Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Κλοπή, Συναυτουργία, Ακροάσεως έλλειψη, Αρχαία.
Περίληψη:
Συναυτουργία (άρθρο 45 ΠΚ). Όρος "από κοινού". Πότε υπάρχει αιτιολογία. Άρθρο 24 § 1 Ν. 3028/2002 - Αιτιολογία. Άρθρο 374 § 1 β.α ΠΚ. Άρθρα 329, 331, 333 § 2, 358, 364 και 369 ΚΠΔ σε συνδ. με 171 § 1δ ΚΠΔ. Πότε υπάρχει απόλυτη ακυρότης από τη λήψη υπ' όψη εγγράφου που δεν ανεγνώσθη. Πότε υπάρχει έλλειψη ακροάσεως. Τι αποδεικνύουν τα πρακτικά της συνεδριάσεως. Αυτοτελείς ισχυρισμοί. Πότε είναι αρνητικός ο ισχυρισμός, οπότε το Δικαστήριο απαντά με τις παραδοχές της αποφάσεως. Απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως που πλήττει την ουσία. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 1215/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη,
Βιολέττα Κυτέα-Eισηγήτρια, Γεώργιο Αδαμόπουλο και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση
των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1. Χ1, κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σφυρή και 2. Χ2, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λαφαζάνο, περί αναιρέσεως της 2112/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με συγκατηγορούμενο τον Ψ. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 27 Οκτωβρίου 2009 δύο αυτοτελείς αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1544/2009.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' ιδίου Κώδικος, όταν αναφέρονται σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικώς, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των ούτε απαιτείται να ορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβεν υπ' όψη του και συνεξετίμησε, για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ' επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 § 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 1/2005). Το άρθρο 45 Π.Κ. ορίζει ότι "Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικώς σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικώς κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται ή εις το ότι έκαστος πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές (Ολομ.ΑΠ 50/1990), χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται οι επί μέρους ενέργειες εκάστου συναυτουργού. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 2112/2009 απόφασή του, με αναφορά κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων και δή "τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία των κατηγορουμένων" εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του περί τα πράγματα, ότι απεδείχθησαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Στις αρχές Νοεμβρίου 2002 περιήλθαν κατ' άγνωστον τρόπον στην κατοχή των τριών κατηγορουμένων αρχαία κινητά μνημεία, ήτοι πολιτιστικά αγαθά αναγόμενα στους αρχαίους χρόνους και ειδικότερα α) ένα γυάλινο μυροδοχείο, ύψους 16 εκ., β) μία αρυβαλλοειδής λήκυθος, ύψους 8 εκ., γ) δύο χάλκινα αγγεία χωρίς λαβές με κάθετες εξωτερικά ραβδώσεις, ύψους 7 εκ και δ) ένα χρυσό νόμισμα (στατήρας ...), τα οποία χρονολογούνται από τους κλασικούς χρόνους του 5ου και του 4ου π.Χ. αιώνος και των οποίων η αξία ανέρχεται, των μεν υπό στοιχεία α', β' και γ' σε 1500 Ευρώ συνολικώς, του δε υπό στοιχείον δ' ομοίως στο ποσόν των 1500 Ευρώ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αρμοδίας εκτιμητικής Επιτροπής. Οι κατηγορούμενοι δεν έσπευσαν, ως ώφειλαν εκ του νόμου (άρθρον 24 § 1 Ν. 3028/2002), να δηλώσουν στις Αστυνομικές κ.λ.π Αρχές την περιέλευση των εν λόγω αντικειμένων σε εκείνους και να τα θέσουν στην διάθεση των Αρχών αυτών, αλλ' απεφάσισαν να τα ιδιοποιηθούν παρανόμως και να τα πουλήσουν σε τρίτους, καίτοι κατ' άρθρον 21 § 1 Ν. 3028/2002, εκείνα ανήκουν κατά κυριότητα και νομήν στο Ελληνικό Δημόσιο, είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας και εκτός συναλλαγής. Έτσι, την 12ην Νοεμβρίου 2002 άγνωστος τηλεφώνησε στο Τμήμα Διώξεως Αρχαιοκαπηλίας και έδωσε την πληροφορία, ότι οι κατηγορούμενοι, την ιδίαν ημέραν, επρόκειτο να πωλήσουν τα αρχαία αντικείμενα σε άγνωστον Γερμανόν αγοραστήν. Αμέσως αστυνομικοί έθεσαν υπό παρακολούθηση τον δεύτερο κατηγορούμενο, Χ1, ο οποίος, σύμφωνα με τις παρασχεθείσες από τον άγνωστον πληροφορίες, επεσκέφθη γραφείο τελετών στους ... και ακολούθως μετέβη σε καφετέρια, όπου συνηντήθη με 2 άτομα προσελθόντα με αυτοκίνητο μάρκας BMW, το οποίον έφερε πινακίδες με ξένον αριθμόν κυκλοφορίας. Μετ' ολίγον εξήλθαν από την καφετέρια, παρακολουθούμενοι από αστυνομικούς, τόσον οι 2 πρώτοι κατηγορούμενοι, οι οποίοι ανεχώρησαν με αυτοκίνητο μάρκας PEUGEOT, όσον και οι αλλοδαποί, οι οποίοι ηκολούθησαν τους πρώτους με το ανωτέρω αυτοκίνητό των. Καθ' οδόν, επλησίασε το αυτοκίνητο των 2 πρώτων κατηγορουμένων ο τρίτος κατηγορούμενος, ο οποίος οδηγούσε μοτοποδήλατο και ο οποίος παρέδωσε σε εκείνους μίαν τσάντα, η οποία περιείχε τα ως άνω υπό στοιχεία α', β', γ', αρχαία αντικείμενα. Τότε επενέβησαν οι αστυνομικοί, οι οποίοι ακινητοποίησαν τα οχήματα των κατηγορουμένων και τους συνέλαβαν, ενώ οι επιβάτες του αυτοκινήτου μάρκας BMW διέφυγαν με αυτό, στην κατοχή δε των κατηγορουμένων, εκτός από τα αμέσως ανωτέρω κινητά αρχαία αντικείμενα τα οποία ήσαν στην αναφερθείσα τσάντα, ευρέθη και το αναφερθέν στην αρχή υπό στοιχείον δ' αρχαίο χρυσό νόμισμα το οποίο είχε στην δεξιά τσέπη του σακακιού του ο δεύτερος κατηγορούμενος, σε συσκευασία κοσμήματος. Όπως κατέθεσε στο Δικαστήριο ο μάρτυς-αστυνομικός ..., οι κατηγορούμενοι ... και Ψ "την ώρα της σύλληψης είπαν ότι θα τα πούλαγαν σε κάποιον Γερμανό αντί 70.000 ευρώ". Η αλήθεια της κατεθέσεως αυτής επιβεβαιώνεται και από την προανακριτική απολογία του κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος είχε ομολογήσει, ότι κατά την ημέραν της συλλήψεώς των επρόκειτο να πουληθούν τα αρχαία αντικείμενα και ο οποίος ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως και οι λοιποί κατηγορούμενοι, ηρνήθη την κατηγορία. Από τα ανωτέρω προκύπτουν 1) ότι οι κατηγορούμενοι εγνώριζαν την ιδιότητα των αντικειμένων ως αρχαίων τα οποία είχαν την πρόθεση να πωλήσουν αντί 70.000 Ευρώ και 2) ότι εξεδήλωσαν την πρόθεση να τα ιδιοποιηθούν περί τις αρχές του μηνός Νοεμβρίου 2002 .... Ακολούθως πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι της αποδιδομένης σε αυτούς πράξεως". Μετά ταύτα εκήρυξεν ενόχους τους αναιρεσείοντας του ότι: "Στην ... στις 12 Νοεμβρίου 2002, από κοινού ενεργώντας και κατόπιν συναποφάσεως, ιδιοποιήθηκαν παράνομα αρχαία μνημεία διαπράξαντες απλή υπεξαίρεση. Και συγκεκριμένα, κατά τον πιο πάνω τόπο και χρόνο κατόπιν συναποφάσεως, από κοινού ενεργώντας, αν και περιήλθαν στην κατοχή τους σε άγνωστο χρόνο τουλάχιστον όμως κατά το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα από την ημέρα που συνελήφθησαν την 12-11-2002 κατ' άγνωστο τρόπο αρχαία μνημεία κατά την έννοια του άρθρου 2 του Ν. 3028/2002, τα οποία ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά της χώρας και των οποίων επιβάλλεται η ειδικότερη προστασία και δη: α) ένα γυάλινο μυροδοχείο, ύψους 16 εκ., β) μία αρυβαλλοειδής λήκυθος, ύψους 8 εκ., γ) δύο (2) χάλκινα αγγεία χωρίς λαβές με κάθετες εξωτερικά ραβδώσεις, ύψους 7 εκ και δ) ένα (1) χρυσό νόμισμα (στατήρας ...), τα οποία χρονολογούνται από στους κλασικούς χρόνους (5ο με 4ο αιώνα π.Χ.) και δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας εκτιμηθέντος του τελευταίου 1500 ευρώ και των λοιπών τουλάχιστον 1500 ευρώ και τα οποία ανήκουν, ως πολιτιστική κληρονομιά της χώρας, κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, δεν τα δήλωσαν χωρίς καθυστέρηση στην πλησιέστερη αρχαιολογική, αστυνομική ή λιμενική αρχή, ούτε τα παρέδωσαν στην αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, αλλά τα κατακράτησαν και τα ιδιοποιήθηκαν χωρίς κανένα δικαίωμα, εντελώς παράνομα". Με αυτά που εδέχθη το ανωτέρω δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως αρχαίων μνημείων, για το οποίο και κατεδικάσθη ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 21 § 1, 27 και 375§1β' α'' Π.Κ., 2 § β περα. α' 20 § 1 περ. α', 21 § 1 Ν.3028/2002 που εφήρμοσε, χωρίς ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου να τις παραβιάσει με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει ούτω την απόφασή του νομίμου βάσεως. Ειδικότερα αναφέρει όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία έλαβεν υπ' όψη η απόφαση, και όχι μόνο την κατάθεση του μάρτυρος αστυνομικού, το γεγονός δε ότι την εξαίρει, δεν σημαίνει ότι έλαβεν υπ' όψη μόνον αυτή, την παράνομη ιδιοποίηση των εκτιθεμένων αρχαίων μνημείων τα οποία κατεκράτησαν οι κατηγορούμενοι, συμπράξαντες αμφότεροι (και μετά. του μη εδώ αναιρεσείοντος) με τις αναφερόμενες ενέργειές του έκαστος στην τέλεση της πράξεως από κοινού, ασχέτως του ότι το αρχαίο νόμισμα ευρέθη στην τσέπη του σακακιού του Χ1, αφού εδέχθη (η απόφαση) ότι όλοι είχαν στην κατοχή των τα ανωτέρω κινητά μνημεία, υπό την έννοια της δυνατότητος εξουσιάσεως (επ') αυτών (και τα ιδιοποιήθησαν παρανόμως).
Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, αμφοτέρων των αιτήσεων αναιρέσεως, περί ελλείψεως αιτιολογίας από την απόφαση σχετικά με τις ανωτέρω ελλείψεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 § 2, 358, 364 και 369 Κ.Π.Δ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 § 1 στοιχ. δ' ιδίου Κώδικος προκύπτει ότι η λήψη υπ' όψη από το δικαστήριο της ουσίας, για τον σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου το οποίο δεν ανεγνώσθη κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ λόγον αναιρέσεως, διότι ούτω παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 Κ.Π.Δ, δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο ως και οι αρχές της δημοσιότητος και προφορικότητος της συζητήσεως στο ακροατήριο και της διεξαγωγής της δίκης κατ' αντιμωλίαν. Η ακυρότης αυτή δεν επέρχεται και αποτρέπεται εάν το περιεχόμενο του εγγράφου που δεν ανεγνώσθη στο ακροατήριο προκύπτει από άλλα έγγραφα τα οποία ανεγνώσθησαν ή από άλλα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένου κτλ) και το άνω έγγραφο, το οποίο δεν ανεγνώσθη στο ακροατήριο αναφέρεται απλώς στο αιτιολογικό της αποφάσεως, χωρίς να ληφθεί αμέσως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, σε σχέση με την συνδρομή περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλομένη απόφασή του το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών εκήρυξεν ενόχους τους αναιρεσείοντας υπεξαιρέσεως αρχαίων κινητών μνημείων αξίας όχι ιδιατέρως μεγάλης και επέβαλεν εις αυτούς ποινή φυλακίσεως (12) μηνών εις έκαστον. Το δικαστήριο αυτό προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του περί ενοχής έλαβεν υπ' όψη του επικουρικώς και προς επίρρωση των άλλων αποδεικτικών μέσων που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό ως άνω της προσβαλλομένης αποφάσεως και την προανακριτική απολογία του Χ1. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης εφ' ης η προσβαλλομένη, η άνω κατάθεση δεν ανεγνώσθη μεν στο ακροατήριο, όπως διαπιστώνεται όμως από το αιτιολογικό της αποφάσεως, το περιεχόμενό της προέκυψε από έτερο αποδεικτικό μέσο, το οποίο έλαβεν η υπόψη του το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, ώστε θεωρείται ότι αυτή περιλαμβάνεται απλώς προς ενίσχυση της καταθέσεως του μάρτυρος αστυνομικού ... και όχι αυτοτελώς και αποκλειστικώς, δεδομένου ότι, όπως εξετέθη και ανωτέρω στην αιτιολογία αναφέρεται: "Η αλήθεια της καταθέσεως αυτής επιβεβαιώνεται και από την προανακριτική απολογία του κατηγορουμένου Χ1.". Εντεύθεν και δεν επήλθε απόλυτος ακυρότης της διαδικασίας εκ του άνω λόγου και ο σχετικός λόγος αμφοτέρων των αιτήσεων αναιρέσεως, υποστηρίζων τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ' άρθρον 364 § 1 Κ.Π.Δ "Στο ακροατήριο διαβάζονται .... καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά την διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους...". Εντεύθεν είναι υποχρεωτική η ανάγνωση εγγράφου που υπέβαλεν ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, εάν δε το δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση του δικαιώματος αυτού στον κατηγορούμενο ή δεν απαντήσει, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως δι' έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 510 1 στοιχ. Β' Κ.Π.Δ. Η τοιαύτη έλλειψη ακροάσεως προϋποθέτει όμως υποβολή εγγράφου ή προφορικής αιτήσεως ή προτάσεως, που συνοδεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτού που παρέχεται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακριβείας αυτών παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους κατ' άρθρον 145 § 2 Κ.Π.Δ.Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων αιτιάται ότι, καίτοι ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών εζήτησε την ανάγνωση ως σχετικών Νο 3 και 4 των : Α) των από ... με αριθμ. ... Πρακτικών συνεδριάσεως του Δικαστηρίου της ... περί δημοσιεύσεως της υπ' αριθμ. ... δημοσίας διαθήκης του Χ1 και Β) της από ... Ληξιαρχικής Πράξης θανάτου του ... πατρός του κατηγορουμένου, τα έγγραφα αυτά δεν ανεγνώσθησαν. Όμως δεν προκύπτει από τα πρακτικά ότι τα άνω έγγραφα προσεκομίσθησαν από τους αναιρεσείοντας, (ούτε) πολλώ μάλλον ότι εζήτησαν δια των συνηγόρων τους την ανάγνωση, ώστε να αναγνωσθούν, κατ' ουδέν δε σημαίνει ότι προσεκομίσθησαν εκ του ότι τα αναφέρει ο Χ1 "ως σχετικά στους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς".
Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, υποστηρίζων τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Η απαιτουμένη κατά τα άνω άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ, πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς εφ' όσον οι ισχυρισμοί αυτοί είναι πράγματι αυτοτελείς και δεν είναι αρνητικοί της κατηγορίας τοιούτοι? είναι δε αυτοτελείς ισχυρισμοί εκείνοι που προβάλλονται κατά τα άρθρα 170 § 2 και 332 § 2 Κ.Π.Δ στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενον ή τον συνήγορον αυτού και τείνουν εις την άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως, τον αποκλεισμό ή την μείωση της ικανότητος προς καταλογισμόν, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής, εφ' όσον βέβαια προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ώστε να μπορέσει το δικαστήριο να τους αξιολογήσει και να τους κάμει δεκτούς ή να τους απορρίψει. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων Χ1 αιτιάται ότι το δικαστήριο απέρριψεν αναιτιολογήτως τους προβληθέντας νομίμως αυτοτελείς ισχυρισμούς του περί παραγραφής. Όπως προκύπτει από το άνω αιτιολογικό της αποφάσεως, το δικαστήριο απέρριψε τον περί παραγραφής ισχυρισμόν του ως εξής: "Από τα ανωτέρω προκύπτουν, 1) ότι οι κατηγορούμενοι εγνώριζαν την ιδιότητα των αντικειμένων ως αρχαίων, τα οποία είχαν την πρόθεση να πωλήσουν αντί 70.000 Ευρώ και 2) ότι εξεδήλωσαν την πρόθεση να τα ιδιοποιηθούν περί τις αρχές του μηνός Νοεμβρίου 2002. Επομένως, αφού από τις αρχές του μηνός Νοεμβρίου 2002 και μέχρι της 8-12-2006, της 12-9-2006 και της 4-9-2006 ότε επεδόθη αντιστοίχως σε κάθε κατηγορούμενον το κλητήριο θέσπισμα, δεν παρήλθε πενταετία (άρθρα 111 § 3 και 113§ 3 Π.Κ.), πρέπει ο αυτοτελής ισχυρισμός των κατηγορουμένων περί παραγραφής να απορριφθεί ως αβάσιμος..". Εντεύθεν και υπάρχει πλήρης επί της απορρίψεως αιτιολογία και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως του Χ1 είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω το μεν οι αναιρεσείοντες ηρνήθησαν την ιδιότητα μόνο του αρχαίου νομίσματος (στατήρος ...), το δε ο Χ1 κυρίως και εκτενέστερα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ισχυρίστηκε ότι "τόσο από την ανακριτική του κατάθεση όσον και την τοιαύτη της αδελφής του θα αποδειχθεί πανηγυρικά και κατά την ακροαματική διαδικασία ότι ευρίσκετο εις πραγματική πλάνη περί της ιδιότητος του χρυσού νομίσματος που ευρέθη επάνω του ως αρχαίου" και εν συνεχεία κάνει μία ιστορική αναδρομή στις εντός της οικογενείας του μεταβιβάσεις αυτού ως κειμηλίου. Ο ισχυρισμός αυτός το μεν αποτελεί αρνητικόν της κατηγορίας ισχυρισμόν εις τον οποίον το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει, αφού απαντά με τις παραδοχές του επί της ενοχής, το δε είναι αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως ως αυτοτελής ισχυρισμός.
Συνεπώς ο σχετικός λόγος αμφοτέρων των αιτήσεων αναιρέσεως στο πλαίσιο της ελλείψεως αιτιολογίας από την απόφαση η οποία δεν απήντησεν ητιολογημένα στην απόρριψη του ισχυρισμού περί πραγματικής πλάνης, αλλ' απλώς είπε "πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης", είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Τέλος ο αναιρεσείων Χ1 αιτιάται ότι η απόφαση πάσχει ειδικής αιτιολογίας όσον αφορά την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του περί συνδρομής εις το πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων εκ του άρθρου 84 § 2 α' και. β' Π.Κ. Όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της αποφάσεως το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς με πλήρη αιτιολογία και δη ως εξής: "Τέλος πρέπει να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός του δευτέρου κατηγορουμένου περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του ελαφρυντικών περιστάσεων 1) του άρθρου 84 § 2 α' Π.Κ., καθόσον δεν απεδείχθη, ότι έως του χρόνου τελέσεως του εξεταζομένου εγκλήματος, αυτός έζησε έντιμη ατομική, οικογενεικαή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, μη αρκούντος προς τούτο του ποινικού μητρώου του, από το οποίο άλλωστε προκύπτει, ότι παλαιότερα κατεδικάσθη για παράβαση του Β.Δ 29/1971 και 2) του άρθρου 84 § 2 β' Π.Κ., καθόσον απεδείχθη, ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ταπεινά αίτια και ειδικότερα από την πρόθεσή του να πορισθεί εισόδημα από την παράνομη πώληση μνημείων τα οποία ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά της χώρας και των οποίων επιβάλλεται η προστασία".
Συνεπώς ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ1, υποστηρίζων τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι καθ' ό μέρος υπό τον λόγον της ελλείψεως αιτιολογίας, εν σχέσει με όλα τα πληττόμενα με αυτόν ως άνω κεφάλαια, επιχειρείται διάφορος εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι αφορά την ουσία της υποθέσεως.
Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα πρέπει αμφότερες οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως να απορριφθούν ως αβάσιμες κατ' ουσίαν, καταδικασθούν δε οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 27/10/2009 αιτήσεις των Χ1 και Χ2, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2112/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντας στα δικαστικά έξοδα, εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220) έκαστον.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαΐου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ