Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 407 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου.




Περίληψη:
Καταδίκη της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης για παράβαση του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν αναφέρεται ποιες ήταν οι τακτικές μηνιαίες ή επί άλλης βάσεως υπολογιζόμενες αποδοχές της εργαζομένης κι αν αυτές οφείλονται βάσει νόμου, συμβάσεως, διοικητικής πράξεως, συλλογικής συμβάσεως εργασίας, διαιτητικής αποφάσεως ή εθίμου. Επίσης, μολονότι πρόκειται εν προκειμένου για ΑΕ, που κατά νόμο εκπροσωπείται από το ΔΣ της, που ενεργεί συλλογικώς, δεν εκτίθενται στην αιτιολογία της αποφάσεως περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα και η θέση της αναιρεσείουσας στην ανώνυμη αυτή εταιρία, ώστε να ανακύπτει νομική υποχρέωσή της να καταβάλει τις οφειλόμενες στην εργαζομένη, αποδοχές, αλλ’ απλώς αναφέρεται η ιδιότητά της ως εργοδότριας στο σκεπτικό της αποφάσεως και ως νομίμου εκπροσώπου της άνω ΑΕ στο διατακτικό, αναφορά όμως η οποία δεν αρκεί για την πληρότητα της αιτιολογίας, κατά το βάσιμο σχετικό, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της ένδικης αιτήσεως. Αναιρεί και παραπέμπει.




Αριθμός 407/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βίκτωρα Αρτοποιό, για αναίρεση της με αριθμό 1.821/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Μαρτίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 515/2007.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την παρ. 1 του άρθρου μόνου του α.ν.690/1945, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 παρ.1 του Ν. 2336/1995, τιμωρείται με τις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή αθροιστικώς ποινές κάθε εργοδότης ή διευθυντής η επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχειρήσεως, εκμεταλλεύσεως ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτή πιο πάνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση, είτε από το νόμο ή το έθιμο, είτε από διοικητικές πράξεις. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποί στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ειδικότερα η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της παραπάνω διατάξεως του άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945 για να έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει, να εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια, πλην των προαναφερομένων, η ιδιότητα του κατηγορουμένου (εργοδότης, διευθυντής εκπρόσωπος κ.λ.π.), ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών, ώστε με την αφαίρεση αυτού από το σύνολο των δικαιουμένων να προκύπτει το οφειλόμενο υπόλοιπο, ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο εργοδότη αποδοχές στον εργαζόμενο, αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή από συλλογική σύμβαση, ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο, σε περίπτωση δε μερικότερων πράξεων να προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα ποσά που οφείλονται για κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις, εφόσον για μερικές από αυτές προκύπτει ζήτημα παραγραφής. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχτηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 1.821/2007 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλο-συμπληρώνονται, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στη ..... την 12.52006 η κατηγορουμένη, ως εργοδότρια της Α, την οποία απασχολούσε στην επιχείρησή της ως ταμίας, με σχέση εξαρτημένης εργασίας από 5.8.05 έως 12.5.06, δεν της κατέβαλε υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών για το Μάϊο 2006, ποσό 300 ευρώ, επίδομα αδείας 2005, 255,30 ευρώ και επίδομα αδείας 2006, 270,72 ευρώ. Επίσης, δεν της χορήγησε την αναλογούσα άδεια με πλήρεις αποδοχές του έτους 2003, ούτε της κατέβαλε αντίστοιχες αποδοχές των ημερών της άδειας, αυξημένες κατά 100%, και συγκεκριμένα, παρόλο που λύθηκε η σχέση εργασίας, της οφείλει από την παραπάνω αιτία 255,30 ευρώ για το έτος 2005 και 270,72 ευρώ για το έτος 2006. Επομένως, πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη για την αξιόποινη πράξη της παράβασης του α.ν. 690/1945 σε συνδ. με άρθρο 5 παρ. 7 του α.ν. 539/1945, που της αποδίδεται". Ακολούθως, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασεώς του κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη, και ήδη αναιρεσείουσα, Χ του ότι: "Στη ..... στις 12/05/2006, ενώ ήταν εργοδότης, δηλ. νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης με την επωνυμία "ΕΝΩΣΗ ΠΑΡΚΙΝΓΚ Α.Ε.- ΣΤΑΘΜΕΥΣΗ Α.Ε.", με έδρα την ενταύθα οδό ..... αρ. ..., δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα, δηλ. μέχρι και της παραπάνω χρονολογίας, σ' αυτούς που απασχολήθηκαν απ' αυτήν με μισθό, τις οφειλόμενες από τη σχέση εργασία αποδοχές και χορηγίες που καθορίσθηκαν από τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας αφενός, του Α.Ν. 53.9/ 45 αρθρ. 5§7 "Περί αδείας" και του άρθρ. 3§16 του Ν. 4504/66 "Περί επιδόματος αδείας", αφετέρου. Συγκεκριμένα, δεν κατέβαλε στη Α, την οποία απασχόλησε στην παραπάνω επιχείρησή της ως ταμία, από 05/08/2005 έως 12/05/2006, τα παρακάτω χρηματικά ποσά: Α) 1) υπόλ. δεδουλ. αποδοχών (5/ 2006) 300, 00 ευρώ, επίδομα αδείας 2005 255, 30 ευρώ, επίδομα αδείας 2006 270,72 ευρώ, Β) κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο, δεν χορήγησε στη Α, που απασχολήθηκε απ' αυτήν με μισθό, την αναλογούσα άδεια με πλήρεις αποδοχές του έτους 2003, ούτε κατέβαλε στον παραπάνω τις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών της πιο πάνω άδειας, αυξημένες κατά 100% και δη για το έτος 2005, 255,30 ευρώ και για το έτος 2006, 270,72 ευρώ, παρόλο που λύθηκε η σχέση εργασίας. Σύνολο οφειλής 1.352,04 ευρώ", στη συνέχεια δε επέβαλε στην κατηγορουμένη συνολική ποινή φυλακίσεως 45 ημερών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία έτη. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν αναφέρεται στην απόφαση αυτή ποιές ήταν οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές της πιο πάνω εργαζομένης και αν αυτές οφείλονται βάσει νόμου, συμβάσεως, διοικητικής πράξεως, συλλογικής συμβάσεως εργασίας, διαιτητικής αποφάσεως ή εθίμου. Επίσης, μολονότι πρόκειται για εταιρική, και όχι για ατομική επιχείρηση, και μάλιστα για ανώνυμη εταιρία, η οποία κατά νόμο (άρθρο 18 ν.2190/1920) εκπροσωπείται από το Διοικητικό της Συμβούλιο που ενεργεί συλλογικώς, δεν εκτίθενται στην αιτιολογία της αποφάσεως πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα και η θέση της αναιρεσείουσας στην ανώνυμη αυτή εταιρία με την επωνυμία "ΕΝΩΣΗ ΠΑΡΚΙΝΓΚ Α.Ε. - ΣΤΑΘΜΕΥΣΗ Α.Ε" και δεν διευκρινίζεται αν η αναιρεσείουσα κατά το καταστατικό της εν λόγω Α.Ε. ή με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της την εκπροσωπούσε κατά τον ενδιαφέροντα πιο πάνω κρίσιμο χρόνο, ώστε να ανακύπτει νομική υποχρέωσή της να καταβάλει τις οφειλόμενες στην εργαζομένη πιο πάνω αποδοχές, αλλ' απλώς αναφέρεται η ιδιότητά της ως εργοδότριας στο σκεπτικό της αποφάσεως και ως νομίμου εκπροσώπου της εν λόγω εταιρίας στο διατακτικό, αναφορά, όμως, η οποία δεν αρκεί, όπως προεκτέθηκε, για την πληρότητα της αιτιολογίας. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η ελλιπής κατά τούτο αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και, παρελκούσης της έρευνας του άλλου λόγου της αιτήσεως, να αναιρεθεί η εν λόγω απόφαση. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλο Δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΙΡΕΙ τη 1.821/2007 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλο Δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 17 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή