσεως. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι, επί κατακυρώσεως σε δημόσιο πλειστηριασμό ελληνικού πλοίου σε αλλοδαπούς κατά ποσοστό που οδηγεί σε απώλεια της ελληνικής εθνικότητος, το πλοίο παύει να λογίζεται υπό ελληνική σημαία, για την εφαρμογή του Ν. 27/1975, από την καταχώριση περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως στο νηολόγιο, διότι από την καταχώριση αυτή επέρχεται, κατά το ελληνικό δίκαιο, η μετάθεση της κυριότητος, η οποία στην ανωτέρω περίπτωση συνεπάγεται την απώλεια της ελληνικής εθνικότητος του πλοίου, γεγονός που επιβάλλει τη διαγραφή του από το νηολόγιο. Επομένως, ενόσω η περίληψη της κατακυρωτικής εκθέσεως δεν έχει καταχωρισθεί, για οποιονδήποτε λόγο, στο νηολόγιο, ο εξακολουθών, ως εκ τούτου, να εμφανίζεται σ` αυτό ως πλοιοκτήτης, εξακολουθεί και να βαρύνεται με την οικεία φορολογική υποχρέωση, έστω και αν παρέδωσε το πλοίο και έπαυσε, κατόπιν αυτού, να έχει την εκμετάλλευσή του (βλ. ΣτΕ 6005/1996, 387/1996, 1976/1998, 1665/1999, 5903/1995, 3302/95). Το έτος 1998 λοιπόν είχε διαμορφωθεί παγία νομολογία, σύμφωνα με την οποία, επί κατακυρώσεως σε δημόσιο πλειστηριασμό ή μεταβιβάσεως, συμβατικώς, πλοίου υπό ελληνική σημαία σε αλλοδαπό, το πλοίο και κατ ακολουθία ο Έλληνας πλοιοκτήτης του, δεν παύει να υπέχει υποχρέωση καταβολής φόρου κατά τις διατάξεις του Ν. 27/1975, από την διενέργεια του πλειστηριασμού, ή την κατάρτιση της συμβάσεως μεταβιβάσεως της κυριότητας, αλλ απαιτείται προς τούτο και μεταγραφή της περιλήψεως της εκθέσεως κατακυρώσεως ή του μεταβιβαστικού συμβολαίου, στο οικείο νηολόγιο, μετά την οποία και επέρχεται διαγραφή του πλοίου εκ του νηολογίου, μετά από αίτηση του πλοιοκτήτη, λόγω της επερχομένης απώλειας της ελληνικής εθνικότητάς του και συνακόλουθα παύει η φορολογική υποχρέωση του πλοίου και του πλοιοκτήτη. 3. Στην κρινόμενη περίπτωση το Τριμελές Πλημ/κειο Πειραιώς δίκασε, κατ έφεση, την σε βάρος της αναιρεσείουσας κατηγορία για παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1β, 5,7 Ν.1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε αρχικά με άρθρο 23 παρ. 1 Ν. 2523/1997 και στη συνέχεια με άρθρο 34 παρ. 1 Ν. 3220/2004, η οποία συνίστατο στη μη καταβολή από αυτή, ως πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία πλοίου "...", του αναλογούντος, βάσει του νόμου 27/1975, φόρου, για τα έτη 1998 - 2003, συνολικού ποσού 73.891,77 €, τα επί μέρους ποσά του οποίου αναλύονται λεπτομερώς στο κατηγορητήριο. Η αναιρεσείουσα, κατά την ακροαματική διαδικασία, πρόβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι τελούσε σε συγγνωστή νομική πλάνη. Προς θεμελίωση του ισχυρίσθηκε, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της εκκαλουμένης που παραδεκτά επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, κατά λέξη, τα ακόλουθα, αφού προηγουμένως παρέθεσε τιςε διατάξεις των άρθρων 5 και 16 του ανωτέρω Ν.Δ. 187/1973: "...
Εν προκειμένω δι αναγκαστικού πλειστηριασμού διεξαχθέντος την 29η Μαϊου 1996, με επίσπευση της ενυπόθηκης δανείστριας Τράπεζας ABM AMRO, το πλοίο καθ ολοκληρίαν περιήλθε κατά κυριότητα στην παναμαϊκή εταιρία υπό την επωνυμία "..." με έδρα την πόλη του ..., στον ... (οράτε αναγνωσθείσα απόφαση Ολλανδικού δικαστηρίου σε επίσημη μετάφραση στα ελληνικά και αναγνωσθείσα αγγελία του πλειστηριασμού στην ελληνική εφημερίδα Ναυτεμπορική).
Συνεπώς βάσει των ανωτέρω διατάξεων το πλοίο απέβαλε αυτομάτως την ελληνική σημαία και έκτοτε έπαυσε να είναι ελληνικό πλοίο υποκείμενο στις διατάξεις του Ν. 27/1975 περί καταβολής φόρου. Εξυπακούεται δε ότι η κατηγορουμένη έκτοτε απώλεσε την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας του πλοίου. ...
Εν προκειμένω η κατηγορουμένη, έχοντας κατά τα ανωτέρω απωλέσει την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας ήδη από το έτος 1996, δεν κατέβαλε τον φόρο του Ν. 27/1975 κατά τα έτη 1998 έως και 2003, πιστεύοντας ότι ουδεμία φορολογική υποχρέωση είχε για το πλοίο το οποίο δεν είχε στην κυριότητά της, το οποίο επιπροσθέτως είχε αποβάλει την ελληνική σημαία (λόγω της οποίας υπέκειτο στον φόρο του Ν 27/1975). Έτσι, βάσει των ανωτέρω νομοθετικών προβλέψεων, η κατηγορουμένη πίστεψε ότι δεν ήταν υποκείμενο φορολόγησης για το πλοίο "..." κατά τις διατάξεις του Ν. 27/1975, για το χρονικό διάστημα μετά την αναγκαστική εκποίησή του στο .... Τούτη η αντίληψή της υπήρξε απολύτως συγγνωστή υπό την έννοια ότι παρά την καταβολή της προσήκουσας επιμέλειας και προσοχής δεν μπορούσε να διαγνώσει την πλάνη της μη υποβάλλοντας δήλωση φορολογίας όταν τόσο εκείνη είχε απωλέσει την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας όσο και το πλοίο είχε απωλέσει την ελληνική σημαία... ". Ο με το ανωτέρω περιεχόμενο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός τυγχάνει, προεχόντως, αόριστος, διότι η αναιρεσείουσα δεν επικαλείται τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία, σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν στην ανωτέρω υπό στοιχείο 1 νομική σκέψη, συντρέχουν στο πρόσωπό της οι εκεί αναφερόμενες προϋποθέσεις της επικαλούμενης συγγνωστής νομικής πλάνης. Συγκεκριμένα, η κατηγορουμένη δεν επικαλείται μεταγραφή της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως του πλειστηριασμού του πλοίου στο νηολόγιο, με αποτέλεσμα, σύμφωνα την ανωτέρω παγία νομολογία του ΣτΕ, η οποία κάλυπτε χρονικό διάστημα πολλών ετών και είχε διαμορφωθεί κατά το έτος ενάρξεως της μη εκπληρώσεως της φορολογικής υποχρεώσεως (1998), τόσο το πλοίο, όσο και η ίδια, να μη έχουν απωλέσει την ελληνική υπηκοότητα, και την ιδιότητα του πλοιοκτήτη, αντιστοίχως, και συνακόλουθα να μη έχει απαλλαγεί της υποχρεώσεως καταβολής φόρου, κατά το χρονικό διάστημα που κατηγορούταν. Το κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα τούτο της υποχρεώσεως καταβολής φόρου, κατά τις διατάξεις του Ν. 27/1975, σε περίπτωση εκουσίας ή αναγκαστικής εκποιήσεως πλοίου σε αλλοδαπούς, ήταν γνωστό οπωσδήποτε στους κύκλους των πλοιοκτητών, οι οποίοι, ως άμεσα ενδιαφερόμενοι, κατ επανάληψη, με προσφυγές τους, το έφεραν ενώπιον του ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, το οποίο έδωσε την ανωτέρω λύση. Παρόλα αυτά όμως η αναιρεσείουσα δεν αναφέρει πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία, παρά τα ανωτέρω, σχημάτισε την πλανημένη αντίληψη ότι τα αποτελέσματα, τα οποία θέτει ως βάση του περί συγγνωστής νομικής πλάνης ισχυρισμού, δηλαδή της απώλειας της ελληνικής εθνικότητας του πλοίου, της ιδιότητας της ιδίας ως πλοιοκτήτριας αυτού και συνακόλουθα της απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής φόρου, κατά τις ανωτέρω ειδικές διατάξεις, επήλθαν αυτομάτως και άνευ ετέρου μετά την ολοκλήρωση του πλειστηριασμού. Περαιτέρω δεν αναφέρει συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι, οποιαδήποτε επιμέλεια και αν κατέβαλε, κατά την διενέργεια σχετικής έρευνας, για το ζήτημα της υποχρεώσεως ή μη καταβολής φόρου, με βάση τις πνευματικές και επαγγελματικές ικανότητές της ως πλοιοκτήτριας και την προς τούτο προσπάθεια της, δεν μπόρεσε να γνωρίσει τον άδικο χαρακτήρα της μη καταβολής του φόρου, αλλ αντιθέτως, από σφαλερή ερμηνεία ή αντίληψη των εκτός του ποινικού δικαίου ως άνω διατάξεων, στις οποίες, όπως λέχθηκε, είχε δοθεί, κατ επανάληψη, η ανωτέρω ερμηνεία, από το αρμόδιο ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, για την οποία δεν κάνει βέβαια μνεία στον ισχυρισμό της, πλανήθηκε για τον άδικο χαρακτήρα της μη καταβολής του αναλογούντος κατά τον Ν. 27/1975 φόρου. Εφόσον λοιπόν ο ισχυρισμός αυτός είναι αόριστος, σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σ αυτόν και ως εκ περισσού τον απέρριψε με την αναφερόμενη στο σκεπτικό αιτιολογία και στη συνέχεια κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη της ανωτέρω πράξεως και της επέβαλε ποινή φυλακίσεως 1 έτους, την οποία και μετέτρεψε προς 4,40 € για κάθε ημέρα φυλάκισης.
Συνεπώς ο μοναδικός λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, διότι, χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέρριψε τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό (510 παρ. 1Δ' ΚΠΔ), τυγχάνει αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. 4. Επειδή, κατά το άρθρο 99 παρ.1 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ.3 του Ν. 2479/1997, αν κάποιος που δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως για κακούργημα η πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανωτέρα των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις, των οποίων οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο, με την απόφασή του, διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της ποινής για ορισμένο διάστημα (3 - 5 έτη), εκτός αν κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82, είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι, αν ο κατηγορούμενος καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως που δεν υπερβαίνει τα δυο έτη, το δικαστήριο υποχρεούται να αποφασίσει συγχρόνως, πριν από κάθε μετατροπή, για την αναστολή της ποινής, αφού διαπιστώσει, αυτεπαγγέλτως, αν υπάρχει, προηγούμενη καταδίκη του κατηγορουμένου σε στερητική της ελευθερίας ποινή (ή ποινές) πάνω από έξι μήνες και αποφανθεί για τη συνδρομή ή όχι της προϋποθέσεως αυτής. Διαφορετικά, αν το δικαστήριο αποφασίσει τη μετατροπή της ποινής, χωρίς προηγουμένως να αποφανθεί και να αποκλείσει την αναστολή αυτής, υπερβαίνει την εξουσία του. Στην ένδικη υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, ενώ καταδίκασε την αναιρεσείουσα για την ανωτέρω παράβαση σε ποινή φυλακίσεως 1 έτους, μετέτρεψε αυτή σε χρηματική προς 4,40 ευρώ την ημέρα, χωρίς προηγουμένως να αποφασίσει για την αναστολή ή όχι αυτής, με αυτεπάγγελτη έρευνα αν ο αναιρεσείων, βαρύνεται ή όχι με προηγούμενη αμετάκλητη καταδίκη σε ποινές άνω των έξι μηνών. Έτσι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας και, συνεπώς, πρέπει, να γίνει δεκτός ο, κατά την διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 Η' του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, ο οποίος ερευνάται αυτεπαγγέλτως (511 ΚΠΔ) και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τη διάταξή της για μετατροπή της ποινής και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το μέρος αυτό μόνο, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί, από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 4753/2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά και συγκεκριμένα ως προς τη διάταξη της για μετατροπή της ποινής. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί, από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Οκτωβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Οκτωβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ