Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 232 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Υπεξαίρεση, Πολιτική αγωγή.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση (πλημ/μα). Στοιχεία εγκλήματος. Λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα. Παράσταση πολιτικής αγωγής. Πότε υπάρχει ακυρότητα από την παράσταση της πολιτικής αγωγής. Ισχυρισμός ότι η αξίωση αυτής είχε παραγραφεί. Αόριστη η ένσταση παραγραφής. Λόγος για έλλειψη ακροάσεως, διότι δεν καταχωρήθηκε αίτημα του κατηγορουμένου και για έλλειψη αιτιολογίας. Απόρριψη αναίρεσης.





Αριθμός 232/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Δρακάκη, για αναίρεση της με αριθμό 103/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "....... Ο.Ε.", που εδρεύει στη ...... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 475/2007.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 αρ.2 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως της υποβολής αυτής κατά το άρθρο 68 του ΚΠΔ. και όχι άλλες πλημμέλειες, μεταξύ των οποίων και εκείνη που δημιουργείται στην περίπτωση, κατά την οποία η ασκούμενη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από το αδίκημα έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, όταν ο κατηγορούμενος δεν πρότεινε ένσταση παραγραφής, αφού η εκ του λόγου τούτου απόσβεση της σχετικής αξίωσης λαμβάνεται υπόψη και από το ποινικό δικαστήριο κατόπιν προβολής ενστάσεως παραγραφής και όχι αυτεπαγγέλτως, έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό. Εφόσον όμως, η ένσταση αυτή της παραγραφής, διατυπώνεται από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο (άρθρ262 παρ.1 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει επ' αυτής, αφού η τυχόν βασιμότητά της συνεπάγεται την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της πολιτικής αγωγής και, συνακόλουθα, τη μη δυνατότητα αυτής να παρασταθεί στο ποινικό δικαστήριο, προς ικανοποίηση αξιώσεών της. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προς έρευνα της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, προκύπτουν τα εξής. Με την 103/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, που μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως, για υπεξαίρεση και επιδικάστηκε στην εταιρεία "....... Ο.Ε.", που δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής, το ποσό των 44 ευρώ. Κατά της παράστασης αυτής της πολιτικής αγωγής, προβλήθηκε από τον κατηγορούμενο, η εξής ένσταση " Η πολιτική αγωγή πρέπει να αποβληθεί διότι η εγκαλούσα-μισθώτρια ουδεμία αξίωση αποζημίωσης δύναται να προβάλει, εναντίον της εκμισθώτριας ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε., καθ' όσον, όπως ομολογείται στην από 23.11.2001 έγκλησή της, εξ αφορμής της οποίας ασκήθηκε εις βάρος μου ποινική δίωξη για υπεξαίρεση εισκομισθέντων στο μίσθιο πραγμάτων (αρθρ. 375 § 1 ΚΠΔ), αφ' ενός τα πραγματικά περιστατικά του καταγγελλομένου αδικήματος συνδέονται και εντάσσονται στο πλαίσιο της μεταξύ των υφισταμένης μισθώσεως, που όμως δεν συνιστούν παράνομη και άδικη πράξη, αφ' ετέρου η κάθε σχετική αξίωση υπέκυψε στην παραγραφή των άρθρων 603 και 937 Α.Κ. καθ' όσον από της καταθέσεως τούτης η εγκαλούσα ενώ είχε δυνατότητα προσφυγής στην δικαιοσύνη μέχρι σήμερα δεν το έπραξε. Αντιθέτως, από την με αριθ. κατάθ. 12417/2004 αγωγή που κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσ/νίκης κατά της ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε., συνάγεται ότι ουδεμία αξίωση για την άνω αιτία έχει ούτε επιφυλάσσει". Την ένσταση αυτή απέρριψε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, το οποίο, με την ακόλουθη παρεμπίπτουσα απόφάσή του, έκρινε ότι, από τις διατάξεις των άρθρων 63 ΚΠΔ, 914 και 932 ΑΚ και 375 παρ.1 ΠΚ, προκύπτει ότι "ο αληθής κύριος των κινητών πραγμάτων, που ο κατηγορούμενος φέρεται ότι ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενώ αυτά βρισκόταν στην κατοχή του, δικαιούται να ασκήσει πολιτική αγωγή στο Ποινικό Δικαστήριο, μη εξαρτώμενη από άλλη ενέργειά του (εξαιρουμένης της περιπτώσεως που ο ίδιος άσκησε αντίστοιχη αγωγή στα Αστικά Δικαστήρια μη επιφυλασσόμενος μέρους προς άσκησή του στα Ποινικά Δικαστήρια). Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος φέρεται ότι ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα (ολικά) κινητά πράγματα, ιδιοκτησίας της εταιρίας με την επωνυμία "..... ΟΕ" που περιήλθαν στην κατοχή του, ως εκπροσώπου της εταιρίας "ΤΟΡΩΝΗ ΑΕ", όταν δεν επέτρεψε στους εκπροσώπους της πολιτικώς ενάγουσας να εισέλθουν στον χώρο που μίσθωναν και να τα παραλάβουν. Επομένως, σύμφωνα με όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν, η εταιρία ".....ΟΕ", νόμιμα εκπροσωπούμενη, δύναται να ασκήσει πολιτική αγωγή στο Ποινικό Δικαστήριο, ενώ το δικαίωμά της αυτό δεν εξαρτάται από τυχόν παράλειψη της να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης στα Αστικά Δικαστήρια. Κατόπιν αυτών, το αίτημα για αποβολή της Πολιτικής αγωγής πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η πρόοδος της δίκης". Επομένως, εφόσον και από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι η εταιρεία "........ ΟΕ", νόμιμα εκπροσωπούμενη, δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής για αποζημίωση για την ηθική βλάβη, που υπέστη ως κυρία των πραγμάτων, τα οποία, κατά την κατηγορία,, υπεξαίρεσε ο κατηγορούμενος, συντρέχουν στο πρόσωπο αυτής οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ και ουδεμία απόλυτη ακυρότητα δημιουργείται εκ τούτου από την παράστασή της.
Συνεπώς, είναι αβάσιμες οι διαλαμβανόμενες στον πρώτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, κατά τις οποίες συνέβη απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, διότι " το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερεύνησε, ως όφειλε αυτεπαγγέλτως να πράξει, το νόμιμο της εκπροσωπήσεως της εγκαλούσης υπό του ασκήσαντος εξ ονόματός της την πολιτική αγωγή ......., καθόσον ουδέν περί αυτού αναφέρει στα πρακτικά της δίκης" και ότι εσφαλμένα απέρριψε την ένστασή του για αποβολή της πολιτικής αγωγής. Τα όσα περαιτέρω ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, ότι η πιο πάνω εταιρεία δεν νομιμοποιείται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα, διότι " η διαφορά περί την υπεξαίρεση ήταν εφελκόμενη και νομικά οριοθετούμενη από την μισθωτική σχέση που συνέδεε τις δύο εταιρείες και στο πλαίσιο της οποίας μπορούσε έκτοτε η εγκαλούσα να προβάλει οιαδήποτε εξ αδικοπραξίας ή μισθώσεως αξίωση αποζημιώσεως, πράγμα που δεν έκανε μέχρι και το χρόνο διεξαγωγής της δίκης (8.1.2007), με συνέπεια να παραγραφεί κατ' άρθρο 603 και 937 ΑΚ κάθε σχετική αξίωση", συνδέονται με την άρνηση του αναιρεσείοντος ότι διέπραξε το αδίκημα της υπεξαιρέσεως και αφορούν την ουσιαστική βασιμότητα των αστικών αξιώσεων της πολιτικώς ενάγουσας. Οι ισχυρισμοί, δηλαδή, αυτοί του αναιρεσείοντος, στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η πολιτικώς ενάγουσα παραστάθηκε για απαιτήσεις που είχε κατ'αυτού από την υφιστάμενη μεταξύ τους συμβατική σχέση. Αυτή όμως παραστάθηκε, όπως προαναφέρθηκε, με την ιδιότητα της κυρίας των πραγμάτων, που κατά την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα κατηγορία, αυτός είχε υπεξαιρέσει και με αυτήν την ιδιότητα της επιδικάστηκε η αποζημίωση που ζήτησε, μετά την καταδίκη του αναιρεσείοντος για την πράξη αυτή. Τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, ως προς το ζήτημα αυτό, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον με την επίφαση της επίκλησης απόλυτης ακυρότητας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ενόψει αυτών, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στον περί παραγραφής της αξιώσεως της πολιτικώς ενάγουσας ισχυρισμό του κατηγορουμένου, όχι μόνο διότι αυτός δεν αφορούσε την απαίτηση για την οποία αυτή παραστάθηκε, αλλά, προεχόντως, διότι, έτσι όπως προτάθηκε, ήταν αόριστος και ασαφής, καθόσον δεν αναφερόταν ο χρόνος κατά τον οποίο γεννήθηκε η επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα αξίωση της πολιτικώς ενάγουσας, ώστε να προκύπτει ότι κατά τον χρόνο ασκήσεως της πολιτικής αγωγής είχε παρέλθει η κατά το άρθρο 937 ΑΚ πενταετής προθεσμία παραγραφής. Συνακόλουθα, ο από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Α και Δ του ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως (και εν μέρει ο τρίτος με στοιχείο 1), για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, και για έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του αιτήματος του αναιρεσείοντος για αποβολή της πολιτικής αγωγής, είναι αβάσιμος, και πρέπει να απορριφθεί.
ΙΙ. Ο αναιρεσείων, με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως, προβάλλει την αιτίαση, ότι, μολονότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ζήτησε, πριν από την αγόρευση του Εισαγγελέως, να καταχωρηθεί στα πρακτικά της δίκης δήλωση του κατηγορουμένου, κατά την οποία από την όλη διαδικασία δεν προέκυψε η κυριότητα της εγκαλούσας εταιρείας επί των φερομένων ως υπεξαιρεθέντων πραγμάτων, το αίτημά του αυτό δεν έγινε δεκτό, τούτο δε είχε καθοριστική επιρροή στην έκβαση της δίκης, και, κατά συνέπεια, επήλθε, όπως υποστηρίζει, σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, για έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 ΚΠΔ, είναι αβάσιμος, διότι, από τα πρακτικά της δίκης όχι μόνο δεν προκύπτει ότι ο πληρεξούσιος του κατηγορουμένου ζήτησε, κατά το πιο πάνω στάδιο της δίκης, να του δοθεί ο λόγος, προκειμένου να προβεί ο κατηγορούμενος στην προαναφερόμενη δήλωση, αλλά, αντίθετα, προκύπτει ότι, κατά το στάδιο αυτό, δηλαδή κατά την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και πριν από την αγόρευση του Εισαγγελέως, "ο Πρόεδρος ρώτησε τον Εισαγγελέα, τον πληρεξούσιο της πολιτικής αγωγής και το συνήγορο του κατηγορουμένου αν θέλουν να προβούν σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις σχετικά με τις καταθέσεις των μαρτύρων και των εγγράφων που διαβάστηκαν στο ακροατήριο και αυτοί απάντησαν αρνητικά. Κατόπιν ο Πρόεδρος ρώτησε τον Εισαγγελέα, τον πληρεξούσιο της πολιτικής αγωγής και το συνήγορο του κατηγορουμένου αν έχουν ανάγκη από συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση, αυτοί απάντησαν αρνητικά". Ακολούθως δε, ο Πρόεδρος κήρυξε το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας.
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β ΚΠΔ, δεύτερος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ακροάσεως (άρθρο 170 παρ.2 ΚΠΔ), πρέπει να απορριφθεί.


ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 375 παρ.1 εδ. α', όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν ιδιοποίηση χωρίς δικαίωμα ξένου (ολικά ή μερικά) κινητού πράγματος που περιήλθε στην κατοχή του δράστη με οποιοδήποτε τρόπο, υποκειμενικώς δε δόλος του δράστη που ενέχει τη γνώση ότι το ξένο πράγμα είναι ξένο και ότι το κατέχει καθώς και η θέλησή του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Η δόλια αυτή προαίρεση του δράστη να ιδιοποιηθεί παρανόμως το ξένο πράγμα, κατά το χρόνο που αυτό βρίσκεται στην κατοχή του, εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας., Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της αποφάσεως (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε' του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή αυτής γίνεται εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης (που δίκασε ως εφετείο), όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 103/2007 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : "Η εταιρία με την επωνυμία "ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε", εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο κατηγορούμενος, είχε παραχωρήσει, με τη μορφή χρησιδανείου, στην πολιτικώς ενάγουσα εταιρία έναν χώρο, όπου η τελευταία λειτουργούσε κέντρο (νυκτερινής) διασκέδασης. Η παραχώρηση του χώρου και ο χαρακτηρισμός της ως χρησιδανείου ή μίσθωσης ήταν η αιτία να επέλθει ρήξη στις σχέσεις των δύο εταιριών. Τον Σεπτέμβριο του 2001 η εταιρία "ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε" επέτυχε την απομάκρυνση της πολιτικώς ενάγουσας από το χώρο. Οι εκπρόσωποι της τελευταίας αποχώρησαν από το χώρο παρέδωσαν τα κλειδιά στους εκπροσώπους της "ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε", χωρίς να παραλάβουν τα μηχανήματα και τον εξοπλισμό του κέντρου διασκέδασης. Μεταξύ των πραγμάτων που παρέμειναν στο χώρο ήταν μία μονάδα εξαερισμού με τις σωληνώσεις της, μία μονάδα θέρμανσης, δύο ψυγεία αναψυκτικών, ένας καταψύκτης, δύο μεταλλικές ραφιέρες με ποτήρια, μία μεγάλη μεταλλική ραφιέρα, σαράντα τραπέζια, εκατόν είκοσι καρέκλες, εξήντα σκαμπό, τρεις καθρέφτες, μία ταμειακή μηχανή, μία ασύρματη συσκευή τηλεφώνου, κρεμάστρες για πανωφόρια, διάφορα μπουκάλια οινοπνευματωδών ποτών, συνολικής αξίας 3.000,00 Ευρώ περίπου, ποτήρια και σκεύη συνολικής αξίας 1.500,00 Ευρώ περίπου, ένα CD PLAYER, δύο ξύλινα μπαρ, δύο ξύλινα τραπέζια, ξύλινες ραφιέρες, δύο POST- MIX, δύο ψυγεία για μπαρ, 1 κονσόλα ήχου αξίας 18.000,00 Ευρώ, μια κονσόλα φωτισμού, σετ τεσσάρων ηχείων, τέσσερις ενισχυτές, τέσσερα ηχεία μόνιτορ, οκτώ μικρόφωνα, ένα σύστημα echo δύο dimmer φωτισμού, ένα καλώδιο multi purpose και διάφορα φώτα σκηνής. Η πολιτικώς ενάγουσα, μη αποδεχόμενη την αποχώρηση της από το χώρο, επέτυχε δικαστικά την επανεγκατάστασή της σε αυτόν. Πλην όμως, όταν επανήλθε στον χώρο, δεν βρήκε τα πιο πάνω αναφερόμενα πράγματα που οι εκπρόσωποι της "ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε" απέκρυψαν με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν, ορισμένα δε από αυτά τα παραχώρησαν, προς χρήση σε άλλες, φιλικές προς τα συμφέροντα τους, επιχειρήσεις. Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος, ως εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία "ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε", στη Θεσσαλονίκη, το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2001, σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα (ολικά) κινητά πράγματα που περιήλθαν στην κατοχή του και για το λόγο αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος".
Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, κρίθηκε ένοχος υπεξαιρέσεως. Ειδικότερα ο κατηγορουμένος - αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, για το ότι, στη Θεσσαλονίκη, το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2001 σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα (ολικά) κινητά πράγματα που περιήλθαν στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο και ειδικότερα απέκρυψε και ενσωμάτωσε χωρίς νόμιμο δικαίωμα στην ατομική του περιουσία τα αναφερόμενα λεπτομερώς στο διατακτικό πράγματα, ιδιοκτησίας της εταιρίας με την επωνυμία ".......ΟΕ" που μίσθωνε κατάστημα από την εταιρία με την επωνυμία "ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε.", που εκπροσωπεί ο κατηγορούμενος. Για την πράξη του δε αυτή, η οποία συνιστά παράβαση των διατάξεων, των άρθρων 26 παρ.1α, 27και, και 375 παρ.1α του ΠΚ, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε, σε ποινή φυλάκισης έξι μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Με τις παραδοχές του αυτές, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία,. και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Οι περιεχόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι, ενόψει των όσων εκτίθενται στο σκεπτικό και στο διατακτικό, δημιουργείται αντίφαση, καθόσον οι παραδοχές ότι οι εκπρόσωποι της πολιτικώς ενάγουσας αποχώρησαν από το ακίνητο και απέδωσαν τα κλειδιά στους εκπροσώπους της εταιρείας "ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε" (δηλαδή στον κατηγορούμενο), χωρίς να παραλάβουν τα μηχανήματα κλπ, "υποδηλώνουν ότι αυτός δεν παρανόμησε αλλά ενεργούσε στο πλαίσιο του συμφωνητικού χρησιδανείου", σε αντίθεση με όσα εκτίθενται στη συνέχεια όπου του καταλογίζεται ότι ιδιοποιήθηκε παράνομα τα πιο πάνω ξένα κινητά πράγματα, είναι αβάσιμες. Από τις παραδοχές αυτές της προσβαλλόμενης απόφασης ουδεμία αντίφαση δημιουργείται, αφού, σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο του σκεπτικού της αποφάσεως, αφενός, ότι δεν γίνονται δεκτοί οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος ότι αυτός ενεργούσε στο πλαίσιο της υφιστάμενης κατ' αυτόν συμβατικής σχέσεως, αφετέρου, ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το αδίκημα της υπεξαίρεσης, όταν οι εκπρόσωποι της πολιτικώς ενάγουσας αποχώρησαν από το ακίνητο και είχαν ήδη αποδώσει τα κλειδιά στον κατηγορούμενο, με το εκδηλώσει την πρόθεση ιδιοποιήσεως των αναφερομένων στο διατακτικό πραγμάτων, κατά τον αναφερόμενο στο σκεπτικό τρόπο, δηλαδή με την αμέσως μετά γενόμενη απόκρυψη αυτών με σκοπό ιδιοποιήσεως, παραχώρηση μερικών εξ αυτών σε τρίτους και τελικά με την άρνηση αποδόσεως αυτών στην εγκαλούσα εταιρεία. Αβάσιμη είναι, επίσης, και η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει αλληλοσυγκρουόμενες αιτιολογίες, διότι, ενώ το σκεπτικό αναφέρει ότι ιδιοποιήθηκε παρανόμως τα αναφερόμενα σε αυτό κινητά πράγματα, ως εκπρόσωπος της εταιρείας "ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε.", στο διατακτικό εξατομικεύει στο προσωπό του το όφελος". Από όσα όμως εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπου σκεπτικό και διατακτικό αλληλοσυμπληρώνονται, προκύπτει κατά τρόπο σαφή, ότι το Δικαστήριο δέχεται ότι τα πράγματα αυτά, που γενικότερα αναφέρονται στο σκεπτικό και εξειδικεύονται στο διατακτικό, τα ιδιοποιήθηκε παρανόμως ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων, ως εκπρόσωπος της εταιρείας "ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε".
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται, με τις προαναφερόμενες αιτιάσεις, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, τα όσα διαλαμβάνονται στο τέταρτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως, κατά τα οποία, από τα αναφερόμενα από τον αναιρεσείοντα αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της υπεξαίρεσης, για το οποίο κρίθηκε ένοχος, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 375 παρ.1α του ΠΚ, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη, η κρινόμενη αίτηση, και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ.).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την 34/1-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά της 103/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις8 Ιανουαρίου 2008. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2008.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή