Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1103 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Παραπομπή στην Ολομέλεια.




Περίληψη:
Παραπέμπει στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.




Αριθμός 1103/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Αναστάσιο Λιανό (ο οποίος ορίσθηκε με τη με αριθμό 44/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2, αμφοτέρων κατοίκων ..., 3) Χ3, κατοίκου ... και 4) Χ4, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του με αριθμό 492/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις α) από 28 Μαρτίου 2007 κοινή αίτηση των δύο πρώτων εξ αυτών και β) από 3 Απριλίου 2007 κοινή αίτηση των υπολοίπων περί αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 763/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 263/26.6.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "I) To συμβούλιο πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 807/2001 βούλευμά του αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία κατά των Χ4, Χ1, Χ2 και Χ3 για ψευδή βεβαίωση κατεξακολούθηση με σκοπό το όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών (κατά του α), άμεση συνέργεια κατ'εξακολούθηση στην άνω ψευδή βεβαίωση (κατά του β) και ηθική αυτουργία κατά συρροή στις άνω πράξεις (κατά των γ, δ) που φέρονται ότι τελέσθηκαν στην ... από 23-5-1995 έως 26-5-1999. Κατά του άνω βουλεύματος άσκησε έφεση και δη την υπ'αριθμ. 210/2-3-2001 η Ψ με την ιδιότητα της πολιτικώς ενάγουσας-για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων -την οποία (έφεση) το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 1221/2001 βούλευμά του έκανε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή και δη σε σχέση με το τυπικά δεκτόν δεν ασχολήθηκε καν για το αν όντως η φερομένη ως αμέσως παθούσα και πολιτικώς ενάγουσα εδικαιούτο με την ιδιότητά της αυτή να ασκήσει την έφεση αλλά έκρινε αυτή "τυπικά" δεκτή, σε σχέση δε με την κατ'ουσίαν έρευνα αφενός εξαφάνισε το προσβαλλόμενο πρωτόδικο βούλευμα αφετέρου παρέπεμψε τους άνω κατηγορουμένους για τις άνω πράξεις στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Κατά του βουλεύματος αυτού (του συμβουλίου Εφετών Αθηνών) οι παραπεμφθέντες κατηγορούμενοι άσκησαν αναιρέσεις, (=146/2001 και 163/2001), ο δε 'Αρειος Πάγος με το υπ'αριθμ. 1145/2003 βούλευμά του (=συνημμένο και Π Χρ ΝΔ σελ 248-9= Ποινικός Λόγος σελ. 1207 = Ποιν. Δ. σελ. 1402) -χωρίς και αυτός να ασχοληθεί ευθέως με το τυπικά δεκτόν της έφεσης -αναίρεσης διότι δεν υπήρχε σχετικός λόγος προς τούτο ειδικά, αναίρεσε τούτο διότι δεν ανέφερε τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη, και παρέπεμψε στο αυτό συμβούλιο με άλλη σύνθεση. 'Ετσι η υπόθεση επανήλθε στην προ της εκδόσεως του αναιρεθέντος βουλεύματος νομική κατάσταση ήτοι το συμβούλιο Εφετών ώφειλε πλέον να επανακρίνει την άνω έφεση. Εάν ώφειλε ή όχι νομικά να επανακρίνει και το τυπικά δεκτόν αυτής βλ. παρακάτω. Το αυτό συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με άλλη πλέον σύνθεση, όντως με το υπ'αριθμ. 2691/2003 βούλευμά του αφενός μεν επελήφθη και του τυπικά δεκτού της έφεσης (διότι έκρινε ότι δεν εμποδίζεται σ'αυτό από καμία διάταξη νόμου) και αποφάνθηκε ότι ναι μεν οι αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους αξιόποινες πράξεις φέρονται ότι τελέσθηκαν σε βάρος της ΑΕ "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ" αλλά προκάλεσαν άμεση ζημία και στις μηνύτριες-πολιτικώς ενάγουσες και συγκεκριμένα "η ψευδής βεβαίωση, με την οποία βαρύνεται ο κατ/νος Χ4 (στην οποία φέρονται ότι συμμετείχαν οι Χ1 και Χ2 ως ηθικοί αυτουργοί και ο Χ3 ως άμεσος συνεργός) συνίσταται, κατά τα αναφερόμενα στη μήνυση, στο ότι αυτός στην ... στις 23.5.1995, 16.5.1996, 2.6.1997, 25.5.1998 και 26.5.1999, με την ιδιότητά του ως ορκωτού ελεγκτή της ως άνω εταιρίας, που στα καθήκοντά του, μεταξύ άλλων, αναγόταν και η σύνταξη των πιστοποιητικών ελέγχου των εταιρικών χρήσεων της εταιρίας αυτής, με πρόθεση βεβαίωσε ψευδώς στα πιστοποιητικά αυτά των εταιρικών χρήσεων των ετών 1994, 1995, 1996, 1997 και 1998 ότι νόμιμα είχαν συνταχθεί οι ισολογισμοί των αντιστοίχων ετών, παρότι γνώριζε ότι στα βιβλία της εταιρίας είχαν καταχωρισθεί για τα έτη 1991 έως 1994 εκατοντάδες εικονικά ή πλαστά τιμολόγια συνολικού ποσού 1.960.381.019 δρχ. που είχαν εκδοθεί από δήθεν προμηθευτές της εταιρίας για ανύπαρκτες συναλλαγές της και τα οποία επηρέαζαν τους ισολογισμούς των ετών 1994 και 1995, στους οποίους είχαν περιληφθεί εικονικές δαπάνες από τα εικονικά τιμολόγια συνολικού ποσού 922.650.994 δρχ. για το 1994 και 200.000 δρχ. για το 1995, καθώς και αυτούς (ισολογισμούς) των επομένων ετών, αφού σ'αυτούς φαίνονταν αφενός ζημίες προηγουμένων ετών που δήθεν προέρχονταν από τις εικονικές δαπάνες των εικονικών τιμολογίων και αφετέρου αποσβέσεις επί εικονικών επενδύσεων που οφείλονταν στα εικονικά τιμολόγια. Σκόπευε δε, με την πράξη του αυτή, να ωφελήσει τους συγκατηγορουμένους του Χ1 και Χ2, που διοικούσαν και συνέχισαν, και μετά τις άνω ημερομηνίες, να διοικούν την εταιρία και οι οποίοι είχαν καρπωθεί το ανωτέρω ποσό των 1.960.381.019 δρχ. από το ταμείο της εταιρίας αθέμιτα και το δικαιολόγησαν με την έκδοση εικονικών τιμολογίων με αντίστοιχη βλάβη των μηνυτριών, οι οποίες εκπροσωπούν το 49, 02% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι από την προαναφερόμενη αξιόποινη πράξη, που φέρεται ότι τελέσθηκε από τον κατ/νο Χ4, με τη συμμετοχή και των λοιπών, ζημιώθηκε μεν το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, που απώλεσε το ως άνω ποσό των 1.960.381.019 δρχ., ζημιώθηκαν, όμως, αμέσως και οι μηνύτριες μέτοχοι, εφόσον με την, κατά το εν λόγω ποσό, μείωση της εταιρικής περιουσίας, μειώθηκε αναλόγως η πραγματική αξία των μετοχών τους. Κατά συνέπειαν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη και τα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα Ψ στο από 11.11.2003 υπόμνημα της (που κατατέθηκε νομότυπα στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών μέσα στην προθεσμία που τάχθηκε από το Συμβούλιο αυτό, κατά τη συνεδρίαση της 6.11.2003), η τελευταία εδικαιούτο να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα και να ζητήσει την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προαναφερόμενη αξιόποινη πράξη, εντεύθεν δε ν'ασκήσει έφεση κατά του πρωτοδίκου απαλλακτικού βουλεύματος και ο ισχυρισμός των κατ|νων Χ1 και Χ2, που εμπεριέχεται στο από 21-10-2003 υπόμνημα τους (το οποίο κατατέθηκε νομότυπα στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών), ότι η εκκαλούσα, ως μέτοχος της εταιρίας, υπέστη μόνο έμμεση ζημία από την ως άνω αξιόποινη πράξη και, επομένως, δεν εδικαιούτο να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής, ούτε βεβαίως να εφεσιβάλει το πρωτόδικο βούλευμα, είναι μη νόμιμος και απορριπτέος. Επομένως, η έφεση, μετά από (επιτρεπομένη, κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη σκέψη του παρόντος) επανάκριση από την αρχή της υποθέσεως μετά την έκδοση του υπ'αριθ. 1145/2003 αναιρετικού βουλεύματος του Αρείου Πάγου, πρέπει, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις για το παραδεκτό της (εμπρόθεσμο κλπ), να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της". Αφετέρου επανάκρινε στην ουσία την υπόθεση και έκανε δεκτή την έφεση και στην ουσία της και παρέπεμψε και πάλιν (όπως και το αναιρεθέν βούλευμα) τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου -κακουργημάτων- για τις αυτές άνω πράξεις. Κατά του βουλεύματος αυτού οι παραπεμφθέντες άσκησαν στις 24-12-2003 αναιρέσεις και ο 'Αρειος Πάγος με το υπ'αριθμ. 146/2006 βούλευμά του αναίρεσε αυτό για έλλειψη αιτιολογίας -νόμιμης βάσης και παρέπεμψε την υπόθεση στο αυτό συμβούλιο με άλλη σύνθεση. Να σημειωθεί εδώ ότι ο 'Αρειος Πάγος στο αυτό ως άνω βούλευμά του (=146/2006) κάνει ειδική μνεία ότι, μετά την αναίρεση του προσβαλλομένου (=2691/2003) βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών για τους ρηθέντας λόγους, "παρέλκει η έρευνα του πρώτου λόγου για υπέρβαση εξουσίας του συμβουλίου" που είχε προταθεί και που αναφέρεται στο ότι το τελευταίο έκανε τυπικά (και στη συνέχεια ουσιαστικά) δεκτή την έφεση ενώ έδει να απορρίψει αυτή ως απαράδεκτη διότι είχε ασκηθεί από πρόσωπο μη δικαιούμενο, δηλ. από πρόσωπο που δεν δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων και δη διότι το έγκλημα στρέφεται κατά του ν.π. της ΑΕ και όχι κατά του μετόχου αυτής όπως είναι η εκκαλούσα, η οποία μόνον έμμεσα βλάπτεται. Στο σημείο μάλιστα αυτό ζητήθηκε από τους κατηγορουμένους με αυτοτελή αίτηση από 7-2-2006 στο συμβούλιο του Αρείου Πάγου να εξετάσει και τον ανωτέρω λόγο γιατί είχε έννομο συμφέρον, πλην όμως ο 'Αρειος Πάγος με το υπ' αριθμ. 1513/2006 βούλευμά του απέρριψε αυτή διότι μετά την έκδοση του προηγουμένου (=146/2006) βουλεύματός του εξάντλησε πλέον τη δικαιοδοσία του επί της αναιρέσεως κατά του προσβληθέντος βουλεύματος, προσέθεσε δε και μία σκέψη ότι "η όποια αιτίαση των αιτούντων μπορεί να προταθεί στο συμβούλιο Εφετών, -το οποίο θα επιληφθεί πλέον- "και εάν το τελευταίο την απορρίψει, μπορούν (οι αιτούντες) να ασκήσουν νέα αίτηση αναιρέσεως επικαλούμενοι οποιονδήποτε από τους από το άρθρο 484 παρ. 1 Κ.Π.Δ. λόγους". Από την περικοπή αυτή οι άνω εξάγουν επιχείρημα ότι το τελευταίο (=συμβούλιο Εφετών) οφείλει και μπορεί να κρίνει και πάλιν το ζήτημα του τυπικά δεκτού ή όχι της έφεσης και δη για τον ρηθέντα λόγο. Όμως τούτο (συμβούλιο Εφετών Αθηνών) επιληφθέν και πάλιν της έφεσης -βέβαια με άλλη σύνθεση αλλά πάντοτε με τον αυτόν Εισαγγελέα (βλ. ΑΠ 2203/2006) -έκρινε (αποφάνθηκε) με το υπ'αριθμ. 492/2007 βούλευμά του ότι δεν μπορεί να ερευνήσει και πάλιν το ζήτημα του παραδεκτού ή μη της έφεσης διότι τα άνω (αναιρεθέντα) βουλεύματα δεν θίγησαν από τις αναιρετικές αποφάσεις-βουλεύματα στο σημείο αυτό και συνεπώς για το ζήτημα αυτό έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο (και έτσι απέρριψε σχετικό ισχυρισμό, που υπεβλήθη με υπόμνημα, των κατηγορουμένων)- και ότι, για το λόγο αυτό, για το ζήτημα αυτό ως εκ περισσού το αυτό συμβούλιο με το υπ'αριθμ. 2691/2003 προγενέστερο βούλευμά του αποφάνθηκε (βλ. πιο πάνω) ενώ δεν μπορούσε να αποφανθεί. Στη συνέχεια το αυτό συμβούλιο με το αυτό βούλευμά του (=492/2007) εισήλθε στην έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της έφεσης και έκρινε αυτή και ουσιαστικά βάσιμη και -αφού εξαφάνισε το εκκαλούμενο βούλευμα (=807/2001 συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών-και παρέπεμψε τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου -για κακουργήματα-Αθηνών "για τις αξιόποινες πράξεις της κακουργηματικής ψευδής βεβαιώσεως κατ'εξακολούθηση και της άμεσης συνέργειας και της ηθικής αυτουργίας σ'αυτήν κατά συρροή (άρθρα 14, 16, 17, 18 εδ. α', 26 παρ. 1, 27 παρ 1, 94 παρ. 1, 98, 51, 52, 13 περ. α', 46 παρ. 1 περ. α'και β, 242 παρ. 1, 3 Π.Κ. σε αντικ. (συνδ.) με άρθρ. 16 παρ. 5 ν.δ. 3329/1955, 10β παρ. 5 και 63 β' Κωδικ. Ν. 2190/1920) ...". Ειδικότερα, το άνω βούλευμα δέχθηκε ότι "από την προανάκριση και την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκαν και περατώθηκαν νόμιμα και ειδικότερα από τις καταθέσεις των νομίμων εξετασθέντων μαρτύρων, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα (στα οποία περιλαμβάνονται και δικαστικές αποφάσεις), από τις απολογίες και τα απολογητικά υπομνήματα των κατηγορουμένων, σε συνδυασμό με τα υπομνήματα της πολιτικώς ενάγουσας, Ψ και τα συνοδεύοντα αυτά έγγραφα καθώς και από τα υπομνήματα των κατηγορουμένων που απευθύνονται στο παρόν Συμβούλιο, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 1.6.1989 απεβίωσε σε αυτοκινητικό ατύχημα ο ΑΑ, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΕΕ" που αποτελούσε στην ουσία οικογενειακή επιχείρηση στην οποία συμμετείχε αυτός μεν κατά ποσοστό 67,98% κατά το υπόλοιπο δε 32,02% η αδελφή του, εκκαλούσα-πολιτικώς ενάγουσα, Ψ. Η εταιρία αυτή είχε ως αντικείμενο εργασιών την παροχή υπηρεσιών ψύξεως προϊόντων ή διατηρήσεως προϊόντων, με την πάροδο δε του χρόνου εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες των Βαλκανίων στο είδος αυτό των υπηρεσιών, διαθέτουσα σημαντική ακίνητη περιουσία με οικόπεδο και εργοστάσιο στην περιοχή του ... (οδός ... αρ. ...) και ετήσιο κύκλο εργασιών πλέον των 500.000.000 δρχ. Ο ΑΑ ήταν σύζυγος της κατηγορουμένης Χ1 με την οποία ωστόσο είχε διαζευχθεί από το έτος 1988. Από το γάμο τους είχαν αποκτήσει τρία τέκνα, τον ΒΒ, τον Χ2 (κατηγορούμενο) και τον ΓΓ που ήταν και οι τρεις ανήλικοι κατά το χρόνο του θανάτου του. Αλλά από τη σχέση του με τη ΔΔ είχε αποκτήσει και ένα εκτός γάμου τέκνο, την άλλη μηνύτρια - πολιτικώς ενάγουσα, Ω, την οποία είχε αναγνωρίσει ως δικό του τέκνο. Μετά το θάνατο του ΑΑ, το μερίδιό του στην πιο πάνω εταιρία περιήλθε στα τέσσερα ανήλικα τέκνα του και έτσι το ποσοστό των τέκνων αυτού από το γάμο του με την Χ1 διαμορφώθηκε σε 50,98% ενώ αυτό της αδελφής του Ψ και του εκτός γάμου τέκνου του, Ω σε 49,02%. Μετά το θάνατο του ΑΑ στη διαχείριση της εταιρίας κλήθηκε η πρώην σύζυγος του Χ1 και μητέρα των τριών ως άνω ανηλίκων τέκνων, η οποία από τον Ιούνιο του έτους 1990 εκλέχθηκε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας με ευρείες εξουσίες να ενεργεί υλικές και νομικές πράξεις και έκτοτε άσκησε ουσιαστικά τη διοίκηση και διαχείριση των υποθέσεων της εταιρίας με πρόσωπα δικής της επιλογής. Στις 18.10.1990, μετά την ενηλικίωση του ΒΒ ανατέθηκαν σ' αυτόν με πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας καθήκοντα βοηθού Γενικού Διευθυντή, ενώ με τον ίδιο τρόπο έγινε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και αναπληρωτής Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας στις 22.7.1992 και ο αδελφός του Χ2 (κατηγορούμενος) οι οποίοι λόγω των σπουδών τους, τουλάχιστον κατά το αρχικό χρονικό στάδιο της εισόδου τους στο Διοικητικό Συμβούλιο περιορίστηκαν σε τυπική συμμετοχή χωρίς ενεργό ανάμειξη στη διαχείριση των εταιρικών πραγμάτων, την οποία ουσιαστικά και αποκλειστικά είχε η μητέρα τους και κατηγορουμένη Χ1. Οι σχέσεις μεταξύ των μετόχων της πλειοψηφίας και εκείνων της μειοψηφίας μετά το θάνατο του ΑΑ δεν ήταν καθόλου αρμονικές, δεδομένου ότι η κατηγορουμένη Χ1, εκπροσωπώντας τα ποσοστά των τριών ανηλίκων τέκνων της είχε αντιτιθέμενα συμφέροντα προς εκείνα των μηνυτριών - πολιτικώς εναγουσών (Ψ και Ω, νομίμως εκπροσωπούμενης από τη μητέρα της, ΔΔ), τις οποίες ουσιαστικά είχε αποκλείσει από κάθε πρόσβαση και κάθε έλεγχο στις εταιρικές υποθέσεις, αρνούμενη να τους δώσει οποιαδήποτε πληροφορία ή ενημέρωση για την πορεία των εργασιών της εταιρίας. Εξαιτίας της αρνήσεως αυτής δημιουργήθηκαν δικαστικές διενέξεις και αμφισβητήσεις σχετικές με τον τρόπο της διοικήσεως της εταιρίας και διαχειρίσεως της περιουσίας της, αφενός μεν μεταξύ αυτής και των τέκνων της (Χ2 και ΒΒ), αφετέρου δε των μετόχων της μειοψηφίας, οι οποίες (διενέξεις) συνεχίζονται μέχρι σήμερα στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια. Περαιτέρω προέκυψε ότι περί το μήνα Μάρτιο του 1993 περιήλθαν στην κατοχή των μετόχων της μειοψηφίας τα "δεύτερα" βιβλία που ετηρούντο στην εταιρία (τα αποκαλούμενα και "μαύρα") τα οποία συνέτασσε η ταμίας της εταιρίας, ΕΕ (η οποία απολύθηκε στις 18.1.1996) με βάση τις οδηγίες και υποδείξεις της κατηγορουμένης Χ1 που είχε ουσιαστικά τη διαχείριση της εταιρίας από το έτος 1990, όπως προαναφέρθηκε. Από τις εγγραφές στα βιβλία αυτά προέκυψε ότι για την ικανοποίηση προσωπικών αναγκών της Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου, Χ1 και των τέκνων της, μετόχων της πλειοψηφίας (δαπάνες για μισθώματα κατοικιών, για μισθούς υπηρετικού προσωπικού, για ταξίδια αναψυχής, προσωπικά ασφαλιστήρια συμβόλαια κλπ) γίνονταν αναλήψεις από το Ταμείο της εταιρίας και τα ποσά που αναλαμβάνονταν για να υπάρχει λογιστική (ταμειακή) τακτοποίηση του ανοίγματος, καταχωρούνταν στα επίσημα βιβλία της εταιρίας είτε με τη μορφή πληρωτέων τραπεζικών επιταγών είτε ως δήθεν καταβολές για την εξόφληση εικονικών τιμολογίων προς τρίτους. Όλες οι αναλήψεις αυτές για τις οποίες και εκδίδονται εικονικές αποδείξεις πληρωμής καταχωρούνταν στα επίσημα βιβλία της εταιρίας ως έξοδα αυτής. Ειδικότερα προέκυψε ότι στα λογιστικά βιβλία της εταιρίας κατά τις χρήσεις των ετών 1991-1994 είχαν καταχωρισθεί τα παρακάτω αναφερόμενα εικονικά τιμολόγια συνολικού ποσού καθαρής αξίας 1.960.381.019 δρχ. (χρήση 1991 ποσού 2380.48.729 δρχ., χρήση 1992 ποσού 453821492 δρχ., χρήση 1993 ποσού 486536.290 δρχ., χρήση 1994 ποσού 781.974508.
Α) ΧΡΗΣΗ 1991 Α/Α ΕΠΩΝΥΜΙΑ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗ ΑΞΙΑ
1. ... 24.865.500 δρχ.
2."... ΟΕ" 2.200.000 "
3. ... 58.956.662 "
4. ... 4.000.000 "
5. "... ΕΠΕ" 7.740.350 "
6. ... 5.650.000 "
7. ... 104.589.217 "
8. ... 2.100.000 "
9. ... 9.400.000 "
10. ... 6.594.000 "
11. "... & ΣΙΑ ΕΕ" 9.563.000 "
12. ...1.550.000 "
13. ... 840.000 "
ΣΥΝΟΛΟ 238.048.729 δρχ.
Β. ΧΡΗΣΗ 1992 A/A ΕΠΩΝΥΜΙΑ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗ ΑΞΙΑ
1. ... 121.746.780 δρχ.
2. ... 275.677.288 "
3. "..." 8.123.000 "
4. ... 15.000.000 "
5. ... ΕΠΕ 7.600.000 "
6. ... 15.702.085 "
7. ... 1.700.000 "
8. ... 1.020.339 "
9. ... 1.000.000 "
10. ... 2.652.000 "
11. "... ΟΕ" 3.500.000 "
ΣΥΝΟΛΟ 453.821.492 "
Γ) ΧΡΗΣΗ 1993 Α/Α. ΕΠΩΝΥΜΙΑ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗ ΑΞΙΑ
1. ... 224.650.804 δρχ.
2. ... 45.440.760 "
3. "..." 10.938.360 "
4. ... 11.714.707 "
6. ... 5.000.000 "
7. ... 18.500.000 "
8. ... 1.848.000 "
9. "... ΑΒΕΤΞΟΕ" 6.000.000 "
10. ... 6.371.715 "
11. "... ΑΕ" 16.800.000 "
12. "... ΟΕ" 22.868.808 "
13. "..." 68.210.000 "
14. "... ΟΕ" 6.975.000 "
15. "... ΟΕ" 28.566.537 "
16. ... 5.536.599 "
17. ... 5.055.000 "
ΣΥΝΟΛΟ 486.536.290 δρχ.
Δ) ΧΡΗΣΗ 1994 Α/Α ΕΠΩΝΥΜΙΑ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗ ΑΞΙΑ
1. ... 293.730.853 δρχ.
2. ... 230.095.500 "
3. ... 77.984.000 "
4. ... ΕΠΕ 45.566.700 "
5. ... ABEE 46.714.407 "
6. ... 18.720.000 "
7. "..." 5.704.125 "
8. ... 11.253.823 "
9. ... 5.553.500 "
10. ... 12.270.000 "
11. ... 24.740.000 "
12. "... & ΣΙΑ ΕΕ" 5.011.600 "
13. ... 3.150.000 "
14. ... 1.480.000 "
ΣΥΝΟΛΟ 781.974.508 "
Οι εκ των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 ισχυρίζονται ότι τα "δεύτερα" βιβλία της εταιρίας, τηρούσε εν αγνοία τους η ταμίας ΕΕ, η οποία μαζί με τα στελέχη της εταιρίας ΣΤ και ΖΖ, εκμεταλλευόμενοι την απειρία τους, εξέδιδαν εικονικά τιμολόγια ή πλαστά προς ίδιον όφελος. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο υπ' αριθμ. 413/1998 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο αντηλλάγησαν οι ΣΤ, ΖΖ και ΕΕ των κατηγοριών της κακουργηματικής απάτης και της υπεξαιρέσεως που είχαν απαγγελθεί εναντίον τους κατόπιν μηνύσεως της κατηγορουμένης Χ1, κρίθηκε ότι η τελευταία προέβαινε σε αυθαίρετες αναλήψεις διαφόρων χρηματικών ποσών από το ταμείο της εταιρίας για την κάλυψη προσωπικών αναγκών της ίδιας και των τέκνων της ότι για την ταμειακή τακτοποίηση αυτών (αναλήψεων) προσκομίζονταν από την ίδια κατά το χρονικό διάστημα 1991-1994 εικονικά τιμολόγια αγορών, δήθεν προμηθευτών της εταιρίας και ότι για την λογιστική παρακολούθηση της εν λόγω παράνομης δραστηριότητας της ετηρούντο από την ταμία ΕΕ ανεπίσημα βιβλία (αποκαλούμενα ως "μαύρα") κατ' εντολή αυτής, διότι ήλεγχε καθ' ολοκληρίαν την εταιρία από το έτος 1990, στα οποία και καταχωρούντο οι αναλήψεις χρημάτων εκ μέρους της. Επίσης οι ίδιοι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι το ποσό του 1.960.381.019 δραχμών των προαναφερθέντων τιμολογίων το διέθεσαν για την πληρωμή πραγματικών εταιρικών οφειλών προς τρίτους μεταξύ των οποίων και πληρωμή τοκογλυφικών δανείων που είχαν συναφθεί για την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων της εταιρίας. 'Ομως και ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται ως αβάσιμος, διότι δεν προσδιορίζουν το είδος και το ύψος των εταιρικών οφειλών αυτής και τους τρίτους προς τους οποίους, κατά τους ισχυρισμούς τους, καταβλήθηκαν τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά, ούτε αναφέρουν πότε συνήφθηκαν τα επικαλούμενα τοκογλυφικά δάνεια και το ύψος του ποσού που αφορούσε το καθένα. Επίσης δεν διευκρινίζουν για πιο λόγο, ενώ μέρος του παραπάνω ποσού διατέθηκε, όπως ισχυρίζονται, για την κάλυψη πραγματικών οφειλών της εταιρίας, η εκταμίευση τούτου έγινε με τη λήψη και την καταχώρηση εικονικών τιμολογίων. Πέραν τούτου, αν πράγματι είχαν συναφθεί τοκογλυφικά δάνεια, έπρεπε τα ποσά αυτών να εμφανίζονται ως έσοδα στα βιβλία ταμείου της εταιρίας, πράγμα που δεν προέκυψε ότι έλαβε χώρα στην εξεταζόμενη περίπτωση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η εταιρία "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΕΕ" κατά τους κρίσιμους εν προκειμένω χρόνους, είχε τεράστια κέρδη και συνεπώς δεν υπήρχε ανάγκη να καταφύγει σε δανεισμό (πέραν των Τραπεζών) τοκογλυφικό. Περαιτέρω, από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι από το έτος 1994 ο κατηγορούμενος Χ4, που είχε οριστεί με αποφάσεις των Τακτικών Γενικών Συνελεύσεων της εταιρίας "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΕΕ" Ορκωτός Ελεγκτής αυτής, είχε διαπιστώσει ότι στα λογιστικά βιβλία της εταιρίας, είχαν καταχωρισθεί τα προαναφερθέντα εικονικά τιμολόγια των ψευδοπρομηθευτών της για ανύπαρκτες συναλλαγές, συνολικού ποσού 1.960.381.019 δρχ. (των εταιρικών χρήσεων 1991, 1992, 1993 και 1994). Προς τούτο είχε συντάξει με εντολή της κατηγορουμένης Χ1, ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας με αφορμή κατάσχεση τιμολογίων της εταιρίας από την ΥΠΕΔΑ την από 6.9.1995 έκθεση ελέγχου με τον τίτλο "ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΩΝ ΜΕ ΕΙΚΟΝΙΚΑ Η' ΠΛΑΣΤΑ ΤΙΜΟΛΟΓΙΑ", στην οποία είχε επισυνάψει σχετική κατάσταση ανά έτος (βλ. προσκομιζόμενη). Ο κατηγορούμενος αυτός, που όπως έχει εκτεθεί, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, είχε την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και είχε υποχρέωση να ελέγξει την ακρίβεια των στοιχείων που είχαν καταχωρισθεί στα λογιστικά βιβλία της εταιρίας και μόνο, εάν αυτά ήταν ακριβή να πιστοποιήσει ότι οι ισολογισμοί είχαν συνταχθεί ορθά, εξέδωσε στις 23.5.1995, 16.5.1996, 2.6.1997, 25.5.1998 και 26.5.1999 πιστοποιητικά ελέγχου στα οποία ψευδώς βεβαίωσε ότι οι ισολογισμοί των ετών 1994, 1995, 1996, 1997 και 1998 αντιστοίχως που συντάχθηκαν κατ' εντόλήν της κατηγορουμένης Χ1 από τον εκάστοτε Προϊστάμενο του Λογιστηρίου (τον ΗΗ ο πρώτος και ο δεύτερος και τον κατηγορούμενο Χ3 οι λοιποί) και προσυπογράφηκαν από τον ίδιο (Χ4) από την Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας (κατηγορουμένη Χ1) και από ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου (τον ΗΗ ο πρώτος, τον κατηγορούμενο Χ2 ο δεύτερος και ο τρίτος- στον δεύτερο υπογράφει ως Αναπληρωτής Πρόεδρος του Δ.Σ. - και τον ΒΒ οι λοιποί), ήταν ακριβείς και είχαν συνταχθεί νόμιμα, ενώ το αληθές ήταν ότι οι εν λόγω ισολογισμοί δεν είχαν συνταχθεί νόμιμα διότι α) είχαν επιβαρυνθεί με τις ανύπαρκτες δαπάνες που αποτελούσαν τα ποσά των προαναφερθέντων εικονικών τιμολογίων που είχαν καταχωρισθεί στα βιβλία της εταιρίας, καθαρής αξίας 1.960.381.019 δρχ. (μετά του ΦΠΑ 2.313.249.000 δρχ.) που επηρέαζαν όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια τους ισολογισμούς των ετών 1994 και 1995 και αυτούς των επομένων ετών και β) στους ισολογισμούς αυτούς αναγράφονταν ποσά ζημιών προηγουμένων χρήσεων, προερχόμενα από τα παραπάνω εικονικά τιμολόγια καθώς και αποσβέσεις επί εικονικών επενδύσεων που οφείλονταν σε εικονικά τιμολόγια. Ο κατηγορούμενος Χ4 ως εκ της θέσεως του, είχε άμεση συνεργασία με τους συγκατηγορουμένους του και μολονότι γνώριζε ότι όλες οι αναφερόμενες στους παραπάνω ισολογισμούς ζημίες δεν ήταν πραγματικές, αλλά εικονικές και εμφανίζονταν στους ισολογισμούς επειδή προηγουμένως, κατά τα έτη 1991-1994, είχαν καταχωρισθεί στα βιβλία της εταιρίας τα προαναφερθέντα εικονικά τιμολόγια των ψευδοπρομηθευτών που ο ίδιος είχε διαπιστώσει και αναγράψει στην από 6.98.1995 έκθεση του, συνολικού ποσού 1.960.381.019 δραχμών, παρά ταύτα βεβαίωσε ψευδώς με τα παραπάνω πέντε (5) πιστοποιητικά του ότι οι ισολογισμοί έχουν συνταχθεί νόμιμα. Σκόπευε δε με την πράξη του αυτή να προσπορίσει στους συγκατηγορουμένους του Χ1, Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας και μητέρα των μετόχων της πλειοψηφίας και Χ2, υιό αυτής και μέτοχο της εταιρίας αθέμιτο όφελος που υπερβαίνει τα 25.000.000 δραχμές τόσο συνολικά όσο και με καθένα, από τα πιστοποιητικά του, όπως παρακάτω αναφέρεται, με βλάβη των μετόχων της μειοψηφίας αντίστοιχη προς το ποσοστό τους. Ειδικότερα: α) Με το πιστοποιητικό της 23.5.1995 βεβαίωσε ψευδώς ότι ο ισολογισμός της 31.12.1994 είχε συνταχθεί νόμιμα, παρά το γεγονός ότι στα βιβλία της εταιρίας από 1.1.1994 - 31.12.1994 είχαν καταχωρισθεί, κατά τα προαναφερθέντα εικονικά τιμολόγια συνολικού ποσού 781.974.508 δρχ. και μαζί με τον ΦΠΑ ποσού 922.650.994 δραχμών και αντί κερδών αναγράφονταν στον ισολογισμό αυτό ζημίες 82.707.098 δραχμές β) Με το πιστοποιητικό της 16.5.1996 βεβαίωσε ψευδώς ότι ο ισολογισμός της 31.12.1995 είχε συνταχθεί νόμιμα, παρά το γεγονός ότι στα βιβλία της εταιρίας από 10.1.1995 μέχρι 22.3.1995 είχαν καταχωρισθεί εικονικά τιμολόγια συνολικού ποσού 207.000.000 δραχμών και αντί κερδών αναγράφονταν στον ισολογισμό αυτό 1) "ζημίες προηγουμένης χρήσεως 82.707.098 δρχ. "που ήταν εικονικές, προερχόμενες από καταχωρημένα στα βιβλία της εταιρίας εικονικά τιμολόγια και 2) "ζημίες εκ νέου 146.685.004 δρχ." που επίσης ήταν εικονικές, προερχόμενες από τα καταχωρημένα στα βιβλία της εταιρίας προαναφερθέντα εικονικά τιμολόγια. γ) Με το πιστοποιητικό της 2.6.1997 βεβαίωσε ψευδώς ότι ο ισολογισμός της 31.12.1996 είχε συνταχθεί νόμιμα, διότι αντί των πραγματοποιηθέντων κερδών στον ισολογισμό αυτό αναγράφονταν 1) "Υπόλοιπο ζημιών προηγουμένης χρήσεως 202.264, 12 δρχ." και 2) "ζημίες εκ νέου 236.604.446 δρχ." που ήταν εικονικές, προερχόμενες από τα καταχωρημένα στα βιβλία της εταιρίας προαναφερθέντα ποσά εικονικών τιμολογίων, δ) Με το πιστοποιητικό της 25.5.1998 βεβαίωσε ψευδώς ότι ο ισολογισμός της 31.12.1997 είχε συνταχθεί νόμιμα, διότι αντί των πραγματοποιηθέντων κερδών στον ισολογισμό αυτό αναγράφονταν 1) "Υπόλοιπο ζημιών προηγουμένης χρήσεως 236.604.446 δρχ." και 2) "ζημίες εκ νέου 62.127.577 δρχ." που ήταν εικονικές προερχόμενες από τα καταχωρημένα στα βιβλία της εταιρίας προαναφερθέντα ποσά εικονικών τιμολογίων και ε) Με το πιστοποιητικό της 26.5.1999 βεβαίωσε ψευδώς ότι ο ισολογισμός της 31.12.1998 είχε συνταχθεί νόμιμα, διότι αντί των πραγματοποιηθέντων κερδών στον ισολογισμό αυτό αναγράφονταν 1) "Υπόλοιπο ζημιών προηγουμένης χρήσεως 62.127.577 δρχ." και 2) "ζημίες εκ νέου 90.986.925 δρχ." που ήταν εικονικές, προερχόμενες από τα καταχωρημένα στα βιβλία της εταιρίας προαναφερθέντα ποσά εικονικών τιμολογίων. Περαιτέρω προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος Χ3 που από 5.11.1996 ήταν Προϊστάμενος του Λογιστηρίου της εταιρίας "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΕΕ" συνέταξε κατ' εντολή της συγκατηγορουμένης του Χ1 τους ισολογισμούς αυτής των ετών 1996, 1997 και 1998, στους οποίους ανέγραψε εν γνώσει του ψευδώς "ζημίες προηγουμένων ετών" οι οποίες δεν ήταν πραγματικές αλλά εικονικές διότι προέρχονταν από τα προαναφερθέντα εικονικά τιμολόγια των ετών 1991-1994, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται και οι ισολογισμοί των ετών 1996, 1997 και 1998 τους οποίους και προσυπέγραψε (μαζί με τους συγκατηγορουμένους του), παρότι γνώριζε λόγω της νευραλγικής θέσεως του στην εταιρία και της άμεσης συνεργασίας του με τους διοικούντες αυτήν, την ύπαρξη των εικονικών τιμολογίων που προαναφέρθηκαν, ύψους 1.960.381.019 δραχμών". Ειδικότερα α) Στον ισολογισμό της 31.12.1996 αντί των πραγματοποιηθέντων κερδών ανέγραψε 1) "Υπόλοιπο ζημιών προηγουμένης χρήσεως 202.264, 12 δρχ." και 2) "ζημίες εκ νέου 236.604.446 δρχ." β) Στον ισολογισμό της 31.12. 1997α αντί των πραγματοποιηθέντων κερδών ανέγραψε: 1) "Υπόλοιπο ζημιών προηγουμένης χρήσεως 236.604.446 δρχ." και 2) "ζημίες εκ νέου 62.127.577 δρχ." και γ) Στον ισολογισμό της 31.12.1998, αντί των πραγματοποιηθέντων κερδών ανέγραψε 1) "Υπόλοιπο ζημιών προηγουμένης χρήσεως 62.127.577 δρχ." και 2) "ζημίες εκ νέου 90.986.925 δρχ.". Κατ' αυτόν τον τρόπο ο εν λόγω κατηγορούμενος παρέσχε με πρόθεση στον συγκατηγορούμενό του Χ4 την άμεση συνδρομή του κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως (ψευδούς βεβαιώσεως). Ειδικότερα η πράξη του αυτή συνδέεται αμέσως προς την πράξη του συγκατηγορουμένου του Χ4 και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή μετά βεβαιότητος η τέλεση της αξιόποινης πράξεως της ψευδούς βεβαιώσεως υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε, αφού τα πιστοποιητικά ελέγχου των εταιρικών χρήσεων των ετών 1996, 1997 και 1998 που συνέταξε ο συγκατηγορούμενός του, Χ4 και τα οποία, όπως προέκυψε ήταν ψευδή, τα συνέταξε με βάση τους ψευδείς ισολογισμούς των αντιστοίχων ετών που συνέταξε και υπέγραψε αυτός (Χ3). Σκόπευε δε με την πράξη του αυτή να προσπορίσει στους συγκατηγορουμένους του, Χ1, και Χ2, Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου και μέτοχο αντίστοιχα της ως άνω εταιρίας αθέμιτο όφελος πολλαπλάσιο των 25.000.000 δραχμών κάθε φορά (5.3.1997, 5.3.1998, και 5.3.1999) και τουλάχιστον ίσο προς τα εκτεθέντα ανωτέρω για κάθε ισολογισμό χρηματικά ποσά ζημιών, με βλάβη των μετόχων της μειοψηφίας αντίστοιχη με το ποσοστό τους. Τέλος, από το προαναφερθέν αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2, κατόπιν συναποφάσεως και προκειμένου να επιβαρύνουν τα αποτελέσματα της εταιρίας "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΕΕ" την οποία διοικούσαν, με ανύπαρκτες δαπάνες για να φαλκιδεύσουν τα δικαιώματα των μετόχων -της μειοψηφίας, προς ίδιον όφελος, προκάλεσαν με παραινέσεις, πειθώ και φορτικότητα στους συγκατηγορουμένους τους Χ4 και Χ3 την απόφαση να εκτελέσουν τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις τους (κακουργηματική ψευδή βεβαίωση κατ' εξακολούθηση και άμεση συνεργεία σ' αυτήν). Συγκεκριμένα στον Χ4 Ορκωτό Ελεγκτή της εταιρίας προκάλεσαν την απόφαση να προβεί στις ψευδείς βεβαιώσεις τις αναγραφόμενες στα από 23.5.1995, 16.5.1996, 2.6.1997, 25.5.1998 και 26.5.1999 πιστοποιητικά ελέγχου που συνέταξε σύμφωνα με τις οποίες οι ισολογισμοί των αντιστοίχων ετών είχαν συνταχθεί νόμιμα, με σκοπό να προσπορίσουν στους εαυτούς τους αθέμιτο όφελος πολλαπλάσιο των 25.000.000 δραχμών για καθένα από τα προαναφερθέντα πιστοποιητικά ελέγχου και τουλάχιστον ίσο προς τα εκτεθέντα ανωτέρω για το καθένα χρηματικά ποσά ζημιών και β) στον Χ3, Προϊστάμενο του Λογιστηρίου προκάλεσαν την απόφαση να συντάξει και προσυπογράψει για τα έτη 1996, 1997 και 1998 ψευδείς ισολογισμούς, αναγράφοντας σ' αυτούς "ζημίες προηγουμένων ετών" που όπως προαναφέρθηκε ήταν εικονικές, διότι προέρχονταν από τα μνημονευόμενα εικονικά τιμολόγια των ετών 1991-1994, με σκοπό να προσπορίσουν στους εαυτούς τους παράνομο όφελος πολλαπλάσιο των 25.000.000 δραχμών από κάθε ισολογισμό (1996, 1997 και 1998) και τουλάχιστον ίσο προς τα εκτεθέντα ανωτέρω για καθένα από τους ισολογισμούς αυτούς, χρηματικά ποσά ζημιών. Ο δόλος των εν λόγω κατηγορουμένων συνάγεται από το γεγονός ότι αυτοί δεν αποστασιοποιούνται ούτε μετά τη Γενική Συνέλευση της 21.7.1995 στην οποία είχε παραστεί και ο συγκατηγορούμενός του, Χ4, και έλαβε επισήμως γνώση της υπάρξεως των "δεύτερων βιβλίων της εταιρίας αλλά και των πλαστών και εικονικών τιμολογίων. Ο εκ των κατηγορουμένων Χ2, αρνούμενος την κατηγορία επικαλείται άγνοια και το νεαρό της ηλικίας του, ισχυρίζεται δε ότι από το τέλος του έτους 1996 αποχώρησε ουσιαστικά από το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας από το οποίο και παραιτήθηκε και τυπικά στις 9.1.1997, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ. ... πρακτικό συνεδριάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου. Όμως, η παρουσία αυτού και της μητέρας του Χ1 (συγκατηγορουμένης) στη Γενική Συνέλευση της 21.7.1995 και η μη καταψήφιση της απαλλαγής του κατηγορουμένου Χ4 (Ορκωτού Ελεγκτή) από κάθε ευθύνη αποζημιώσεως της εταιρίας για τις οικονομικές καταστάσεις και τη διαχείριση της εταιρικής χρήσεως από 1.1.1994 - 31.12.1994, υποδηλώνει τη βούληση τους να τον προτρέψουν στη σύνταξη των μετέπειτα ψευδών πιστοποιητικών προς ίδιον ασφαλώς όφελος. Το γεγονός δε της παραιτήσεώς του από το Διοικητικό Συμβούλιο δεν ασκεί επιρροή ούτε και για τον μετά την παραίτησή του χρόνο, αφού αυτός εξακολούθησε να παραμένει μέτοχος της εταιρίας και μάλιστα με το αυτό ποσοστό". Το αυτό συμβούλιο για να θεμελιώσει την ιδιότητα του υπαλλήλου, που απαιτεί το άρθρο 242 § 1 Π.Κ., στον πρώτο κατηγορούμενο, δέχθηκε ότι "από το σύνολο των διατάξεων του ν.δ. 3329/1955 "περί συστάσεως Σώματος Ορκωτών Λογιστών" (ΣΟΛ) συνάγεται ότι οι Ορκωτοί Λογιστές θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι. Σύμφωνα δε με το άρθρο 16 παρ. 5 του ν.δ. 3329/1955 πάσα αδιακρίτως παράβαση των Ορκωτών Λογιστών τιμωρείται και ποινικώς, πλην άλλων και κατά το άρθρο 242 ΠΚ (Ολ. ΑΠ 6/1995 ΝοΒ 1996. 483). Επίσης, κατά το άρθρο 40β' παρ. 5 του κωδικοπ. Ν. 2190/1920 οι ελεγκτές των ανωνύμων εταιρειών, οι οποίοι κατ' άρθρο 36 παρ. 1 εδάφ. β' του ίδιου νόμου εκλέγονται υποχρεωτικά από τους Ορκωτούς Λογιστές όταν οι ανώνυμες εταιρίες υπερβαίνουν τα όρια της παραγρ. 6 του άρθρου 42α' (σύνολο ισολογισμού 500.000.000 δρχ., καθαρός κύκλος εργασιών 1.000.000 δρχ., μέσος όρος προσωπικού που απασχολήθηκε κατά τη διάρκεια της χρήσεως 50 άτομα, όπως στην παρούσα περίπτωση) θεωρούνται κατά την άσκηση του ελέγχου ως δημόσιοι υπάλληλοι".
Επίσης το αυτό βούλευμα δέχθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 63 β του ν. 2190/1920 δεν απορροφά τη διάταξη του άρθρου 242 Π.Κ. όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτού δεδομένου ότι η πρώτη διάταξη αναφέρεται στην περίπτωση που ο ελεγκτής από δόλο ή αμέλεια θεώρησε ότι ο ισολογισμός που έγινε κατά παράβαση του νόμου (2190/1920) ή του καταστατικού της εταιρίας, είναι νόμιμος, όχι δε και όταν συντρέχουν και οι προϋποθέσεις του άρθρου 242 Π.Κ. με το οποίο συρρέει αληθώς. Κατά του βουλεύματος αυτού οι κατηγορούμενοι άσκησαν εμπρόθεσμα - δια πληρεξουσίων, δυνάμει των συνημμένων εξουσιοδοτήσεών τους, στις οποίες και βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής τους από δικηγόρο- αναιρέσεις και δη οι μεν Χ3 και Χ4 την υπ'αριθμ. ..., οι δε Χ1 και Χ2 την υπ'αριθμ. ..., αμφότερες ενώπιον του γραμματέα του τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, προβάλλοντες α) οι μεν πρώτοι ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα αα) υπερέβη την εξουσία του διότι δέχθηκε κατ'ουσίαν έφεση ασκηθείσα υπό προσώπου μη δικαιουμένου προς τούτο, δηλ. της Ψ, η οποία τυγχάνει μέτοχος της ΑΕ κατά της οποίας στρέφονται οι αξιόποινες πράξεις για τις οποίες παραπέμφθησαν, λόγο τον οποίο και απέρριψε τούτο με την αιτιολογία ότι δεν είχε αρμοδιότητα ββ) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που εφαρμόσθησαν και δη ότι δέχθησαν εφαρμογή του άρθρου 242 Π.Κ. ενώ έδει να εφαρμοστούν οι ειδικές διατάξεις του άρθρου 63β ν.2190/20 αφενός και εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του ν.δ. 3329/55- ενώ ισχύει το μεταγενέστερο ΠΔ 226/92 αφετέρου γγ) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Στη συνέχεια οι αυτοί κατηγορούμενοι προβάλλουν λόγους που αναφέρονται αποκλειστικά (=έλλειψη αιτιολογίας ως προς τον τρόπον ενέργειας αυτών η αντίφαση σε σχέση με την κυρία πράξη) στους άλλους κατηγορουμένους και δη τους ηθικούς αυτουργούς. β) οι δε δεύτεροι ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα : αα) υπερέβη την εξουσία του διότι δέχθηκε έφεση που ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε δικαίωμα εφέσεως, η δε αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι δεν είχε προς τούτο αρμοδιότητα να ελέγξει δεν είναι νόμιμη, ββ) εσφαλμένα ερμήνευσε-εφάρμοσε το νδ 3329/55 διότι τούτο έχει ήδη καταργηθεί (άρθρο 75 ν.1969/91 και Π.Δ. 226/92), το άρθρο 242 Π.Κ. αφού οι Ορκωτοί Ελεγκτές δεν είναι υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13α Π Κ αλλά ιδιώτες και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα του άρθρου 242 Π.Κ. - και κατ'ακολουθίαν αξιόποινη συμμετοχή σ'αυτή και διότι ισχύει εδώ μόνο το άρθρο 63 β ν.2190/20 που είναι ειδικό σε σχέση με το άρθρο 242 Π.Κ. Καθίσταται συνεπώς φανερόν ότι οι λόγοι αναιρέσεως, εάν εξαιρεθεί ο λόγος της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, συμπίπτουν. Οι αναιρέσεις αυτές είναι τυπικά δεκτές και πρέπει να εξεταστούν στην ουσία τους (462, 463, 465, 473, 474, 482, 484 Κ.Π.Δ.).
ΙΙ) Κατά τις διατάξεις του άρθρου 242 του Π.Κ. (όπως ίσχυε προ της συμπληρώσεως και αντικαταστάσεως της παρ. 3 με τα άρθρα 1 παρ. 7β' του ν. 2408/1996 και 14 παρ. 6 του ν. 2721/1999), "1. Υπάλληλος που στα καθήκοντα του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη ορισμένων δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπάλληλος ο οποίος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει, βλάπτει ή υπεξάγει έγγραφο που του εμπιστεύθηκαν ή του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του. 3. Αν όμως ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 και 2 είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, επιβάλλεται κάθειρξη. 4. Με την ποινή της παρ. 1 τιμωρείται όποιος εν γνώσει του χρησιμοποιεί το έγγραφο που είναι πλαστό ή νοθευμένο ή έχει υπεξαχθεί". Για τον κακουργηματικό δηλαδή χαρακτήρα της πράξεως, απαιτείται και η συνδρομή περαιτέρω, σκοπού αθέμιτου οφέλους του ίδιου ή άλλου ή βλάβης άλλου. Η διάταξη της παρ. 3 συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7β' του ν. 2408/1996, που ισχύει από της 4ης Ιουνίου 1996 και ορίσθηκε ότι, "αν όμως ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 και 2 είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, επιβάλλεται κάθειρξη, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ (25.000.000 δρχ.)", αντικαταστάθηκε δε με το άρθρο 14 παρ. 6 του ν. 2721/1999, που ισχύει από της 3ης Ιουνίου 1999 και ορίσθηκε ότι, "αν όμως ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 και 2 είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, επιβάλλεται κάθειρξη, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ (25.000.000 δρχ.). Για τον άνω κακουργηματικό χαρακτήρα δεν απαιτείται και επίτευξη του άνω σκοπού (βλ. ΑΠ 86/2006, ΑΠ 1171/2003, ΑΠ 1149/93, ΑΠ 403/96, ΑΠ 1108/95 κ.ά Τούση - Γεωργίου ΠΚ (1967) σελ. 656 Νο 23, Μπουρόπουλο ΠΚ τόμ. β'σελ. 348, Σπινέλλης - Εγκλήματα περί την Υπηρεσία - σελ. 92, Δέδε - Εγκλήματα περί την Υπηρεσία - σελ. 77 το δε όφελος μπορεί να αναφέρεται σε χρόνο και πριν από την ψευδή βεβαίωση - βλ. ΑΠ 290/78 ΠΧρ ΚΗ 511, ΑΠ 89/58 ΠΧρ Η 332). Η ρύθμιση των άνω νέων διατάξεων, στο μέτρο που καθιερώνεται με αυτές ελάχιστο ποσό οφέλους ή βλάβης (73.000 Ευρώ), είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, εκείνης του προηγούμενου δικαίου, στην οποία δεν προβλεπόταν ελάχιστο ποσό οφέλους ή βλάβης, ενώ στο μέτρο που καθιερώνεται "συνολικό" ποσό οφέλους ή ζημίας, είναι δυσμενέστερη. Εφαρμοστέα κατά συνέπεια είναι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., και για τις μερικότερες πράξεις ψευδούς βεβαίωσης που φέρονται τελεσθείσες προ της ισχύος των δύο αυτών νομοθετημάτων, η επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, στη συγκεκριμένη περίπτωση ρύθμιση. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 α' του ίδιου Κώδικα, "Με την ποινή του αυτουργού (της πράξεως) τιμωρείται επίσης όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε" και κατά την παρ. 1 β' του ίδιου άρθρου του Κώδικα, με την ίδια ποινή τιμωρείται και "όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη, κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης". Το έγκλημα της ψευδούς βεβαίωσης (διανοητικής πλαστογραφίας) που είναι σχετικό με την υπηρεσία, προϋποθέτει υπάλληλο, κατά την έννοια των άρθρων 13α' και 263Α' του Π.Κ., αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου, που ενεργεί μέσα στα όρια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, έγγραφο δημόσιο, κατά την έννοια των άρθρων 13γ' του Π.Κ. και 438 του Κ.Πολ.Δ., που έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη, για ότι βεβαιώνεται στο περιεχόμενο του και βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών πραγματικών περιστατικών, δηλ. περιστατικών που δεν έλαβαν χώραν ή συνέβησαν κατά διαφορετικό τρόπο (βλ. ΑΠ 86/2006 Τούση - Γεωργίου ΠΚ (1967) σελ. 651 Νο 6 βλ. και ΑΠ 530/2004, ΑΠ 479/2000 κ.α. - ήτοι γεγονότος που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως εκείνο που αναφέρεται στη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης και όχι σε κρίσεις ή γνώμες, ακόμη και αν αυτές αφορούν περιστατικά που έχουν έννομες συνέπειες. Το κύρος του εγγράφου είναι χωρίς σημασία, ΑΠ 772/2001, ΑΠ 1382/2001.
Ο δόλος του δράστη συνίσταται στη γνώση και στη θέληση να βεβαιώσει ψευδή πραγματικά περιστατικά που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες ή τουλάχιστον στη γνώση ως ενδεχόμενη της παραγωγής αυτών από την πράξη και συγχρόνως στην εκ προοιμίου αποδοχή αυτής ΑΠ 86/2006, ΑΠ 1382/2001, ΑΠ 479/2000 κ.α.
Από τη διάταξη του άρθρου 49 παρ. 1 ΠΚ σαφώς συνάγεται ότι οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις που απαιτούνται κατά νόμο για τον αυτουργό δεν απαιτούνται και για τον ηθικό αυτουργό ή συνεργό -βλ. και Χωραφά (1978) 358, Μπουρόπουλο τομ. Α σελ. 150, Γάφο Γεν Μ 415, Ζησιάδη Γεν Μ τομ. β σελ. 94, ΑΠ 1611/94 ΠΧρ ΜΔ 1305. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα, έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. δ' (νέα αρίθμηση) του Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ1 αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση ή την προανάκριση, σε σχέση με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, για το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Επί ηθικής δε αυτουργίας, πρέπει να αναφέρονται στην αιτιολογία και ο τρόπος και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, για να προκληθεί στον άλλον, η απόφαση για την τέλεση της άδικης πράξης που εκείνος τέλεσε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, ούτε προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος του βουλεύματος, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό του, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος συνιστά, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' του Κ.Π.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως (βλ. ΑΠ 146/2006). Η υπέρβαση εξουσίας ως λόγος αναίρεσης διακρίνεται σε θετική υπέρβαση εξουσίας - που υπάρχει και όταν το συμβούλιο αποφασίζει επί ενδίκου μέσου καίτοι τούτο είναι απαράδεκτο (βλ. Μπουρόπουλο υπό 484 σελ. 206 Νο 7α, Ζησιάδη Ποινική Δικονομία τομ. γ σελ. 297, 342, ΑΠ 338/94 ΠΧρ ΜΔ 392, ΑΠ 919/97, ΑΠ 804/91 κ.α.) και σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας - που υπάρχει όταν το συμβούλιο αποποιείται την εξουσία του, ήτοι αρνείται να ασκήσει αυτή καίτοι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις προς τούτο (βλ. ΑΠ 3/2005 Ολ., ΑΠ 1505/2005, ΑΠ 9/2001 Ολ. κ.α.). Κατά τη διάταξη του άρθρου 63β -όπως αντικ. με το άρθρο 8 Π.Δ. 498/87- ν.2190/20 "ελεγκτές ανωνύμων εταιρειών του άρθρου 36, καθώς και τα πρόσωπα του άρθρου 42α παρ. 5, αν από αμέλεια θεώρησαν ως νομίμως έχοντα ισολογισμό που καταρτίστηκε παρά τις διατάξεις του νόμου και του καταστατικού, τιμωρούνται ... . Σε περίπτωση όμως δόλου τιμωρούνται με τις ποινές του άρθρου 57". Το άνω άρθρο που αποτελεί το ταυτόσημον κατά περιεχόμενο του άρθρου 21 ν.5076/31 ενσωματώθηκε στον ν.2190/20 με το ΒΔ 174/63 - έχει εφαρμογή όταν ο ελεγκτής ΑΕ "θεώρησαν ως νομίμως έχοντα ισολογισμό που καταρτίστηκε παρά τις διατάξεις του νόμου και καταστατικού" (βλ. και ΑΠ 333/70 Π Χρ Κ 619 πρ βλ ΑΠ 1221/30 Θεμ. ΜΒ 150). Επομένως δεν έχει εφαρμογήν όταν ο ελεγκτής ψευδώς βεβαιώνει το περιεχόμενο ελέγχου που διενήργησε με την ιδιότητά του αυτή, όταν δηλ. συντάσσει ψευδήν κατά περιεχόμενον έκθεση ελέγχου σε σχέση με την οικονομικήν κατάσταση της ΑΕ, ότε έχει εφαρμογή το άρθρο 242 Π.Κ. Επομένως δεν τίθεται ζήτημα ειδικού προς γενικόν νόμο, που προϋποθέτει ταυτότητα περιεχομένου αυτών. Επειδή υποκείμενο του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως είναι -όπως ελέχθη- μόνον υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α και 263α Π.Κ. Δεν απαιτείται όπως ο αυτουργός είναι δημόσιος υπάλληλος και δη κατά την έννοια του διοικητικού δικαίου αλλ'αρκεί ότι σ'αυτόν έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, άσκηση υπηρεσίας δημόσιας (ή δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου ν.π.δ.δ.) κατά το άρθρο 13α Π.Κ. (ή 263α Π.Κ.) -βλ. ΑΠ 1699/85 Π.Χρ. ΛΣΤ 335 (336) - έστω και αν είναι ιδιώτης (βλ. και Ζησιάδη Ποινικό Δίκαιο Γεν Μ τομ. Α σελ. 139). Λαμβάνεται δηλ υπόψη το είδος της (δημόσιας) υπηρεσίας -βλ. ΑΠ 972/93 Π Χρ ΜΓ 706, ΑΠ 2024/84 Π Χρ. ΛΕ 643 κ.α. Τέτοια εξουσία έχει ανατεθεί και στους ορκωτούς λογιστές-ελεγκτές κατά τον έλεγχον ΑΕ. Βλ. ΑΠ 6/95 Ολ Π.Χρ. ΜΣΤ 826, ΑΠ 350/95, Π Χρ ΜΕ 720 Μπιτζιλέκη-Υπηρεσιακά εγκλήματα (2001) σελ. 90 Ζαγκαρόλα Π Χρ Ζ 102, Περάκη -ο Τακτικός έλεγχος ΑΕ (1984) σελ. 51, 92, Λίβος υπό 63γ ν.2190/20 σελ. 641 Νο 7, 8, Τάχο, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο (2005) σελ. 383γ, Βούτση-Εταιρίαι Εμπορικού Δικαίου (2004) σελ. 390, Δαγιτόγλου ΝοΒ 1987 -αφού σκοπός του λειτουργήματος τους είναι ο διαχειριστικός έλεγχος των πάσης φύσεως οικονομικών οργανισμών της χώρας, δηλ. σκοπός δημοσίου συμφέροντος (δηλ. μετόχων, τρίτων, κράτος κλπ) -βλ. και άρθρο 37 § 3 ν.2190/20. Η άνω ιδιότητα των ορκωτών ελεγκτών (λογιστών κατά το παλαιό νδ 3329/55) δεν συνδέεται αποκλειστικά με το ν.δ. 3329/55 - έτσι ώστε μετά την κατάργηση αυτού οι ανωτέρω να μην έχουν την ρηθείσα ιδιότητα, δεδομένου ότι και μετά το ν.δ. αυτό οι ορκωτοί ελεγκτές πλέον εκτελούν τα αυτά καθήκοντα? Απλά οι ορκωτοί λογιστές (ΣΟΛ) του ν.δ.3329/55 υποκατεστάθησαν (βλ. άρθρο 75 § 4 ν.1969/91 και 18 ν.2231/94) από τους ορκωτούς ελεγκτές του σώματος ορκωτών ελεγκτών (=Σ.Ο.Ε) που αποτελεί μάλιστα ν.π.δ.δ. (άρθρο 75 ν.1969/91, όπως τροποποιήθηκε από τον ν. 2076/92, και τα ΠΔ 226, 227, 233/92), -που μάλιστα και μετονομάστηκε σε σώμα ορκωτών ελεγκτών λογιστών (=ΣΟΕΛ βλ. άρθρο 38 § 3 ν.2733/99)- (βλ. και Ρόκα- Εμπορικές Εταιρίες -5 εκδ. (2006) σελ. 325 σημ. 4). 'Ετσι η απόδοση της ιδιότητας του υπαλλήλου κατά το άρθρο 13α Π.Κ. στους ορκωτούς ελεγκτές δεν σημαίνει εσφαλμένη εφαρμογή -ερμηνεία του ν.δ. 3329/55 (που όντως έχει καταργηθεί), αφού η άνω ιδιότητα αυτών δεν έπαυσε να ισχύει, ούτε είναι συνδεδεμένη με το άνω ν.δ. αποκλειστικά. Περιττόν να σημειωθεί εδώ ότι η κρίση των Ελεγκτών περί της νομιμότητας των καταχωρήσεων στον ισολογισμό είναι βεβαίωση πραγματικών γεγονότων που έχουν έννομες συνέπειες (βλ. το άρθρο 37 ν.2190/20).
Επειδή κατά βασική δικονομική αρχή εάν αναιρεθεί καθολικά ένα βούλευμα η υπόθεση επανέρχεται στην προ της εκδόσεως του αναιρεθέντος βουλεύματος νομική κατάσταση -πρβλ ΑΠ 1001/81 Π Χρ ΛΒ 288, Μπουρόπουλος Ερμ. ΚΠΔ τομ. β σελ. 299 Δέδε, Ποινική Δικονομία (1991) σελ. 664 Ζησιάδη Ποινική Δικονομία τόμ. γ' εκδ. γ' σελ. 365, 366, Σταϊκο υπό 524 σελ. 672. Τούτο είναι λογική-νομική απόρροια της αναιρέσεως? μάλιστα στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει ούτε το άρθρο 470 Κ.Ποιν.Δ. κατά ρητή νομοθετική διάταξη (βλ. το άνω άρθρο 470 και 318 Κ.Ποιν.Δ.), το οποίο ισχύει μόνο επί αποφάσεων και όταν η αναίρεση ασκήθηκε υπέρ του κατηγορουμένου. 'Ετσι ορθά έχει γίνει δεκτόν ότι μετά την καθολική αναίρεση του βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών από καμία διάταξη προκύπτει ότι δεν μπορεί, όταν επανακρίνει την υπόθεση, να απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη ενώ αυτή είχε γίνει τυπικά δεκτή με το αναιρεθέν βούλευμα, αφού μετά την αναίρεση αυτού το συμβούλιο Εφετών κρίνει από την αρχή την υπόθεση (βλ. ΑΠ 1859/83 ΝοΒ 32.732 = Π Χρ ΛΔ 621, ΑΠ 75/84 Π Χρ ΛΔ 709 -σε συνδυασμό με το ιστορικό της, ΑΠ 1269/89 Π Χρ Μ 552), ήτοι αποφαίνεται όπως και το βούλευμα που αναιρέθηκε (βλ. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο (2007) σελ. 977, Μπουρόπουλο ΚΠΔ τόμ. β σελ. 212). Επίσης ορθά είχε γίνει δεκτόν ότι το αυτό έπραττε και το εφετείο όταν αναιρέθηκε απόφαση Εφετείου (βλ. ΑΠ 341/99 Π Χρ ΜΘ 1091) αφού η απόφαση του Εφετείου που δέχθηκε τυπικά την έφεση είναι προπαρασκευαστική, όπως επίσης είχε γίνει δεκτόν ότι όταν το εφετείο ανέβαλε τη συζήτηση της εφέσεως για οποιοδήποτε λόγο π.χ. για κρείσσονες αποδείξεις, τότε στην μετ'αναβολή συζήτηση της εφέσεως ήταν επιτρεπτή η απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης, έστω και αν στην προηγούμενη δίκη είχε κάνει αυτή τυπικά δεκτή (βλ. ΑΠ 833/96 Π Χρ ΜΖ 493, ΑΠ 1686/94 Π Χρ ΜΕ 49, ΑΠ 988/94 Π Χρ ΜΔ 934, ΑΠ 382/89 Π Χρ ΜΘ 946, ΑΠ 280/69 Π Χρ ΙΘ 474 κ.ά.) Ζησιάδη-Ποινική Δικονομία-τόμ. γ'εκδ. γ' σελ. 261 σημ. 290. Επίσης έχει γίνει δεκτόν ότι όταν εισάγεται στο δικαστήριο σε συμβούλιο εισαγγελική πρόταση για να κηρυχθεί το ένδικο μέσο ως απαράδεκτη και τούτο (δικαστήριο σε συμβούλιο) κρίνει ότι το ένδικο μέσο ασκήθηκε παραδεκτά, δεν εμποδίζεται να κηρύξει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο όταν κρίνει ως δικαστήριο (βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. ΚΠΔ τομ. β σελ 175, Δέδε ο.π. σελ. 592 σημ. 142). Καθίσταται σαφές ότι δεν δημιουργείται δεδικασμένο διότι πρόκειται για προπαρασκευαστική απόφαση, η οποία δεν δημιουργεί, ούτε μπορεί να δημιουργήσει τέτοιο ως εκ της φύσεώς της, εκτός αντίθετης ρητής διάταξης νόμου. Δικονομική αυτοτέλεια ενός ζητήματος (-όπως το τυπικά δεκτόν της εφέσεως ενός βουλεύματος- που κρίθηκε με βούλευμα και το οποίο στηρίζει, προϋποθέτει την κρίση επί του κυρίως ζητήματος- όπως η βασιμότητα ή μη των λόγων εφέσεως- και το οποίο αναιρέθηκε-) δεν μπορεί να νοηθεί στην άνω περίπτωση σε σημείο να δημιουργεί δεδικασμένο σε κάθε περίπτωση, όταν μάλιστα τούτο είναι και το μείζον ζήτημα και το οποίο έτσι παραμένει ανέλεγκτο αφού αυτοτελώς δεν προσβάλλεται. Το τυπικά δεκτόν ενός ένδικου μέσου οφείλει ούτως ή άλλως να το πράξει το αρμόδιο συμβούλιο, όπως και ο 'Αρειος Πάγος το τυπικά δεκτόν της αναιρέσεως -476 § 1, 484 Κ.Π.Δ.- 'Ετσι, στην περίπτωση αυτή συν-προσβάλλεται σε κάθε περίπτωση και το τυπικά δεκτόν του ένδικου μέσου. Είναι αδιάφορο δε εάν ο μη δικαιούμενος να ασκήσει το ένδικο μέσο και δη ως μη δικαιούμενος παραστάσεως πολιτικής αγωγής δεν απεβλήθη της ποινικής διαδικασίας (βλ. ΑΠ 82/93, ΑΠ 1912/92, ΑΠ 5/94 Ολ, ΑΠ 352/2003 κ.ά.) αφού απαιτείται το νόμιμο της παραστάσεώς του. Η άνω άποψη ενισχύεται σαφώς και από την § 6 του άρθρου 502 ΚΠΔ και δη πρωτίστως α contrario. Συγκεκριμένα, κατά την § 6 του άρθρου 502 ΚΠΔ -που προστέθηκε με το άρθρο 18 § 5 ν.2721/99 -"αν το δικαστήριο κρίνει ότι η έφεση είναι τυπικά δεκτή και αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης για κρείσσονες αποδείξεις ή κατ'εφαρμογή των άρθρων 59 και 61, δεσμεύεται από την απόφασή του για το τύποις παραδεκτό της εφέσεως, στην μετ'αναβολή συζήτηση αυτής". Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή μόνο στις αναφερόμενες περιπτώσεις και συνεπώς στις άλλες περιπτώσεις ισχύουν τα ανωτέρω, τα οποία και επιβεβαιώνει. Εξ'άλλου η διάταξη αυτή αναφέρεται ρητά στο ακροατήριο, ήτοι σε αποφάσεις. Τούτο προκύπτει όχι μόνο από το ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής της δύσκολα συμβιβάζονται με τη διαδικασία του συμβουλίου, αλλά και από το ότι ρητά αναγράφει "δικαστήριο" και από την συστηματική τοποθέτησή της, ήτοι στο άρθρο 502 ΚΠΔ που αναφέρεται στη διαδικασία του ακροατηρίου -αποφάσεων. Εάν ο νομοθέτης ήθελε την εφαρμογή της και επί βουλευμάτων θα το ανέγραφε ρητά ή η βούλησή του θα προέκυπτε άλλως μεν αλλά κατά τρόπον σαφή, πράγμα που δεν συμβαίνει. 'Ετσι πρόκειται για ηθελημένο κενό και δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανάλογη εφαρμογή. Αλλά και αν ήθελε γίνει δεκτόν ότι η άνω διάταξη μπορεί να ισχύσει και επί βουλευμάτων αυτή έχει εφαρμογή μόνον όταν έχει προηγηθεί εκτίμηση πραγματικών περιστατικών (πρ βλ τις ανωτέρω αποφάσεις που έδωσαν αφορμή για την εισαγωγή της) και σ'αυτή οφείλεται το τυπικά δεκτόν (=συνήθως εκπρόθεσμο) της έφεσης. Γι'αυτό δεν μπορεί η άνω διάταξη να καλύψει το πράγματι νόμω απαράδεκτον της εφέσεως αλλά μόνο το νόμιμο, διότι εάν το δικαστήριο - συμβούλιο έκανε τυπικά δεκτή μία έφεση ενώ αυτή είναι απαράδεκτη λ.χ. ασκήθηκε κατά βουλεύματος-απόφασης που δεν υπόκειται σε έφεση κατά ρητή διάταξη νόμου, ή διότι ασκήθηκε από μη δικαιούμενο πρόσωπο κλπ και αυτή η κρίση δεσμεύει πλέον το μετ'αναβολή συμβούλιο-δικαστήριο, τότε η απόφαση του τελευταίου θα είναι αναιρετέα για θετική υπέρβαση εξουσίας σε κάθε περίπτωση και εκ των προτέρων. Αντίθετη άποψη δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρξει για το ζήτημα αυτό, οι δε φερόμενες αποφάσεις δεν αντιμετωπίζουν αυτό, εκτός του ότι στερούνται αιτιολογίας γι'αυτό. Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι δεν δημιουργεί, ούτε μπορεί να δημιουργήσει δεδικασμένο, το οποίο στη περίπτωση αυτή θα πρόκειται για σιωπηρό δεδικασμένο, -εάν νοείται τέτοιο - όταν περί του ζητήματος του τυπικά δεκτού της έφεσης δεν απεφάνθη -δεν έκρινε- το αρμόδιο συμβούλιο, ήτοι παρέλειψε να αποφανθεί περί αυτού αν και είχε προς τούτο υποχρέωση (476 παρ. 1 ΚΠΔ) - βλ. ΑΠ 719/83 ΠΧρ ΛΓ 935 -. Τέτοια περίπτωση υφίσταται και όταν ο 'Αρειος Πάγος αναίρεσε το βούλευμα του συμβουλίου Εφετών για λόγον αναίρεσης που δεν έχει σχέση με το παραδεκτόν της έφεσης και δεν ασχολήθηκε με αυτό. Δεν μπορεί δηλ. στην περίπτωση αυτή να γίνει δεκτόν ότι σιωπηρά ή έμμεσα ο 'Αρειος Πάγος έκρινε το ζήτημα αυτό, αν και ώφειλε να το κρίνει ρητά, και το οποίο λογικά και νομικά προηγείτο της κρίσεως της βασιμότητας ή μη των λόγων αναιρέσεως -άρθρα 485 παρ. 1, 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ (πρβλ ΑΠ 139/84 ΠΧρ ΛΔ 730)-. Η άποψη αυτή μάλιστα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτή όταν υφίσταται σχετικός λόγος αναίρεσης, αφού στην περίπτωση αυτή το σχετικό ζήτημα δεν έχει κριθεί από τον 'Αρειο Πάγο και το οποίο μπορεί να είναι και νόμιμο και έτσι να εξακολουθεί να υφίσταται η παρανομία η οποία και δεν μπορεί να αποκατασταθεί πλέον. Με άλλες λέξεις, για να συγκεκριμενοποιήσουμε το σχετικό ζήτημα, εάν το συμβούλιο Εφετών έκρινε τυπικά (και στη συνέχεια και ουσιαστικά) δεκτή την έφεση, αν και η τελευταία δεν ήταν τυπικά δεκτή διότι είχε ασκηθεί από πρόσωπο που δεν δικαιούται εφέσεως και μάλιστα κατά τρόπο αναμφίβολο, η σχετική κρίση του αν και προσβλήθηκε νόμιμα στον 'Αρειο Πάγο θα παραμείνει παράνομη; υπάρχει δε και παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης όταν ο διάδικος (εδώ κατηγορούμενος) έπραξε τα νόμιμα, ήτοι πρότεινε την παρανομία και μάλιστα - όπως εδώ- υπάρχει στάδιον ακόμη ελέγχου αυτής. Επομένως και αν ήθελε γίνει δεκτόν ότι η προηγηθείσα κρίση δεσμεύει το επόμενο συμβούλιο-δικαστήριο, η κρίση αυτή δεν σημαίνει ότι είναι ανέλεγκτη όταν επιτρέπεται κατά της απόφασης-βουλεύματος του τελευταίου συμβουλίου-δικαστηρίου ένδικο μέσο (πρβλ 504 ΚΠοινΔ) αφού ενσωματώνεται στην κρίση (απόφαση) του τελικού συμβουλίου και διότι άλλως επιδοκιμάζεται η παρανομία με τις εντεύθεν συνέπειες. Επειδή, όταν το έγκλημα στρέφεται κατά του ν.π. της ΑΕ, δεδομένου ότι δικαιούχος πολιτικής αγωγής είναι ο αμέσως από το έγκλημα προσβληθείς (βλ. ΑΠ 694/2005, ΑΠ 1253/2004, ΑΠ 1298/2002, ΑΠ 377/2001, ΑΠ 834/2000, ΑΠ 1464/2000, ΑΠ 337/2002 κ.ά.), μόνο το ν.π. της ΑΕ είναι δικαιούχος πολιτικής αγωγής. 'Ετσι, και δεδομένου ότι το ν.π. της ΑΕ είναι αυτοτελές - ανεξάρτητο των μετόχων αυτής, οι τελευταίοι δεν δικαιούνται παράστασης πολιτικής αγωγής είτε για δικό τους λογαριασμό είτε για λογαριασμό της εταιρίας στην άνω περίπτωση (βλ. ΑΠ 1173/2003, ΑΠ 352/2003, ΑΠ 725/2004 ΕλΔνη 2004 σελ. 1519 Νο4, ΑΠ 1733/93, ΑΠ 926/95, ΑΠ 1912/92, ΑΠ 1571/2002, ΑΠ 357/98, ΑΠ 927/97 κ.ά. Αλεξανδρίδου-Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών - τεύχος β' β έκδ. (2000) σελ. 78 σημ. 25). Γίνεται όμως δεκτόν και κατά λογική ακολουθία ότι όταν το έγκλημα στρέφεται, αυτοτελώς θεωρούμενο, και κατά των μετόχων και δη κατά της υπόστασης του μετοχικού δικαιώματός τους, έχουν και αυτοί στην άνω περίπτωση αυτοτελές δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής π.χ. όταν τα όργανα της ΑΕ (-στην οποία αυτά έχουν την πλειοψηφία) μεταβιβάζουν τα περιουσιακά τους στοιχεία αυτής (=μετοχές τους) σε άλλη ΑΕ την οποία οι ίδιοι αυτοί συνιστούν και συμμετέχουν και δη μόνοι τους κατ'αποκλεισμό των άλλων μετόχων (βλ. ΑΠ 1298/2006 τμ. Α. Επιθ. Τραπεζικού........ δικαίου (2007) σελ. 197, πρβλ. ΑΠ 14/99 ολ.). Τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει στην υπό κρίση υπόθεση, η δε εκδοχή του 2691/2003 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών δεν αφήνει έξω καμμία περίπτωση. Σχετ. και τα συνημμένα βουλεύματα επί του αυτού ιστορικού ΑΠ 1672/2002, ΑΠ 138/2004. Επομένως, αφού ο μέτοχος δεν νομιμοποιείται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων, δεν δικαιούται να ασκήσει ένδικα μέσα κατά βουλεύματος - βλ. και ΑΠ 1733/93 κ.ά.
ΙΙΙ) 'Ετσι, ενόψει όλων των ανωτέρω, το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέλαβε - σε σχέση με την ουσία της υπόθεσης - την απαιτουμένη από το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 2) και τον ΚΠΔ (άρθρο 139) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού παραθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση σε σχέση με την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που πρόκειται και που στοιχειοθετείται πράγματι, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά τα περιστατικά, και τους λόγους-σκέψεις που υπήχθησαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε (=242 ΠΚ) και ότι προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων. Επομένως οι φερόμενες - από τον αυτουργό αναιρεσείοντα - αντιφάσεις και δη α) ότι ενώ αναφέρεται ότι ο ορκωτός ελεγκτής είχε διαπιστώσει ότι στα λογιστικά βιβλία της εταιρίας είχαν καταχωριθεί εικονικά τιμολόγια ... και στις 6-9-95 είχε συντάξει σχετική κατάσταση στη συνέχεια γίνεται δεκτόν ότι αυτός βεβαίωσε ψευδώς με τα πέντε πιστοποιητικά ότι οι ισολογισμοί είχαν συνταχθεί νόμιμα και β) ότι ενώ χρόνος ενεργείας της έκθεσης ελέγχου ήταν η 6-9-95, δέχεται ως χρόνους τελέσεως 23-5-95 ... είναι αβάσιμες και στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση αφού η πράξη για την οποία παραπέμπεται δεν στηρίζεται στην άνω έκθεση ελέγχου αλλά στα πέντε πιστοποιητικά και στη βεβαίωση ως αληθούς του ψευδούς περιεχομένου τους, η δε αναφορά στην έκθεση ελέγχου γίνεται για ενίσχυση του δόλου αυτού. Να σημειωθεί εδώ ότι από τυπική παραδρομή γίνεται μνεία στο διατακτικό (φύλλο 26) για 16-5-99 ενώ πρόκειται για 26-5-99 για το τελευταίο πιστοποιητικό. 'Ετσι και οι αιτιάσεις του πρώτου αναιρεσείοντα είναι αβάσιμες και στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση αφού αυτός δεν παραπέμπεται για ψευδή βεβαίωση και δη για τη σύνταξη ψευδών ισολογισμών, δεν συνιστά δηλ. η πράξη του αυτοτελώς θεωρουμένη ψευδή βεβαίωση κατά το άρθρο 242 ΠΚ - όπως ισχυρίζεται - αλλά στο ότι με την σύνταξη των ψευδών αυτών ισολογισμών παρέσχε άμεση συνδρομή στον αυτουργό (= πρώτο αναιρεσείοντα), ο οποίος με βάση και άμεση χρονική συνάρτηση με τους ψευδείς αυτούς ισολογισμούς (και εν γνώσει τούτων) βεβαίωσε ψευδώς με τα πέντε πιστοποιητικά το αληθές - κατά περιεχόμενο -αυτών. Επομένως ορθά γίνεται αναφορά στο χρόνο αυτό, δηλ. της κυρίας πράξης αφού κατ'αυτήν παρασχέσθηκε η άμεση συνδρομή, η δε αναφορά των σημειουμένων χρόνων γίνεται για τον προσδιορισμό του απαιτουμένου για κάθε μερικώτερη πράξη κατώτατου ορίου για να χαρακτηριστεί αυτή ως κακούργημα. Επίσης αβάσιμες είναι και οι αιτιάσεις περί εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 242 ΠΚ - σε συνδυασμό με το άρθρο 63β ν. 2190/20 - οι δε αιτιάσεις περί εσφαλμένης εφαρμογής του νδ 3329/55 στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Στην ουσία δε στρέφονται κατά της αιτιολογίας του βουλεύματος για το άνω ζήτημα που δεν έχει έννομη επιρροή. Εξάλλου οι λόγοι αναίρεσης των α, β που αναφέρονται αποκλειστικά στους ηθικούς αυτουργούς απαράδεκτα προβάλλονται από αυτούς, άλλωστε και χωρίς έννομο συμφέρον. Όμως σε σχέση με τον λόγον αναιρέσεως περί υπερβάσεως εξουσίας και δη είτε θετικής τοιαύτης (διότι δέχθηκε έφεση που ήταν απαράδεκτη) είτε αρνητικής τοιαύτης (διότι δεν αποφάνθηκε περί του τυπικά δεκτού της έφεσης) είναι βάσιμος, αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση το έγκλημα (και η συμμετοχή σ'αυτό) στρέφεται αποκλειστικά κατά του ν.π. της ΑΕ, το οποίο και μόνο δικαιούται παράστασης πολιτικής αγωγής και όχι ο μέτοχος ή και ο μέτοχος, ενώ εδώ την έφεση άσκησε η μέτοχος και δη ατομικά με την ιδιότητά της αυτή. Επομένως το συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και αν δεχθεί κανείς ότι δεσμεύεται από το προηγηθέν 2691/2003 βούλευμα του ιδίου συμβουλίου, στο οποίο βούλευμά του ενσωματώθηκε η κρίση του προηγηθέντος 2691/2003 βουλεύματος, - αλλά και του πρώτου 1221/2001 - έκανε δεκτή έφεση η οποία ήταν κατά το νόμο απαράδεκτη διότι είχε ασκηθεί από μη δικαιούμενο πρόσωπο. Το αυτό αποτέλεσμα έχουμε και αν δεχθούμε ότι δεν υφίστατο δέσμευση από το προηγηθέν ή προηγηθέντα βουλεύματα. 'Ετσι πρέπει να αναιρεθεί για τον άνω λόγο και πρέπει, αφού δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής, να κηρυχθεί απαράδεκτη η έφεση 210/2-3-2001 της Ψ κατά του υπ'αριθμ. 807/2001 βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω όπως γίνουν τυπικά δεκτές οι 90/2007 και 87/2007 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ3 και Χ4 αφενός και Χ1 και Χ2 αφετέρου κατά του υπ'αριθμ. 492/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, αλλά και α) ουσιαστικά δεκτές για τον λόγο της υπέρβασης εξουσίας και αναιρεθεί το βούλευμα αυτό και στη συνέχεια κηρυχθεί απαράδεκτη η 210/2001 έφεση της Ψ κατά του υπ'αριθμ. 807/2001 βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών,
β) Να απορριφθούν για τους άλλους λόγους.
Αθήνα 15-6-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Αθανάσιος Κονταξής".

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Συνεκδικάζονται ως συναφείς, στρεφόμενες κατά του αυτού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (με αριθμό 492/2007) οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως 1) από 28.3.2007 κοινή των Χ1 και Χ2 και 2) από 3.4.2007 κοινή των Χ3 και Χ4.
Κατά το άρθρο 242 παρ. 1 ΠΚ, υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη ορισμένων δημοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως (διανοητικής πλαστογραφίας), που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α' και 263α ΠΚ, αρμόδιος καθ'ύλην και κατά τόπον για τη σύνταξη ή την έκδοση του εγγράφου, β) έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' ΠΚ και δη δημόσιο, όπως το δημόσιο έγγραφο προσδιορίζεται από το άρθρο 438 ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στο χώρο του ποινικού δικαίου, ήτοι έγγραφο που συντάσσεται από καθ'ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, τα οποίο είναι προορισμένο για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη, έναντι πάντων, κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται σ'αυτό, γ) βεβαίωση στο έγγραφο ψευδούς περιστατικού που είναι σημαντικό για τη γένεση, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως και δ) δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση και τη θέλησή του να βεβαιώσει ψευδή πραγματικά περιστατικά, που μπορούν, αντικειμενικά, να έχουν έννομες συνέπειες ή τουλάχιστον στη γνώση ότι από τα περιστατικά αυτά είναι ενδεχόμενο να παραχθούν οι έννομες αυτές συνέπειες και στην εκ προοιμίου αποδοχή του ενδεχομένου αυτού. Το έγκλημα αυτό, σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου 242 ΠΚ, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το Ν.2408/1996 (άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α') και έγινε ευμενέστερη, έτσι ώστε εφαρμόζεται και για πράξεις που τελέσθηκαν προ της ισχύος του νόμου αυτού (άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ), προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα όταν ο υπαίτιος είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσόν των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ). Η τροποποίηση της ίδιας παρ. 3 με το Ν.2721/1999 (άρθρο 14 παρ. 6) που ισχύει από 3.6.1999, κατά την οποία επιβάλλεται κάθειρξη αν το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ανωτέρω ποσόν, δεν εφαρμόζεται για πράξεις που τελέσθηκαν πριν από τις 3.6.1999, διότι, καθιερώνοντας "συνολικό" ποσόν οφέλους ή ζημίας (επί περισσοτέρων μερικοτέρων πράξεων), είναι δυσμενέστερη της ανωτέρω προηγούμενης ρυθμίσεως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ. 1 περ. β' ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της άδικης πράξεως που διέπραξε και στην εκτέλεση της πράξεως αυτής. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας στην τελούμενη από άλλον αξιόποινη πράξη απαιτείται εκ δόλου υποστήριξη από τον άμεσο συνεργό της αξιόποινης πράξεως που διαπράττει ο αυτουργός, κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτελέσεως της κυρίας πράξεως, με βοηθητική ενέργεια συνδεόμενη προς την κυρία πράξη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτήν δεν θα ήταν δυνατή, με βεβαιότητα, η διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που αυτό διαπράχθηκε. Στην έννοια του υπαλλήλου κατά το ως άνω άρθρο 13 στοιχ. α' ΠΚ, εμπίπτει καθένας στον οποίο έχει νομίμως ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση δημόσιας υπηρεσίας, δημοτικής, κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, τα έγγραφα δε που εκδίδονται από τον έχοντα την ιδιότητα αυτή, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, είναι δημόσια έγγραφα κατά την έννοια των ανωτέρω άρθρων 13 στοιχ. γ' ΠΚ και 438 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, με το ΠΔ 226/1992, που εκδόθηκε κατά την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 75 του Ν.1969/1991, συστήθηκε Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών (Σ.Ο.Ε.), το οποίο αποτελείται από ανεξάρτητους επαγγελματίες Ελεγκτές, εγγραφόμενους σε ειδικό Μητρώο (στο οποίο εγγράφονται, κατά το ίδιο ως άνω άρθρο 75, και οι ήδη υπηρετούντες ορκωτοί λογιστές του Ν.Δ. 3329/1955), σκοπός του οποίου είναι η άσκηση του ελέγχου της οικονομικής διαχειρίσεως των πάσης φύσεως δημοσίων και ιδιωτικών οργανισμών και επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως της νομικής τους μορφής (ιδρύματος, εταιρίας ή άλλου νομικού προσώπου), από πρόσωπα με ηυξημένα επαγγελματικά προσόντα. Κατά το άρθρο 36 παρ.1, 3 του Ν.2190/1920 περί ανωνύμων εταιριών, οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις ανωνύμων εταιριών, όταν οι εταιρίες αυτές υπερβαίνουν τα δύο από τα τρία αριθμητικά όρια των κριτηρίων της παρ. 6 του άρθρου 42Α του ίδιου Νόμου (όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος), ελέγχονται από ορκωτούς ελεγκτές - λογιστές, που διορίζονται από τη γενική συνέλευση της εταιρίας, οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1δ' του ανωτέρω ΠΔ 226/1992, χρησιμοποιούνται στην περίπτωση των εν λόγω εταιριών υποχρεωτικά για τον έλεγχο αυτό, ως αποκλειστικά προς τούτο αρμόδιοι. Κατά δε το άρθρο 40Β παρ. 5 του Ν.2190.1920, οι ελεγκτές των ανωνύμων εταιριών θεωρούνται κατά την άσκηση του ελέγχου ως δημόσιοι υπάλληλοι. Η ιδιότητα αυτή των ελεγκτών των ανωνύμων εταιριών υφίσταται τόσον όταν χρησιμοποιούνται υποχρεωτικά, όπως κατά το ανωτέρω άρθρο 36 του Ν.2190/1920, όσον και όταν προαιρετικά ανατίθεται σ'αυτούς τέτοιος έλεγχος (επί εταιριών που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 42Α του Ν.2190/1920), κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 36 Α παρ. 1, 3 και 4 του ίδιου Νόμου. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που εκδίδεται κατά παραδοχήν εφέσεως του πολιτικώς ενάγοντος κατά πρωτοδίκου απαλλακτικού βουλεύματος, έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ'αυτό τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι τα εν λόγω περιστατικά, αναγόμενα στις εφαρμοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Τέλος, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος αποτελεί κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπάγει στην αληθινή του έννοια τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, αλλά τα υπάγει σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη υπόθεση. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού του, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 492/2007 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε έκρινε ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών εσφαλμένα αποφάνθηκε, με το 807/2001 βούλευμά του, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων, ήδη αναιρεσειόντων, για τις αποδιδόμενες σ' αυτούς αξιόποινες πράξεις. Ακολούθως, δέχθηκε κατ' ουσίαν τη 210/2.3.2001 έφεση της πολιτικώς ενάγουσας Ψ κατά του πρωτοδίκου απαλλακτικού βουλεύματος, εξαφάνισε το βούλευμα αυτό και παρέπεμψε τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο του Τριμελούς για κακουργήματα Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν 1) ο Χ4 για ψευδή βεβαίωση κατ' εξακολούθηση, με σκοπό προσπορισμού σε άλλον αθεμίτου οφέλους που υπερβαίνει τα 25.000.000 δρχ. από κάθε μερικότερη πράξη, 2) ο Χ3 για άμεση συνέργεια κατ' εξακολούθηση σε ψευδή βεβαίωση κατ' εξακολούθηση, με σκοπό προσπορισμού σε άλλον αθεμίτου οφέλους που υπερβαίνει τα 25.000.000 δρχ. από κάθε μερικότερη πράξη και 3) οι Χ1 και Χ2 για ηθική αυτουργία, από κοινού, στις πράξεις των Χ4 και Χ3, με σκοπό προσπορισμού στους εαυτούς τους παρανόμου οφέλους, που υπερβαίνει τα 25.000.000 δρχ. από κάθε μερικότερη πράξη. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με δικές του σκέψεις, δέχθηκε, αφού παρέθεσε νομικές σκέψεις όμοιες με τις προπαρατεθείσες (πλην άλλων), ότι από τα μνημονευόμενα, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Την 1.6.1989 απεβίωσε σε αυτοκινητικό ατύχημα ο ΑΑ, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΕΕ", που αποτελούσε στην ουσία οικογενειακή επιχείρηση, στην οποία συμμετείχε αυτός μεν κατά ποσοστό 67,98% κατά το υπόλοιπο δε 32,02% η αδελφή του, εκκαλούσα - πολιτικώς ενάγουσα, Ψ. Η εταιρία αυτή είχε ως αντικείμενο εργασιών την παροχή υπηρεσιών ψύξεως προϊόντων ή διατηρήσεως προϊόντων, με την πάροδο δε του χρόνου εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες των Βαλκανίων στο είδος αυτό των υπηρεσιών, διαθέτουσα σημαντική ακίνητη περιουσία με οικόπεδο και εργοστάσιο στην περιοχή του ... (οδός ... αρ. ...) και ετήσιο κύκλο εργασιών πλέον των 500.000.000 δρχ. Ο ΑΑ ήταν σύζυγος της κατηγορουμένης Χ1 με την οποία ωστόσο είχε διαζευχθεί από το έτος 1988. Από το γάμο τους είχαν αποκτήσει τρία τέκνα, τον ΒΒ, τον Χ2 (κατηγορούμενο) και τον ΓΓ που ήταν και οι τρεις ανήλικοι κατά το χρόνο του θανάτου του. Αλλά από τη σχέση του με τη ΔΔ είχε αποκτήσει και ένα εκτός γάμου τέκνο, την άλλη μηνύτρια - πολιτικώς ενάγουσα, Ω, την οποία είχε αναγνωρίσει ως δικό του τέκνο. Μετά το θάνατο του ΑΑ, το μερίδιό του στην πιο πάνω εταιρία περιήλθε στα τέσσερα ανήλικα τέκνα του και έτσι το ποσοστό των τέκνων αυτού από το γάμο του με την Χ1διαμορφώθηκε σε 50,98% ενώ αυτό της αδελφής του Ψ και του εκτός γάμου τέκνου του, Ω σε 49,02%. Μετά το θάνατο του ΑΑ στη διαχείριση της εταιρίας κλήθηκε η πρώην σύζυγος του Χ1 και μητέρα των τριών ως άνω ανηλίκων τέκνων, η οποία από τον Ιούνιο του έτους 1990 εκλέχθηκε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας με ευρείες εξουσίες να ενεργεί υλικές και νομικές πράξεις και έκτοτε άσκησε ουσιαστικά τη διοίκηση και διαχείριση των υποθέσεων της εταιρίας με πρόσωπα δικής της επιλογής. Στις 18.10.1990, μετά την ενηλικίωση του ΒΒ ανατέθηκαν σ' αυτόν με πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας καθήκοντα βοηθού Γενικού Διευθυντή, ενώ με τον ίδιο τρόπο έγινε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και αναπληρωτής Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας στις 22.7.1992 και ο αδελφός του Χ2 (κατηγορούμενος), οι οποίοι λόγω των σπουδών τους, τουλάχιστον κατά το αρχικό χρονικό στάδιο της εισόδου τους στο Διοικητικό Συμβούλιο περιορίστηκαν σε τυπική συμμετοχή χωρίς ενεργό ανάμειξη στη διαχείριση των εταιρικών πραγμάτων, την οποία ουσιαστικά και αποκλειστικά είχε η μητέρα τους και κατηγορουμένη Χ1. Οι σχέσεις μεταξύ των μετόχων της πλειοψηφίας και εκείνων της μειοψηφίας μετά το θάνατο του ΑΑ δεν ήταν καθόλου αρμονικές, δεδομένου ότι η κατηγορουμένη Χ1, εκπροσωπώντας τα ποσοστά των τριών ανηλίκων τέκνων της είχε αντιτιθέμενα συμφέροντα προς εκείνα των μηνυτριών - πολιτικώς εναγουσών (Ψ και Ω, νομίμως εκπροσωπούμενης από τη μητέρα της, ΔΔ), τις οποίες ουσιαστικά είχε αποκλείσει από κάθε πρόσβαση και κάθε έλεγχο στις εταιρικές υποθέσεις, αρνούμενη να τους δώσει οποιαδήποτε πληροφορία ή ενημέρωση για την πορεία των εργασιών της εταιρίας. Εξαιτίας της αρνήσεως αυτής δημιουργήθηκαν δικαστικές διενέξεις και αμφισβητήσεις σχετικές με τον τρόπο της διοικήσεως της εταιρίας και διαχειρίσεως της περιουσίας της, αφενός μεν μεταξύ αυτής και των τέκνων της (Χ2 και ΒΒ), αφετέρου δε των μετόχων της μειοψηφίας, οι οποίες (διενέξεις) συνεχίζονται μέχρι σήμερα στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια. Περαιτέρω προέκυψε ότι περί το μήνα Μάρτιο του 1993 περιήλθαν στην κατοχή των μετόχων της μειοψηφίας τα "δεύτερα" βιβλία που ετηρούντο στην εταιρία (τα αποκαλούμενα και "μαύρα") τα οποία συνέτασσε η ταμίας της εταιρίας, ΕΕ (η οποία απολύθηκε στις 18.1.1996) με βάση τις οδηγίες και υποδείξεις της κατηγορουμένης Χ1, που είχε ουσιαστικά τη διαχείριση της εταιρίας από το έτος 1990, όπως προαναφέρθηκε. Από τις εγγραφές στα βιβλία αυτά προέκυψε ότι για την ικανοποίηση προσωπικών αναγκών της Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου Χ1και των τέκνων της, μετόχων της πλειοψηφίας (δαπάνες για μισθώματα κατοικιών, για μισθούς υπηρετικού προσωπικού, για ταξίδια αναψυχής, προσωπικά ασφαλιστήρια συμβόλαια κλπ) γίνονταν αναλήψεις από το Ταμείο της εταιρίας και τα ποσά που αναλαμβάνονταν, για να υπάρχει λογιστική (ταμειακή) τακτοποίηση του ανοίγματος, καταχωρούνταν στα επίσημα βιβλία της εταιρίας είτε με τη μορφή πληρωτέων τραπεζικών επιταγών είτε ως δήθεν καταβολές για την εξόφληση εικονικών τιμολογίων προς τρίτους. Όλες οι αναλήψεις αυτές για τις οποίες και εκδίδονταν εικονικές αποδείξεις πληρωμής καταχωρούνταν στα επίσημα βιβλία της εταιρίας ως έξοδα αυτής. Ειδικότερα προέκυψε ότι στα λογιστικά βιβλία της εταιρίας κατά τις χρήσεις των ετών 1991-1994 είχαν καταχωρισθεί τα παρακάτω αναφερόμενα εικονικά τιμολόγια συνολικού ποσού καθαρής αξίας 1.960.381.019 δρχ. (χρήση 1991 ποσού 238.048.729 δρχ., χρήση 1992 ποσού 453.821.492 δρχ., χρήση 1993 ποσού 486.536.290 δρχ., χρήση 1994 ποσού 781.974.508.
Α) ΧΡΗΣΗ 1991 Α/Α ΕΠΩΝΥΜΙΑ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗ ΑΞΙΑ
1. ... 24.865.500 δρχ.
2."... ΟΕ" 2.200.000 "
3. ... 58.956.662 "
4. ... 4.000.000 "
5. "... ΕΠΕ" 7.740.350 "
6. ... 5.650.000 "
7. ... 104.589.217 "
8. ... 2.100.000 "
9. ... 9.400.000 "
10. ... 6.594.000 "
11. "... & ΣΙΑ ΕΕ" 9.563.000 "
12. ...1.550.000 "
13. ... 840.000 "
ΣΥΝΟΛΟ 238.048.729 δρχ.
Β. ΧΡΗΣΗ 1992 A/A ΕΠΩΝΥΜΙΑ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗ ΑΞΙΑ
1. ... 121.746.780 δρχ.
2. ... 275.677.288 "
3. "..." 8.123.000 "
4. ... 15.000.000 "
5. ... ΕΠΕ 7.600.000 "
6. ... 15.702.085 "
7. ... 1.700.000 "
8. ... 1.020.339 "
9. ... 1.000.000 "
10. ... 2.652.000 "
11. "... ΟΕ" 3.500.000 "
ΣΥΝΟΛΟ 453.821.492 "
Γ) ΧΡΗΣΗ 1993 Α/Α. ΕΠΩΝΥΜΙΑ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗ ΑΞΙΑ
1. ... 224.650.804 δρχ.
2. ... 45.440.760 "
3. "..." 10.938.360 "
4. ... 11.714.707 "
6. ... 5.000.000 "
7. ... 18.500.000 "
8. ... 1.848.000 "
9. "... ΑΒΕΤΞΟΕ" 6.000.000 "
10. ... 6.371.715 "
11. "... ΑΕ" 16.800.000 "
12. "... ΟΕ" 22.868.808 "
13. "..." 68.210.000 "
14. "... ΟΕ" 6.975.000 "
15. "... ΟΕ" 28.566.537 "
16. ... 5.536.599 "
17. ... 5.055.000 "
ΣΥΝΟΛΟ 486.536.290 δρχ.
Δ) ΧΡΗΣΗ 1994 Α/Α ΕΠΩΝΥΜΙΑ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗ ΑΞΙΑ
1. ... 293.730.853 δρχ.
2. ... 230.095.500 "
3. ... 77.984.000 "
4. ... ΕΠΕ 45.566.700 "
5. ... ABEE 46.714.407 "
6. ... 18.720.000 "
7. "..." 5.704.125 "
8. ... 11.253.823 "
9. ... 5.553.500 "
10. ... 12.270.000 "
11. ... 24.740.000 "
12. "... & ΣΙΑ ΕΕ" 5.011.600 "
13. ... 3.150.000 "
14. ... 1.480.000 "
ΣΥΝΟΛΟ 781.974.508 "
Οι εκ των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 ισχυρίζονται ότι τα "δεύτερα" βιβλία της εταιρίας τηρούσε εν αγνοία τους η ταμίας ΕΕ, η οποία μαζί με τα στελέχη της εταιρίας ΣΤ και ΖΖ, εκμεταλλευόμενοι την απειρία τους, εξέδιδαν εικονικά τιμολόγια ή πλαστά προς ίδιον όφελος. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο υπ' αριθμ. 413/1998 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο απηλλάγησαν οι ΣΤ, ΖΖ και ΕΕ των κατηγοριών της κακουργηματικής απάτης και της υπεξαιρέσεως, που είχαν απαγγελθεί εναντίον τους κατόπιν μηνύσεως της κατηγορουμένης Χ1, κρίθηκε ότι η τελευταία προέβαινε σε αυθαίρετες αναλήψεις διαφόρων χρηματικών ποσών από το ταμείο της εταιρίας για την κάλυψη προσωπικών αναγκών της ίδιας και των τέκνων της, ότι για την ταμειακή τακτοποίηση αυτών (αναλήψεων) προσκομίζονταν από την ίδια κατά το χρονικό διάστημα 1991-1994 εικονικά τιμολόγια αγορών, δήθεν προμηθευτών της εταιρίας και ότι για την λογιστική παρακολούθηση της εν λόγω παράνομης δραστηριότητάς της ετηρούντο από την ταμία ΕΕ ανεπίσημα βιβλία (αποκαλούμενα ως "μαύρα") κατ' εντολήν αυτής, διότι ήλεγχε καθ' ολοκληρίαν την εταιρία από το έτος 1990, στα οποία και καταχωρούντο οι αναλήψεις χρημάτων εκ μέρους της. Επίσης οι ίδιοι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι το ποσό του 1.960.381.019 δραχμών των προαναφερθέντων τιμολογίων το διέθεσαν για την πληρωμή πραγματικών εταιρικών οφειλών προς τρίτους μεταξύ των οποίων και πληρωμή τοκογλυφικών δανείων που είχαν συναφθεί για την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων της εταιρίας. 'Ομως και ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται ως αβάσιμος, διότι δεν προσδιορίζουν το είδος και το ύψος των εταιρικών οφειλών αυτής και τους τρίτους προς τους οποίους, κατά τους ισχυρισμούς τους, καταβλήθηκαν τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά, ούτε αναφέρουν πότε συνήφθηκαν τα επικαλούμενα τοκογλυφικά δάνεια και το ύψος του ποσού που αφορούσε το καθένα. Επίσης δεν διευκρινίζουν για ποιό λόγο, ενώ μέρος του παραπάνω ποσού διατέθηκε, όπως ισχυρίζονται, για την κάλυψη πραγματικών οφειλών της εταιρίας, η εκταμίευση τούτου έγινε με τη λήψη και την καταχώρηση εικονικών τιμολογίων. Πέραν τούτου, αν πράγματι είχαν συναφθεί τοκογλυφικά δάνεια, έπρεπε τα ποσά αυτών να εμφανίζονται ως έσοδα στα βιβλία ταμείου της εταιρίας, πράγμα που δεν προέκυψε ότι έλαβε χώρα στην εξεταζόμενη περίπτωση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η εταιρία "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΕΕ", κατά τους κρίσιμους εν προκειμένω χρόνους, είχε τεράστια κέρδη και συνεπώς δεν υπήρχε ανάγκη να καταφύγει σε δανεισμό (πέραν των Τραπεζών) τοκογλυφικό. Περαιτέρω, από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι από το έτος 1994 ο κατηγορούμενος Χ4, που είχε οριστεί με αποφάσεις των Τακτικών Γενικών Συνελεύσεων της εταιρίας "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΕΕ" Ορκωτός Ελεγκτής αυτής, είχε διαπιστώσει ότι στα λογιστικά βιβλία της εταιρίας είχαν καταχωρισθεί τα προαναφερθέντα εικονικά τιμολόγια των ψευδοπρομηθευτών της για ανύπαρκτες συναλλαγές, συνολικού ποσού 1.960.381.019 δρχ. (των εταιρικών χρήσεων 1991, 1992, 1993 και 1994). Προς τούτο είχε συντάξει με εντολή της κατηγορουμένης Χ1, ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας, με αφορμή κατάσχεση τιμολογίων της εταιρίας από την ΥΠΕΔΑ, την από 6.9.1995 έκθεση ελέγχου με τον τίτλο "ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΩΝ ΜΕ ΕΙΚΟΝΙΚΑ Η' ΠΛΑΣΤΑ ΤΙΜΟΛΟΓΙΑ", στην οποία είχε επισυνάψει σχετική κατάσταση ανά έτος. Ο κατηγορούμενος αυτός, που, όπως έχει εκτεθεί, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, είχε την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και είχε υποχρέωση να ελέγξει την ακρίβεια των στοιχείων που είχαν καταχωρισθεί στα λογιστικά βιβλία της εταιρίας και μόνο εάν αυτά ήταν ακριβή να πιστοποιήσει ότι οι ισολογισμοί είχαν συνταχθεί ορθά, εξέδωσε στις 23.5.1995, 16.5.1996, 2.6.1997, 25.5.1998 και 26.5.1999 πιστοποιητικά ελέγχου, στα οποία ψευδώς βεβαίωσε ότι οι ισολογισμοί των ετών 1994, 1995, 1996, 1997 και 1998 αντιστοίχως, που συντάχθηκαν κατ' εντολή της κατηγορουμένης Χ1 από τον εκάστοτε Προϊστάμενο του Λογιστηρίου (τον ΗΗ ο πρώτος και ο δεύτερος και τον κατηγορούμενο Χ3 οι λοιποί) και προσυπογράφηκαν από τον ίδιο (Χ4), από την Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας (κατηγορουμένη Χ1) και από ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου (τον ΘΘ ο πρώτος, τον κατηγορούμενο Χ2 ο δεύτερος και ο τρίτος- στον δεύτερο υπογράφει ως Αναπληρωτής Πρόεδρος του Δ.Σ. - και τον ΒΒ οι λοιποί), ήταν ακριβείς και είχαν συνταχθεί νόμιμα, ενώ το αληθές ήταν ότι οι εν λόγω ισολογισμοί δεν είχαν συνταχθεί νόμιμα διότι α) είχαν επιβαρυνθεί με τις ανύπαρκτες δαπάνες που αποτελούσαν τα ποσά των προαναφερθέντων εικονικών τιμολογίων που είχαν καταχωρισθεί στα βιβλία της εταιρίας, καθαρής αξίας 1.960.381.019 δρχ. (μετά του ΦΠΑ 2.313.249.000 δρχ.) που επηρέαζαν, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια, τους ισολογισμούς των ετών 1994 και 1995 και αυτούς των επομένων ετών και β) στους ισολογισμούς αυτούς αναγράφονταν ποσά ζημιών προηγουμένων χρήσεων, προερχόμενα από τα παραπάνω εικονικά τιμολόγια καθώς και αποσβέσεις επί εικονικών επενδύσεων που οφείλονταν σε εικονικά τιμολόγια. Ο κατηγορούμενος Χ4, ως εκ της θέσεως του, είχε άμεση συνεργασία με τους συγκατηγορουμένους του και μολονότι γνώριζε ότι όλες οι αναφερόμενες στους παραπάνω ισολογισμούς ζημίες δεν ήταν πραγματικές, αλλά εικονικές και εμφανίζονταν στους ισολογισμούς επειδή προηγουμένως, κατά τα έτη 1991-1994, είχαν καταχωρισθεί στα βιβλία της εταιρίας τα προαναφερθέντα εικονικά τιμολόγια των ψευδοπρομηθευτών που ο ίδιος είχε διαπιστώσει και αναγράψει στην από 6.98.1995 έκθεση του, συνολικού ποσού 1.960.381.019 δραχμών, παρά ταύτα βεβαίωσε ψευδώς με τα παραπάνω πέντε (5) πιστοποιητικά του ότι οι ισολογισμοί έχουν συνταχθεί νόμιμα. Σκόπευε δε με την πράξη του αυτή να προσπορίσει στους συγκατηγορουμένους του Χ1, Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας και μητέρα των μετόχων της πλειοψηφίας και Χ2, υιό αυτής και μέτοχο της εταιρίας αθέμιτο όφελος που υπερβαίνει τα 25.000.000 δραχμές τόσο συνολικά όσο και με καθένα, από τα πιστοποιητικά του, όπως παρακάτω αναφέρεται, με βλάβη των μετόχων της μειοψηφίας αντίστοιχη προς το ποσοστό τους.
Ειδικότερα: α) Με το πιστοποιητικό της 23.5.1995 βεβαίωσε ψευδώς ότι ο ισολογισμός της 31.12.1994 είχε συνταχθεί νόμιμα, παρά το γεγονός ότι στα βιβλία της εταιρίας από 1.1.1994 - 31.12.1994 είχαν καταχωρισθεί, κατά τα προαναφερθέντα, εικονικά τιμολόγια συνολικού ποσού 781.974.508 δρχ. και μαζί με τον ΦΠΑ ποσού 922.650.994 δραχμών και αντί κερδών αναγράφονταν στον ισολογισμό αυτό ζημίες 82.707.098 δραχμές β) Με το πιστοποιητικό της 16.5.1996 βεβαίωσε ψευδώς ότι ο ισολογισμός της 31.12.1995 είχε συνταχθεί νόμιμα, παρά το γεγονός ότι στα βιβλία της εταιρίας από 10.1.1995 μέχρι 22.3.1995 είχαν καταχωρισθεί εικονικά τιμολόγια συνολικού ποσού 207.000.000 δραχμών και αντί κερδών αναγράφονταν στον ισολογισμό αυτό 1) "ζημίες προηγουμένης χρήσεως 82.707.098 δρχ." που ήταν εικονικές, προερχόμενες από καταχωρημένα στα βιβλία της εταιρίας εικονικά τιμολόγια και 2) "ζημίες εις νέον 146.685.004 δρχ." που επίσης ήταν εικονικές, προερχόμενες από τα καταχωρημένα στα βιβλία της εταιρίας προαναφερθέντα εικονικά τιμολόγια. γ) Με το πιστοποιητικό της 2.6.1997 βεβαίωσε ψευδώς ότι ο ισολογισμός της 31.12.1996 είχε συνταχθεί νόμιμα, διότι αντί των πραγματοποιηθέντων κερδών στον ισολογισμό αυτό αναγράφονταν 1) "Υπόλοιπο ζημιών προηγουμένης χρήσεως 202.264, 12 δρχ." και 2) "ζημίες εις νέον 236.604.446 δρχ." που ήταν εικονικές, προερχόμενες από τα καταχωρημένα στα βιβλία της εταιρίας προαναφερθέντα ποσά εικονικών τιμολογίων, δ) Με το πιστοποιητικό της 25.5.1998 βεβαίωσε ψευδώς ότι ο ισολογισμός της 31.12.1997 είχε συνταχθεί νόμιμα, διότι αντί των πραγματοποιηθέντων κερδών στον ισολογισμό αυτό αναγράφονταν 1) "Υπόλοιπο ζημιών προηγουμένης χρήσεως 236.604.446 δρχ." και 2) "ζημίες εις νέον 62.127.577 δρχ." που ήταν εικονικές προερχόμενες από τα καταχωρημένα στα βιβλία της εταιρίας προαναφερθέντα ποσά εικονικών τιμολογίων και ε) Με το πιστοποιητικό της 26.5.1999 βεβαίωσε ψευδώς ότι ο ισολογισμός της 31.12.1998 είχε συνταχθεί νόμιμα, διότι αντί των πραγματοποιηθέντων κερδών στον ισολογισμό αυτό αναγράφονταν 1) "Υπόλοιπο ζημιών προηγουμένης χρήσεως 62.127.577 δρχ." και 2) "ζημίες εις νέον 90.986.925 δρχ." που ήταν εικονικές, προερχόμενες από τα καταχωρημένα στα βιβλία της εταιρίας προαναφερθέντα ποσά εικονικών τιμολογίων. Περαιτέρω προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος Χ3 που από 5.11.1996 ήταν Προϊστάμενος του Λογιστηρίου της εταιρίας "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΕΕ" συνέταξε κατ' εντολή της συγκατηγορουμένης του Χ1 τους ισολογισμούς αυτής των ετών 1996, 1997 και 1998, στους οποίους ανέγραψε εν γνώσει του ψευδώς "ζημίες προηγουμένων ετών", οι οποίες δεν ήταν πραγματικές αλλά εικονικές, διότι προέρχονταν από τα προαναφερθέντα εικονικά τιμολόγια των ετών 1991-1994, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται και οι ισολογισμοί των ετών 1996, 1997 και 1998, τους οποίους και προσυπέγραψε (μαζί με τους συγκατηγορουμένους του), παρότι γνώριζε λόγω της νευραλγικής θέσεως του στην εταιρία και της άμεσης συνεργασίας του με τους διοικούντες αυτήν, την ύπαρξη των εικονικών τιμολογίων που προαναφέρθηκαν, ύψους 1.960.381.019 δραχμών. Ειδικότερα α) Στον ισολογισμό της 31.12.1996 αντί των πραγματοποιηθέντων κερδών ανέγραψε 1) "Υπόλοιπο ζημιών προηγουμένης χρήσεως 202.264, 12 δρχ." και 2) "ζημίες εις νέον 236.604.446 δρχ." β) Στον ισολογισμό της 31.12.1997 αντί των πραγματοποιηθέντων κερδών ανέγραψε: 1) "Υπόλοιπο ζημιών προηγουμένης χρήσεως 236.604.446 δρχ." και 2) "ζημίες εις νέον 62.127.577 δρχ." και γ) Στον ισολογισμό της 31.12.1998, αντί των πραγματοποιηθέντων κερδών ανέγραψε 1) "Υπόλοιπο ζημιών προηγουμένης χρήσεως 62.127.577 δρχ." και 2) "ζημίες εις νέον 90.986.925 δρχ.". Κατ' αυτόν τον τρόπο ο εν λόγω κατηγορούμενος παρέσχε με πρόθεση στον συγκατηγορούμενό του, Χ4 την άμεση συνδρομή του κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως (ψευδούς βεβαιώσεως).
Ειδικότερα η πράξη του αυτή συνδέεται αμέσως προς την πράξη του συγκατηγορουμένου του Χ4 και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή μετά βεβαιότητος η τέλεση της αξιόποινης πράξεως της ψευδούς βεβαιώσεως υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε, αφού τα πιστοποιητικά ελέγχου των εταιρικών χρήσεων των ετών 1996, 1997 και 1998 που συνέταξε ο συγκατηγορουμένους του, Χ4 και τα οποία, όπως προέκυψε ήταν ψευδή, τα συνέταξε με βάση τους ψευδείς ισολογισμούς των αντιστοίχων ετών που συνέταξε και υπέγραψε αυτός (Χ3). Σκόπευε δε με την πράξη του αυτή να προσπορίσει στους συγκατηγορουμένους του, Χ1, και Χ2, Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου και μέτοχο αντίστοιχα της ως άνω εταιρίας αθέμιτο όφελος πολλαπλάσιο των 25.000.000 δραχμών κάθε φορά (5.3.1997, 5.3.1998, και 5.3.1999) και τουλάχιστον ίσο προς τα εκτεθέντα ανωτέρω για κάθε ισολογισμό χρηματικά ποσά ζημιών, με βλάβη των μετόχων της μειοψηφίας αντίστοιχη με το ποσοστό τους. Τέλος, από το προαναφερθέν αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2, κατόπιν συναποφάσεως και προκειμένου να επιβαρύνουν τα αποτελέσματα της εταιρίας "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΕΕ", την οποία διοικούσαν, με ανύπαρκτες δαπάνες για να φαλκιδεύσουν τα δικαιώματα των μετόχων - της μειοψηφίας, προς ίδιον όφελος, προκάλεσαν με παραινέσεις, πειθώ και φορτικότητα στους συγκατηγορουμένους τους Χ4 και Χ3 την απόφαση να εκτελέσουν τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις τους (κακουργηματική ψευδή βεβαίωση κατ' εξακολούθηση και άμεση συνέργεια σ' αυτήν). Συγκεκριμένα στον Χ4 Ορκωτό Ελεγκτή της εταιρίας προκάλεσαν την απόφαση να προβεί στις ψευδείς βεβαιώσεις τις αναγραφόμενες στα από 23.5.1995, 16.5.1996, 2.6.1997, 25.5.1998 και 26.5.1999 πιστοποιητικά ελέγχου που συνέταξε, σύμφωνα με τις οποίες οι ισολογισμοί των αντιστοίχων ετών είχαν συνταχθεί νόμιμα, με σκοπό να προσπορίσουν στους εαυτούς τους αθέμιτο όφελος πολλαπλάσιο των 25.000.000 δραχμών για καθένα από τα προαναφερθέντα πιστοποιητικά ελέγχου και τουλάχιστον ίσο προς τα εκτεθέντα ανωτέρω για το καθένα χρηματικά ποσά ζημιών και β) στον Χ3, Προϊστάμενο του Λογιστηρίου, προκάλεσαν την απόφαση να συντάξει και προσυπογράψει για τα έτη 1996, 1997 και 1998 ψευδείς ισολογισμούς, αναγράφοντας σ' αυτούς "ζημίες προηγουμένων ετών" που όπως προαναφέρθηκε ήταν εικονικές, διότι προέρχονταν από τα μνημονευόμενα εικονικά τιμολόγια των ετών 1991-1994, με σκοπό να προσπορίσουν στους εαυτούς τους παράνομο όφελος πολλαπλάσιο των 25.000.000 δραχμών από κάθε ισολογισμό (1996, 1997 και 1998) και τουλάχιστον ίσο προς τα εκτεθέντα ανωτέρω, για καθένα από τους ισολογισμούς αυτούς, χρηματικά ποσά ζημιών. Ο δόλος των εν λόγω κατηγορουμένων συνάγεται από το γεγονός ότι αυτοί δεν αποστασιοποιούνται ούτε μετά τη Γενική Συνέλευση της 21.7.1995 στην οποία είχε παραστεί και ο συγκατηγορούμενός του, Χ4, και έλαβε επισήμως γνώση της υπάρξεως των "δεύτερων βιβλίων της εταιρίας αλλά και των πλαστών και εικονικών τιμολογίων. Ο εκ των κατηγορουμένων Χ2, αρνούμενος την κατηγορία, επικαλείται άγνοια και το νεαρό της ηλικίας του, ισχυρίζεται δε ότι από το τέλος του έτους 1996 αποχώρησε ουσιαστικά από το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας από το οποίο και παραιτήθηκε και τυπικά στις 9.1.1997, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ. ... πρακτικό συνεδριάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου. Όμως, η παρουσία αυτού και της μητέρας του Χ1 (συγκατηγορουμένης) στη Γενική Συνέλευση της 21.7.1995 και η μη καταψήφιση της απαλλαγής του κατηγορουμένου Χ4 (Ορκωτού Ελεγκτή) από κάθε ευθύνη αποζημιώσεως της εταιρίας για τις οικονομικές καταστάσεις και τη διαχείριση της εταιρικής χρήσεως από 1.1.1994 - 31.12.1994, υποδηλώνει τη βούληση τους να τον προτρέψουν στη σύνταξη των μετέπειτα ψευδών πιστοποιητικών προς ίδιον ασφαλώς όφελος. Το γεγονός δε της παραιτήσεώς του από το Διοικητικό Συμβούλιο δεν ασκεί επιρροή ούτε και για τον μετά την παραίτησή του χρόνο, αφού αυτός εξακολούθησε να παραμένει μέτοχος της εταιρίας και μάλιστα με το αυτό ποσοστό. Κατ' ακολουθίαν ...". Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ειδικότερα σε σχέση με τους αναιρεσείοντες Χ4 και Χ3, οι οποίοι και πλήττουν το εν λόγω βούλευμα με συναφή λόγο αναιρέσεως, αφού εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τα συλλεγέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των πράξεων, για τις οποίες κρίθηκαν παραπεμπτέοι στο ακροατήριο οι κατηγορούμενοι και ιδίως οι ως άνω δύο αναιρεσείοντες, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 242 παρ. 1, 3, και 46 παρ. 1 περ. α' και β', που εφήρμοσε. Ειδικότερα και σε σχέση με τις μερικότερες αιτιάσεις των ανωτέρω δύο αναιρεσειόντων περί ελλείψεως αιτιολογίας λόγω αντιφατικών παραδοχών του βουλεύματος, λεκτέα τα εξής: α) δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της παραδοχής, αφενός, ότι ο κατηγορούμενος Χ4 είχε διαπιστώσει την καταχώρηση των εικονικών τιμολογίων στα λογιστικά βιβλία της εταιρίας και είχε συντάξει σχετικώς έκθεση από 6.9.1995 και της παραδοχής, αφετέρου, ότι με τα επίμαχα πέντε πιστοποιητικά βεβαίωσε ψευδώς ότι οι ισολογισμοί, που αυτά αφορούν, ήταν ακριβείς και είχαν συνταχθεί νόμιμα, πολύ περισσότερο αφού δεν δέχεται συγχρόνως το Συμβούλιο ότι στα πιστοποιητικά αυτά εικονίζετο η κατάσταση που, κατά τα ανωτέρω, είχε αυτός διαπιστώσει, β) δεν είναι αντιφατική η παραδοχή του Συμβουλίου ότι ο χρόνος τελέσεως της μιας μερικότερης πράξεως του κατηγορουμένου Χ4 (23.5.1995) είναι προγενέστερος της ανωτέρω από 6.9.1995 εκθέσεως ελέγχου του ίδιου, καθόσον η (ισχυριζόμενη) αλήθεια των αναφερομένων στο δεύτερο έγγραφο, δεν αποκλείει το ψευδές του πρώτου εγγράφου, το οποίο (ψευδές) επιβεβαιώνεται, αντιθέτως, από το δεύτερο έγγραφο, γ) η αιτίαση του αναιρεσείοντος Χ3 ότι η παραπομπή του ως συντάξαντος τους ισολογισμούς ενέχει αντίφαση προς τις παραδοχές του σκεπτικού του βουλεύματος ότι είχε άμεση συνδρομή στις ψευδείς βεβαιώσεις που φέρεται ότι τέλεσε ο Χ4, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον ο εν λόγω αναιρεσείων, κατά τα δεκτά γενόμενα από το Συμβούλιο Εφετών, δεν παραπέμπεται ως συντάξας τους ψευδείς ισολογισμούς, αλλά ως συνεργός του Χ4, δια της συντάξεως των ισολογισμών αυτών και δ) η παραδοχή, ως χρόνων συντάξεως των ψευδών ισολογισμών, χρόνων διαφορετικών (προγενέστερων) από εκείνους των αντίστοιχων ψευδών βεβαιώσεων δεν καθιστά αντιφατική των αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος, αφού, κατά τα ως άνω δεκτά γενόμενα από το Συμβούλιο Εφετών, η δια των ισολογισμών αυτών συνδρομή από τον Χ3 προς το Χ4 παρασχέθηκε κατά την εκτέλεση και στη διάρκεια εκτελέσεως των πράξεων (ψευδών βεβαιώσεων) του δεύτερου, η οποία δεν απεκλείετο από τη χρονική αυτή διαφορά. Περαιτέρω, έτσι που έκρινε, κατά τα προεκτεθέντα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 242 και 46 παρ. 1 ΠΚ, σε συνδυασμό προς τις προαναφερθείσες του Ν.2190/1920, τις οποίες δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, ενώ, εξάλλου, άνευ ανάγκης επεκτάθηκε στην ερμηνεία διατάξεων του καταστάντος άνευ αντικειμένου, μετά την ανωτέρω σύσταση του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών, Ν.Δ. 3329/1955 περί Ορκωτών Λογιστών. Ειδικότερα, ορθώς δέχθηκε την ιδιότητα του αναιρεσείοντος Χ4 ως δημοσίου υπαλλήλου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως ορκωτού ελεγκτή της "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΕΕ" και ότι τα επίμαχα πέντε πιστοποιητικά, που αυτός συνέταξε, είναι δημόσια έγγραφα, συνταγέντα από αρμόδιο υπάλληλο κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' ΠΚ, τα οποία, εξάλλου, ως συνοδεύοντα κατά νόμον τον κατά περίπτωση ισολογισμό της Α.Ε., προορίζονται ως εκ τούτου για εξωτερική κυκλοφορία, με βάση δε αυτά οι μέτοχοι της εταιρίας ελέγχουν την περιουσιακή της κατάσταση. Επομένως, οι αντίθετοι προς τ' ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως και δη της αιτήσεως των Χ4 και Χ3, περί ελλείψεως αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος, ως προς αυτούς, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ και αμφοτέρων των αιτήσεων, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι ίδιοι, εξάλλου, λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως των Χ4 και Χ3, κατά το μέρος που αναφέρονται αποκλειστικά στους ηθικούς αυτουργούς Χ1 και Χ2, προβάλλονται απαραδέκτως, χωρίς, άλλωστε, έννομο συμφέρον. Φαινόμενη συρροή εγκλημάτων ή συρροή νόμων, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι περί συρροής εγκλημάτων διατάξεις του άρθρου 94 ΠΚ, υπάρχει όταν η αξιόποινη πράξη υπόκειται, εκ πρώτης όψεως, σε περισσότερους ποινικούς νόμους, πλην, όμως, από τη λογική και αξιολογική σχέση μεταξύ τους προκύπτει ότι τελικά ένας από αυτούς είναι εφαρμοστέος στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο οποίος έτσι αποκλείει την εφαρμογή των λοιπών, οι οποίοι μόνον φαινομενικά συρρέουν. Τούτο συμβαίνει, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν οι περισσότεροι νόμοι, που καλύπτουν την όλη απαξία και υπόσταση (αντικειμενική και υποκειμενική) της πράξεως, τελούν μεταξύ τους σε σχέση ειδικού προς γενικό, οπότε, κατά την αρχή της ειδικότητας και εφόσον ο ειδικός νόμος δεν έχει ρήτρα επικουρικότητας, κατισχύει πάντοτε ο ειδικός. Αν, όμως, προσβάλλονται με την εγκληματική πράξη διαφορετικά έννομα αγαθά, που προστατεύονται από διαφορετικούς νόμους, υπάρχει αληθής συρροή εγκλημάτων (Ολ.ΑΠ 179 και 180/1990). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 63Β' του Ν.2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του ΠΔ 498/1987 και με το άρθρο 15 του Ν.2339/1995 "ελεγκτές ανωνύμων εταιριών του άρθρου 36, καθώς και τα πρόσωπα του άρθρου 42Α παρ. 5 (εννοούνται Πρόεδρος Δ.Σ., Διευθύνων ή Εντεταλμένος Σύμβουλος, Υπεύθυνος Λογιστηρίου), αν από αμέλεια θεώρησαν ως νομίμως έχοντα ισολογισμό που καταρτίσθηκε παρά τις διατάξεις του νόμου και του καταστατικού, τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών και με χρηματική ποινή μέχρι 300.000 δρχ. ή με μία από τις ποινές αυτές. Σε περίπτωση, όμως, δόλου τιμωρούνται με τις ποινές του άρθρου 57". Από την αντιπαραβολή της διατάξεως αυτής και εκείνης του ανωτέρω άρθρου 242 παρ. 1, 3 ΠΚ, προκύπτει ότι η πρώτη δεν είναι ειδική απέναντι στη δεύτερη, διότι υπάρχει διαφορά προστατευομένου από την καθεμία εννόμου αγαθού, αφού με την πρώτη, που μάλιστα δεν καλύπτει την όλη απαξία και υπόσταση της ψευδούς βεβαιώσεως, σκοπείται η προστασία των μετόχων και των λοιπών δανειστών της εταιρίας, δια της ακριβούς αποτυπώσεως στον ισολογισμό των οικονομικών μεγεθών της εταιρίας και όχι η εμπιστοσύνη στην υποχρέωση αλήθειας των υπαλλήλων που εκδίδουν δημόσια έγγραφα, την οποία προστατεύει το άρθρο 242 ΠΚ. Επομένως, το Συμβούλιο των Εφετών, που δέχθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ότι στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει αληθής και όχι φαινομένη συρροή του πλημμελήματος της παραβάσεως του άρθρου 63Β του Ν.2190/1920 και της ψευδούς βεβαιώσεως του άρθρου 242 ΠΚ, ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις αυτές και εκείνη του άρθρου 94 ΠΚ και ο περί του αντιθέτου τελευταίος λόγος της αιτήσεως των Χ1 και Χ2 είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ' ΚΠοινΔ, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι' αυτό κατά νόμον όροι (Ολ.ΑΠ 3/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας, προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα του πρώτου λόγου αναιρέσεως των ανωτέρω συνεκδικαζομένων αιτήσεων, για υπέρβαση της εξουσίας του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, προκύπτουν τα εξής: Με το 1221/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, έγινε δεκτή κατ' ουσίαν η 210/2.3.2001 έφεση της πολιτικώς ενάγουσας Ψ κατά του 807/2001 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, εξαφανίσθηκε το πρωτόδικο βούλευμα και παραπέμφθηκαν οι κατηγορούμενοι, ήδη αναιρεσείοντες, στο ακροατήριο του Τριμελούς για κακουργήματα Εφετείου Αθηνών, για να δικασθούν ως υπαίτιοι 1) ο Χ4 ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση, με σκοπό προσπορισμού σε άλλον αθέμιτου οφέλους άνω των 25.000.000 δρχ., 2) ο Χ3 άμεσης συνέργειας κατ' εξακολούθηση σε ψευδή βεβαίωση κατ' εξακολούθηση, με σκοπό προσπορισμού αθέμιτου οφέλους σε άλλον άνω των 25.000.000 δρχ. και 3) οι Χ1 και Χ2 ηθικής αυτουργίας, από κοινού, στις ανωτέρω πράξεις των Χ4 και Χ3. Κατά του βουλεύματος αυτού ασκήθηκαν αναιρέσεις και με την επ' αυτών 1.145/2003 απόφαση του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε το εν λόγω βούλευμα για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και η υπόθεση παραπέμφθηκε για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο. Το τελευταίο, στο οποίο επανεισήχθη η υπόθεση, με το 2691/2003 βούλευμά του, δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την ως άνω έφεση και, αφού εξαφάνισε το πρωτόδικο απαλλακτικό βούλευμα, παρέπεμψε τους κατηγορουμένους για τις προαναφερθείσες κακουργηματικές πράξεις (όπως και το αναιρεθέν 1.221/2001). Και κατά του δευτέρου αυτού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών άσκησαν οι κατηγορούμενοι την από 24.12.2003 αναίρεση, με την επί της οποίας 146/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου έγιναν δεκτοί, ως βάσιμοι, οι δεύτερος και τρίτος λόγοι της κριθείσης αιτήσεως, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, αναιρέθηκε καθ'ολοκληρίαν το προσβαλλόμενο βούλευμα και η υπόθεση παραπέμφθηκε για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, ενώ συγχρόνως κρίθηκε ότι παρείλκε η έρευνα του πρώτου λόγου της αιτήσεως, με τον οποίο είχε προβληθεί ότι το Συμβούλιο Εφετών υπερέβη την εξουσία του με το να κρίνει τυπικά παραδεκτή την έφεση της Ψ, κατά του πρωτοδίκου απαλλακτικού βουλεύματος και ακολούθως να την ερευνήσει κατ' ουσίαν, ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως της πολιτικώς ενάγουσας - εκκαλούσας.
Εκδόθηκε ακολούθως το προσβαλλόμενο 494/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, αφού στο μεταξύ οι κατηγορούμενοι, με την από 7.2.2006 αίτησή τους, ζήτησαν την επανάκριση της ανωτέρω από 24.12.2003 αιτήσεώς τους ως προς τον μη ερευνηθέντα ως άνω λόγο της υπερβάσεως εξουσίας, επικαλούμενοι προς τούτο έννομο συμφέρον, αφού, σε περίπτωση παραδοχής του λόγου αυτού, θα απερρίπτετο ως απαράδεκτη η ασκηθείσα έφεση της Ψ, αίτηση η οποία απορρίφθηκε με τη 1513/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου, επειδή κρίθηκε ότι το εν λόγω Δικαστήριο, εφόσον δέχθηκε καθ' ολοκληρίαν την αίτηση αναιρέσεως και παρέπεμψε την υπόθεση για νέα κρίση στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, εξήντλησε τη δικαιοδοσία του επ' αυτής. Με το ως άνω προσβαλλόμενο 492/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε, ως προς το παραδεκτό της εφέσεως της πολιτικώς ενάγουσας Ψ, ότι η περί του παραδεκτού αυτού διάταξη του αναιρεθέντος 1221/2001 βουλεύματός του, μη εξαρτώμενη από το αναιρεθέν μέρος του βουλεύματος αυτού, αλλ' έχουσα αυτοτελή υπόσταση, κατέστη αμετάκλητη, εκ περισσού δε το ίδιο Συμβούλιο αποφάνθηκε περί του εν λόγω παραδεκτού με το 2691/2003 βούλευμά του και ότι εντεύθεν δεν ηδύνατο να επεκταθεί επί της τυπικής παραδοχής της εφέσεως, δεσμευόμενο από τη χωρήσασα ήδη για το ζήτημα αυτό τελειωτική κρίση του προηγηθέντος 1221/2001 βουλεύματός του, αλλά και του 2691/2003 ομοίου. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως αμφοτέρων των κρινομένων αιτήσεων, πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, διότι το Συμβούλιο Εφετών, με το να μην κρίνει το τύποις παραδεκτό της ανωτέρω εφέσεως, υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του. Ο λόγος αυτός, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο τούτο (σε Συμβούλιο) γνώμη, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα. Τούτο καθόσον, σύμφωνα με τα άρθρα 485 παρ. 1, 519 και 524 ΚΠοινΔ, επί καθολικής αναιρέσεως βουλεύματος, όπως είναι και η κατόπιν ευδοκιμήσεως λόγου περί ελλείψεως αιτιολογίας τούτου, η υπόθεση επανακτά την εκκρεμότητά τους και το Συμβούλιο, στο οποίο παραπέμπεται εκ νέου η υπόθεση, οφείλει να την εξετάσει εξ υπαρχής, μέσα στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, μη δεσμευόμενο από την προηγούμενη κρίση του. Έτσι, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, επιληφθέν στη συγκεκριμένη περίπτωση μετά την αναίρεση του προηγουμένου βουλεύματός του, η οποία είχε χωρήσει και για έλλειψη αιτιολογίας, κατά τα προεκτεθέντα, και ήταν επομένως καθολική, όφειλε να κρίνει και επί του παραδεκτού της εφέσεως της πολικώς ενάγουσας Ψ, εφόσον δε παρέλειψε τούτο υπέπεσε στην πλημμέμεια της αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ' ΚΠοινΔ, όπως δέχεται και η εισαγγελική πρόταση στις ορθές σκέψεις της οποίας κατά τα λοιπά αναφέρεται η κρατήσασα στο Συμβούλιο τούτο γνώμη προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων.
Κατά τη γνώμη, όμως, της εκ των μελών του Συμβουλίου τούτου Εισηγήτριας Αρεοπαγίτη Θεοδώρας Γκοΐνη, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και έπρεπε να απορριφθεί, συνακολούθως δε να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις, διότι η κατά τα ανωτέρω χωρήσασα αναίρεση του 1221/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την ουσιαστική εκτίμηση της εφέσεως της πολιτικώς ενάγουσας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, (όπως και η αναίρεση για τους ίδιους λόγους του, εκ περισσού, πράγματι, ασχοληθέντος με το τύποις δεκτό της εφέσεως, επομένου 2691/2003 βουλεύματος), κατ' ουδέν έθιξε τη δικονομική αυτοτέλειά της, μη εξαρτώμενης από το λοιπό μέρος του αναιρεθέντος 1221/2001 βουλεύματος (και του επομένου 2691/2003), διατάξεώς του αναφορικά με την τυπική παραδοχή της εν λόγω εφέσεως, ως προς την οποία παρήχθη ήδη τυπικό δεδικασμένο που εδέσμευε το επιληφθέν ακολούθως και εκδώσαν το αναιρεσιβαλλόμενο 492/2007 βούλευμα Συμβούλιο Εφετών. Κατόπιν των ανωτέρω και ενόψει του ότι ο λόγος της υπερβάσεως εξουσίας κρίνεται βάσιμος κατ' ουσίαν, η περί της παραδοχής του, όμως, απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία μιας ψήφου, πρέπει ο λόγος αυτός αναιρέσεως να παραπεμφθεί στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν.3810/1957, το οποίο διατηρείται σε ισχύ για τις ποινικές υποθέσεις (όπως συνάγεται από το άρθρο 111 παρ. 1 περ. θ' του Ν.1756/1988) σε συνδυασμό προς το άρθρο 23 παρ. 1 και 2 του Ν.1756/1988 όπως ισχύει, προκειμένου να αποφανθεί επί του λόγου αυτού, να απορριφθούν δε οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως των κρινομένων αιτήσεων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Παραπέμπει στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον περί υπερβάσεως εξουσίας λόγο των αιτήσεων 1) από 28 Μαρτίου 2007, των Χ1 και Χ2 και 2) από 3 Απριλίου 2007, των Χ3 και Χ4, περί αναιρέσεως του 492/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

Απορρίπτει τους λοιπούς λόγους των ανωτέρω αιτήσεων κατά του αυτού βουλεύματος.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαΐου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή