Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1603 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αναιρέσεως απαράδεκτο, Απάτη, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Καταχραστές Δημοσίου.




Περίληψη:
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για κακουργηματική απάτη σε βάρος του Δημοσίου με ζημία άνω των 50.000.000 δρχ και φοροδιαφυγή (έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων) με την επίκληση των λόγων: α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (έλλειψη νόμιμης βάσης), β) εσφαλμένης εφαρμογής των οικείων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, γ) απόλυτης ακυρότητας. Αόριστοι οι λόγοι αναιρέσεως. Απορρίπτει αναιρέσεις ως απαράδεκτες. Επάρκεια αιτιολογίας και ορθή εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων για αναίρεση β΄ κατηγορουμένου. Απορρίπτει αιτήσεις.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1603/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Νοσοκομείο Κρατουμένων ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Πνευματικό, 2. Χ2, κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Βαλκάνο, 3. Χ3 και 4. Χ4, κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Μπόκοτα, περί αναιρέσεως της 2649/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 8 Απριλίου 2008, 7 Απριλίου 2008 και 8 Απριλίου 2008 (κοινή αίτηση της 3ης και 4ης των αναιρεσειουσών) τρεις χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 779/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, η υπό κρίση α) από 9 Απριλίου 2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, β) από 9 Απριλίου 2008 αίτηση αναιρέσεως της Χ3 και Χ4 και γ) από 8 Απριλίου 2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ2, κατά της υπ' αριθμό 2649/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, πρέπει, λόγω τη πρόδηλης συνάφειας τους, να συνεκδικαστούν και να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα τους.
Από τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με άρθρο 2 παρ. 18 του Ν. 2408/1996 και 509 παρ. 1 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι στην έκθεση, με την οποία ασκείται το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά δικαστικής αποφάσεως, πρέπει να περιέχονται αναγκαίως, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο, διότι, αν δεν περιέχεται ένας τουλάχιστον λόγος σαφής και ορισμένος, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται στο σύνολο της, ως απαράδεκτη. Για να είναι δε σαφής και ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως, δεν αρκεί η απλή επίκληση του στο αναιρετήριο, αλλά προσαπαιτείται συγκεκριμένη μνεία των νομικών πλημμελειών σε σχέση με αυτόν. Ειδικότερα, ως προς τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, της έλλειψης από την απόφαση της απαιτούμενης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για να είναι ο λόγος αυτός σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός, πρέπει: α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επί πλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια της απόφασης (Ολ. ΑΠ 2/2002, 19/2001), ως προς δε τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως για εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, πρέπει, για να είναι ο λόγος αυτός σαφής και ορισμένος, να γίνεται μνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που φέρεται ότι παραβιάστηκε, καθώς και της αποδιδόμενης σε σχέση με τη διάταξη αυτή πλημμέλειας, δηλαδή σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση ή επί παραβιάσεως εκ πλαγίου της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, σε τι συνίστανται οι ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, εξαιτίας των οποίων καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε και τέλος, επί εσφαλμένης ερμηνείας, ποια είναι η αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων "και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Οι αορίστως δε στην έκθεση αναιρέσεως διατυπούμενοι λόγοι, δε μπορούν να συμπληρωθούν με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 Κ.Π.Δ, την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως.
Α) Επί της αναιρέσεως του Χ1:
Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πλήττεται η υπ1 αριθμό 2649/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε, ο αναιρεσείων, Χ1, σε συνολική ποινή καθείρξεως 15 ετών για τις πράξεις α) της κακουργηματικής απάτης σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και τρίτων προσώπων κατ' εξακολούθηση, από την οποία η ζημία που προκλήθηκε, είναι μεγαλύτερη των 50.000.000 δραχμών ή 146.000 ευρώ και β) της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση. Προς θεμελίωση δε της κρινόμενης με αριθμό 9 Απριλίου 2008 αιτήσεως του, επικαλείται κατά λέξη και πιστή αντιγραφή από την έκθεση αναιρέσεως τα παρακάτω: "1. Η ως άνω απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και το άρθρο 139 του Κ.Π.Δ, και διότι δεν παραθέτει τα στοιχεία εκείνα που θεμελιώνουν την περί ενοχής κρίση του και συγκεκριμένα δεν αναφέρει από ποια στοιχεία πείστηκε και ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε ότι εγώ εξέδωσα τα αναφερόμενα τιμολόγια και ακόμη αν ποτέ με συγκείμενα άτομα είχα συναλλαγή και ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που το οδήγησαν στο να αποφανθεί ότι δεν πρόκειται περί φορολογικής παραβάσεως, αλλά ο νόμος 1608/1950 και πως προέκυψε η ζημία τρίτου, ούτως ώστε να δικαιολογείται η εφαρμογή του. Αναιρετέα λοιπόν τυγχάνει η προσβαλλόμενη απόφαση κατ' άρθρο 510 περ. Δ του Κ.Π.Δ. και 2. Διότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας και απέρριψε σιγή προβληθέντα κατά την έναρξη της διαδικασίας αυτοτελή μου ισχυρισμό περί λήψεως υπόψιν μαρτυρικών καταθέσεων πριν αποκτήσω την ιδιότητα του κατηγορουμένου και αναιρετέα κατέστη η προσβαλλόμενη κατ' άρθρο 510 περ. Δ του Κ.Π.Δ".
Β) Επί της αιτήσεως αναιρέσεως των Χ3 και Χ4.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πλήττεται η υπ' αριθμό 2649/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκαν, οι ως άνω αναιρεσείουσες, σε ποινή φυλάκισης 2 ετών για την πράξη της απλής συνέργειας σε πλημμεληματική απάτη. Προς θεμελίωση δε της κρινόμενης από 9 Απριλίου 2008 αιτήσεως τους, επικαλούνται κατά λέξη και πιστή αντιγραφή από την κοινή έκθεση αναιρέσεως τα παρακάτω: "Η ως άνω απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και το άρθρο 139 του Κ.Π.Δ, και αναιρετέα καθίσταται κατ' άρθρο 510 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, και συγκεκριμένα πουθενά δικαιολογεί ότι εμείς γνωρίζαμε την έκνομη δραστηριότητα του πρώτου των καταδικασθέντων και τον βοηθήσαμε στην πράξη του και συγκεκριμένα ότι του παρείχαμε συνδρομή για την είσπραξη ορισμένων επιταγών. Τις επιταγές όμως αυτές μπορούσε να τις εισπράξει και ο ίδιος και δεν χρειαζόταν τη βοήθεια μας. Άλλωστε κανένα στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο η προσβαλλόμενη δεν επικαλείται προς απόδειξη της σκέψεως αυτής ενώ η άποψη της μειοψηφίας στην απόφαση αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη. 2. Διότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας και ως προς το σκέλος περί μη χορηγήσεως ελαφρυντικού στη δεύτερη από εμάς καθώς και στην επιβολή της αυτής ποινής με ελαφρυντικό στην πρώτη από εμάς και μη ελαφρυντικό στη δεύτερη από εμάς και αναιρετέα κατέστη κατ' άρθρο 510 περ.Δ Κ.Π.Δ".
Από την παραδεκτή, όμως, επισκόπηση του δικογράφου των αιτήσεων αναιρέσεως, α) του Χ1 και β) της Χ3 και της Χ4, προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένα με σαφήνεια και πληρότητα τις πλημμέλειες της προσβαλλόμενης αποφάσεως, και ειδικότερα σε τι συνίστανται οι ελλείψεις, ως προς την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των παραδοχών της, καθώς και τις πλημμέλειες ως προς τη μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Ενόψει, όμως, των ανωτέρω, λόγω της πρόδηλης αοριστίας των προβαλλόμενων, σε καθεμία περίπτωση με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, κατ' εκτίμηση του δικογράφου των λόγων αναιρέσεως, α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες ναι μεν ασκήθηκαν εμπρόθεσμα (473 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.) και κατά αποφάσεως που υπόκειται σ' αυτήν (άρθρο 504 παρ. 1 ΚΠΔ), πλην, όμως, δεν περιέχουν κανένα λόγο αναιρέσεως, από αυτούς που ορίζει περιοριστικά το άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Π.Δ, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι ως άνω κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να επιβληθούν χωριστά στον καθένα από τους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα, (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ ).
Γ) Επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ2.
Επειδή, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. β' του Π.Κ, προκύπτει ότι για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας στην τελούμενη από άλλο αξιόποινη πράξη, απαιτείται η παροχή άμεσης συνδρομής από το συνεργό κατά τη διάρκεια της κυρίας πράξεως και κατά την εκτέλεση της από τον αυτουργό, ούτως ώστε χωρίς τη συνδρομή εκείνου, να μην είναι δυνατή μετά βεβαιότητας η διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέσθηκε.
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό 2649/2007 αποφάσεως του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, την απολογία των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Κατόπιν εντολής της αρμόδιας υπηρεσίας του ΣΔΟΕ, υπάλληλοι της, πραγματοποίησαν το έτος 2000 ελέγχους σε διάφορες εταιρείες προς εντοπισμό διακίνησης εικονικών φορολογικών στοιχείων, δηλαδή τιμολογίων μεγάλης αξίας, τα οποία εκδίδονταν για συναλλαγή ανύπαρκτη και τα οποία εν συνεχεία υποβάλλονταν από επιτηδείους στις αρμόδιες ΔΥΟ προς είσπραξη σημαντικών ποσών από επιστροφή του ΦΠΑ, χωρίς να τα δικαιούνται, αφού οι συναλλαγές που αναφέρονταν στα τιμολόγια δεν είχαν πραγματοποιηθεί, με αποτέλεσμα να υφίσταται αντίστοιχη ζημία το Δημόσιο, Στα πλαίσια της έρευνας αυτής μετέβησαν στη λειτουργούσα στο 10 χιλ. της παλαιάς εθνικής οδού ... - ... επιχείρηση με την επωνυμία "ΑΑ- ΓΕΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ - ΧΩΜΑΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ", όπου προέβησαν στην κατάσχεση πέντε φορολογικών στοιχείων αξίας 27.616.350 δρχ., εκδόσεως "ΒΒ - οικοδομικά υλικά - χωματουργικές εργασίες - εμπόριο χρωμάτων", με έδρα τα ..., διότι θεωρήθηκαν ως στοιχεία ύποπτης συναλλαγής, αφού οι υπάλληλοι της ανωτέρω επιχείρησης δεν ηδύνατο να δώσουν πειστικές εξηγήσεις γι' αυτά. Κατόπιν τούτου οι ανωτέρω υπάλληλοι μετέβησαν στα ..., όπου εφέρετο ως έδρα της εκδότριας εταιρείας και μετά από έρευνα διαπίστωσαν, ότι τέτοια επιχείρηση στο όνομα ΒΒ ουδέποτε λειτούργησε, αφού δεν είχε γραφεία, ενώ εστερείτο οποιωνδήποτε σχετικών μηχανημάτων απαραιτήτων για τη δραστηριότητα που υποτίθεται ότι ασκούσε και ότι η σύστασή της είχε γίνει μόνο για την έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων. Αναζητήθηκε ο φερόμενος ως εκπρόσωπος και υπεύθυνος της εν λόγω επιχείρησης ΒΒ και ανευρέθη στη ..., όπου διέμενε μονίμως και δήλωσε στους ανωτέρω υπαλλήλους, μεταξύ των οποίων και ο μάρτυρας ΓΓ, ότι ουδέποτε είχε αναπτύξει οποιαδήποτε εμπορική δραστηριότητα και υπέδειξε ως δημιουργό της όλης κατάστασης τον πρώτο κατηγορούμενο, τον οποίο γνώρισε μέσω του κοινού τους φίλου ΔΔ, επίσης κατοίκου .... Όπως προκύπτει από την κατάθεση του ανωτέρω μάρτυρα αλλά και από το πόρισμα ελέγχου της υπηρεσίας, ο ΒΒ είναι άτομο αλκοολικό και άνεργο, το οποίο συχνάζει σε διάφορα ουζερί της ..., ενώ το βράδυ κοιμάται στις καρέκλες των εξωτερικών ιατρείων του νοσοκομείου ... και ουδεμία οικονομική δυνατότητα έχει προς σύσταση και λειτουργία εμπορικής επιχείρησης. Μετά από έρευνα που ακολούθησε στο αρχείο του ΚΕΠΓΟ διαπιστώθηκε, ότι και ο ΔΔ εφέρετο ως επιχειρηματίας με έναρξη εργασιών κατόπιν δηλώσεώς του την 5-12-1997 στη ΔΟΥ ... και αντικείμενο εργασιών "ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ και ΧΩΜΑΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ" και έδρα το ..., ενώ με τα ίδια στοιχεία εφέρετο να έχει υποβάλλει δήλωση έναρξης εργασιών την 19-3-1998 στη ... ΔΟΥ με το ίδιο αντικείμενο εργασιών και διεύθυνση της επιχείρησης "..." στη ... . Και ο ΔΔ, όπως και ο ΒΒ, ήταν άνεργος, συχνά έγκλειστος των φυλακών με διάφορα οικονομικά και ψυχολογικά προβλήματα. Εκμεταλλευόμενος ο πρώτος κατηγορούμενος την άθλια οικονομική αλλά και ψυχική και γενικά την κατάσταση της υγεία των ανωτέρω ατόμων (ΒΒ και ΔΔ), τους έπεισε να υπογράψουν πληρεξούσιο με το οποίο τον όριζαν ειδικό πληρεξούσιό τους και του έδιναν την εντολή να τους εκπροσωπεί σε κάθε δημόσια αρχή και ενεργεί κάθε πράξη διαχείρησης, χωρίς βεβαίως αυτοί να γνωρίζουν ή να μπορούν να αντιληφθούν τις έννομες συνέπειες που μπορούσε να έχει αυτή η πράξη της. Έτσι έπεισε τον ΔΔ και τον ΒΒ να υπογράψουν τα υπ' αριθμ. ... και ... πληρεξούσια, αντίστοιχα, της συμβολαιογράφου Χαλκίδας Αλεξάνδρας Κατρανά - Τσάλα, με τα οποία τον καθιστούσαν ειδικό πληρεξούσιό τους και διαχειριστή τους. Με βάση τα πληρεξούσια αυτά, ο πρώτος κατηγορούμενος, που ήταν και αυτός άνεργος και ουδεμία εμπορική και γενικά επαγγελματική δραστηριότητα είχε, συνέστησε εικονικές επιχειρήσεις στο όνομα των προαναφερομένων προσώπων με μοναδικό σκοπό τη θεώρηση βιβλίων και στοιχείων και την παράνομη βάσει αυτών είσπραξη επιστρεφομένου φόρου προστιθέμενης αξίας, αποκομίζοντας έτσι παράνομο περιουσιακό όφελος τόσο ο ίδιος όσο και οι τρίτοι δηλαδή οι εταιρείες προς τις οποίες πωλούσε να εικονικά φορολογικά στοιχεία, αφού τα υπέβαλαν στο Δημόσιο και εισέπραξαν την επιστροφή φόρου εκ ποσοστού 18%, το οποίο μοιράζονταν μεταξύ τους, με αντίστοιχη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου, αφού τα ανωτέρω εικονικά φορολογικά στοιχεία, που εμφάνιζαν στις αρμόδιες ΔΟΥ απεικόνιζαν εικονικές στο σύνολό τους συναλλαγές, που ποτέ δεν είχαν πραγματοποιηθεί εξαπατώντας με τον τρόπο αυτό τους υπαλλήλους της ΔΟΥ, οι οποίοι κατέβαλαν το ποσό του ΦΠΑ, ενώ παράλληλα ζημιώθηκαν και οι ΒΒ και ΔΔ, αφού ενεπλάκησαν σε δικαστικούς αγώνες με τις υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου. Ειδικότερα ο πρώτος κατηγορούμενος με σκοπό να εξαπατήσει το Ελληνικό Δημόσιο προέβη στη δημιουργία πλασματικής φορολογικής σχέσης ήτοι χρησιμοποιώντας το άνω ... πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Χαλκίδας Αλεξάνδρας Κατρανά - Τσάλα υπέβαλε δήλωση έναρξης επαγγέλματος στο όνομα ΒΒ στη ΔΟΥ ... με αντικείμενο εργασιών οικοδομικές εργασίες και θεώρησε στο όνομα της επιχείρησης αυτής πολλά φορολογικά στοιχεία (ΤΟΥ, ΔΑ και τιμολόγια) τα οποία εν συνεχεία πωλούσε σε επιχειρήσεις και επιτηδευματίες αποκομίζοντας παράνομο περιουσιακό όφελος, τόσο ο ίδιος όσο και οι επιχειρήσεις, αφού τα υπέβαλαν στο Δημόσιο και εξαπατώντας τους αρμοδίους υπαλλήλους, ότι οι αναφερόμενες σ' αυτά συναλλαγές είναι υπαρκτές και έχουν πραγματοποιηθεί εισέπραττε την επιστροφή του φόρου εκ ποσοστού 18%, τον οποίον μοιράζονταν μεταξύ τους, με αντίστοιχη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου. Έτσι με τα στοιχεία της εταιρείας "ΒΒ" εξέδωσε τα αναφερόμενα στο διατακτικό εικονικά φορολογικά, στοιχεία, στην αξία των οποίων, το εκ ποσοστού 18% ποσό του ΦΠΑ ανέρχεται σε 141.632.798 δρχ., το οποίο ωφελήθηκε τόσον αυτός, όσο και οι επιχειρήσεις προς τις οποίες πώλησε τα εικονικά φορολογικά στοιχεία, αφού μοιράζονταν αυτό λαμβάνοντας το ποσό των 70.816.399 δρχ. ο καθένας, με αντίστοιχη ζημία του Δημοσίου, η οποία υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. ή 146.000 ΕΥΡΩ. Επίσης αποδείχθηκε ότι κατά τον ίδιο τρόπο και διαδικασία ο πρώτος κατηγορούμενος χρησιμοποιώντας το υπ' αριθμ. ... πληρεξούσιο υπέβαλε στη ΔΟΥ ... δήλωση έναρξης εργασιών στο όνομα ΔΔ με αντικείμενο εργασιών οικοδομικές εργασίες και έδρα το ... και θεώρησε βιβλίο εσόδων και εξόδων, τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών και λοιπά φορολογικά στοιχεία. Τα εικονικά φορολογικά στοιχεία της επιχείρησης "ΔΔ", ο πρώτος κατηγορούμενος τα πωλούσε στο δεύτερος κατηγορούμενο, ο οποίος ασκούσε ενεργή επιχειρηματική δράση στη ..., ο οποίος αρχικά χρησιμοποίησε αυτά στην αρμόδια ΔΥΟ για να λαμβάνει επιστροφή φόρου προστιθέμενης αξίας, το οποίο μοιραζόταν με τον πρώτο κατηγορούμενο προσπορίζοντας έτσι παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι μόνον ο ίδιος αλλά και ο πρώτος κατηγορούμενος, με αντίστοιχη ζημία του Δημοσίου. Εν συνεχεία, όμως, ο δεύτερος κατηγορούμενος λόγω της ενεργού επιχειρηματικής του δραστηριότητας ανεύρισκε επιχειρηματίες, που επιθυμούσαν να δραστηριοποιούνται με τον ως άνω παράνομο τρόπο λαμβάνοντας επιστροφή ΦΠΑ και τους προμήθευε με τα εικονικά τιμολόγια που του έδινε ο πρώτος κατηγορούμενος παρέχοντας έτσι άμεση συνδρομή σ' αυτόν στην πώληση και διακίνηση των άνω εικονικών φορολογικών στοιχείων. Μάλιστα, επειδή ο δεύτερος κατηγορούμενος εδραστηριοποιείτο στην περιοχή της ..., όπου ανεύρισκε και τους λήπτες των εικονικών τιμολογίων, ο πρώτος κατηγορούμενος για να μην κινήσει υποψίες στους υπαλλήλους των αρμοδίων ΔΟΥ, στους οποίους θα υποβάλλονταν τα εικονικά φορολογικά στοιχεία της εταιρείας ΔΔ με έδρα την ..., κατέβαλε την 19-3-1998 και δεύτερη δήλωση έναρξης εργασιών στο όνομα του ανωτέρω προσώπου στη ... ΔΟΥ με αντικείμενο χωματουργικές εργασίες και έδρα "..." στη ... . Εν συνεχεία δε θεώρησε τα φορολογικά στοιχεία για να τα χρησιμοποιήσει για την παράνομη δραστηριότητά του. Κατόπιν τούτου με τη συνδρομή του δευτέρου κατηγορουμένου, ο οποίος υποδείκνυε στον πρώτο και τον έφερνε σε επαφή με διάφορες επιχειρήσεις πρόθυμες να συνεργαστούν μαζί του πωλούσε τα εικονικά φορολογικά στοιχεία της εταιρείας ΔΔ σε επιχειρήσεις της ... και συγκεκριμένα σε 48 επιχειρήσεις που τα αποδέχθηκαν και εν συνεχεία τα εμφάνισαν στην αρμόδια ΔΟΥ, οι υπάλληλοι της οποίας πείστηκαν ότι είχαν τελεστεί οι εμπορικές πράξεις που περιέχονταν σ' αυτά και τους κατέβαλαν το εκ ποσοστού 18% ποσό του ΦΠΑ, που αντιστοιχούσε επί των εικονικών τιμολογίων της εταιρείας "ΔΔ", το οποίο ωφελούνταν παράνομα ο πρώτος κατηγορούμενος, ο δεύτερος κατηγορούμενος και οι εταιρείες προς τις οποίες πωλούνταν τα εικονικά φορολογικά στοιχεία, αφού μοιράζονταν αυτό μεταξύ τους λαμβάνοντας το ? ο καθένας, με αντίστοιχη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ παράλληλα ζημιώθηκε και ο ΔΔ, αφού ενεπλάκη σε δικαστικούς αγώνες.
Συνεπώς, η άμεση συνδρομή του δευτέρου κατηγορουμένου στην υπό του πρώτου κατηγορουμένου απατηλή ως άνω συμπεριφορά είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο τη φοροδιαφυγή αλλά και την παράνομη ωφέλεια του ιδίου αλλά και του πρώτου κατηγορουμένου, οι οποίοι ελάμβαναν μέρος του ΦΠΑ ως αμοιβή για τις προαναφερόμενες ενέργειές τους, με αντίστοιχη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ παράλληλα ζημιώθηκε και ο ΔΔ, που ενεπλάκη σε δικαστικούς αγώνες, Ως εκ τούτου υφίσταται περίπτωση πραγματικής συρροής της πράξεως της απάτης με εκείνη της φοροδιαφυγής, απορριπτομένου του αντιθέτου περί τούτου ισχυρισμού του δευτέρου κατηγορουμένου, ως αβασίμου. Αποδείχθηκε ότι με τα στοιχεία της εταιρείας ΔΔ, ο πρώτος κατηγορούμενος εξέδωσε τα αναφερόμενα στο διατακτικό φορολογικά στοιχεία, στην αξία των οποίων το εκ ποσοστού 185 ποσό του φόρου, που ανέρχεται σε 184.043.814 δρχ., ωφελήθηκαν από κοινού ο πρώτος κατηγορούμενος, ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος συνέδραμε τον πρώτο στην έκδοση και την προώθηση των εικονικών φορολογικών στοιχείων και οι επιχειρήσεις προς τις οποίες επωλήθησαν αυτά ήτοι κατά ποσό 61.347.938 δρχ. ο καθένας, με αντίστοιχη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. ή 146.000 ΕΥΡΩ. Μάλιστα στο γραφείο της επιχείρησης του δευτέρου κατηγορουμένου στη ... βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στελέχη - μπλοκ επιταγών από τα οποία ο κατηγορούμενος είχε εκδώσει επιταγές ποσού 30.000.000 δρχ. περίπου, στο όνομα των μελών της οικογενείας του πρώτου κατηγορουμένου ήτοι στη σύζυγό του και τη θυγατέρα του (λοιπές κατηγορούμενες) οι οποίες και εισέπραξαν το ανωτέρω ποσό προσφέροντας έτσι βοήθεια στην εκπλήρωση της παράνομης δραστηριότητας του πρώτου κατηγορουμένου, αφού το ποσόν αυτό αποτελούσε την αμοιβή του για τα εικονικά τιμολόγια που έδινε στις επιχειρήσεις και διακινούσε ο δεύτερος κατηγορούμενος. Οι κατηγορούμενοι απολογούμενοι ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους στην έκδοση και διακίνηση εικονικών φορολογικών στοιχείων. Η εικονικότητα των φορολογικών στοιχείων και η παράνομη δράση των κατηγορουμένων καθώς και ο τρόπος με τον οποίον ενεργούσαν, όπως αναλυτικά αναφέρεται παραπάνω, προκύπτει από τη σαφή κατάθεση του μάρτυρος ΓΓ ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου καθώς και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αλλά και από τις αναγνωσθείσες στο ακροατήριο εκθέσεις ελέγχου του ΣΔΟΕ. Επίσης η εικονικότητα των τιμολογίων αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ουδεμία εργασία ή εμπορική πράξη διενεργήθηκε από τις εταιρείες ΒΒ και ΔΔ κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και ότι οι εταιρείες αυτές εστερούντο οποιωνδήποτε σχετικών μηχανημάτων απαραιτήτων για τη δραστηριότητα που υποτίθεται ότι ασκούσαν, ενώ στο βιβλίο εσόδων - εξόδων που κατασχέθηκαν στο γραφείο του λογιστή ΕΕ, φέρονται καταχωρημένα φορολογικά στοιχεία με επιχειρήσεις, οι οποίες ουδεμία συναλλαγή είχαν με τις προαναφερόμενες εταιρείες, η σύσταση των οποίων έγινε μόνο για την έκδοση των εικονικών τιμολογίων. Πρέπει, επομένως, με βάση τα ανωτέρω να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, ο μεν πρώτος (Χ1) για την πράξη της απάτης εις βάρος του Δημοσίου κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος, αφού με την έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων παρέστησε ψευδώς στις αρμόδιες φορολογικές αρχές ότι οι εταιρείες που εκπροσωπούσε είχαν εκτελέσει τις εργασίες που αναφέρονταν στα σχετικά τιμολόγια και έπρεπε να τους επιστραφεί ο αναλογούν φόρος προστιθέμενης αξίας, ενώ αυτές ήταν ανύπαρκτες, ουδεμία πράξη είχαν εκτελέσει, με αποτέλεσμα το Δημόσιο να καταβάλει το πόσό των 141.632.798 δρχ. για ΦΠΑ των εικονικών φορολογικών στοιχείων της εταιρείας "ΒΒ" μέρος των οποίων από 70.816.798 δρχ. έλαβε ο πρώτος κατηγορούμενος και το υπόλοιπο οι εταιρείες προς τις οποίες τα επώλησε και τα υπέβαλαν στις αρμόδιες υπηρεσίες και το ποσό των 184.043.814 δρχ. για ΦΠΑ των εικονικών φορολογικών στοιχείων της εταιρείας "ΔΔ" μέρος των οποίων εκ δραχμών 61.347.938 δρχ. έλαβε έκαστος εκ των δύο πρώτων κατηγορουμένων και το υπόλοιπο οι εταιρείες προς τις οποίες τα επώλησε, με αντίστοιχη ζημία του Δημοσίου, η οποία υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. ή 146.000 ΕΥΡΩ. Επίσης, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων, όπως αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας, τόσο της εταιρείας ΒΒ όσο και της εταιρείας ΔΔ. Ακόμη, πρέπει, να παύσει η εις βάρος του ποινική δίωξη λόγω παραγραφής του αδικήματος της έκδοσης φορολογικών στοιχείων της εταιρείας "ΒΒ" που εκδόθηκαν πριν την 18-1-2000, αφού το κλητήριο θέσπισμα επιδόθηκε στον κατηγορούμενο την 18-1-2005 ήτοι μετά πάροδο πέντε ετών από της εκδόσεώς των και η πράξη είναι πλημμεληματικού χαρακτήρα. Και ο δεύτερος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος άμεσης συνέργειας στη διαπραχθείσα υπό του πρώτου κατηγορουμένου απάτη εις βάρος του Δημοσίου, το αντικείμενο της οποίας υπερβαίνει τα 146.000 ΕΥΡΩ, αφού διευκόλυνε τον πρώτο στην εξαπάτηση των αρμοδίων υπαλλήλων του Ελληνικού Δημοσίου με την ανεύρεση επιχειρήσεων, οι οποίες υπέβαλαν τα εικονικά τιμολόγια της εταιρείας ΔΔ στις αρμόδιες υπηρεσίες, προκειμένου να πεισθούν ότι είχαν τελεστεί οι εμπορικές πράξεις που περιέχονταν σ' αυτά και στη συνέχεια να τους επιστρέψουν το αντίστοιχο ΦΠΑ, το οποίο μοιράζονταν μεταξύ τους. Επίσης, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος άμεσης συνέργειας στην έκδοση των εικονικών τιμολογίων της εταιρείας "ΔΔ" κατ' εξακολούθηση, ενώ αντίθετα δεν αποδείχθηκε ότι είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στην έκδοση των εικονικών τιμολογίων της εταιρείας ΒΒ και πρέπει να κηρυχθεί αθώος της άμεσης συνέργειας στην έκδοση αυτών. Τέλος, οι τρίτη και τέταρτη κατηγορούμενες παρείχαν απλή συνδρομή στις παράνομες δραστηριότητες του πρώτου κατηγορουμένου με την είσπραξη των επιταγών που εξέδωσε ο δεύτερος για λογαριασμό του πρώτου και κατ' εντολή του. Οι ανωτέρω κατηγορούμενες γνώριζαν την παράνομη προέλευση των χρημάτων που εισέπραξαν από τις επιταγές εκδόσεως του Χ2, δεδομένου ότι ο πατέρας και σύζυγός τους, αντιστοίχως, ουδεμία επαγγελματική δραστηριότητα είχε και μάλιστα εκείνη των χωματουργικών εργασιών, ώστε να δικαιούται επιστροφή του φόρου και τον ενίσχυσαν στη διάπραξη των ως άνω παρανόμων πράξεων με τη διευκόλυνση της εισπράξεως των επιταγών, τις οποίες λόγο του μεγάλου ύψους απέφυγε να εισπράξει στο όνομά του ο πρώτος κατηγορούμενος για να μη κινήσει τις υποψίες στους αρμοδίους υπαλλήλους της τράπεζας για την παράνομη δραστηριότητά του. Οι επιταγές που εισέπραξαν οι ανωτέρω κατηγορούμενες ανέρχονται στο ποσό μικρότερο των 30.000.000 δρχ. και κατά το ποσό αυτό, με την ως άνω συνδρομή τους ζημίωσαν το Ελληνικό Δημόσιο. Δεδομένου δε ότι το ποσόν αυτό δεν υπερβαίνει τα 50.000.000 δρχ. η πράξη τους φέρει πλημμεληματικό χαρακτήρα και κατόπιν τούτου πρέπει κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου να κηρυχθούν ένοχες οι κατηγορούμενες της απλής συνέργειας στην πράξη της κοινής απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας κατ' εξακολούθηση κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από απλή συνέργεια σε κακουργηματική απάτης εις βάρος του Δημοσίου δεδομένου ότι η ζημία εις βάρος του Δημοσίου είναι μικρότερη των 50.000.000 δρχ. 146.000 €). Δεδομένου δε ότι το κλητήριο θέσπισμα επιδόθηκε στις κατηγορούμενες στις 9-2-2005, οι μερικότερες πράξεις της απλής συνέργειας στην κοινή απάτη που τελέστηκαν πριν την 9-2-2000, έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή και πρέπει γι' αυτές να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη.
Ένα μέλος η εφέτης Μαρία Νικολοπούλου είχε τη γνώμη ότι έπρεπε να κηρυχθούν αθώες οι ανωτέρω κατηγορούμενες. Διότι η 3η και 4η κατηγορούμενες (Χ3 και Χ4, θυγατέρα και μητέρα του κατηγορουμένου αντίστοιχα πρέπει να κηρυχθούν αθώες, αφού δεν αποδείχθηκε ότι παρείχαν με πρόθεση απλή συνδρομή στον πρώτο κατηγορούμενο Χ1 κατά την εκτέλεση των αδίκων πράξεων που διέπραξε της απάτης σε βάρος του Δημοσίου με ζημία μικρότερη των 50.000.000 δραχ. Αντίθετα πίστευαν ότι τις επιταγές που τους έδιδε, προέρχονταν από την εργασία. και όχι από παράνομες δραστηριότητές του. Πρέπει, όμως, ομόφωνα να αναγνωρισθεί στην τρίτη κατηγορουμένη το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου (άρθρ. 842 ΠΚ) αφού αποδείχθηκε ότι αυτή μέχρι την τέλεση της άνω πράξης διήγαγε έντιμη ατομική οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Το αίτημα του δευτέρου κατηγορουμένου με το οποίο ζητεί να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 842 ΠΚ (προτέρου εντίμου βίου) πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, διότι αποδείχθηκε ότι ο πρότερος βίος του δεν ήταν έντιμος, αφού αυτός στο παρελθόν είχε χρησιμοποιήσει εικονικά φορολογικά στοιχεία στην επιχείρησή του για να εισπράξει παράνομα επιστροφή φόροι, πράξη για την οποία καταδικάσθηκε με την αριθμ. 365/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης σε φυλάκισης 4 μηνών (βλ. ποινικό μητρώο, το οποίο ελήφθη υπόψει μόνο για τη χορήγηση ή μη του ελαφρυντικού). Επίσης ως κατ' ουσίαν αβάσιμο πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του πρώτου κατηγορουμένου για αναγνώριση σ' αυτόν του ελαφρυντικού του άρθρου 842 ΠΚ (μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς), αφού μόνο το γεγονός ότι επέδειξε καλή συμπεριφορά στις φυλακές δεν αρκεί χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών. Και τούτο διότι μόνη η παθητική (μη κακή) συμπεριφορά στις αυστηρές συνθήκες του τόπου της κράτησης δεν αποδεικνύει ότι ο κατηγορούμενος είχε καλή συμπεριφορά κατά την έννοια του νόμου (βλ. ΑΠ 1553/1995 Ποιν.Χρον. ΜΣΤ-896)".
Στη συνέχεια το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο Χ2, ένοχο των πράξεων α) της άμεσης συνέργειας σε απάτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου κατ' εξακολούθηση και β) της άμεσης συνέργειας στην έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση, και του επέβαλε συνολική ποινή καθείρξεως οκτώ (8) ετών και 10 μηνών.
Με αυτά που δέχθηκε, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, ως προς τον αναιρεσείοντα Χ2, διέλαβε στην απόφαση του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων Χ2, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ.1, 27 παρ.1 εδ. α, 46 παρ. 1 στοιχ. β', 94 παρ.1, 98, 386 παρ. 1 και 3 του Π.Κ, και άρθρο 1 του Ν. 1608/1950 όπως αντικ. με το άρθρο 4 παρ.4 του ν. 1738/1987, και άρθρο 19 του Ν.2523/1997, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές.
Ειδικότερα, αιτιολογούνται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την κρίση του δικαστηρίου, και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος. Συγκεκριμένα, ότι ο αναιρεσείων εξαιτίας της εμπορικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας του, και του ευρύ κύκλου γνωριμιών του, ανεύρισκε διάφορους επιχειρηματίες, οι οποίοι ανέπτυσσαν έκνομη δραστηριότητα, σχετική με την προμήθεια εικονικών φορολογικών στοιχείων. Τους επιχειρηματίες αυτούς, ο εν λόγω αναιρεσείων τους προμήθευε με εικονικά τιμολόγια, που του χορηγούσε ο συγκατηγορούμενός του Χ1, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό της συμμετοχικής του δραστηριότητας, άμεση συνδρομή στην υπό του τελευταίου, παράνομη διακίνηση εικονικών φορολογικών στοιχείων. Αιτιολογείται επίσης, η παραδοχή σύμφωνα με την οποία ο ως άνω αναιρεσείων, υποδείκνυε στον συγκατηγορούμενό του Χ1, διάφορες εμπορικές επιχειρήσεις στην περιοχή της ..., αφού γνώριζε αυτός (αναιρεσείων), ότι ο ως άνω συγκατηγορούμενός του είχε επιμεληθεί και επιτύχει να υποβάλει προηγουμένως, για λογαριασμό της εταιρείας ΔΔ, που είχε την έδρα της στην ... της ..., την από 19-3-1998 δήλωση έναρξης εργασιών, στη ... ΔΟΥ και στη συνέχεια να εκδοθεί ικανός αριθμός εικονικών φορολογικών στοιχείων, που διατέθηκαν σε 48 διάφορες επιχειρήσεις της ... . Επίσης, αιτιολογείται η παραδοχή κατά την οποία με την έκδοση των εικονικών αυτών φορολογικών στοιχείων, τα οποία οι αρμόδιοι ελεγκτικοί μηχανισμοί θεώρησαν ως γνήσια, να εξαπατηθούν και να πεισθούν ότι οι αναφερόμενες στα φορολογικά αυτά στοιχεία, εμπορικές συναλλαγές, είχαν πραγματοποιηθεί με αποτέλεσμα να καταβληθεί ο αναλογών φόρος προστιθέμενης αξίας, από 18% και από τα καταβληθέντα και εισπραχθέντα χρηματικά ποσά, να τα διανέμονται κατά 1/3 ο αναιρεσείων Χ1, κατά 1/3 ο αναιρεσείων Χ2 και κατά το έτερο 1/3, η εκάστοτε εμπορική επιχείρηση, η οποία προμηθευόταν το αντίστοιχο εικονικό φορολογικό στοιχείο. Επιπρόσθετα, αιτιολογείται η συμμετοχική δράση του εν λόγω αναιρεσείοντος Χ2 και η δόλια προαίρεση του, και από την παραδοχή της αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία στο γραφείο της επιχείρησης του, που αυτός διατηρούσε στη ..., βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στελέχη - μπλόκ επιταγών, από τα οποία ο ποιο αναιρεσείων, είχε εκδώσει επιταγές συνολικού ποσού 30.000.000 δραχμών στο όνομα των μελών της οικογένειας του συγκατηγορουμένου του, Χ1, ήτοι στη σύζυγο και τη θυγατέρα του, οι οποίες και εισέπραξαν τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά, προϊόντα αναμφισβήτητα της έκνομης δραστηριότητας του. Ακόμη, αιτιολογείται η παραδοχή κατά την οποία, προκύπτει η αναμφισβήτητη εικονικότητα των φορολογικών στοιχείων, ενόψει του ότι οι φερόμενες ως πραγματοποιηθείσες από τις εταιρείες ΒΒ και ΔΔ, εμπορικές συναλλαγές, ήσαν ανύπαρκτες. Τέλος, αιτιολογείται η παραδοχή, σύμφωνα με την οποία από την παραπάνω αξιόποινη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος Χ2, εκτός άλλων προσώπων, ζημιώθηκε και το Ελληνικό Δημόσιο, με το συνολικό ποσό των 141.632.798 δραχμών, που υπερβαίνει αυτό των 50.000.000 δραχμών ή 146.000 ευρώ, το οποίο κατέβαλε το Ελληνικό Δημόσιο, ως επιστροφή του Φ.Π.Α.
Επειδή φαινόμενη κατ' ιδέα συρροή ή απλή συρροή νόμων, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 94 ΠΚ περί συρροής εγκλημάτων, υπάρχει όταν εμφανίζονται κατ' αρχήν για την ίδια ή περισσότερες αξιόποινες πράξεις περισσότεροι ποινικοί νόμοι ως εφαρμοστέοι, πλην όμως από τη λογική και αξιολογική σχέση μεταξύ τους προκύπτει ότι τελικά ένας από αυτούς είναι εφαρμοστέος, ο οποίος έτσι αποκλείει την εφαρμογή των λοιπών, που φαινομενικά μόνο συρρέουν. Με την έννοια αυτή φαινόμενη κατ' ιδέα συρροή υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι ποινικοί νόμοι καλύπτουν την όλη απαξία και υπόσταση (αντικειμενική και υποκειμενική) της αξιόποινης πράξεως και τελούν μεταξύ τους σε σχέση γενικού και ειδικού, οπότε ισχύει η αρχή της ειδικότητας, κατά την οποία ο ειδικός νόμος αποκλείει την εφαρμογή του γενικού, με βάση τον κανόνα "τα ειδικά των γενικών επικρατέστερα". Εξάλλου, κατά το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, το έγκλημα της φοροδιαφυγής διαπράττει και όποιος, εξαπατώντας τη φορολογική αρχή, έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α., κατά δε το δε το άρθρο 19 του ίδιου νόμου και όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία. Πλαστό θεωρείται το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου, ενώ εικονικό θεωρείται και όταν εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή για μέρος αυτής. Οι ειδικές αυτές διατάξεις, που αναφέρονται στην αξιόποινη φοροδιαφυγή, αποκλείουν την εφαρμογή των γενικών περί πλαστογραφίας και απάτης διατάξεων των άρθρων 216 και 386 ΠΚ. Αν όμως η κατάρτιση των πλαστών φορολογικών στοιχείων ή η απατηλή ενέργεια του δράστη κατατείνει όχι μόνο στη φοροδιαφυγή, αλλά και στην παράνομη ωφέλεια ή βλάβη τρίτων ή στην πρόκληση και άλλης περαιτέρω ζημίας του Δημοσίου ή στον προσπορισμό και άλλου οφέλους του, εκτός της μειώσεως ή αποφυγής της φορολογικής επιβάρυνσης του, τότε οι ειδικές διατάξεις περί αξιόποινης φοροδιαφυγής δεν εκτοπίζουν εξολοκλήρου την εφαρμογή των γενικών περί πλαστογραφίας και απάτης διατάξεων των άρθρων 216 και 386 ΠΚ, γιατί τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της φοροδιαφυγής στην περίπτωση αυτή δεν συμπίπτουν με εκείνα της πλαστογραφίας ή απάτης, οι οποίες, πέραν των στοιχείων της φοροδιαφυγής, περιέχουν και άλλη ποινικώς κολάσιμη εγκληματική δραστηριότητα αυτού (δράστη). Επομένως, η αιτίαση του αναιρεσείοντος, που αποτελεί και το δεύτερο λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για εσφαλμένη εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και ειδικότερα ότι δεν υφίσταται αληθής συρροή μεταξύ των πράξεων που αυτός καταδικάσθηκε, ήτοι της πράξεως της απάτης σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και της φοροδιαφυγής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (ΑΠ 1905/2000), αφού σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, κηρύχθηκε ένοχος των πράξεων της απάτης σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων, με τη μορφή της άμεσης συνέργειας.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά το μέρος μεν που με το σχετικό λόγο, πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί τα πράγματα, αναιρετικά ανέλεγκτη, κρίση του Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, ενώ κατά το μέρος που με την αιτίαση του πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα ότι το αιτιολογικό της αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού της, είναι αβάσιμος, γιατί δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται, όπως εν προκειμένω, στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος, που αποτελεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ, τρίτο λόγο αναιρέσεως και συγκεκριμένα ότι το δικαστήριο προκειμένου να στηρίξει την κρίση περί της ενοχής του, έλαβε υπόψη του τις μαρτυρικές καταθέσεις του ιδίου, οι οποίες λήφθηκαν από τους υπαλλήλους του ΣΔΟΕ, προτού αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου και ότι οι καταθέσεις αυτές έπρεπε να τεθούν εκτός της δικογραφίας, είναι αβάσιμη, γιατί από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική γι' αυτόν απόφαση, δεν έλαβε υπόψη του τις καταθέσεις του, αλλά στηρίχθηκε στα λοιπά αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία). Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος αποτελούν αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, για τους οποίους το δικαστήριο δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να διαλάβει ειδική αιτιολογία.
Επίσης, η από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 του Π.Κ, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται καθόλου ή παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε μη υποβληθέντα ή απαράδεκτο προβληθέντα ισχυρισμό. Έτσι, αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτώς, εφόσον από τα ίδια τα πρακτικά προκύπτει, ότι έγινε και προφορική ανάπτυξη του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσης του. Διαφορετικά ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το Δικαστήριο, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτόν (Ολ. ΑΠ 2/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων ο οποίος καταδικάστηκε για τις πράξεις που προαναφέρθηκαν στην πιο πάνω ποινή, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, ζήτησε να αναγνωριστεί στο πρόσωπο του το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α του Π.Κ. Το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημα του, με την παρακάτω αιτιολογία "Το αίτημα του δευτέρου κατηγορουμένου με το οποίο ζητεί να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α του Π.Κ(προτέρου εντίμου βίου), πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσία αβάσιμο, διότι αποδείχθηκε ότι ο πρότερος βίος του δεν ήταν έντιμος, αφού αυτός στο παρελθόν είχε χρησιμοποιήσει εικονικά φορολογικά στοιχεία στην επιχείρηση του για να εισπράξει παράνομα επιστροφή φόρου, πράξη για την οποία καταδικάσθηκε με την υπ' αριθμό 365/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης σε φυλάκιση 4 μηνών (βλ. ποινικό μητρώο, το οποίο ελήφθη υπόψη μόνο για τη χορήγηση ή μη του ελαφρυντικού). Η αιτιολογία δε, την οποία διέλαβε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να απορρίψει τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνωρίσεως της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2α του Π.Κ, είναι η απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με ειδική δε αναφορά στο Δελτίο του Ποινικού του Μητρώου, αιτιολόγησε ότι και κατά το παρελθόν είχε επιδείξει ανάλογη παραβατικότητα, που δεν δικαιολογούσε την παραδοχή του αιτήματος του. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως του Χ2 και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει α) από 8-4-2008 αίτηση του Χ1, κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Νοσοκομείο Κρατουμένων ..., β) την από 7-4-2008 αίτηση του Χ2, κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές ... και γ) την από 8-4-2008 αίτηση των Χ3 και Χ4, κατοίκων ..., για αναίρεση της υπ' αριθμό 2649/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον καθένα από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Ιουλίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή